Άρθρο
Σερβία 1999: Η ΕΕ του ιμπεριαλισμού και του πολέμου

Εξώφυλλο του τευχους 103

O Λέανδρος Μπόλαρης περιγράφει πώς το αντιπολεμικό κίνημα και τα συνδικάτα συγκρούστηκαν με την επέμβαση του ΝΑΤΟ, της ΕΕ και των ελληνικών κυβερνήσεων στο διαμελισμό και στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας.

 

Στις 24 Μάρτη 1999 το ΝΑΤΟ ξεκίνησε τον αεροπορικό βομβαρδισμό της Σερβίας. Στη διάρκεια της επιχείρησης 1.150 μαχητικά αεροσκάφη του απογειώθηκαν από 59 βάσεις σε 12 χώρες και πραγματοποίησαν συνολικά 2.300 επιδρομές. Οι βομβαρδισμοί κράτησαν 78 μέρες με ένα βαρύ τίμημα σε νεκρούς, τραυματίες, πρόσφυγες. Σχολεία, νοσοκομεία, δρόμοι, γέφυρες, εργοστάσια, καραβάνια προσφύγων, έγιναν στόχοι των «έξυπνων» βομβών των αεροπλάνων.

 

Οι δεκαπέντε τόνοι βλημάτων με κεφαλές απεμπλουτισμένου ουρανίου που χρησιμοποίησαν τα ΝΑΤΟϊκά αεροπλάνα στη νότια Σερβία και το Κόσσοβο έχουν προκαλέσει από τότε μια έκρηξη στα κρούσματα λευχαιμίας. Δηλαδή ακριβώς στις περιοχές τους πληθυσμούς των οποίων έλεγε ότι προστατεύει η Δύση με την «ανθρωπιστική» της επέμβαση.

Ήταν η πρώτη φορά που η «αμυντική», υποτίθεται, συμμαχία οργάνωσε μια τόσο μεγάλη πολεμική επιχείρηση. Και μάλιστα σε μια περιοχή που ανάμεσα στ’ άλλα είχε και έντονη συμβολική φόρτιση: από κει είχε ξεκινήσει ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος το 1914.

Η επιλογή της επίθεσης δεν ήταν μόνο του ΝΑΤΟ αλλά και της Ε.Ε. Για πρώτη φορά η Ε.Ε συμμετείχε ενεργά στην προετοιμασία και τη διεξαγωγή πολέμου. Ήταν μια κοινή επιχείρηση. Το ΝΑΤΟ δεν θα μπορούσε να διεξάγει μια τόσο μεγάλη εκστρατεία χωρίς την ενεργητική συγκατάθεση των ευρωπαϊκών χωρών. Η Ιταλία για παράδειγμα με την συναίνεση της «κεντροαριστερής» κυβέρνησης μετατράπηκε στο «υπ’ αριθμόν 1 διάδρομο απογείωσης» για τα βομβαρδιστικά. Από την άλλη, η Ε.Ε που αναζητούσε ένα δικό της ρόλο στις εξελίξεις, χρειαζόταν το ΝΑΤΟ, δηλαδή την αμερικάνικη πολεμική ισχύ γιατί η δικιά της βρισκόταν σε νηπιακό επίπεδο.

Τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών διασταυρώνονταν και την ίδια στιγμή απόκλιναν. Αυτή η σχέση συνεχίζεται και σήμερα, σε μια περίοδο όπου η οικονομική κρίση οξύνει τους ανταγωνισμούς ανάμεσα σε άρχουσες τάξεις και κράτη. Οι πόλεμοι και οι επεμβάσεις που ρήμαξαν την πρώην Γιουγκοσλαβία στην δεκαετία του ’90 με αποκορύφωμα τον πόλεμο του 1999 είναι μια σκοτεινή υπενθύμιση για το που μπορούν να καταλήξουν αυτοί οι ανταγωνισμοί σήμερα, όχι μόνο σε μακρινά σημεία του πλανήτη αλλά και στη «γειτονιά» μας.

Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και το Κόσοβο

Η αφορμή του πολέμου ήταν η απόρριψη των όρων που είχαν θέσει οι Μεγάλες Δυνάμεις της «Ομάδας Επαφής» στην κυβέρνηση Μιλόσεβιτς κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στην πόλη Ραμπουγιέ της Γαλλίας. Στην Ομάδα Επαφής συμμετέχουν οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Γερμανία, η Γαλλία, η Βρετανία και η Ιταλία. Επίσης στις συνεδριάσεις της συμμετέχουν εκπρόσωποι της Κομισιόν, της προεδρίας της Ε.Ε, του ευρωπαϊκού συμβουλίου και το ΝΑΤΟ.

