Άρθρο
Πώς απαντάμε στην “επιστροφή των εθνικισμών”;

Συναδέρφωση Ρώσων και Γερμανών φαντάρων στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο Γιώργος Πίττας δίνει απαντήσεις στις λαθεμένες θεωρίες για το έθνος-κράτος, από την ανάδυσή του μέχρι τη σημερινή έξαρση του εθνικισμού.

 

Την δεκαετία του ’90 κυρίαρχη αντίληψη ήταν ότι ο πλανήτης μπαίνει σε μια νέα φάση, αυτήν της «παγκοσμιοποίησης», όπου η πλήρης απελευθέρωση των αγορών θα δημιουργούσε ένα τεράστιο πλούτο που εν τέλει θα έλυνε μια σειρά από προβλήματα: Όχι μόνο την φτώχεια αλλά και τις εθνικές συγκρούσεις καθώς τα έθνη-κράτη θα υποχωρούσαν δίνοντας τη θέση τους στους νέους θεσμούς και οργανισμούς της παγκόσμιας αγοράς. Ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός θα μπορούσε να εξασφαλίσει έναν ειρηνικό κόσμο. 

Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, βρισκόμαστε στον αντίποδα: επικρατεί η αντίληψη ότι η περίοδος της παγκοσμιοποίησης έχει φτάσει στο τέλος της και μια νέα περίοδος έχει ξεκινήσει με βασικά της χαρακτηριστικά την επιστροφή του έθνους-κράτους και μαζί του των εθνικισμών και μιας γενικότερης συντηρητικής στροφής της κοινωνίας. Το Brexit, η εκλογή του Τραμπ στην θέση του προέδρου των ΗΠΑ, η ανάδειξη της νέας κυβέρνησης στην Ιταλία, είναι μερικά από τα παραδείγματα που έρχονται να στηρίξουν αυτήν την τοποθέτηση. Από πολιτική άποψη, καταλήγει ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια αναπόφευκτη άνοδο του εθνικισμού, της ακροδεξιάς και  του φασισμού.

Αυτή η εξέλιξη βάζει πιέσεις πάνω στην Αριστερά: «μήπως θα πρέπει η Αριστερά να αγκαλιάσει τα λεγόμενα «εθνικά ζητήματα» για να ανακόψει τους φασίστες μαλακώνοντας έτσι και τα φαινόμενα ακραίου εθνικισμού»; Ιδιαίτερα πιέζονται τα τμήματα που έχουν την άποψη ότι η Αριστερά ήταν και θα είναι πάντα «πατριωτική». 

Σε αυτήν την κατεύθυνση, ο N. Κοτζιάς έγραψε λίγο πριν γίνει υπουργός Εξωτερικών, το βιβλίο «Αριστερά και πατριωτισμός», στο οποίο εγκαλεί το αντικαπιταλιστικό κίνημα της Γένοβας γιατί την δεκαετία του 2000 εγκατέλειψε τον πατριωτισμό. Εν πολλοίς οι μάζες είναι φύσει «πατριωτικές» σε αντίθεση με το κεφάλαιο που «δεν έχει πατρίδα» οπότε στις πλάτες της εργατικής τάξης πέφτει διπλό το βάρος της υπεράσπισης του έθνους. 

Η στάση της Αριστεράς πάνω σε όλα αυτά τα ζητήματα είναι σήμερα απολύτως κρίσιμη. Αφενός ο κίνδυνος των «θερμών επεισοδίων» και ενός νέου πολέμου με την Τουρκία βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη. Αφετέρου, με αφορμή τις τελευταίες εξελίξεις για το Μακεδονικό, προβάλλει ο κίνδυνος μιας μετατόπισης προς τα δεξιά όλου του πολιτικού σκηνικού βάζοντας τέρμα στη  ριζοσπαστικοποίηση που γεννήθηκε μέσα στους αγώνες των τελευταίων δεκαετιών.

«Παγκοσμιοποίηση vs Έθνος-κράτος»;

Πρόκειται για ένα λάθος δίπολο. Η σχέση μεταξύ έθνους-κράτους και καπιταλισμού δεν είναι μια ανταγωνιστική αλλά μια διαλεκτική σχέση, που ξεκινάει με τη γέννησή τους μερικούς αιώνες πίσω. Όπως αναφέρει ο Κρις Χάρμαν στο βιβλίο του Μαρξισμός και Εθνικισμός: «Το σύγχρονο έθνος, με την ιδανική μορφή του ομογενοποιημένου σώματος πολιτών που απολαμβάνουν ίσα δικαιώματα, που δηλώνουν υποταγή σε ένα μόνο κυρίαρχο κέντρο και που μιλάνε μια κυρίαρχη γλώσσα, είναι προϊόν της πρόσφατης σχετικά ιστορίας, όπως και ο καπιταλισμός».  

