Άρθρο
Αστάθεια, αντίσταση, εργατική προοπτική

Πορεία απεργών του “Βοήθεια στο Σπίτι”

Μέσα σε συνθήκες παράτασης της κρίσης και πολιτικής αστάθειας, το εργατικό κίνημα αναζητάει τη δική του εναλλακτική. Η Μαρία Στύλλου εξηγεί το πώς και γιατί. 

 

Το 2012 η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα έπαθε κραχ. Στις διπλές εκλογές που έγιναν τον Μάη και τον Ιούνη εκείνης της χρονιάς, τα δυο κόμματα που από τη Μεταπολίτευση και δώθε μπορούσαν και σχημάτιζαν άνετα κυβέρνηση και αντιπολίτευση, το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία καταρρέουν. Αθροιστικά τα ποσοστά και των δύο μαζί δεν έφταναν το 40%, ενώ ξαφνικά εκτοξεύτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ και η Χρυσή Αυγή για πρώτη φορά μπήκε στη Βουλή. 

Αυτό που πριν από μια εξαετία έμοιαζε η εξαίρεση, τώρα πια είναι ο κανόνας σε κράτη μέλη της Ευρωζώνης και όχι μόνο. Το τελευταίο σοκ ήταν οι γενικές εκλογές στη Γερμανία, που όμως δεν σταμάτησε εκεί. Ένας από τους πυλώνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης κινδυνεύει να μπει σε ακυβερνησία γιατί στις τοπικές εκλογές που έγιναν στη Βαυαρία και στην Έσση, Χριστιανοδημοκράτες και Χριστιανοκοινωνιστές έπεσαν δέκα μονάδες κάτω. Στην Έσση, το κόμμα της Μέρκελ έπεσε από το 38% στο 27% και το SPD του Σουλτς (ο προηγούμενός του γραμματέας), του Σταϊνμάιερ (πρόεδρος της Γερμανίας) και της Νάλες (η σημερινή γενική γραμματέας) από το 30% στο 20%. Οι παλιές σταθερότητες χάνονται και οι καινούργιες δεν έχουν βρεθεί για την κυρίαρχη τάξη ούτε στη Γερμανία, ούτε στη Γαλλία που τα ποσοστά του Μακρόν κατρακυλάνε, ούτε στην Ιταλία όπου το Δημοκρατικό Κόμμα (και ο Ρέντζι, ο προηγούμενος πρωθυπουργός και στήριγμα της τρίτης σε σειρά οικονομίας της Ε.Ε.) βρίσκεται συρρικνωμένο στην αντιπολίτευση. 

Για την Ελλάδα του 2012, η θεωρία που κυριαρχούσε ήταν ότι το πολιτικό κραχ ήρθε εξαιτίας του υπερχρεωμένου δημόσιου, δηλαδή ότι αποτελούσε μια εξαίρεση σε μια Ευρώπη και σε έναν κόσμο σταθερότητας, που ακόμα και την οικονομική κρίση μπορούν να τη δαμάσουν. Τότε η κυρίαρχη άποψη ήταν ότι η παγκόσμια οικονομία θα ξεπερνούσε την κατάρρευση της Λήμαν Μπράδερς, και ότι θα αρκούσε ένα πρόγραμμα μέτρων για την ενίσχυση των τραπεζών, για τη μείωση των κόκκινων δανείων, και τη διάσωση του τραπεζικού συστήματος συνολικά, για να ομαλοποιηθεί η κατάσταση. 

Σήμερα κανένας πια δεν μπορεί να μιλήσει για  «ελληνική εξαίρεση». Αντίθετα, έχει ανοίξει η συζήτηση για τις αιτίες μιας γενικευμένης αστάθειας. Κυκλοφορούν απόψεις, βγαίνουν βιβλία, γράφονται άρθρα που παραδέχονται το φαινόμενο και αναζητούν το πού οφείλεται και πώς μπορεί να σταματήσει. 