Στο διαβόητο Παράρτημα ΙΙ του σχεδίου συμφωνίας που παρουσιάστηκε ως τελεσίγραφο στη σέρβικη αντιπροσωπεία, επιβαλλόταν η ανεμπόδιστη διέλευση των ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων στο έδαφος της Σερβίας, η μετακίνηση στρατιωτικού υλικού από λιμάνια, δρόμους και στον εναέριο χώρο, όπως και η χρήση του νερού, του ηλεκτρικού ρεύματος και του φυσικού αερίου τζάμπα και με πλήρη ασυλία. Οι συντάκτες του τελεσίγραφου δεν ξέχασαν να συμπεριλάβουν στους όρους ότι η οικονομία του Κόσσοβο, που θα έπρεπε να αυτονομηθεί, έπρεπε στο εξής «να λειτουργεί με βάση τις αρχές της ελεύθερης αγοράς».

Η δικαιολογία για όλα αυτά ήταν ότι το καθεστώς του Μιλόσεβιτς εκτελούσε μια εθνοκάθαρση ή ακόμα χειρότερα μια γενοκτονία των Αλβανών του Κόσσοβο (η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού). Αυτό ισχυριζόταν και ο UCK, ο «Απελευθερωτικός Στρατός του Κόσσοβο»1 που είχε ξεκινήσει ένοπλες επιχειρήσεις τον Φλεβάρη του 1998 και έμελλε να γίνει το πεζικό του ΝΑΤΟϊκού πολέμου. Το 1998 το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, συμπεριλάμβανε τον UCK στη λίστα των «τρομοκρατικών οργανώσεων» που είχαν σχέσεις με το «οργανωμένο έγκλημα». Την επόμενη χρονιά έγιναν «αγωνιστές της ελευθερίας» και το καθεστώς του Μιλόσεβιτς η μετενσάρκωση του σατανά.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς δεν ήταν για τη Δύση ο «Χίτλερ των Βαλκανίων» αλλά ένας ελπιδοφόρος μεταρρυθμιστής που εφάρμοζε με ζήλο τις «δομικές μεταρρυθμίσεις» του ΔΝΤ. Στη δεκαετία του ’70 η Γιουγκοσλαβία είχε πάρει δάνεια από το Ταμείο για να στηρίξει τα ανοίγματά της στην «διεθνή αγορά». Όταν η οικονομία άρχισε να μπαίνει σε κρίση βρέθηκε με ένα πληθωρισμό που κάλπαζε και βουνά από χρέος. Ο επικεφαλής του σχετικού προγράμματος «σταθεροποίησης» του ΔΝΤ ήταν ο Πολ Τόμσεν, γνωστός μας από τη συμμετοχή του στην «τρόικα» ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ.

Ο άνθρωπος του ΔΝΤ στο Βελιγράδι ήταν ο Μιλόσεβιτς, πρώην διοικητής της Μπεομπάνκα (της μεγαλύτερης τράπεζας) που το 1986 ανέλαβε την προεδρία της Ένωσης Κομμουνιστών της Σερβίας. Ήταν υπέρ των «μεταρρυθμίσεων» της αγοράς και υπέρ μιας πιο ισχυρής ομοσπονδιακής εξουσίας για την εφαρμογή τους. Η ιδεολογική ενδυμασία ήταν ο σέρβικος εθνικισμός.

Το πρόγραμμα του ΔΝΤ προκάλεσε μαζική ανεργία (600.000 απολύσεις). Προκάλεσε, όμως, μια εργατική έκρηξη, ένα τεράστιο κύμα απεργιών σε όλη την έκταση της Γιουγκοσλαβίας το 1987-88. Όμως, αυτό το κύμα αγώνων δεν μπόρεσε να βρει πολιτική έκφραση.

