Άρθρο
Γυναίκες και καταπίεση – πώς δε θα μας γυρίσουν πίσω

23 Φλεβάρη 1917 στην Πετρούπολη. Η επανάσταση

Η πάλη ενάντια στο σεξισμό και τις διακρίσεις είναι αξεχώριστη από την αντίσταση στο σύστημα όπως εξηγεί η Μαρία Στύλλου.

Οι εργάτριες του 21ου αιώνα έχουν βάλει τη σφραγίδα τους σε όλες τις μεγάλες μάχες. Στο αντιπολεμικό κίνημα στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, στο αντικαπιταλιστικό κίνημα και στα οδοφράγματα του Σιάτλ, της Πράγας, της Γένοβας, στο μεγάλο απεργιακό κίνημα που ξεκίνησε το 2009 και που δεν έχει κλείσει. Μέσα σ’ αυτή τη δεκαετία, οργανώθηκαν κινητοποιήσεις για να είναι ελεύθερη η έκτρωση, συλλαλητήρια ενάντια στο σεξισμό και τους βιασμούς. Πριν δυο μήνες η Ινδία συνταράσσονταν από διαδηλώσεις ενάντια στους βιασμούς και στην Αίγυπτο οι γυναίκες βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της επανάστασης.

Αυτές οι μάχες, αυτή η εικόνα της δύναμης, είναι αυτή που μπορεί να επιβάλει ότι δεν θα μας γυρίσουν πίσω. Ότι η προσπάθεια της κυρίαρχης τάξης να τσακίσει τις κατακτήσεις μας, να μας γυρίσει στη δεκαετία του ’50 και να πάρει πίσω όλα όσα κέρδισε το γυναικείο κίνημα δεν θα περάσει.

Δεν θα πάρουν πίσω τις κατακτήσεις μας ενός ολόκληρου αιώνα, τουναντίον έχουμε σταθμούς και εμπειρίες που πάνω τους στηρίζουμε και τη συνέχεια.

Ποιος φταίει για την καταπίεση;

Μέσα στο κίνημα και μέσα στην αριστερά υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση για τις αιτίες της γυναικείας καταπίεσης. Είναι μια συζήτηση παλιά, που ξαναγεννιέται σήμερα μέσα από τις μάχες που έχουν ανοίξει αλλά και μέσα από το ενδιαφέρον που υπάρχει για τις μαρξιστικές ιδέες.

Μπορεί ο μαρξισμός να εξηγήσει ζητήματα καταπίεσης, ή μήπως η δυνατότητά του περιορίζεται στην οικονομική θεωρία, και στο να εξηγήσει τι συμβαίνει στη παραγωγή, ενώ στην ανάλυση της αναπαραγωγής έχει προβλήματα; Είναι μήπως μια θεωρία απλουστευτική για ζητήματα που έχουν να κάνουν με την «ανθρώπινη φύση»;

Η αντίληψη της «ανθρώπινης φύσης» είναι αυτή που ενοποιεί με κάποιον τρόπο όλους αυτούς που προσπαθούν να εξηγήσουν την καταπίεση όχι σαν αποτέλεσμα της ταξικής κοινωνίας, αλλά σαν διαφορά ανάμεσα στα δυο φύλα.

Οι μαρξιστές δεν πιστεύουν ότι υπάρχουν μόνιμα χαρακτηριστικά στις διαφορετικές κοινωνίες, αντίθετα θεωρούν ότι οι συμπεριφορές και η θέση των γυναικών αλλάζει, και ότι μπορεί να υπάρξει μια κοινωνία που όλοι να είναι ίσοι και ελεύθεροι.

Η καταπίεση της γυναίκας έρχεται μαζί με την εμφάνιση της ταξικής κοινωνίας. Η ιδιοκτησία – που δεν υπήρχε πιο πριν – αλλάζει την μορφή της οικογένειας απ’ αυτή που υπήρχε μέχρι τότε. Τώρα η οικογένεια μετατρέπεται στην ιδιωτική σφαίρα του κάθε ιδιοκτήτη. Η οικογένεια γίνεται μονογαμικός θεσμός για τη γυναίκα, γιατί ο άντρας πρέπει να γνωρίζει τους κληρονόμους του. Η γυναίκα ανήκει μόνο σε έναν άντρα και η σεξουαλικότητα καθορίζεται από το τι θεωρείται «φυσικό» σ’ αυτή την κοινωνία. Αυτό που καθορίζει τις ανθρώπινες σχέσεις είναι ο τρόπος που οργανώνεται η κοινωνία για να καλύψει τις ανάγκες της. Ο Ένγκελς χρησιμοποιεί στο βιβλίο του τον Μόργκαν (ανθρωπολόγο), για να δείξει τη διαφορά ανάμεσα στην ταξική και την πρωτόγονη κοινωνία. Τότε που η βασική διαίρεση δεν ήταν η τάξη αλλά η φυλή. 1

