Άρθρο
Μπροστά σε ένα καυτό φθινόπωρο

Αθήνα 29/08/12, Διαδήλωση της ΠΟΕ-ΟΤΑ

Αυτό που τρέμει η κυβέρνηση είναι έναν νέο γύρο αγώνων και απεργιών, υποστηρίζει η Μαρία Στύλλου.

Η Μέρκελ στο πρόσφατο ταξίδι της στην Κίνα προσπάθησε να καθησυχάσει τον ομόλογό της Γουέν Τζιαμπάο για τις εξελίξεις στην Ευρωζώνη με τη δήλωση: «Χρειάζεται πολιτική βούληση για την αποκατάσταση του ευρώ». Μάλλον έκφραζε την αμηχανία της μπροστά στην αδυναμία να δώσει πιο συγκεκριμένη απάντηση.

Η επίσκεψη στην Κίνα συνέπεσε με τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν ότι οι δείκτες της οικονομικής κατάστασης στη Γερμανία βρίσκονται στο χαμηλότερο σημείο της τελευταίας τριετίας. Τις ίδιες μέρες (τελευταία βδομάδα του Αυγούστου) οι Φαινάνσιαλ Τάιμς κυκλοφορούσαν με ένα άρθρο που περιγράφει με μαύρα χρώματα την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας.

«Στις ΗΠΑ σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, η εσωτερική ζήτηση και η ζήτηση για εξαγωγές μειώνονται. …Η Ευρωζώνη μπαίνει σε ύφεση ακολουθώντας τη Βρετανία. …Η Κίνα προσπαθεί να προσαρμοστεί σε χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και οι επιχειρήσεις διεθνώς δεν είναι διατεθειμένες να μετατρέψουν τα πλεονάσματά τους σε επενδύσεις» (Τζον Πλέντερ, FΤ 29/8, σελ 22).

Το ρίσκο σύμφωνα με τον συγγραφέα του άρθρου είναι ότι μέσα σε αυτές τις συνθήκες οι πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες δεν θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν μια βιώσιμη ανάκαμψη ώστε να βοηθήσουν τα κράτη που παίρνουν μέτρα για να ελέγξουν τα ελλείμματα και το χρέος.

Στις 18-19 Οκτώβρη είναι προγραμματισμένη η επόμενη Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ στις Βρυξέλλες και ακόμη δεν έχουν καταλήξει με τι σχέδιο θα πάνε. Στο τραπέζι είναι ιδέες για μηχανισμούς δημοσιονομικής και τραπεζικής ένωσης με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο κέντρο. Μέσα σε συνθήκες νέας ύφεσης και με τον κίνδυνο να καταρρεύσουν τράπεζες στην Ισπανία και στην Ιταλία, οι προτάσεις για να αναλάβει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μεγαλύτερο ρόλο προς όλες τις κατευθύνσεις όχι μόνο συζητιούνται αλλά για πρώτη φορά ακούγεται ο αριθμός 6.000 τραπεζών σε όλη την Ευρώπη που θα υπαχθούν κάτω από τον έλεγχό της. Είναι σαφές ότι αυτό αποτελεί σημείο τριβής και δεν είναι το μόνο.

Το κατά πόσο μπορεί η Ευρωζώνη να συνεχίσει ενιαία ή θα μετατραπεί σε ζώνη δύο ταχυτήτων είναι άλλη μια διάσταση της συζήτησης που έχει ανοίξει. Ξανά στην ίδια εφημερίδα υπήρχε επιστολή που πρότεινε ανοιχτά να γίνει η Ελλάδα όπως το Μαυροβούνιο, δηλαδή να συναλλάσσεται σε ευρώ χωρίς να ανήκει στην Ευρωζώνη.

Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει σχέδιο για το οποίο να είναι σίγουροι ότι θα λειτουργήσει, ότι θα βγάλει την Ευρωζώνη από την ύφεση και θα σταματήσει την κατάρρευση τραπεζών με απρόβλεπτες συνέπειες για το ευρώ και για το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα.

Αυτές οι εξελίξεις κάνουν τα σχέδια της κυβέρνησης του Σαμαρά το ίδιο άχρηστα όπως ήταν τα σχέδια του ΓΑΠ. Ο Σαμαράς έκανε δηλώσεις ότι το πακέτο περικοπών των 11,8 δις ευρώ θα είναι το τελευταίο, ότι δεν θα χρειαστούν άλλες θυσίες από πλευράς εργαζομένων και ότι θα ακολουθήσει περίοδος ανάκαμψης της οικονομίας. Υπολογίζει ότι από το 2014 η ελληνική οικονομία θα μπει σε ρυθμούς ανάπτυξης.

Ευτυχώς, την ίδια στιγμή που έκανε αυτές τις δηλώσεις, σε ερωτηματολόγιο του in.gr «πιστεύετε ότι αυτά τα μέτρα θα είναι τα τελευταία;», το 80% απαντούσε Όχι.

Όταν το 2010 ο ΓΑΠ περνούσε από τη Βουλή το πρώτο Μνημόνιο, δήλωνε ότι περιμένει ανάκαμψη το δεύτερο μισό του 2011. Σήμερα, πάνω από δυο χρόνια αργότερα, η ύφεση φτάνει το 7% και αποτελεί ρεκόρ όχι μόνο μέσα στην Ευρωζώνη αλλά και διεθνώς.