Η απάντηση του Μιλόσεβιτς ήταν να χτυπήσει τα τύμπανα του εθνικισμού. Το Κόσσοβο ήταν ψηλά στη μυθολογία του σέρβικου εθνικισμού από τον 19ο αιώνα.2 Όμως, η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων ήταν Αλβανοί και μουσουλμάνοι. Ήταν πάντα μια υποβαθμισμένη και καταπιεσμένη γωνιά της Σερβίας, παρόλο που ο Τίτο του είχε δώσει ένα καθεστώς αυτονομίας μετά το 1945 που επικυρώθηκε και διευρύνθηκε με το Σύνταγμα του 1974. Το 1989 ο Μιλόσεβιτς έγινε πρόεδρος της Σερβίας, κατάργησε την αυτονομία της επαρχίας του Κόσσοβο και έστειλε τον στρατό, την μυστική αστυνομία και τους παραστρατιωτικούς να επιβάλλουν την «τάξη» στο όνομα της υπεράσπισης της σέρβικης μειονότητας.

Την ίδια επιλογή, να παίξουν το χαρτί του εθνικισμού, έκαναν και τα κομμάτια της άρχουσας τάξης που είχαν βρεθεί στο τιμόνι των άλλων περιοχών της ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας. Ο Φ. Τούτζμαν της Κροατίας ήταν παρτιζάνος του Τίτο στην Αντίσταση και κατόπιν έγινε ο νεαρότερος στρατηγός του γιουγκοσλαβικού στρατού. Αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε, όταν το κόμμα του πήρε την εξουσία στην Κροατία το 1990, να αγκαλιάσει τις χειρότερες παραδόσεις του κροατικού εθνικισμού – τους Ουστάσι, συνεργάτες των Ναζί στην κατοχή.

Το 1991 ο Τούτζμαν συναντήθηκε με τον «σέρβο πατριώτη» Μιλόσεβιτς για να μοιράσουν μεταξύ τους τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Τα επόμενα χρόνια, αυτή η περιοχή με το μεικτό πληθυσμό (Σέρβοι, Κροάτες, Μουσουλμάνοι) βουτήχτηκε στο αίμα και τη δυστυχία των εθνοκαθάρσεων. Το 1991 η Γερμανία είχε υιοθετήσει τον Τούτζμαν και οι ΗΠΑ στήριζαν ακόμα τον Μιλόσεβιτς.

Οι μεγάλες δυνάμεις έστηναν το ένα «ειρηνευτικό σχέδιο» μετά το άλλο, και στην πραγματικότητα στήριζαν τους δικούς τους πολεμάρχους. Κάθε επέμβασή τους, ετοίμαζε τον επόμενο γύρο εκκαθαρίσεων. Η Ε.Ε. πρωταγωνίστησε σε όλα αυτά τα σχέδια. Ήδη τον Φλεβάρη του 1992 το σχέδιο «Κάρινγκτον-Κατιλέιρο» της Ε.Ε πρόβλεπε ότι κάθε περιοχή της «ενιαίας Βοσνίας» θα έπρεπε να χαρακτηριστεί σερβική, μουσουλμανική ή κροατική έστω κι αν δεν υπήρχε ξεκάθαρη πλειοψηφία. Ένα χρόνο μετά ήταν η σειρά του «Σχεδίου Βανς-Όουεν» πάλι προέλευσης Ε.Ε, πρόβλεπε το διαχωρισμό της Βοσνίας σε δέκα «ημι-αυτόνομα» καντόνια». Το αποτέλεσμα ήταν προβλέψιμο.

Με τις Συμφωνίες του Ντέητον τον Νοέμβρη του 1995 (είχαν προηγηθεί αεροπορικοί βομβαρδισμοί του ΝΑΤΟ) ο πόλεμος στη Βοσνία σταμάτησε – κι η περιοχή μετατράπηκε σε ένα δυτικό προτεκτοράτο υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, ο ειδικός απεσταλμένος του Κλίντον στα Βαλκάνια, επαίνεσε τον Μιλόσεβιτς ως έναν «άνθρωπο με τον οποίο μπορείς να κάνεις μπίζνες».

Στην ουσία το Ντέητον έριξε λάδι στη φωτιά που σιγόκαιγε στο Κόσσοβο.