Το έθνος, όπως το εννοούμε σήμερα, θα γεννηθεί σε κάποιες από τις περιοχές της Ευρώπης, όπου από τον 14ο-15ο αιώνα μέσα στις κυρίαρχες φεουδαλικές δομές είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται οι πρώτοι πυρήνες καπιταλιστικής παραγωγής, με κέντρο τις μικρές αλλά αναπτυσσόμενες πόλεις, καθώς τεχνίτες, έμποροι και τραπεζίτες, άρχισαν να δημιουργούν τα δικά τους εμπορικά, γλωσσικά και εν τέλει διοικητικά δίκτυα. 

Η ενηλικίωσή του θα έρθει μέσα από την δημιουργία των πρώτων εθνικών κρατών ξεκινώντας από την Αγγλία και την Ολλανδία τον 17ο αιώνα και συνεχίζοντας στη Γαλλία τον 18ο αιώνα. Μέσα από συγκρούσεις, εμφυλίους πολέμους και επαναστάσεις η αστική τάξη θα βρεθεί κυρίαρχη όχι μόνο οικονομικά αλλά και πολιτικά. Είτε αναγκάζοντας το παλιό απολυταρχικό κράτος να μεταλλαχτεί και να δουλέψει για αυτήν είτε καρατομώντας την παλιά άρχουσα τάξη και δημιουργώντας ένα νέο κράτος όπως συνέβη με τη Γαλλική επανάσταση του 1789. 

Τα νέα έθνη-κράτη, τα ίδια προϊόντα της καπιταλιστικής ανάπτυξης θα παίξουν από την αρχή κυρίαρχο ρόλο στην περαιτέρω ενίσχυση της αστικής τάξης. Μέσα στο ασφαλές περιβάλλον που εξασφάλιζαν στο εσωτερικό τους οι έμποροι και οι τραπεζίτες της κάθε χώρας μπορούσαν αρχικά να διαμορφώσουν την δική τους αγορά εξοβελίζοντας στους ανταγωνιστές τους από άλλες περιοχές. Στη συνέχεια τα έθνη-κράτη θα εξασφαλίσουν για τις «δικές τους» εταιρίες τα διεθνή πλέον εμπορικά δίκτυα μέσα στους ανταγωνισμούς για τον έλεγχο πχ των Ανατολικών και Δυτικών Ινδιών. 

Επιπλέον ο νέος θεσμός του έθνους είχε και μια ιδεολογική χρησιμότητα: Δημιουργούσε μέσα στην κοινωνία ένα νέο απατηλό αλλά ισχυρό ιδεολογικό «δεσμό» κοινότητας ανάμεσα σε δύο αντίθετες δυνάμεις, τους εκμεταλλευτές και τους εκμεταλλευόμενους. Αστοί, τεχνίτες, εργάτες, χωρικοί θα ήταν ενωμένοι σε μια «Γαλλική δημοκρατία, μια και αδιαίρετη» και θα λογοδοτούσαν όχι στους «ελέω θεού μονάρχες» αλλά στο σύνταγμα και στους νόμους του Έθνους.