Ο Μάρτιν Γουλφ στους Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς  παρουσιάζει βιβλία με διαφορετικές απόψεις για το τι συμβαίνει.1 Η πιο δεξιά υποστηρίζει ότι ο βασικός παράγοντας που επηρεάζει τις πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία είναι οι πρόσφυγες και η “κρίση ταυτότητας”. Μια δεύτερη θεωρεί ότι το πρόβλημα ήταν  ο Ρηγκανισμός και ο Θατσερισμός από τη δεκαετία του ’80, που ανέτρεψαν μια περίοδο μεταπολεμικής ανάπτυξης, ευημερίας. Σ’ αυτή την περίοδο, τον έλεγχο στις κυβερνήσεις και στα συνδικάτα τον είχαν τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας, τα οποία τώρα πάσχουν από «Πασοκοποίηση». Και μια τρίτη στέκεται στις αλλαγές που έχουν συμβεί στον παγκόσμιο καπιταλισμό.

Ο συγγραφέας του πρώτου βιβλίου2 είναι ειδικός στην οικονομική ιστορία. Θεωρεί ότι το πιο πετυχημένο παράδειγμα αντιμετώπισης οικονομικής και πολιτικής κρίσης ήταν η περίοδος του Ρούζβελτ και του «Νιου Ντηλ». Σήμερα, όμως, είναι απαισιόδοξος, γιατί καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν «εύκολες λύσεις». O Ρόμπερτ Κάτνερ που έχει γράψει το δεύτερο βιβλίο3 αναπολεί την εποχή που ο καπιταλισμός ήταν «ρυθμιζόμενος» από τις κυβερνήσεις και τη δύναμη των συνδικάτων και στηρίζει τις ελπίδες του στην επιβολή ελέγχων στις χρηματοπιστωτικές αγορές ώστε η κοινωνία να γίνει «περισσότερο δημοκρατική και λιγότερο καπιταλιστική». Το τρίτο βιβλίο4 αναζητάει τις αιτίες για την αστάθεια που χαρακτηρίζει το σύστημα σήμερα σε τρεις αλλαγές που έχουν γίνει στην παγκόσμια οικονομία: την είσοδο του φτηνού εργατικού δυναμικού της Κίνας και της Ινδίας, την τεχνολογική πρόοδο και την ανισορροπία ανάμεσα στα μεγάλα πλεονάσματα της Γερμανίας, της Κίνας και της Ιαπωνίας από τη μια μεριά και στα μεγάλα ελλείμματα των ΗΠΑ και της ευρωπαϊκής «περιφέρειας» από την άλλη. 

Ο Μάρτιν Γουλφ παρατηρεί ότι υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής ανάμεσα σε αυτές τις απόψεις, δηλαδή ότι το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ευάλωτο και ότι χρειάζονται μεταρρυθμίσεις. Αλλά παράλληλα θεωρεί ότι το ερώτημα αν οι μεταρρυθμίσεις είναι εφικτές παραμένει αναπάντητο. Είναι μια καλή σύνοψη της αβεβαιότητας που επικρατεί και στην πράξη και στις ιδέες στους κυρίαρχους κύκλους.

Η οικονομική κρίση

Η εικόνα της οικονομίας διεθνώς και οι δυσκολίες των κυβερνήσεων να ελέγξουν τις εξελίξεις διαψεύδουν τις προσδοκίες ότι η οικονομική κρίση ήταν προσωρινή. Τυπικά η οικονομία παγκόσμια έχει μπει σε μια περίοδο σχετικής ανάκαμψης, αλλά οι εξελίξεις αυτό το φθινόπωρο ξαναέφεραν στην επιφάνεια τα προβλήματα. Είδαμε να καταρρέουν το πέσο στην Αργεντινή και η λίρα στην Τουρκία, να καταφεύγουν η Αργεντινή και το Πακιστάν στο Δ.Ν.Τ. για δανεισμό. Και τα προβλήματα δεν περιορίζονται στην «αναδυόμενη» περιφέρεια. Μέσα σε μια βδομάδα του Οκτώβρη άρχισαν να πέφτουν τα χρηματιστήρια στην Γουόλ Στρητ και στην Ασία: «Όταν ανεβαίνουν οι μετοχές, είναι σαν να προχωράνε σε κυλιόμενη σκάλα. Αλλά όταν η αγορά αλλάζει, η έξοδος γίνεται τρέχοντας με το ασανσέρ. Η ξαφνική πτώση αυτής της εβδομάδας δεν θα έπρεπε να ξαφνιάσει τους επενδυτές καθώς η ανοδική πορεία έμοιαζε να έχει παρατραβήξει εδώ και καιρό».5