Οι πρωτόγονες κοινωνίες καλύπτουν το 90% της ανθρώπινης κοινωνίας από άποψη χρόνου. Αυτή η περίοδος χωρίζεται σε δυο φάσεις. Η πρώτη στηρίζεται στο κυνήγι και τη συλλογή καρπών. Η δεύτερη στην ανατροφή ζώων, την καλλιέργεια, την χειροτεχνία (κατασκευή πήλινων σκευών για να κρύψουν αυτά που περίσσευαν), την υφαντουργία. Ο τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας και η σχέση ανάμεσα στα δυο φύλα, ήταν τελείως διαφορετικοί απ’ ότι ισχύει σήμερα. Οι ανθρωπολογικές έρευνες που έχουν γίνει διαφέρουν μεταξύ τους, ανάλογα με τις κοινωνίες που μελετάνε. Υπάρχουν κοινωνίες που συνεχώς μετακινούνταν για να βρούνε φαγητό να φάνε, και κοινωνίες που άρχισαν να καλλιεργούν κάποια χωράφια και να έχουν ζώα να βοσκάνε.

Στις πρώτες ο καταμερισμός εργασίας ήταν μικρότερος απ’ ό,τι στις δεύτερες που οι άντρες συνέχισαν να ασχολούνται με το κυνήγι και οι γυναίκες με τη βοσκή και με την καλλιέργεια. Η κατανομή δεν σήμαινε και κατώτερη θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Η οικογένεια ήταν πολυγαμική (ομαδικοί γάμοι ανάμεσα σε δυο γένη). Η καταγωγή των παιδιών από τη μάνα. Όχι λόγω μητριαρχίας (αυτό αμφισβητείται) αλλά διότι έτσι μπορούσε κανένας να ξέρει την καταγωγή των παιδιών. Η ανατροφή των παιδιών και των γερόντων ήταν ομαδική μέσα στα πλαίσια της διευρυμένης οικογένειας.2

Αυτή η εικόνα απεικονίζεται στον Όμηρο και στην ελληνική μυθολογία. Οι Μοίρες ήταν γυναικείες θεότητες που καθόριζαν τη μοίρα, το ριζικό. Οι μοίρες ήταν η διαίρεση της γης σε κομμάτια που ανήκαν σε κάθε γένος.

Οι Ερινύες στην Ορέστεια του Αισχύλου υποστηρίζουν την Κλυταιμνήστρα που σκότωσε τον Αγαμέμνονα. Αντίθετα, η Αθηνά και ο Δίας υποστηρίζουν τον Ορέστη που ζητάει εκδίκηση και του δίνουν την άδεια να σκοτώσει τη μάνα του. Είναι το πέρασμα από την αταξική στην ταξική κοινωνία.

Όταν η κοινωνία αρχίζει να παράγει περισσότερο απ’ ό,τι καταναλώνει, τότε δημιουργείται το πλεόνασμα. Και ο έλεγχος του πλεονάσματος περνάει σε ένα κομμάτι απ’ αυτή την κοινωνία. Το κέντρο δεν είναι πια το γένος, αλλά η τάξη. Αυτή η περίοδος συμπίπτει με την ιστορική ήττα του γυναικείου φύλου, όπως χαρακτηριστικά την περιγράφει ο Ένγκελς στο βιβλίο του. Υπήρχε ένα μεταβατικό στάδιο που ασκήθηκε άμεση βία στις γυναίκες, για να τις εξαναγκάσουν να δεχτούν την αλλαγή. Υπήρχαν τεράστιες αντιδράσεις και ξεσηκωμός από τις ίδιες, κι αυτό καταγράφεται στον κώδικα του Χαμουραμπί στην Μεσοποταμία. Ο κώδικας προέβλεπε την παραδειγματική τιμωρία για τις γυναίκες που έσπαζαν τους δεσμούς της οικογένειας και μιλούσαν με άλλους άντρες. Η τιμωρία ήταν να τους σπάσουν τα δόντια με ένα πυρακτωμένο τούβλο, για να υπάρχουν σε όλη τους τη ζωή τα σημάδια της πράξης τους. Έτσι άρχισε η οικονομική εξάρτηση και το σπάσιμο της ελευθερίας που είχαν οι γυναίκες στις πρωτόγονες κοινωνίες.