Η επέκταση προς Ανατολάς και τα πετρέλαια της Κασπίας

Η κρίση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας εξελίχτηκε στο πλαίσιο της κρίσης όλων των καθεστώτων του κρατικού καπιταλισμού στην ανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια. Το 1989-90 η ΕΣΣΔ έχασε την «αυτοκρατορία» της σε αυτή την περιοχή. Το 1991 διαλύθηκε η ίδια. Στο κενό που δημιουργήθηκε εξελίχτηκε η επέκταση της Ε.Ε και του ΝΑΤΟ προς ανατολάς. Δίπλα στις διπλωματικές αποστολές, οι δυτικές εταιρείες και οι τράπεζες διαγκωνίζονταν για τις σφαίρες επιρροής τους. Η κάθε μια είχε τις πλάτες της διπλωματίας των χωρών τους.

Οι άρχουσες τάξεις αυτών των «μεταβατικών οικονομιών» όπως ονομάστηκαν επιζητούσαν την ένταξη στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ για να εξασφαλίσουν τα χρήματα της Ευρώπης και την στρατιωτική «ασπίδα» των ΗΠΑ. Ήταν μια διαδικασία όπου ΗΠΑ και ΕΕ έμοιαζε να συμπίπτουν αλλά κάτω από το τραπέζι έπεφταν κλωτσιές. Όταν το 2003 ο πρόεδρος Μπους των ΗΠΑ προχώρησε στον πόλεμο στο Ιράκ, ο Ράμσφελντ, υπουργός Άμυνας, έκανε την περίφημη περιφρονητική δήλωση για την «παλιά Ευρώπη» που ανήκει στο παρελθόν σε αντίθεση με τη «νέα» – τις πρόσφατα ενταγμένες χώρες στην Ε.Ε και το ΝΑΤΟ που τάχθηκαν υπέρ του πολέμου.

Τα Βαλκάνια αποτελούσαν και αποτελούν ένα στρατηγικό κρίκο για αυτή την επέκταση. Δεν ήταν τόσο η άμεση οικονομική σημασία των Βαλκανικών χωρών που τα έκανε στόχο. Απ’ αυτή την άποψη οι χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης όπως η Πολωνία, ήταν πολύ σημαντικότερες για τις γερμανικές ή αμερικάνικες πολυεθνικές. Τα Βαλκάνια, όμως, είναι σημαντικά για άλλους λόγους. Ο σημαντικότερος, στη δεκαετία του ’90 ήταν ότι βρίσκονταν στη διαδρομή που θα ακολουθούσε το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο από την Κασπία Θάλασσα.

Οι δυτικές πολυεθνικές έκαναν αγώνα δρόμου για να υπογράψουν συμβόλαια με τις τοπικές κυβερνήσεις. ΗΠΑ και Ε.Ε ήθελαν να εξασφαλίσουν ότι οι αγωγοί που θα μετέφεραν αυτό το θησαυρό θα παρέκαμπταν όσο ήταν δυνατόν περιοχές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της ρώσικης κυβέρνησης. Μεγαλόπρεπα σχέδια ανακοινώνονταν για αγωγούς όπως τον Μπουργκάς-Αυλώνα (Ενεργειακή Διαδρομή VII) τον Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη, τον Μπακού-Τσεϊχάν (στη νοτιοανατολική Τουρκία).

Όπως ανέφερε μια μελέτη για το θέμα «οι πολεμικές συγκρούσεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία συνιστούν ένα τεράστιο εμπόδιο σε αυτές τις διαδρομές». Και γι’ αυτό η κυβέρνηση Κλίντον στις ΗΠΑ άρχισε να κλιμακώνει την διπλωματική και οικονομική στήριξη στα σχέδια των αμερικάνικων πολυεθνικών.

Η Ε.Ε. δεν έμεινε πίσω. Για την ακρίβεια, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 προωθούσε τη διπλωματία των αγωγών με δεκάδες πρωτοβουλίες και προγράμματα. Το 1995, για παράδειγμα, με πρωτοβουλία του Παπουτσή, τότε Επίτροπου Ενέργειας της Ε.Ε, συγκροτήθηκε η Βαλκανική Ειδική Ομάδα Εργασίας για τη Διασύνδεση Ενέργειας – που συνεχίζει να υπάρχει και σήμερα – σε συνέδριο του προγράμματος Synergy της Ε.Ε. Η ανακοίνωση για τα συμπεράσματα του συνεδρίου έκανε αναφορά «στο στρατηγικό ρόλο των Βαλκανίων για τον ενεργειακό εφοδιασμό της Ευρώπης» και δήλωνε ότι: «με την έγκαιρη λήξη των συγκρούσεων στην πρώην Γιουγκοσλαβία, η στρατηγική σημασία των Βαλκανίων θα γίνει ακόμα πιο έκδηλη».3