Πράγματι, οι οικονομικοί αναλυτές περίμεναν μια κάποια «διόρθωση» στα χρηματιστήρια, αλλά όταν ήρθε εκείνη η βδομάδα άρχισαν οι ανησυχίες για τα βαθύτερα αίτια. Η Έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου World Economic Outlook το φετινό φθινόπωρο επισημαίνει ότι οι επιπτώσεις από την κρίση του 2009 είναι μακροχρόνιες και ότι επηρεάζουν ακόμη και χώρες που δεν γνώρισαν τραπεζική κρίση τότε.

 «91 οικονομίες, που αντιπροσωπεύουν τα 2/3 του παγκόσμιου ακαθάριστου προϊόντος με όρους αγοραστικής ισοτιμίας, αντιμετώπισαν πτώσεις στην παραγωγή τους το 2009. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο αρνητικό σοκ στη μεταπολεμική εποχή. Επιπλέον, όσο μεγαλύτερες ήταν οι απώλειες βραχυπρόθεσμα, τόσο μεγαλύτερες εξακολουθούν να είναι μακροπρόθεσμα. Χώρες με μεγάλη άμεση πτώση της παραγωγής, εμφανίζουν επίσης μεγαλύτερη άνοδο της ανισότητας στα εισοδήματα, σε σύγκριση με την περίοδο πριν από την κρίση».6

Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της κρίσης εμφανίζονται έντονα στο επίπεδο των επενδύσεων που το 2017 παραμένουν  κατά 25% χαμηλότερα από τους ρυθμούς της περιόδου πριν από την κρίση. Και αυτό αφορά όλες τις χώρες καθώς η κρίση του 2009 μπορεί να ξεκίνησε ως χρηματοπιστωτική στη Δύση αλλά χτύπησε όλη την οικονομία παγκόσμια.

Αυτά τα στοιχεία υπενθυμίζουν το υπόβαθρο για την παράταση της κρίσης σήμερα. Πάνω σε αυτά έρχεται να προστεθεί η εικόνα από την επιβράδυνση στην οικονομία της Ευρωζώνης. Ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία έπεσε στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων τεσσάρων χρόνων. Η όποια ανάκαμψη υπήρξε φτάνει στο τέλος της και αυτό βάζει πίεση στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αποφασίσει αν είναι σε θέση να τερματίσει την πολιτική της «ποσοτικής χαλάρωσης», δηλαδή του φθηνού χρήματος για τις τράπεζες. Ο επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι δήλωσε ότι παραμένει αμετακίνητος στο σχέδιο για τερματισμό.7 Δέχεται πιέσεις από το γεγονός ότι η αμερικάνικη κεντρική τράπεζα, η Fed έχει προχωρήσει ήδη σε άνοδο των επιτοκίων και ο Ντράγκι δεν μπορεί να αφήσει το ευρώ να μείνει πίσω στον ανταγωνισμό με το δολάριο.

Οι ανταγωνισμοί σε διεθνές επίπεδο είναι άλλος ένας παράγοντας που μεγαλώνει τις αβεβαιότητες και τις αστάθειες και σε οικονομικό και σε πολιτικό επίπεδο. Οι απειλές του Τραμπ για δασμούς αναστατώνουν τους εμπορικούς εταίρους και ανταγωνιστές των ΗΠΑ χωρίς να φέρνουν τα επιθυμητά αποτελέσματα για την αμερικάνικη οικονομία. Ο Τραμπ έφτασε στο σημείο να απειλεί τον επικεφαλής της Fed που ο ίδιος διόρισε ότι θα τον ξηλώσει αν συνεχίσει να ανεβάζει τα επιτόκια!