Τον 19ο αιώνα όλες οι αστικές τάξεις έσπευδαν να διεκδικήσουν τον δικό τους «έθνος-κράτος» ακολουθώντας το δρόμο της Γαλλικής Επανάστασης. Αυτή η πορεία είχε πολλά μπρος-πίσω, είχε παλινορθώσεις της απολυταρχίας, συμβιβασμούς, αλλά «το νερό είχε μπει στο αυλάκι». Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, το έθνος-κράτος γίνεται κυρίαρχη μορφή στην Ευρώπη και Αμερική ακολουθώντας την πορεία του ίδιου του καπιταλισμού, όχι χωρίς καθυστερήσεις. Παρότι, προσαρμοσμένες στο διεθνές πλέον σύστημα, εξακολουθούν να υπάρχουν η Ρωσική, η Οθωμανική, η Αυστροουγγρική αυτοκρατορία, μέσα στις οποίες οι αστικές τάξεις πασχίζουν να προλάβουν το τρένο της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Όμως η ανάπτυξη του καπιταλισμού δεν συνοδεύτηκε μόνο από την εμφάνιση του έθνους-κράτους. Σήμανε και την ανάπτυξη της παγκόσμιας εργατικής τάξης, της τάξης που παρήγαγε όλο αυτόν τον πλούτο, με κοινά συμφέροντα απέναντι στην εκμετάλλευση και την καταπίεση. Ήδη μέσα στην πορεία του 19ου αιώνα, αυτή η νέα κοινωνική δύναμη έχει μπει δυναμικά στο προσκήνιο της ιστορίας μέσα από την ανάπτυξη των εργατικών αγώνων στη Βρετανία και σε χώρες της Ευρώπης, τις επαναστάσεις του 1848 και την Κομμούνα του Παρισιού το 1871. Έρχεται στο προσκήνιο μια μεγάλη αντίφαση. Οι «εθνικοί δεσμοί» που προέταξε η Γαλλική Επανάσταση αποδεικνύονται γρήγορα κερδοφόροι για τους καπιταλιστές και επίπλαστοι για την εργατική τάξη. 

Όπως υποστηρίζει ο βρετανός ιστορικός Χόμπσμποουμ («Έθνη και εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα»): «Δεν είναι σωστό να υποθέσουμε ότι η εθνική ένταξη –όταν υπάρχει- αποκλείει ή είναι πάντα ανώτερη από τα υπόλοιπα στοιχεία του συνόλου των εντάξεων που απαρτίζουν την κοινωνική ύπαρξη... Για μεγάλες περιόδους αυτές οι διαφορετικές εντάξεις δεν δημιουργούν ασύμβατες επιθυμίες σε κάθε άνθρωπο αλλά όταν μια από αυτές τις εντάξεις αντικρούεται κατευθείαν με κάποια άλλη, εμφανίζεται το πρόβλημα της επιλογής μεταξύ των δύο».   

Σε περιόδους που ο καπιταλισμός κλυδωνίζεται από τις εγγενείς δομικές οικονομικές του κρίσεις, οξύνει τους ανταγωνισμούς ανάμεσα στα έθνη-κράτη δημιουργώντας πολέμους και ταυτόχρονα οξύνει την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης φουντώνοντας τις ταξικές αντιθέσεις. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, η «εθνική ένταξη» παύει να είναι «αυτονόητη», καθώς η εργατική τάξη αναγνωρίζει μέσα στην ίδια τη ζωή ότι έχει διαφορετικό ταξικό συμφέρον από τα «ομοεθνή αφεντικά της» και αυτό που υπερισχύει είναι η ταξική συνείδηση, δηλαδή η σύγκρουση με αυτά. 

Το έθνος-κράτος στην περίοδο του ιμπεριαλισμού

Τη σύνδεση ανάμεσα στην ανάπτυξη του καπιταλισμού και του έθνους-κράτους είχε επισημάνει εκείνη την περίοδο ο Καρλ Κάουτσκι διατύπωνοντας μια ανάλυση σύμφωνα με την οποία βασικοί παράγοντες στην άνοδο του εθνικού κράτους στο προσκήνιο της ιστορίας ήταν πρώτον η επιθυμία των αστών να εξασφαλίσουν μια αγορά για τα δικά τους εμπορεύματα, δεύτερο η αυξανόμενη κεντρική διοίκηση με κοινή γλώσσα και τρίτο η ομογενοποίηση που εξασφάλιζαν περισσότερο οι εμπορικές σχέσεις και λιγότερο η εκπαίδευση στο εσωτερικό του. Όμως, ο Κάουτσκι κατέληγε στο λάθος συμπέρασμα: πίστευε ότι η συνεχιζόμενη και ξέφρενη ανάπτυξη του καπιταλισμού θα οδηγούσε τελικά στην εξαφάνιση των εθνικών συγκρούσεων και ότι ο καπιταλισμός βρισκόταν μπροστά στην έλευση του «υπεριμπεριαλισμού», μιας διεθνούς συνεργασίας των ανεπτυγμένων καπιταλισμών για τη μοιρασιά του υπόλοιπου κόσμου σε αποικίες. 