Η οικογένεια στον καπιταλισμό

Το πέρασμα από την πρωτόγονη στην ταξική κοινωνία ήταν προχώρημα. Όμως επειδή αυτή η εξέλιξη γίνεται σε μια κοινωνία διαιρεμένη σε τάξεις, το κόστος είναι τεράστιο γι’ αυτούς που παράγουν αλλά δεν ελέγχουν την κοινωνία. Η οικογένεια παίρνει διάφορες μορφές, αλλά η καταπίεση των γυναικών είναι κοινό χαρακτηριστικό σε όλη την ιστορία των ταξικών κοινωνιών. Ο τρόπος που είναι οργανωμένη η παραγωγή επιβάλλει και τον τρόπο αναπαραγωγής. Η ανάγκη της κάθε φορά κυρίαρχης τάξης να εξασφαλίζει πλεόνασμα και τον έλεγχο πάνω σ’ αυτό καθορίζει και τη θέση της γυναίκας μέσα στην κοινωνία.

Στην Αθηναϊκή Δημοκρατία η κυρίαρχη τάξη εξασφάλιζε τα κέρδη της μέσα από τη δουλεία και τους πολέμους. Στους δούλους δεν υπήρχαν οικογένειες. Ήταν ασύμφορο να χάνουν χρόνο για να αναπαράγουν δούλους, η προσφορά δούλων εξασφαλιζόταν από τους πολέμους. Στους ελεύθερους πολίτες υπήρχαν μόνο άντρες γιατί μπορούσαν να είναι πολεμιστές. Οι γυναίκες ήταν κομμάτι των σπιτιών. Μόνο οι άντρες μπορούσαν να πάρουν διαζύγιο. Οι γυναίκες μόνο εάν συμφωνούσε ο άντρας ή ο πατέρας τους.

Στη φεουδαρχία, η κυρίαρχη τάξη στηρίζεται στον πόλεμο και στην εκμετάλλευση των αγροτών. Οι οικογένειες των αγροτών μετατρέπονται σε παραγωγικές μονάδες με χαμηλό κόστος (παραγωγή τροφίμων, ρούχων κλπ) και ταυτόχρονα είναι αυτές που κληρονομούν το δικαίωμα να καλλιεργούν τα χωράφια και να έχουν τα εργαλεία. Επικεφαλής στην αγροτική οικογένεια ήταν ο άντρας.

Στον καπιταλισμό η εκμετάλλευση στηρίζεται στους ελεύθερους εργάτες, χωρίς ιδιοκτησία και δεσμούς. Η οικογένεια των αστών λειτουργεί για την μεταβίβαση της ιδιοκτησίας. Η εργατική οικογένεια εξασφαλίζει την αναπαραγωγή της εργατικής τάξης, άρα τη δυνατότητα να υπάρχουν «ελεύθεροι» εργάτες.

Αυτό σημαίνει ότι η οικογένεια εξασφαλίζει μια σειρά από οικονομικές, ιδεολογικές και ψυχολογικές λειτουργίες που στηρίζονται στον ίδιο το θεσμό, αλλά και στο ρόλο της γυναίκας μέσα σ’ αυτή.

