Βιβλιοκριτική
Hans Fallada: Μόνος στο Βερολίνο

Εξώφυλλο του τευχους 100

Αντιφασιστικό αριστούργημα

 

 

Το μυθιστόρημα του Χανς Φάλλαντα Μόνος στο Βερολίνο γράφτηκε το 1947 και μας μεταφέρει στο Βερολίνο του Β’ παγκόσμιου πολέμου. Μέσα από τις ιστορίες των απλών καθημερινών ανθρώπων που ζουν και εργάζονται στην πρωτεύουσα και όχι από τους στρατιώτες της πρώτης γραμμής, ούτε από τους στρατηγούς και τα στελέχη του καθεστώτος, αποκαλύπτεται με διεισδυτικό τρόπο «ο τρόμος και η αθλιότητα του Γ’΄Ράιχ». Ταυτόχρονα όμως το μυθιστόρημα αυτό είναι και ένας φόρος τιμής σε αυτούς που αντιστάθηκαν στη ναζιστική θηριωδία ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες εν μέσω πολέμου κι όταν είχε πλέον εξαλειφθεί κάθε οργανωμένη αντίσταση.

Ο Φάλλαντα αφηγείται την ιστορία (βασισμένη σε πραγματικά περιστατικά) ενός ζευγαριού μεσήλικων γερμανών των Κβάγκελ που όταν μαθαίνουν ότι ο γιος τους σκοτώθηκε στο μέτωπο της Γαλλίας αποφασίζουν να κάνουν τη δικιά τους αντίσταση, δηλαδή να γράφουν κάρτες και γράμματα με μηνύματα ενάντια στο καθεστώς και να τα αφήνουν σε πολυσύχναστα κτίρια με την ελπίδα να βρουν μαζική απήχηση, ως τη στιγμή που συλλαμβάνονται, βασανίζονται, φυλακίζονται και τελικά εκτελούνται. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι απλοί άνθρωποι της εργατικής τάξης (ο Ότο Κβάγκελ δουλεύει σε εργοστάσιο που παράγει φέρετρα για το μέτωπο) που δεν είχαν σχέση με την πολιτική αποφασίζουν ότι οφείλουν να ταχθούν ενάντια στη βαρβαρότητα ακόμα κι αν ξέρουν πως αυτό θα σημάνει τη θανατική τους καταδίκη.

Ταυτόχρονα όμως ο συγγραφέας διηγείται μια σειρά από παράλληλες ιστορίες: των γειτόνων, των συγγενών, των διωκτών και των συγκρατούμενων των ηρώων του φτιάχνοντας έτσι ένα αντιπροσωπευτικό ψηφιδωτό της ναζιστικής κοινωνίας. Το βασικό χαρακτηριστικό της είναι ο φόβος. Κανείς δεν μπορεί να εμπιστευτεί τον διπλανό του, οποιοσδήποτε μπορεί να είναι χαφιές της Γκεστάπο και στην κοινωνία στρατόπεδο οι επιλογές σου είναι είτε να γίνεις ενεργό μέλος του ναζιστικού κόμματος με τα αντίστοιχα προνόμια, είτε να προσπαθήσεις να περάσεις απαρατήρητος... αν τα καταφέρεις. Δεν είναι τυχαίο πως μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναδεικνύονται κάθε λογής τυχοδιώκτες και χαφιέδες που επιβιώνουν ως παράσιτα που είτε βάζουν στο μάτι την περιουσία της εβραίας γειτόνισσας για παράδειγμα, είτε εκβιάζουν και μηχανορραφούν συστηματικά. Το ναζιστικό Βερολίνο παρουσιάζεται γεμάτο αλκοολισμό, τζόγο, μορφίνη και πορνεία, η κοινωνία των Αρίων είναι μια σαπίλα.