Ο Λένιν αξιοποίησε την υλιστική ερμηνεία του Κάουτσκι («το εθνικό κράτος είναι η νόρμα του καπιταλισμού») αλλά διαφωνούσε ριζικά με τα συμπεράσματά του. Υποστήριζε ότι πλέον στον πλανήτη είχε διαμορφωθεί ένα παγκόσμιο σύστημα που καθορίζεται από τον διαρκή ανταγωνισμό των επιμέρους ιμπεριαλισμών. Πλέον οι «εθνικές» οικονομίες κυριαρχούνται από γιγάντιες επιχειρήσεις, μονοπώλια, που αναζητούν κέρδη στις διεθνείς αγορές, πότε με συνεργασίες πότε με σκληρές κόντρες, έχοντας όμως έναν ισχυρότατο δεσμό, αυτόν με το εθνικό κράτος που αποτελούσε τη βάση τους.

Κανένα κράτος δεν μπορεί να διεκδικήσει με αξιώσεις τη «θέση στον ήλιο» χωρίς την οικονομική ισχύ αυτών των μεγάλων επιχειρήσεων που του εξασφαλίζουν πόρους πχ για τις ένοπλες δυνάμεις του. Και καμιά πολυεθνική όσο ισχυρή και αν είναι δεν έχει τη δυνατότητα να διατηρεί πχ το δικό της στόλο  αεροπλανοφόρων. Έτσι οι οικονομικοί ανταγωνισμοί ανάμεσα στα μονοπώλια μεταφράζονται σε ανταγωνισμό ανάμεσα στα μεγαλύτερα ιμπεριαλιστικά έθνη κράτη, σε ολόκληρο τον πλανήτη, τον οποίο είχαν μοιράσει μεταξύ τους σε εκατοντάδες αποικίες στην Ασία, την Αφρική.  Και αυτοί οι ανταγωνισμοί οδηγούν αναπόφευκτα στον πόλεμο.

Όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος σαν συνέπεια αυτής της πρώτης μεγάλης περιόδου παγκοσμιοποίησης του καπιταλισμού, καθένα από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης υποστήριξε ανοιχτά τη δική του άρχουσα τάξη στον πόλεμο, στο όνομα του κοινού εθνικού συμφέροντος.

Ο Λένιν διατύπωσε την άποψη ότι η μόνη έξοδος από το σφαγείο είναι η προλεταριακή επανάσταση και η μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο ταξικό πόλεμο. Η αφετηρία αυτής της τοποθέτησης, βρίσκεται στην καρδιά της μαρξιστικής παράδοσης. Ήδη από το 1848, στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ο Μαρξ και ο Ένγκελς διακηρύσσουν ξεκάθαρα: «Οι προλετάριοι με την επανάσταση δεν έχουν τίποτα άλλο να χάσουν από τις αλυσίδες τους. Έχουν όμως να κερδίσουν έναν κόσμο ολόκληρο. Προλετάριοι όλου του κόσμου ενωθείτε!». Και προσθέτουν: «Όπως παύει να υπάρχει εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, κατ’ αναλογία θα πάψει να υπάρχει εκμετάλλευση ενός έθνους από ένα άλλο».

Ο Λένιν θα εμβαθύνει πατώντας πάνω σε αυτήν την παράδοση, προσαρμοσμένη στις νέες συνθήκες του ιμπεριαλισμού: Θεωρούσε ότι η εργατική τάξη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας ή της Γερμανίας έπρεπε να ελπίζει όχι στη νίκη αλλά την ήττα της δικής της άρχουσας τάξης στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και ακόμη περισσότερο να προετοιμάζει την επαναστατική ανατροπή της ανοίγοντας το δρόμο για ένα ντόμινο παγκόσμιων επαναστάσεων. Αυτή ήταν η στρατηγική του επαναστατικού ντεφαιτισμού (ή επαναστατικής ηττοπάθειας) του Λένιν. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος πράγματι τελείωσε μέσα σε ένα κύμα από εργατικές επαναστάσεις και εξεγέρσεις στη Ρωσία, τη Γερμανία, την Ουγγαρία, την Ιταλία. 