Στη συλλογή άρθρων του Λέον Τρότσκι με τίτλο Γυναίκες και Οικογένεια υπάρχει μια πολύ σωστή επισήμανση για τη γυναικεία καταπίεση στην οικογέ­­­­­νεια:

«Ο Βλαδίμηρος Ίλιτς μας δίδαξε να εκτιμάμε τα εργατικά κόμματα σύμφωνα με τη θέση τους, και συγκεκριμένα και γενικά, απέναντι στα καταπιεσμένα έθνη και απέναντι στις αποικίες. Γιατί; Γιατί ένας Άγγλος εργάτης μπορεί να εκφράσει την συμπαράσταση του στην τάξη που ανήκει αλλά να του είναι δύσκολο να συμπαρασταθεί σε ένα κιτρινόχρωμο Κινέζο αχθοφόρο. Να τον αντιμετωπίσει σαν αδελφό στην εκμετάλλευση, …γιατί έτσι πρέπει να σπάσει το κέλυφος της εθνικής περηφάνιας που έχει δημιουργηθεί για αιώνες.

Ο επικεφαλής της οικογένειας, κουβαλάει μαζί του το κέλυφος των προκαταλήψεων απέναντι στα παιδιά και τη γυναίκα, η γυναίκα είναι ο αχθοφόρος της οικογένειας. Αυτό το κέλυφος που έχει δημιουργηθεί για χιλιετίες και όχι απλά για κάποιους αιώνες. Και γι’ αυτό, θα πρέπει να σπάσουμε το κέλυφος του συντηρητισμού, που στηρίζεται στην ασιατική καταγωγή μας, στη δουλεία, στη φεουδαρχία, στις αστικές προκαταλήψεις, και στις προκαταλήψεις των ίδιων των εργατών που έχουν προέλθει από τις χειρότερες πλευρές της αγροτικής παράδοσης…»

Καπιταλισμός και αλλοτρίωση

Οι θεωρίες που αρνούνται την ανάλυση του Ένγκελς σαν απλοϊκή, και που ανάγουν την γυναικεία καταπίεση στη διαφορά των δυο φύλων και στο κέρδος που έχουν όλοι οι άντρες από τη γυναικεία καταπίεση, προτείνουν και διαφορετικό δρόμο, διαφορετική στρατηγική και προοπτική. Το βιβλίο της Φεντερίτσι, με τίτλο Ο Καλιμπάν και η μάγισσα, που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά και έχει γίνει μπεστ-σέλερ, προτείνει την επιστροφή στον «πρωτόγονο κομμουνισμό» του φεουδαρχικού χωριού, που καταργήθηκε με την πρωτόγονη συσσώρευση του καπιταλισμού και την κατάργηση του συστήματος των ανοιχτών αγρών και περίφραξη των κοινοτικών γαιών.

Σύμφωνα με την Φεντερίτσι, «η πρωταρχική συσσώρευση έχει σημάνει την κατασκευή μιας νέας τάξης πραγμάτων η οποία μετάτρεψε τις γυναίκες σε υπηρέτριες του αντρικού εργατικού δυναμικού, αποτέλεσε σημαντική όψη της καπιταλιστικής ανάπτυξης…

…Η διαφορά ισχύος μεταξύ γυναικών και αντρών, καθώς και η μεταμφίεση της απλήρωτης γυναικείας εργασίας σε φυσική κατωτερότητα, έχουν επιτρέψει στον καπιταλισμό να επεκτείνει σε τεράστιο βαθμό το «απλήρωτο μέρος της ημέρας εργασίας και να χρησιμοποιήσει τον (αντρικό) μισθό για να συσσωρεύει γυναικεία εργασία. Σε πολλές περιπτώσεις έχουν επίσης χρησιμεύσει στην μετατροπή του ανταγωνισμού των τάξεων σε ανταγωνισμό μεταξύ αντρών και γυναικών…»

Είναι μια θεωρία που πέφτει σε λάθη. Το πρώτο, δεν κάνει τη διάκριση ανάμεσα σε παραγωγή και αναπαραγωγή μέσα στον καπιταλισμό. Η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης γίνεται στο επίπεδο της παραγωγής και όχι της οικογένειας. Ο καπιταλισμός και κάθε ταξική κοινωνία είχε ανάγκη την καταπίεση των γυναικών και αργότερα και των μαύρων, γιατί αυτή του εξασφάλιζε τη δυνατότητα να κρατάει το ποσοστό της εκμετάλλευσης αντρών και γυναικών ψηλά. Η οικογένεια σαν θεσμός εξασφαλίζει την μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργατικής τάξης στο χώρο δουλειάς, και όχι την εκμετάλλευση των γυναικών μέσα στο σπίτι. Στην κρίση, όπως σήμερα, γυναίκες και άντρες μπορεί να καταφεύγουν στην οικογένεια για να επιβιώσουν, αυτό όμως είναι αποτέλεσμα της αύξησης της εκμετάλλευσης στους χώρους δουλειάς και όχι το αντίθετο. Ίσα-ίσα, η επιστροφή στο σπίτι λειτουργεί και αρνητικά για τον ίδιο τον καπιταλισμό.