Ανισότητα

 Τα μέτρα για να  βγει ο καπιταλισμός από την κρίση και να διασωθούν οι τράπεζες, ανέβασαν την κοινωνική ανισότητα την τελευταία δεκαετία παντού.  Η ανισότητα μεγαλώνει και χειροτερεύει τη ζωή εκατομμυρίων σε πολλά επίπεδα. Μισθοί, απασχόληση, συνθήκες. 

Ενώ ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων και ο πλούτος που ελέγχουν παγκόσμια ανεβαίνει, οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι και ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν στη φτώχεια ακόμη κι αν έχουν δουλειά μεγαλώνει. Αλλά οι κοινωνικές ανισότητες δεν περιορίζονται «μόνο» στο εισόδημα. Στην εκπαίδευση, παραδείγματος χάρη, οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις έχουν κάνει τη ζωή δύσκολη για τα παιδιά των εργατικών οικογενειών. Μια πρόσφατη έρευνα δείχνει ότι η ικανότητα παιδιών ηλικίας 10 ετών να μπορούν να διαβάζουν παρουσιάζει αποκλίσεις μέχρι 30% ανάλογα με το σχολείο στο οποίο πηγαίνουν στη Γερμανία.

Οι περικοπές στις δαπάνες για τις υποδομές (πυροπροστασία, αντιπλημμυρικά έργα κλπ) μεταφράζονται σε καταστροφές και χαμένες ζωές σε εργατικές περιοχές, όπως είδαμε όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στις πιο μεγάλες μητροπόλεις, όπως στο Λονδίνο με την πυρκαγιά στο Grenfel Tower. Ακόμα και σε περίοδο οικονομικής ανάκαμψης, οι συνθήκες για τους εργαζόμενους δεν έχουν καλυτερεύσει. 

Αυτό που είναι ιδιαίτερα εξοργιστικό, είναι ότι ενώ πέρασε μια ολόκληρη κρίση, και κατά τη διάρκεια της η πολιτική των κυβερνήσεων ήταν μνημόνια, περικοπές, λιτότητα, ένα σκληρό πρόγραμμα που έβαζε την προτεραιότητα στη διάσωση των τραπεζών με δημοσιονομικά πλεονάσματα, στην περίοδο «μετά την κρίση» κρατάνε την ίδια στρατηγική. Αυτές οι συνθήκες προκαλούν τεράστιες αντιδράσεις και πολιτικές αποδράσεις. Μαζικά εγκαταλείπουν οι ψηφοφόροι τα κόμματα που μέχρι τώρα ψήφιζαν και ψάχνουν για άλλες πολιτικές προτάσεις. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, οι κυβερνήσεις συνεχίζουν να παίρνουν μέτρα μείωσης των φόρων για το κεφάλαιο και γενίκευσης των ελαστικών σχέσεων απασχόλησης. Τα αδιέξοδα του νεοφιλελεύθερου μοντέλου δημιουργούν πολιτικές εξεγέρσεις. 

Η ακροδεξιά προσπαθεί να ξαναστήσει την αστική πολιτική με συνδυασμό ρατσισμού ενάντια στους μετανάστες, ισλαμοφοβίας και ευρωσκεπτικισμού. Τα κόμματα της ακροδεξιάς στην Ευρώπη δεν έχουν ενιαία οικονομική πολιτική, παρόλο που είναι ενωμένα στη ρατσιστική πολιτική. Ενδεικτικό είναι τι συμβαίνει ανάμεσα στην Αυστρία, την Ιταλία και τη Γερμανία. Ενώ ψήφισαν όλοι μαζί τη νέα συμφωνία για το κλείσιμο των συνόρων στη σύνοδο κορυφής στις 28 Ιούνη, η Αυστρία που έχει αυτό το εξάμηνο την προεδρία της Ε.Ε. διαφωνεί με την απόφαση της ιταλικής κυβέρνησης να ανεβάσει το έλλειμμα του φετινού προϋπολογισμού της από 0,8% του ΑΕΠ σε 2,4%. Παρά τις διαφωνίες όμως, αυτή η ρατσιστική ακροδεξιά ανοίγει το δρόμο στους φασίστες.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ

«Ο Αλέξης Τσίπρας, … ήταν κάποτε το φόβητρο στις πρωτεύουσες της Ε.Ε., και τον θεωρούσαν σαν τον Λένιν του Αιγαίου. Σήμερα είναι ο αγαπημένος της ελίτ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αυτό όχι μόνο γιατί «κατάπιε» τα μέτρα του μνημονίου και βοήθησε να μείνει η Ελλάδα στην Ευρωζώνη… αλλά και γιατί πήρε την πρωτοβουλία για το Μακεδονικό…».8

Αυτό είναι το σχόλιο των Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Μέσα σε μια παράγραφο ανάγλυφη η περιγραφή της τετραετίας της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ από την εφημερίδα των τραπεζιτών και του Σίτυ του Λονδίνου. 

Αυτή η περιγραφή δεν είναι καθόλου τιμητική για μια κυβέρνηση που βγήκε στηριγμένη στην οργή των εργατών και εργατριών που πάλεψαν ενάντια στα μνημόνια, που οργάνωσαν την αλληλεγγύη τους από το 2015 μέχρι σήμερα στους πρόσφυγες, που στο δημοψήφισμα του Ιούλη του 2015 ψήφισαν ενάντια στα μνημόνια και στην Ε.Ε. και τώρα βλέπουν τον Τσίπρα να  στηρίζει τις επιλογές όλων αυτών πάνω απ’ όλα.

Σε μια περίοδο που η Ε.Ε. τρικλίζει οικονομικά και πολιτικά, που αντιμετωπίζει ανταρσίες στην Ιταλία και όχι μόνο, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δίνει μάχη για να χώσει και τη Δημοκρατία της Μακεδονίας μέσα στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ. 

Η στροφή αυτή σημαίνει και αλλαγή των συμμαχιών που μέχρι τώρα προσπαθούσε να εξασφαλίσει η κυβέρνηση στην Ευρωζώνη. Πριν δυο χρόνια η Ελλάδα είχε πάρει την πρωτοβουλία για στενότερη συνεργασία των χωρών του Νότου (Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία, Γαλλία…) απέναντι στις επιλογές της κεντρικής ηγεσίας των Βρυξελλών. Η εφαρμογή του τρίτου μνημονίου, η υπογραφή της συμφωνίας με την Τουρκία για το κλείσιμο των συνόρων, η ευθυγράμμιση με την τελευταία ρατσιστική συμφωνία για φράκτες στα σύνορα της Ευρώπης όπου η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είναι βασικός πυλώνας της, έχουν πραγματικά μετατρέψει την Ελλάδα σε απαραίτητο σύμμαχο για όλες τις ρατσιστικές βρωμιές της Ευρώπης-φρούριο αλλά και του Τραμπ. Και μετά τον Αύγουστο, έπεσε και το τελευταίο φύλλο συκής για τις οικονομικές επιλογές της.

Τα πλεονάσματα για τους τραπεζίτες από μόνα τους είναι μια ωμή πρόκληση. Αλλά δεν είναι η μόνη. Η σχετική ανάκαμψη (όσο μικρή κι αν είναι) δεν έχει πάει για αυξήσεις των μισθών, των συντάξεων και των κοινωνικών δαπανών, δεν πάει για δημοσιονομική χαλάρωση και δαπάνες για σχολεία, δήμους και γειτονιές, γιατί αυτό θα απαιτούσε σύγκρουση με τις επιλογές και της Τρόϊκας, αλλά και των ελλήνων καπιταλιστών. 

Ο Μητσοτάκης ανησυχεί μήπως ο Τσίπρας ανοίξει περίοδο παροχών και μαζί με τον ΣΕΒ τραγουδάνε το μοτίβο «Μείωση της φορολογίας στα κέρδη, εξασφάλιση χαμηλού κόστους για τους επενδυτές». 

Είναι η γραμμή του Ντόναλντ Τραμπ, που το “America first” έχει μεταφραστεί σε κάθετη μείωση των φόρων για το κεφάλαιο και σε ανέβασμα του τζόγου στο χρηματιστήριο.