Λένιν και Εθνική Αυτοδιάθεση

Η επαναστατική στρατηγική του Λένιν και των μπολσεβίκων αντιμετώπιζε όχι μόνο τους αντιδραστικούς εθνικισμούς των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, αλλά και το ζήτημα των εθνικισμών που αναπτύσσονταν μέσα στις πολυεθνικές αυτοκρατορίες και στις αποικίες από τις καταπιεζόμενες εθνότητες. Έπαιρνε θέση υπέρ της αυτοδιάθεσης των εθνοτήτων μέχρι του αποχωρισμού. «Το να σκέπτεται κανείς ότι η κοινωνική επανάσταση μπορεί να νοηθεί χωρίς εξεγέρσεις μικρών εθνών στις αποικίες και στην Ευρώπη...ενάντια στην εθνική καταπίεση σημαίνει ότι απαρνείται την ίδια την κοινωνική επανάσταση» έγραφε μετά την ιρλανδική εξέγερση του 1916. 

Χάρη σε αυτή τη γραμμή, η συντριπτική πλειοψηφία των εθνοτήτων της τσαρικής αυτοκρατορίας το 1917 κερδήθηκε στην επανάσταση. Θεωρούσε επίσης ότι οι επαναστάτες πρέπει να υποστηρίζουν -όχι άκριτα και σε κάθε περίπτωση κρατώντας την ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική τους αυτοτέλεια- τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, ακόμη κι αν βρίσκονται κάτω από αστικές ή μικροαστικές ηγεσίες. 

Υποστήριζε τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα όχι γιατί ήταν «πατριώτης» ή πίστευε ότι η λύση για τις εργατικές τάξεις των αποικιών θα ήταν ένα δικό τους «έθνος-κράτος», αλλά γιατί τα τοποθετούσε  στο πλαίσιο της σημασίας που είχαν αυτά για το διεθνιστικό καθήκον της εξάπλωσης της παγκόσμιας επανάστασης. Αφενός γιατί δρούσαν αποσταθεροποιητικά πάνω στις ιμπεριαλιστικές χώρες βοηθώντας τις εργατικές τάξεις στις μητροπόλεις του καπιταλισμού να τις αμφισβητήσουν. Και αφετέρου γιατί, με τη συμμετοχή των σοσιαλιστών σε αυτά στις καταπιεζόμενες χώρες, δίνουν την δυνατότητα στην εργατική τάξη εκεί να αποτινάξει από πάνω της μαζί με την ιμπεριαλιστική κυριαρχία και τους δικούς της ντόπιους δυνάστες.    

Ο Λένιν τόνιζε επίσης ότι οι επαναστάτες δεν ταυτίζονται με κανένα εθνικό πολιτισμό, ούτε αυτόν των καταπιεσμένων: «Να πολεμήσουμε ενάντια σε κάθε εθνική καταπίεση; Ναι, βεβαίως. Να παλέψουμε για οποιοδήποτε είδος εθνικής ανάπτυξης, για τον “εθνικό πολιτισμό” γενικά; Ασφαλώς όχι...Το προλεταριάτο μακριά από το να αναλαμβάνει να στηρίξει την εθνική ανάπτυξη κάθε έθνους, αντίθετα, προειδοποιεί τις μάζες ενάντια σε αυτές τις ψευδαισθήσεις, υποστηρίζει την πλήρη ανάπτυξη της καπιταλιστικής επικοινωνίας και καλωσορίζει κάθε μορφή αφομοίωσης των εθνών εκτός από εκείνες που βασίζονται στη βία και τα προνόμια».

Στη σύγχρονη εποχή

Το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου και η «ανοικοδόμηση» σήμανε μια περίπου τριαντάχρονη περίοδο οικονομικής ανάπτυξης και περαιτέρω παγκοσμιοποίησης του καπιταλισμού με τα εθνικά κράτη παρόντα περισσότερο από κάθε άλλη φορά στους οικονομικούς και στρατιωτικούς ανταγωνισμούς -με τις πυρηνικές απειλές να εκτοξεύονται και από τα δύο στρατόπεδα του Ψυχρού Πολέμου αλλά και διεξάγοντας μια σειρά από φονικούς περιφερειακούς πολέμους. 

Το έθνος-κράτος, σε αντίθεση με τον κυρίαρχο μύθο, ήταν απόλυτα παρόν με πολλούς και διάφορους τρόπους και σε όλη την περίοδο της «παγκοσμιοποίησης». 