Οι καπιταλιστές έχοντας καταστρέψει τις παλιές πατριαρχικές εστίες, χρησιμοποίησαν διάφορα στοιχεία από παλιά, για να φτιάξουν την καινούργια οικογένεια της εργατικής τάξης. Ο τρόπος που η ατομική οικογένεια εξυπηρετεί την αναπαραγωγή της εργατικής τάξης είναι η υλική ρίζα της καταπίεσης των γυναικών μέσα στον καπιταλισμό. H καταπίεση δεν είναι μόνο υλική αλλά στηρίζεται σε μια σειρά από ιδέες. Οι γυναίκες που δουλεύουν έξω από το σπίτι συνεχίζουν να έχουν την αντιμετώπιση των διακρίσεων. Ο μισθός τους είναι χαμηλότερος από των αντρών, ενώ οι ίδιες δέχονται σεξιστικές επιθέσεις, παρενόχληση και διακρίσεις. Η ιδεολογία της καταπίεσης δεν βγαίνει από την εργατική τάξη, αλλά από τις κυρίαρχες ιδέες και τους εκφραστές της κυρίαρχης τάξης.

Ένα δεύτερο λάθος στη θεωρία της Φεντερίτσι είναι η αδυναμία να καταλάβει το πώς λειτουργεί η αλλοτρίωση μέσα στον καπιταλισμό. Όπως οι εργάτες είναι αποξενωμένοι από το προϊόν της εργασίας τους, από το εμπόρευμα, το ίδιο ισχύει και με τις ανθρώπινες σχέσεις. Όσο εμπόρευμα είναι το ποδήλατο, και χρειάζεται χρήματα για να το αγοράσει ο εργάτης, παρόλο που το έχει παράγει ο ίδιος, το ίδιο ισχύει για τον έρωτα. Το γυναικείο σώμα αντικειμενοποιείται και πετυχημένος είναι αυτός που μπορεί να το αποκτήσει. Αυτή η σχέση νομιμοποιεί και τη βία και τους βιασμούς. Ο καπιταλισμός σαν σύστημα εκμεταλλεύεται άντρες και γυναίκες, καταπιέζει τις γυναίκες και διαστρεβλώνει τις ανθρώπινες σχέσεις και τη σεξουαλικότητα.

Αυτό που σπάει το στενό κορσέ είναι οι αγώνες του εργατικού κινήματος και η κοινή δράση αντρών και γυναικών ενάντια στην καταπίεση και την εκμετάλλευση.

Οι επαναστάσεις

«Οι επαναστάσεις είναι η γιορτή των καταπιεσμένων και των εκμεταλλευόμενων: Σε καμιά άλλη στιγμή οι μάζες του κόσμου δεν έχουν τη δυνατότητα να βγουν μπροστά τόσο ενεργητικά, σαν δημιουργοί μιας νέας κοινωνικής τάξης πραγμάτων» (Λένιν).

Το εργατικό κίνημα, διεθνώς, έφτασε στο απόγειο του με τη ρώσικη επανάσταση του 1917. Με τον εργατικό έλεγχο στην παραγωγή, οι γυναίκες απόκτησαν τον έλεγχο πάνω στις συνθήκες αναπαραγωγής. Νέα πολιτική, νέες συνθήκες, νέα δικαιώματα και κατακτήσεις, έσβησαν από τον χάρτη ανισότητες χιλιετιών που κυριαρχούσαν και καθόριζαν τη ζωή των γυναικών.

Η νέα κυβέρνηση παραχώρησε στις γυναίκες το δικαίωμα ψήφου, επέτρεψε το διαζύγιο, μετέτρεψε το γάμο σε εθελοντική σχέση, κατάργησε τη διάκριση ανάμεσα σε νόμιμα και «μη νόμιμα» παιδιά, έδωσε τα ίδια δικαιώματα στην απασχόληση ανάμεσα στις γυναίκες και τους άντρες, καθιέρωσε την ίση αμοιβή για γυναίκες και άντρες και καθιέρωσε την άδεια μητρότητας για όλους. Η μοιχεία, η αιμομιξία και η ομοφυλοφιλία έπαψαν να είναι ποινικά αδικήματα.