Από την άλλη ο ίδιος ο μηχανισμός καταστολής περιγράφεται σε όλες τις πτυχές του. Από τον ρουφιάνο της διπλανής πόρτας, την Γκεστάπο και τα υπόγειά της, τις φυλακές, τα δικαστήρια και τα ψυχιατρεία, το ναζιστικό κράτος όχι μόνο καταπιέζει, αλλά κυριολεκτικά συνθλίβει κάθε αμφισβήτηση. Δεν είναι τυχαίο πως μαζί με τους Κβάγκελ διώκονται και τιμωρούνται όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι τους. Ο Φάλαντα είναι πολύ καυστικός όταν επισημαίνει τον παραλογισμό "όταν ένας άντρας του εγκληματολογικού χτυπάει κάποιον με τον υποκόπανο του όπλου του και σχεδόν τον σκοτώνει, κι όταν ένας μεθυσμένος γιατρός αφήνει τον τραυματία να πεθάνει, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Όταν όμως ένας πάστορας δεν αποτρέπει μια αυτοκτονία, όταν αφήνει έναν κρατούμενο, που δεν επιτρέπεται να έχει πια προσωπική βούληση, να αποφασίσει μόνος του πως να πεθάνει, τότε πρόκειται για έγκλημα". Εδώ έχει σημασία να κάνουμε μια παρατήρηση. Ο συγγραφέας δεν περιγράφει μια κοινωνία που ο φασισμός έρχεται από τα κάτω, δεν είναι λίγο πολύ αντανάκλαση της ποιότητας των ανθρώπων "που τον εξέθρεψαν". Ίσα ίσα αυτό που περιγράφεται στο βιβλίο είναι μια συστηματική, ισοπεδωτική από τα πάνω επιβολή της πειθαρχίας και του φόβου που καταλήγει να αλλοτριώνει τις συνειδήσεις. Ο τρόπος λειτουργίας της Γκεστάπο, όπου οι κατώτεροι είναι αναλώσιμοι και αν δείξουν "ευαισθησία" τιμωρούνται είναι ενδεικτικός.

Ο Φάλαντα γράφει συνειδητά σε απλό ύφος, όπου δεν υπάρχουν οι μεγάλες και δύσκολες περιγραφές, αλλά κυριαρχεί η άμεση αφήγηση και η πολύ διεισδυτική αποτύπωση των χαρακτήρων, η πειστική ανάλυση των σκέψεων και των κινήτρων όλων των προσώπων, τα οποία δείχνουν ρεαλιστικά και ανθρώπινα. Γι’ αυτό και είναι πράγματι εντυπωσιακό πως ένα μυθιστόρημα που σύμφωνα με τα λόγια του συγγραφέα μοιάζει με "ζοφερό πίνακα" ("περισσότερο φως θα έμοιαζε με ψέμα") και που το τέλος της ιστορίας είναι λίγο πολύ προδιαγεγραμμένο, κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον των αναγνωστών ως την τελευταία στιγμή.

Ο συγγραφέας αφιερώνει το βιβλίο "στη ζωή, τη ζωή που θριαμβεύει μέσα από τα δάκρυα, την πείνα, τη δυστυχία και τον θάνατο" και το κάνει γράφοντας μια πολύ θλιβερή ιστορία. Δεν είναι τυχαίο ότι το συγκεκριμένο βιβλίο θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας αντιφασιστικής λογοτεχνίας. Αξίζει να το διαβάσει κανείς για να ανακαλύψει πως ακόμα και μέσα στο πιο μαύρο σκοτάδι μπορεί να υπάρξει αντίσταση και ελπίδα, κυρίως όμως γιατί ο ναζισμός δεν είναι ένα μουσειακό απολίθωμα του παρελθόντος, αλλά μια υπαρκτή απειλή στο σήμερα. Κάθε βιβλίο όπως το "Μόνος στο Βερολίνο" που περιγράφει τη φρίκη μιας τέτοιας κοινωνίας, είναι ένας ακόμη λόγος να παλέψουμε και να φωνάξουμε ακόμα πιο δυνατά: "Ποτέ ξανά!"

Τιμή 20€, 668 σελίδες

Εκδόσεις Πόλις