Το παραμύθι ότι αυτά τα κέρδη πάνε για επενδύσεις και για αύξηση της απασχόλησης δεν περιγράφει ακριβώς την πραγματικότητα. Σύμφωνα με τις τελευταίες ειδήσεις, η αυτοκινητοβιομηχανία General Motors ετοιμάζεται να απολύσει 18 χιλιάδες εργάτες από τα εργοστάσιά της στη Βόρεια Αμερική. Μια άλλη εικόνα και για τις ΗΠΑ αλλά και για την Ευρώπη είναι η αύξηση της ελαστικής απασχόλησης. Οι ελαστικές σχέσεις εργασίας δεν έχουν γίνει μόνο θεσμός στην Ελλάδα, αλλά σε όλη την Ευρώπη. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κομπορρημονεί ότι έχει ανεβάσει την απασχόληση. Αυτό όμως που δεν ομολογεί είναι ότι η πλειοψηφία των καινούργιων εργαζομένων και στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα είναι με ελαστικές σχέσεις εργασίας: συμβασιούχοι, απασχολούμενοι σε εργολάβους με αποδοχές κάτω και από το σημερινό κατώτατο μισθό και με συνθήκες αβεβαιότητας για τη συνέχεια. Η δήλωση της Αχτσιόγλου ότι καταργείται ο υποκατώτατος μισθός δεν λύνει το πρόβλημα. Δίκαια η εργατική τάξη παλεύει για να τα ανατρέψει όλα αυτά. 

Οι εργατικοί αγώνες

Σεπτέμβρης και Οκτώβρης 2018 είναι ένα δίμηνο με τις περισσότερες εργατικές απεργίες και κινητοποιήσεις. Το τέλος του τρίτου μνημόνιου, ενώ για την κυβέρνηση έχει σημάνει  υποσχέσεις σε αφθονία και μέτρα με το σταγονόμετρο, για το εργατικό κίνημα κτύπησε την καμπάνα των απεργιακών εξορμήσεων για να  πάρουν  πίσω τις απώλειες των μνημονίων.

Μόνιμοι και συμβασιούχοι, εργαζόμενοι στο δημόσιο και στις ιδιωτικές επιχειρήσεις βαράνε το σφυρί και δείχνουν ποιος έχει τη δύναμη. Την αυλαία άνοιξε η απεργία στην Cosco από το καλοκαίρι με αιτήματα να υπαχθούν στα Βαρέα και Ανθυγιεινά, να υπογράψουν συλλογική σύμβαση για όλους (μονίμους και εργολαβικούς), ελεύθερο συνδικαλισμό και όχι εργοδοτικά συνδικάτα. Τα ΒΑΕ τα κέρδισαν, κι αυτό έδωσε δύναμη στο σωματείο. Τη σκυτάλη πήρε η ΑΔΕΔΥ που μαζί με μια σειρά ομοσπονδίες του δημοσίου κάλεσε σε απεργία στις 3 Οκτώβρη για τα ΒΑΕ σε όλο το δημόσιο. Και η συνέχεια ήταν μια σειρά απεργιακών κινητοποιήσεων στο χώρο της υγείας – 48ωρη στον ΕΟΠΥΥ, στους γιατρούς, σε όλο το ΕΣΥ πανελλαδικά στις 10 Οκτώβρη, και στη συνέχεια απεργία στην ιδιωτική υγεία με παραδειγματικό κέντρο το Ωνάσειο. 

Σε πείσμα της προσπάθειας της διαίρεσης και των διακρίσεων που η εργοδοσία δουλεύει όσο μπορεί, και σε αντίθεση με τις κούφιες υποσχέσεις της κυβέρνησης που καλούν σε αναμονή και εφησυχασμό, η εικόνα του φθινόπωρου είναι διαφορετική από τις προηγούμενες χρονιές. 