Ο Λένιν στο κείμενο του «Για την απελευθέρωση των γυναικών» το 1919 έγραφε γεμάτος περηφάνια: «Ας πάρουμε τη θέση των γυναικών. Σ’ αυτόν τον τομέα, ούτε ένα δημοκρατικό κόμμα σε όλον τον κόσμο, ούτε ακόμα και στις πιο προχωρημένες αστικές δημοκρατίες, δεν έκαναν για δεκαετίες αυτά που έκανε η ρώσικη επανάσταση μέσα σ’ ένα χρόνο. Στην πραγματικότητα ξηλώσαμε από τις ρίζες όλους τους νόμους που καταδικάζουν τις γυναίκες στην ανισότητα, που τις εμποδίζουν να πάρουν διαζύγιο, δεν αναγνώριζαν τα παιδιά που είχαν γεννηθεί χωρίς γάμο, τους ανάγκαζαν να ψάχνουν για τους πατεράδες τους κλπ.. νόμοι που έχουν επιβιώσει, σε όνειδος των αστών και του καπιταλισμού, σε μια σειρά από πολιτισμένα κράτη».

Στη δεύτερη επέτειο από τη ρώσικη επανάσταση, ο Λένιν ανακοίνωσε: «Στην διάρκεια των δυο χρόνων της σοβιετικής εξουσίας σε μια από τις πιο καθυστερημένες χώρες της Ευρώπης, έχουν γίνει τόσο πολλά για την απελευθέρωση των γυναικών, όσα δεν έχουν γίνει τα τελευταία 130 χρόνια, από όλες τις αναπτυγμένες «δημοκρατικές» κοινωνίες όλου του κόσμου μαζί»5

Οι κατακτήσεις των γυναικών στη Ρωσία και στην Ευρώπη, γνώρισαν μια μεγάλη ήττα τη δεκαετία του ’30. Ο σταλινισμός στη Ρωσία σήμανε κατά τον χαρακτηρισμό του Τρότσκι ένα Θερμιδώρ στην οικογένεια. Στο βιβλίο του «Η προδομένη επανάσταση» που έγραψε στη Νορβηγία το 1936, περιγράφει τις επιθέσεις που γνώρισαν οι γυναίκες στην περίοδο της βίαιης κολεκτιβοποίησης και των πεντάχρονων πλάνων. «Η επανάσταση έκανε μια ηρωική προσπάθεια να καταστρέψει την ονομαζόμενη οικογενειακή εστία, τον αρχαϊκό θεσμό όπου η γυναίκα της εργατικής τάξης κάνει καταναγκαστική εργασία από την παιδική ηλικία μέχρι το θάνατο της. Από τη στιγμή της κατάργησης του συστήματος της κάρτας φαγητού το 1935, οι γυναίκες άρχισαν να ασχολούνται με κατσαρόλες και τηγάνια. Γύρισαν στην παλιά σκλαβιά. Για τις γυναίκες στις εργατογειτονιές η απόφαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς ότι «βρισκόμαστε μπροστά το θρίαμβο του Σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση» δεν μπορούσε να πείσει κανέναν. Τα μικρά αγροκτήματα δημιουργούσαν μια νέα οικογενειακή εστία, όπου το βάρος έπεφτε διπλά στη γυναίκα. Τα παιδιά καταλήγουν σε άσυλα για τα ορφανά, γιατί οι γονείς τους δεν μπορούσαν να τα ζήσουν. Το 1935 στη Μόσχα και στο Λένινγκραντ επταμισι χιλιάδες γονείς πέρασαν από δίκη γιατί άφησαν τα παιδιά τους στο δρόμο, επειδή δεν είχαν πουθενά αλλού να τα στείλουν. Ένας τεράστιος αριθμός παιδιών του δρόμου [σήμερα των φαναριών] είναι το άμεσο αποτέλεσμα μιας μεγάλης κοινωνικής κρίσης, όπου η παλιά οικογένεια διαλύεται με ρυθμούς γρηγορότερους απ’ ότι μπορεί να δημιουργηθεί η νέα οικογένεια.