Ο ρόλος της Ελλάδας

Όταν ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί, η κυβέρνηση Σημίτη δήλωνε ότι δεν συμμετέχει και κρατά ουδέτερη στάση. Ήταν μια υποκριτική στάση, που λίγους ξεγελούσε. Ούτε στο ΝΑΤΟ ούτε στην ΕΕ προέβαλε καμιά αντίρρηση η κυβέρνηση. Εκτός, όμως, από αυτό, συνέβαλε ενεργητικά στον πόλεμο, παραχωρώντας κάθε είδους διευκολύνσεις στην μετακίνηση και εφοδιασμό των ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων.

Τα ιπτάμενα ραντάρ του ΝΑΤΟ διευκολύνονταν από την βάση των AWACS στο Ακτιο, ο στόλος που εξαπέλυε τους πυραύλους Κρουζ διευκολυνόταν από τη βάση της Σούδας, ενώ στο Αιγαίο έπλεαν αμερικάνικα πλοία με 2000 πεζοναύτες. Παραμονές του Πάσχα ο Σημίτης με διάγγελμά του δήλωσε ότι η κυβέρνησή του θα διευκολύνει το ΝΑΤΟ αν χρειαστεί να κλιμακώσει περισσότερο την επέμβασή του. Η κυβέρνηση έδωσε πρακτικά την Θεσσαλονίκη σαν ορμητήριο για τις χερσαίες δυνάμεις του ΝΑΤΟ που θα αποκαθιστούσαν την «ειρήνη» στο Κόσσοβο.

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν ξεκινούσε η «επέκταση προς ανατολάς» της Ε.Ε και του ΝΑΤΟ, οι έλληνες καπιταλιστές έσπευσαν να απλωθούν στο «Ελντοράντο» των Βαλκανίων. Στο ένα χέρι κρατούσαν την σημαία της Ε.Ε και στο άλλο χέρι τη γαλανόλευκη, τον Μεγαλέξανδρο. Η «ευρωπαϊκή προοπτική» ήταν και παραμένει αξεχώριστη από τις πιο χυδαίες εθνικιστικές εκστρατείες, και τις πιο βρόμικες μπίζνες.

Οι βόμβες του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. άνοιξαν το δρόμο για να μπορεί τον Μάρτη του 2008 ο τότε υφυπουργός Οικονομικών της ΝΔ, ο Π. Δούκας να κοκορεύεται ότι:

«Στις χώρες των Βαλκανίων, της Τουρκίας συμπεριλαμβανομένης, λειτουργούν πάνω από 2.500 παραρτήματα ελληνικών τραπεζών, ελέγχοντας περίπου το 20% της τραπεζικής αγοράς, ενώ στην περιοχή δραστηριοποιούνται 4.000 περίπου εταιρίες ελληνικών συμφερόντων που απασχολούν περί τα 6.000 διευθυντικά στελέχη από τη χώρα μας. Είμαστε πρώτοι επενδυτές στην ΠΓΔΜ, στην Αλβανία και τη Σερβία, τρίτοι στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία και ανερχόμενη επενδυτική δύναμη στη Βοσνία- Ερζεγοβίνη».4

Γι’ αυτό ο ελληνικός στρατός βρέθηκε μέσα σε όλες τις «ειρηνευτικές αποστολές» στα Βαλκάνια. Στην πραγματικότητα, στις δυνάμεις κατοχής στα προτεκτοράτα. Από την Βοσνία μέχρι το Κόσσοβο. Αμέσως μετά την λήξη των βομβαρδισμών το 1999, το ΓΕΕΘΑ διέθεσε μια ολόκληρη ταξιαρχία για την ΕΛ.ΔΥ.ΚΟ (ελληνική δύναμη Κόσσοβου) για το στρατό κατοχής του ΝΑΤΟ, την Κ-FOR.