Μέχρι τώρα οι απεργίες, τουλάχιστον στα χρόνια των μνημονίων, ήταν για να σταματήσουν νέες περικοπές, λιτότητα και επιθέσεις. Τώρα έχουν περισσότερο επιθετικό χαρακτήρα και διεκδικούν να επιβάλουν αυξήσεις, προσλήψεις, μόνιμη απασχόληση, το πλεόνασμα του προϋπολογισμού για τις ανάγκες των εργατών και όχι για τους τραπεζίτες. Μέσα απ’ αυτές τις μάχες και απ’ αυτή τη δύναμη, μέχρι τώρα συνδικάτα και εργαζόμενοι έχουν καταφέρει δυο πράγματα. Το πρώτο, ο συντονισμός και η κήρυξη της απεργίας στις 14 Νοέμβρη από ΑΔΕΔΥ και μια σειρά εργατικά κέντρα, και το δεύτερο, υποσχετικές για παραχωρήσεις από την κυβέρνηση. 

Σ’ αυτή την εξέλιξη έχουν παίξει ρόλο τρεις παράγοντες.  Πρώτο, η οργή.  Δεύτερο, η εμπειρία ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι με τη μεριά της εργοδοσίας, έχει κάνει τις επιλογές της και ότι μόνο οι μάχες και οι αγώνες μπορούν να την αναγκάσουν. Και τρίτο, η δουλειά της αριστεράς και της επαναστατικής αριστεράς όλη την προηγούμενη περίοδο μέσα στους εργατικούς χώρους και τα συνδικάτα. 

Ο ρόλος του Συντονιστικού των Νοσοκομείων έχει γίνει υποδειγματικός σαν η οργάνωση που ενώνει συμβασιούχους, ΟΑΕΔίτες, ειδικευόμενους γιατρούς και μόνιμους και στη δημόσια και στην ιδιωτική υγεία. Αυτός είναι και ο λόγος που οι ομοσπονδίες στη δημόσια υγεία (ΠΟΕΔΗΝ, ΕΙΝΑΠ και ΟΕΝΓΕ) καλούν σε απεργιακές κινητοποιήσεις πιο συχνά από τους άλλους κλάδους. Κι αυτό μπορούμε να το γενικεύσουμε παντού – και στο δημόσιο και στις ΔΕΚΟ και στις ιδιωτικές επιχειρήσεις και τις τράπεζες. 

Αυτή η δυναμική ενισχύεται από το αντιφασιστικό κίνημα.

«Παρόλο που η Ελλάδα βρέθηκε στο κέντρο της προσφυγικής κρίσης το 2015-2016, δεν επικράτησε ο ρατσισμός και ο αντιισλαμισμός όπως σε μια σειρά από άλλα ευρωπαϊκά κράτη… Η Χρυσή Αυγή δεν μπόρεσε να επηρεάσει τις εξελίξεις…».9

Αυτή είναι διαπίστωση που κάνει ο Μπάρμπερ στο άρθρο του και  την αποδίδει στα θετικά του ΣΥΡΙΖΑ. Η πραγματικότητα όμως είναι τελείως διαφορετική. Το κίνημα αλληλεγγύης στους πρόσφυγες πανελλαδικά, που πήρε τη μορφή όχι μόνο υποδοχής αλλά και οργάνωσης της ζωής των προσφύγων από την αρχή στους πρόχειρους χώρους διαμονής τους, ήταν έργο χιλιάδων απλών ανθρώπων. Τα οργανωμένα συσσίτια, η ιατρική περίθαλψη και τα μαθήματα στα προσφυγόπουλα, ήταν η φάση της υποδοχής που καθόρισε και το κλίμα της υποδοχής αλλά και της συνέχειας. Οι μάχες για ανοιχτά σύνορα, για να πέσουν οι φράχτες, για άνοιγμα των σχολείων και των νοσοκομείων, για άσυλο και στέγη, απομόνωσαν τους φασίστες και κέρδισαν τα συνδικάτα. 

Είναι μια μάχη που ακόμα συνεχίζεται, που έχει πετύχει να ενώσει τους πρόσφυγες με τις κοινότητες των μεταναστών, και να μην αφήνει δεξιά και ακροδεξιά να κυριαρχήσουν χύνοντας το ρατσιστικό τους δηλητήριο. 