Η Θερμιδωριανή νομολογία έχει σημάνει την επιστροφή στο αστικό μοντέλο, και καλύπτει την οπισθοχώρηση με ψεύτικα λογίδρια για την ιερότητα της «νέας» οικογένειας. Πάνω σ’ αυτό το ζήτημα η σοσιαλιστική χρεοκοπία προσπαθεί να καλυφτεί με υποκρισίες».6

Τα όρια του φεμινισμού

Μέσα στο γυναικείο κίνημα οι διαφωνίες ξεκίνησαν από πολύ νωρίς. Στη Γερμανία η μεγαλύτερη σύγκρουση ήταν για τον πόλεμο. Η Κλάρα Τσέτκιν έκανε προσπάθεια να επηρεάσει τις σοσιαλίστριες και πέρα από τα όρια της Γερμανίας. Το 1907 πήρε την πρωτοβουλία για να γίνει η Πρώτη Διεθνής Συνδιάσκεψη σοσιαλιστριών στη Στουτγάρδη. Η Συνδιάσκεψη, που δεν ήταν και πολύ ομοιογενής, πήρε απόφαση πάνω σε δυο πράγματα. Το πρώτο τη συμμετοχή στη μάχη για την ψήφο σε όλες τις γυναίκες και το δεύτερο κριτική αντιμετώπιση των αστικών φεμινιστικών οργανώσεων. Η δεύτερη συνδιάσκεψη που έγινε το 1910 στην Κοπεγχάγη, επιβεβαίωσε την απόφαση για «την ψήφο σε όλες τις γυναίκες» και αποφάσισε να γίνει η 8 Μάρτη Διεθνής Μέρα για τις Γυναίκες. Η ημερομηνία και η ιδέα προήλθε από τη διαδήλωση που οργάνωσαν οι σοσιαλίστριες γυναίκες στη Νέα Υόρκη το 1908.

Στο σοσιαλιστικό γυναικείο κίνημα καθώς και μέσα στο Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα υπήρχε δεξιά αντιπολίτευση στη Τσέτκιν. Η μεγάλη διαφωνία ήρθε με τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, όταν το SPD ψήφισε τις στρατιωτικές δαπάνες και στήριξε τη συμμετοχή της Γερμανίας στον πόλεμο. Αυτή η εξέλιξη έδειξε πόσο δίκιο είχαν η Ρόζα Λούξεμπουργκ και η Κλάρα Τσέτκιν.

Ο Σύνδεσμος για την προστασία της Μητρότητας και των σεξουαλικών μεταρρυθμίσεων που λειτουργούσε σαν ομπρέλα για τις γυναικείες οργανώσεις στη Γερμανία, πήγε προς τα δεξιά. Στις 13 Ιούλη του 1914, δημιούργησε μια Πανεθνική Γυναικεία υπηρεσία σε συντονισμό με το υπουργείο Εσωτερικών για να βοηθήσει στον πόλεμο. Μετά το τέλος του πολέμου, στη δημοκρατία της Βαϊμάρης, η Γερμανική Οργάνωση Γυναικών (Ομοσπονδία γυναικείων οργανώσεων στη Γερμανία – BDF) υποστήριζε ότι θα πρέπει να ενωθούν όλες οι γυναίκες, απ’ όλα τα κόμματα, για να εκφράσουν την «εθνική ομοψυχία».

Στα χρόνια της μεγάλης ύφεσης το 1929-33, οι μικροαστοί κινήθηκαν προς τους ναζί. Αυτή η στροφή εκφράστηκε και από την BDF. Το επίσημο όργανο της κίνησης «Η Κυρία» επιβίωσε μέχρι το τέλος του Τρίτου Ράιχ.