Το ξέσπασμα του σκανδάλου της ΜΚΟ του υπουργείου Εξωτερικών πρόσφατα φέρνει στην επιφάνεια ένα μικρό κομματάκι της βρόμικης αυτής ιστορίας. Ο Αλεξ Ρόντος ήταν δεξί χέρι του Παπανδρέου όταν ανέλαβε το υπουργείο Εξωτερικών το 1999 λίγο πριν την έναρξη του πολέμου στο Κόσσοβο. Ανέλαβε και επικεφαλής της Υπηρεσίας Διεθνούς Αναπτυξιακής Συνεργασίας του υπουργείου – που διαχειριζόταν τα κονδύλια που πήγαιναν σε κάθε λογής προγράμματα σε ΜΚΟ – που κατά κανόνα έστηνε το ίδιο το υπουργείο για τα λαδώματα και τα μπαξίσια της ελληνικής διπλωματίας στην «βαλκανική ενδοχώρα».

Οι ελληνικές κυβερνήσεις προσπαθούσαν πάντα να παίξουν το ρόλο του «δίαυλου επικοινωνίας» ανάμεσα στο καθεστώς του Μιλόσεβιτς τις ΗΠΑ και την ΕΕ – ήδη από την εποχή του Μητσοτάκη. Δεν είναι παράξενο λοιπόν ότι η «αμαρτωλή» ΜΚΟ που υποτίθεται είχε αναλάβει έργα αποναρκοθέτησης στην Βοσνία, εκτός από τα εκατομμύρια ευρώ που κατάπιε, στέγαζε και τα στελέχη της προσωπικής φρουράς του Ράντοβαν Κάραζιτς, του ηγέτη των σέρβων παραστρατιωτικών στη Βοσνία.

Το αντιπολεμικό κίνημα

Αν ο Σημίτης δεν μπόρεσε να μπει πιο βαθιά στον πόλεμο του 1999, αυτό οφείλεται στην αντίσταση των εργαζόμενων και της νεολαίας, στο αντιπολεμικό κίνημα που ξεπήδησε εκείνους τους δυο μήνες. Δύο μέρες μετά τους βομβαρδισμούς, στις 26 Μάρτη η Αθήνα πλημμύρισε από 100.000 διαδηλωτές που κατευθύνθηκαν στην αμερικάνικη πρεσβεία. Η ΓΣΕΕ, η ΑΔΕΔΥ, η ΟΛΜΕ και άλλα συνδικάτα, κάλεσαν σε στάση εργασίας και συμμετοχή στο συλλαλητήριο.

Δεκάδες χιλιάδες πήραν μέρος στις αντιπολεμικές συναυλίες. Στις 30 Μάρτη η Πανελλήνια Ομοσπονδία Σιδηροδρομικών (ΠΟΣ) αποφάσισε να κηρύξει απεργία σε περίπτωση που υπάρξει απόπειρα μεταφοράς ΝΑΤΟϊκού οπλισμού και εφοδίων με τρένα του ΟΣΕ. Το απεργιακό κύμα στα νοσοκομεία και στους Δήμους που ξέσπασε τον Απρίλη του '99 έβαλε στο στόχαστρό του τον πόλεμο και τη συνενοχή της ελληνικής κυβέρνησης.

Μία απεργιακή συγκέντρωση των εργαζόμενων στους Δήμους στις αρχές Απρίλη, βάδισε προς την αμερικάνικη πρεσβεία. Τα σωματεία των τριών νοσοκομείων του Πειραιά αποφάσισαν να προχωρήσουν σε αντιπολεμική στάση εργασίας και κοινή συγκέντρωση στην πύλη του Τζάνειου Νοσοκομείου. Στις 28 Απρίλη, ο Σύνδεσμος Σιδηροδρομικών Βορείου Ελλάδας σταμάτησε με απεργία ένα τρένο φορτωμένο με άρματα μάχης του ΝΑΤΟ.

Αυτό το μεγάλο αντιπολεμικό κίνημα άφησε μια μεγάλη παρακαταθήκη για την αντιπολεμική έκρηξη του 2003, όταν οι ΗΠΑ ξεκινούσαν τον πόλεμο στο Ιράκ και ο Σημίτης δήλωνε πάλι «ουδέτερος».

Οι ανταρσίες των εργαζόμενων ενάντια στις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του ’90 δεν ήταν ποτέ απλά «οικονομίστικες». Είχαν μέσα τους τον αντιϊμπεριαλισμό, την αντίθεση στις βρόμικες συμμετοχές της σοσιαλδημοκρατίας στις επεμβάσεις της Ε.Ε και του ΝΑΤΟ.

Αναζωπύρωση

Δεκαπέντε χρόνια μετά, όλοι οι παράγοντες που έβαλαν φωτιά στα δυτικά Βαλκάνια είναι παρόντες και απειλούν να επεκταθούν.