Είναι μια μάχη που ξεκίνησε από το 2012, μόλις η Χρυσή Αυγή μπήκε στη Βουλή, κλιμακώθηκε μετά τις δολοφονίες του Λουκμάν (Γενάρης 2013) και του Παύλου Φύσσα (Σεπτέμβρης 2013), με αποτέλεσμα το κίνημα να κερδίσει ότι η φασιστική ηγεσία βρίσκεται υπόδικη με την κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης. Η Κίνηση ενάντια στο Ρατσισμό και τη Φασιστική Απειλή έκανε τη σύνδεση της αντιφασιστικής μάχης με την αντιρατσιστική και με τέτοιες πρωτοβουλίες μέχρι τώρα δεν έχει αφήσει τα περιθώρια για να καθορίσει η δεξιά και η ακροδεξιά την πολιτική ατζέντα. 

Η κρίση ηγεμονίας των αστικών κομμάτων και της ιδεολογίας τους υπάρχει και στην Ελλάδα. Το ζήτημα είναι ποιος μπορεί να ηγεμονεύσει μέσα σ’αυτές τις συνθήκες.

Η επαναστατική αριστερά

Ο ρόλος των επαναστατών είναι καθοριστικός, σε όλη την Ευρώπη, σε όλον τον κόσμο και στην Ελλάδα. Η συμμετοχή στην οργάνωση και την κλιμάκωση της εργατικής αντίστασης πηγαίνει χέρι-χέρι μαζί με την αντιρατσιστική μάχη για ανοιχτά σύνορα, γιατί αυτές οι δυο πλευρές της ταξικής πάλης τροφοδοτούν η μια την άλλη.  Για να γίνει το σύνθημα «Καλοδεχούμενοι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες» πραγματικότητα για τις ζωές όλων των εργατών και των εργατριών χωρίς διαχωρισμούς σε ντόπιους και “ξένους”, άντρες και γυναίκες, λευκούς και “σκουρόχρωμους”. 

Όμως η δύναμη της επαναστατικής αριστεράς δεν είναι μόνο στους αγώνες, αλλά και στην πρόταση για μια διαφορετική προοπτική απέναντι στον καπιταλισμό. Μέχρι τώρα η κυρίαρχη αφήγηση όχι μόνο από τους αστούς αλλά και από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι «ο καπιταλισμός δεν πέφτει, αλλά μπορούμε να εξασφαλίσουμε μια πιο δίκαιη διαχείριση». Το ίδιο που υποστηρίζει εδώ ο Τσίπρας ακούγεται και από το Podemos και το Σοσιαλιστικό Κόμμα στην Ισπανία, από την κυβέρνηση της Πορτογαλίας, από έναν κατάλογο “ρεαλιστών” χωρίς τελειωμό. Ένας κατάλογος κομμάτων και κυβερνήσεων που παίρνουν τα χειροκροτήματα της ελίτ της Ε.Ε. και των Βρυξελών. Παίρνουν τα εύσημα γιατί ελπίζουν ότι μπορούν να εξασφαλίσουν τη σταθερότητα και τον έλεγχο της αντίστασης απέναντι σε ένα σύστημα που παραπαίει αλλά συνεχίζει να έχει τον έλεγχο και πασχίζει να τον διατηρήσει με κάθε τρόπο, ακόμη και με τα πιο απάνθρωπα όπλα. 

Η εργατική εναλλακτική απέναντι σ’ αυτό το σάπιο σύστημα είναι η μόνη πρόταση για να ανεβάσει την ανθρωπότητα στο ύψος της ιστορίας της και των κατακτήσεων της. Για να εξασφαλίσει την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από τα δεσμά της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. 

Η πάλη συνεχίζεται!

 

Σημειώσεις

1. Martin Wolf, The price of populism, Financial Times 27 October 2018

2. Barry Eichengreen, The populist temptation, Oxford University Press

3. Robert Kuttner, Can democracy survive global capitalism?, WW Norton publishers

4. Charles Dumas, Populism and economics, Profile books

5. Michael MacKenzie, Markets insight, Financial Times 12 October 2018

6. Martin Wolf, How to avoid the next financial crisis, Financial Times, 10 October 2018

7. Eurozone slowdown clouds ECB easing strategy, Financial Times 30 October 2018

8. Tony Barber, Greece shows how a maverick nation can recover from disorder, Financial Times 1 November 2018

9. στο ίδιο.