Τα παραδείγματα της δεξιάς στροφής των φεμινιστικών οργανώσεων εκείνη την περίοδο δεν περιορίστηκαν μόνο στην υποστήριξη του πολέμου και στα ζητήματα οικονομικής ανόρθωσης από τις κυρίαρχες τάξεις. Εκφράστηκαν επίσης και στα ζητήματα της ψήφου των γυναικών. Στις ΗΠΑ, η Άντζελα Ντέιβις στο βιβλίο της «Γυναίκες, φυλή και τάξη» περιγράφει πώς η Ένωση Γυναικών για την ψήφο (National American Woman Suffrage Association), η οργάνωση των αστών φεμινιστριών ήταν ανοιχτά ρατσιστική. Υποστήριζε το δικαίωμα της ψήφου μόνο για τις λευκές γυναίκες.7

Eάν η Άντζελα Ντέιβις περιγράφει τον ρατσισμό στις γυναικείες οργανώσεις της Αμερικής στις αρχές του 20ου αιώνα, η Heather Eisenstein στο βιβλίο της Feminism Seduced, περιγράφει το πώς μια σειρά από φεμινιστικές οργανώσεις στήριξαν την ισλαμοφοβία μετά την επίθεση των δίδυμων πύργων το 2001. Αυτές οι οργανώσεις όχι μόνο στήριξαν τον πόλεμο του Μπους, αλλά θεωρούν την μπούργκα που φορούν οι γυναίκες στο Αφγανιστάν μεγαλύτερη καταπίεση από τις αεροπορικές επιδρομές του ΝΑΤΟ που σκορπούσαν το θάνατο στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Η απόφαση του Σιράκ στη Γαλλία να καταργήσει δια νόμου το τσαντόρ στη Γαλλία χαιρετίστηκε από μια σειρά κινήσεις γυναικών που μέχρι τότε πάλευαν για τη γυναικεία απελευθέρωση.8

Το δεύτερο πρόβλημα που επισημαίνει στο βιβλίο της η H. Eisenstein, είναι το αίτημα φεμινιστικών οργανώσεων για δυνάμωμα των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους σε υποθέσεις βιασμών και σεξουαλικών παρενοχλήσεων. Αυτό έφτασε κάποιες οργανώσεις να συνεργαστούν με την αστυνομία και τις τοπικές αρχές στην καταδίωξη μαύρων, φτωχών και περιθωριακών. Είναι μια αντίληψη ότι τέτοια κομμάτια ευθύνονται για τους βιασμούς, και όχι η υψηλή κοινωνία, τα golden boys, και όλη η αφρόκρεμα της κυρίαρχης τάξης.

Τέτοιες αντιμετωπίσεις δείχνουν τα όρια της αντίληψης περί ξεχωριστών κινημάτων για να παλέψουμε την καταπίεση. Υπάρχει ο κίνδυνος ολόκληρες κατηγορίες καταπιεσμένων να συγκρούονται αναμεταξύ τους. Φεμινίστριες που επηρεάζονται από ρατσιστικές ιδέες, και έγχρωμοι που είναι σεξιστές. Αυτό δεν οδηγεί στον κοινό αγώνα για να ανατρέψουμε την καταπίεση και τις αιτίες της, αλλά στην μετατροπή των διαφόρων κινημάτων σε ομάδες πίεσης είτε προς το κράτος, είτε προς πολιτικά κόμματα που ελπίζουν ότι θα περάσουν νόμους από τη Βουλή για να τους βοηθήσουν. Μια τέτοια προσέγγιση έχει οδηγήσει ριζοσπαστικά κινήματα, και εγχρώμων, και γυναικών και ομοφυλόφιλων, είτε να διαλυθούν είτε να γίνουν ουρά του ρεφορμισμού.

Η Αλεξάνδρα Κολοντάϊ στην ομιλία της στο Πανρωσικό συνέδριο Γυναικών που έγινε στην Πετρούπολη το 1908, ξεκαθάριζε την υπόθεση ως εξής: «Το γυναικείο ζήτημα, λένε οι φεμινίστριες, είναι ζήτημα «δικαιωμάτων και δικαιοσύνης». Το γυναικείο ζήτημα, απαντάνε οι προλετάριες είναι ζήτημα «για ένα κομμάτι ψωμί». Το ξύπνημα των γυναικών, η ανάπτυξη των ειδικών αναγκών και αιτημάτων τους, θα συμβεί μόνον όταν θα ενωθούν με τον στρατό του ανεξάρτητου εργαζόμενου πληθυσμού…Η απελευθέρωση της γυναίκας είναι εφικτή μόνο μαζί με τη λύση του γενικότερου κοινωνικού ζητήματος, την ριζική αλλαγή της σημερινής κοινωνικής κατάστασης».