Το 2003 ο Μπους ο νεότερος οδήγησε στο θάνατο ένα εκατομμύριο Ιρακινούς και έφερε το χάος και την αποσταθεροποίηση σε μια ολόκληρη περιοχή της Μέσης Ανατολής σε μια (αποτυχημένη τελικά) προσπάθεια να στείλει σε κάθε κατεύθυνση το μήνυμα του ποιος κάνει κουμάντο στον πλανήτη. Ο Ομπάμα που τον διαδέχτηκε, αποφάσισε να μπαλώσει όπως μπορούσε τις τεράστιες τρύπες που άφησε ο προκάτοχός του στη Μέση Ανατολή και να μεταφέρει το βάρος των ανταγωνισμών στον Ειρηνικό και τη θάλασσα της Νότιας Κίνας.

Ο Τραμπ συνεχίζει σε αυτήν την κατεύθυνση το έργο όλων των προηγούμενων προέδρων. Η συμφωνία με την Βόρειο Κορέα, μετά από ταλαντεύσεις, δείχνει πόσο πολύ θέλουν οι ΗΠΑ να πατήσουν γερά το πόδι σε μια περιοχή που κυρίαρχη είναι η Κίνα. Η επιβολή των δασμών σε ξένα προϊόντα είναι ξανά μια προσπάθεια του Τραμπ, ελέγχοντας την τάπα της παγκόσμιας οικονομίας, να στείλει ένα μήνυμα στους ανταγωνιστές του στην Ευρώπη και στην Ασία, για το ποιος είναι το αφεντικό. Η αναβάθμιση της σχέσης με την Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ ενάντια στο Ιράν είναι μια προσπάθεια να ανακτήσει το χαμένο έδαφος στη Μέση Ανατολή, όπου η Ρωσία έχει κάνει δυναμικά την εμφάνισή της στο έδαφος της Συρίας. 

Δεν υπάρχει λοιπόν σήμερα καμιά «επιστροφή του έθνους-κράτους» γιατί πολύ απλά αυτό δεν σταμάτησε ποτέ να είναι ενεργά παρόν στους ανταγωνισμούς. Η διεύρυνση της ΕΕ και η ευρωζώνη, σε αντίθεση με όλες τις φανφάρες και τις αυταπάτες για «ευρωπαϊκή ενοποίηση», στηρίχτηκε στις ισορροπίες που έχουν διαμορφώσει με τον πιο παρεμβατικό τρόπο μέσα σε αυτήν τα δυνατότερα έθνη-κράτη, οι δυνατότεροι (και ανταγωνιστικοί μεταξύ τους) καπιταλισμοί, οι οποίοι και έχουν βγει, λιγότερο ή περισσότερο, ωφελημένοι από το όλο εγχείρημα. Σήμερα σε συνθήκες κρίσης, αυτό το οικοδόμημα κλυδωνίζεται.

Στη γειτονιά μας, στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο, οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί έχουν πάρει τη μορφή ανοιχτών πολεμικών συγκρούσεων στη Συρία και -υπό εκκόλαψη- πολεμικών συγκρούσεων ανάμεσα στο Ιράν και το Ισραήλ, στην Ελλάδα και στην Τουρκία. 

Τα καθήκοντα των επαναστατών σε όλη την περιοχή είναι να σταθούν ενάντια στα σχέδια όλων των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, των ΗΠΑ, της Κίνας, της Ρωσίας και των χωρών της ΕΕ, που -είτε άμεσα είτε κρυμμένες πίσω από διεθνείς οργανισμούς- δημιουργούν ένα σφαγείο στη Συρία και αλλού, προωθώντας η καθεμιά τα δικά της συμφέροντα στην περιοχή. 

Είναι να σταθούν ενάντια στους τοπικούς υποϊμπεριαλισμούς που μέσα σε αυτό το περιβάλλον κλιμακώνουν και αυτοί τους ανταγωνισμούς ανάμεσά τους, για τον έλεγχο των ΑΟΖ, του αέρα και της θάλασσας και για το ποιος θα πλασαριστεί καλύτερα στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς στην περιοχή. Πρόκειται για ανταγωνισμούς που όχι μόνο δεν αφορούν, αντίθετα είναι ενάντια στα συμφέροντα της εργατικής τάξης που θα κληθεί άλλη μια φορά να πληρώσει το μάρμαρο. Η στάση των επαναστατών στην Ελλάδα, στην Τουρκία, την Κύπρο, πρέπει να είναι ξεκάθαρη, δεν έχουμε τίποτε να χωρίσουμε με τους εργάτες των γειτονικών χωρών, ο αντίπαλος βρίσκεται μέσα στις ίδιες μας τις χώρες. 