Το ίδιο το Κόσσοβο είναι μια κακοφορμισμένη πληγή. To NATO εξακολουθεί να έχει εκεί στρατό κατοχής. Με την Ε.Ε ουσιαστικά να έχει αναλάβει την πολιτική διοίκηση. Η Σερβία αρνείται ακόμα να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία του, με τη διακριτική στήριξη της Ρωσίας του Πούτιν.

Η Ε.Ε. από την άλλη έχει δώσει επίσημα καθεστώς υποψήφιου μέλους στην Σερβία και τον Γενάρη φέτος έγινε η πρώτη διακυβερνητική συνάντηση στις Βρυξέλες. Όμως, το ζήτημα του Κόσσοβο είναι ακόμα «αγκάθι». Οι διαπραγματεύσεις μπορεί να κρατήσουν μέχρι το 2020 και όλοι καταλαβαίνουμε τι είδους παζάρια και εκβιασμούς θα συμπεριλαμβάνουν.

Εντωμεταξύ, η «διπλωματία των αγωγών» συνεχίζεται και οι ανταγωνισμοί οξύνονται. Η ρωσική Gazprom έχει ξεκινήσει την κατασκευή του αγωγού South Stream που θα παρακάμπτει την Ουκρανία, θα περνάει από την Βουλγαρία και την Σερβία για να διακλαδωθεί στην νότια και κεντρική Ευρώπη. Το 2008 η Σερβική κυβέρνηση είχε υπογράψει την συμφωνία πώλησης του 51% της NIS, της κρατικής εταιρείας πετρελαίου, στην Gazprom. Ήταν ένα είδος ανταμοιβής για τη διπλωματική στήριξη της Ρωσίας. Και τον Νοέμβρη που πέρασε ξεκίνησε η κατασκευή του «σερβικού σκέλους» του South Stream.

Η Ε.Ε είχε ρίξει το βάρος της στην κατασκευή ενός άλλου αγωγού, του Nabucco, σχέδιο το οποίο έχει ναυαγήσει. Και εκφράζει την ανησυχία της για την «εξάρτηση των δυτικών Βαλκανίων στο ρωσικό αέριο» και την «διαφοροποίηση του ενεργειακού εφοδιασμού» της.5

Ο ελληνικός καπιταλισμός δεν παραιτείται από τον ρόλο του επίδοξου «περιφερειάρχη». Οι ελληνικές κυβερνήσεις συνεχίζουν να παίζουν το παιχνίδι των εκβιασμών απέναντι στη Δημοκρατία της Μακεδονίας, που είχε ξεκινήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη (και Σαμαρά) το 1991-92. Είναι ένα ατού στα παζάρια σε ΝΑΤΟ και Ε.Ε. και μια ωρολογιακή βόμβα που μπορεί να εκραγεί ανά πάσα στιγμή. Οσο βυθίζεται στην κρίση, τόσο πιο τυχοδιωκτικά θα συμπεριφέρονται οι διαχειριστές του: ο Σαμαράς υπόσχεται για παράδειγμα θησαυρούς από την «αξιοποίηση» των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην ανατολική Μεσόγειο ανοίγοντας ξανά το ζήτημα των ΑΟΖ.

Γι’ αυτό χρειαζόμαστε μια Αριστερά που θα είναι ξεκάθαρη τόσο στον αντιμπεριαλισμό της όσο και στη διεθνιστική της στάση και προοπτική.

 

Σημειώσεις

1. Είχε ιδρυθεί το 1991 και είχε πραγματοποιήσει μια σειρά επιθέσεων το 1995.

2. Λόγω της αιματηρής ήττας των Σέρβων πριγκίπων από τον οθωμανικό στρατό στη μάχη του Κόσσοβο Πόλιε τον Ιούνη του 1389.

3. Fisher, Keith. A Meeting of Blood and Oil: The Balkan Factor in Western Energy Security, Journal of Southern Europe and the Balkans, Vol.4, No.1, May 2002, pp.75-89.

4. http://www.flyingfish.org.uk/articles/balkan/pipelines.htm http://www.petrosdoukas.gr/index.php/multimedia/press/press-releases/80-city-press

5. «South Stream pipeline to spur on Balkan reliance on Russian gas», Reuters 22/11/2013 http://www.reuters.com/article/2013/11/22/russia-balkans-southstream-idUSL5N0J63EC20131122