Σήμερα δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για λαθροχειρίες όσων προσπαθούν να ντύσουν την υποστήριξή τους στην ελληνική άρχουσα τάξη πάνω στα «εθνικά θέματα» κάτω από ένα «αντιιμπεριαλιστικό» μανδύα, ότι τάχα «πίσω από την Τουρκία είναι οι Αμερικάνοι». Ο άξονας Ελλάδας-Ισραήλ-Κύπρου-Αιγύπτου ανταγωνίζεται με τον τούρκικο καπιταλισμό και όσον αφορά στα σχέδια των πολυεθνικών «επενδύσεων» στην περιοχή και όσον αφορά στη σχέση με τις ΗΠΑ και την ΕΕ.

Το ελληνικό κράτος δεν είναι «αποικία» ή «μισοαποικία». Ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται σήμερα, παρότι στη χειρότερη περίοδο της οικονομικής του κρίσης, 42ος στην κατάταξη των χωρών με το μεγαλύτερο κατά κεφαλήν εισόδημα, είναι από τα παλαιότερα μέλη του ΝΑΤΟ, μέλος της ΕΕ από την δεκαετία του ’70, από τις πρώτες χώρες στον κόσμο στις δαπάνες για εξοπλισμούς, με στρατιωτική συμμετοχή σε δεκάδες διεθνείς «ειρηνευτικές» επεμβάσεις, ενώ το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο είναι το πρώτο σε όλο τον πλανήτη. 

Επιπλέον, τα τελευταία είκοσι χρόνια μέσα από εμπάργκο, βέτο και κυρώσεις, προσπαθεί να μετατρέψει το μικρό γειτονικό κράτος της Δημοκρατίας της Μακεδονίας σε οικονομικό και πολιτικό δορυφόρο του. Έχοντας πετύχει ήδη το πρώτο από την δεκαετία του 2000, επιχειρεί σήμερα το δεύτερο με τις πλάτες των ΗΠΑ και της ΕΕ, επιβάλλοντας αλλαγές ακόμη και στο σύνταγμα της διπλανής χώρας, ενάντια σε κάθε δικαίωμα αυτοδιάθεσης και αυτοπροσδιορισμού, απλά και μόνο με τη δύναμη που αντλεί από την οικονομική, διπλωματική και στρατιωτική της υπεροχή απέναντι σε μια χώρα που δεν έχει ούτε ένα μαχητικό αεροπλάνο. Το διεθνιστικό καθήκον της Αριστεράς είναι να αντιταχθεί και στις πολεμοκάπηλες κραυγές της ΝΔ αλλά και ενάντια στη συμφωνία, που επικυρώνοντας την πολιτική ηγεμονία του ελληνικού καπιταλισμού, ανοίγει νέους εθνικιστικούς κύκλους έντασης και εδώ και στη γειτονική χώρα.   

Δεν μπορεί ο ελληνικός εθνικισμός να ντύνεται πίσω από κανένα «προοδευτικό» μανδύα. Υποστήριξη της εργατικής τάξης σε ένα πόλεμο που διεξάγει η δική της άρχουσα τάξη δεν μπορεί να δικαιολογείται επειδή το αντίπαλο κράτος καταπιέζει εθνότητες, όπως το τουρκικό τους Κούρδους ή μπορεί να υπάρχει αυταρχικό καθεστώς. Η μόνη δύναμη που μπορεί να σταματήσει την καταπίεση στην Τουρκία βρίσκεται μέσα στην Τουρκία. Είναι η ενότητα της εργατικής τάξης -των Κούρδων με την τούρκικη αριστερά και το εργατικό κίνημα. Το να παλεύουμε ενάντια στις “δικές μας” εθνικιστικές εκστρατείες είναι η καλύτερη βοήθεια στους z μας στην Τουρκία ενάντια στον Ερντογάν και το βαθύ κράτος.

Ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος σήμερα θα είναι αντιδραστικός και από τις δυο πλευρές, ανεξάρτητα από το ποιος θα κάνει την πρώτη στρατιωτική κίνηση. Η απάντηση στην απειλή του πολέμου είναι η διεθνιστική αλληλεγγύη των εργατών που σημαίνει πάλη για την ανατροπή των δικών μας αστικών τάξεων. Αυτήν τη διεθνιστική αλληλεγγύη χρειάζεται να χτίσουμε γρήγορα σε όλες τις πλευρές του Αιγαίου και των Βαλκανίων.