Όταν ο Βενιζέλος ως υπουργός Οικονομίας κατέβαζε το δεύτερο Μνημόνιο-Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα το 2011, η εκτίμησή του ήταν ότι τα μέτρα εκείνα θα οδηγούσαν σε πλεονασματικό προϋπολογισμό την επόμενη χρονιά. Τώρα, πάνω από ένα χρόνο αργότερα, ο στόχος αυτός έχει περάσει στα σχέδια του Σαμαρά. Στις 30 Αυγούστου οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς είχαν άρθρο που χαιρέτιζε την κυβέρνηση Σαμαρά και τις προσπάθειές της και ανέφερε ότι «το μοναδιαίο κόστος εργασίας πέφτει και το πρωτογενές έλλειμμα – χωρίς το κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους – έχει σχεδόν εξαφανιστεί».

Εδώ χρειάζεται να είμαστε ξεκάθαροι για τα βάρη που φορτώνει στην εργατική τάξη, τους συνταξιούχους και τη νεολαία ο στόχος για να μην υπάρχει πρωτογενές έλλειμμα στον προϋπολογισμό. Σύμφωνα με στοιχεία που ετοιμάζεται να παρουσιάσει το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, μέσα στη διετία Μάιος 2010-Ιούνιος 2012, οι περικοπές σε κύριες και επικουρικές συντάξεις έφτασαν τα 4,2 δις ευρώ. Για την επόμενη διετία 2013-14, ο Στουρνάρας προγραμματίζει περικοπές σε συντάξεις και κοινωνικά επιδόματα που θα φτάσουν τα 5,5 δις και θα αποτελούν το 43% του πακέτου των 11,8 δις.

Στη διετία 2010-11, η μείωση αθροιστικά σε μισθούς και συντάξεις έφτασε το 8% του ΑΕΠ. Το αποτέλεσμα αυτής της διετίας δεν ήταν η μείωση του χρέους αλλά η καταστροφική μείωση του επιπέδου ζωής σε σύγκριση με το 2008. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΕ, η αγοραστική δύναμη επέστρεψε στα επίπεδα του 1978-79!

Η ανεργία εκτινάχτηκε στο 24%, η ύφεση έφτασε στο 7% και το δημόσιο χρέος συνέχισε να ανεβαίνει. Ίδια θα είναι τα αποτελέσματα και του νέου πακέτου που σπρώχνει ο Σαμαράς, αν το αφήσουμε να περάσει.

Πολιτική αβεβαιότητα

Οι σχεδιασμοί της ΕΕ, όμως, έχουν να αντιμετωπίσουν και έναν άλλο παράγοντα. Το τι θα αποφασίσει η Σύνοδος Κορυφής στις Βρυξέλλες τον Οκτώβρη περιπλέκεται και από τις πολιτικές εξελίξεις. Οι εκλογές στην Ελλάδα και η εκτίναξη των ποσοστών της Αριστεράς προκαλούν ανησυχίες σε όλα τα κεντρικά επιτελεία.

Στις 12 Σεπτέμβρη γίνονται εκλογές στην Ολλανδία. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, που ανήκει στο Ευρωπαϊκό Κόμμα της Αριστεράς όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, φτάνει στο 35% σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις και αφήνει πίσω του τους Φιλελεύθερους με 32%. Το Εργατικό Κόμμα (αντίστοιχο του ΠΑΣΟΚ) δεν ξεπερνάει το 19%. Η Ολλανδία είναι ένα από τα ιδρυτικά μέλη της ΕΟΚ και κολώνα της ΕΕ. Τα τελευταία χρόνια η κυβέρνησή της ήταν ο βασικός σύμμαχος της Μέρκελ στην προσπάθεια να επιβληθούν τα προγράμματα σκληρών περικοπών και αυστηρής λιτότητας αρχικά για τα κράτη με μεγάλα ελλείμματα και υψηλό χρέος και στη συνέχεια για όλη την Ευρωζώνη. Όλα τα πολιτικά επιτελεία της ΕΕ ακούνε να χτυπάνε καμπάνες για την ικανότητά τους να επιβάλουν τη λιτότητα.

Στην ίδια τη Γερμανία γίνονται εκλογές σε ένα χρόνο. Οι προοπτικές της Μέρκελ είναι αβέβαιες. Το κόμμα της, η Χριστιανοδημοκρατία, είναι εσωτερικά διχασμένο και ο κυβερνητικός εταίρος της, οι Φιλελεύθεροι, έχουν τόσο μεγάλη πτώση που μάλλον δεν θα μπουν στην επόμενη βουλή. Η Μέρκελ, παρά τη φήμη της ως «Σιδηρά Κυρία», κυβέρνησε έχοντας εξασφαλίσει συναινέσεις από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Οι ηγεσίες των συνδικάτων προχωρούσαν από συμβιβασμό σε συμβιβασμό με επιχείρημα ότι σώζουν θέσεις εργασίας και η Μέρκελ φρόντιζε να ανταποκρίνεται, διατηρώντας μια συνεργασία που αυτοδιαφημιζόταν ότι εξασφάλιζε τη χαμηλότερη ανεργία στην Ευρωζώνη. Τώρα αυτή η βολική κατάσταση φτάνει στο τέρμα της.

Ούτε η εναλλαγή από τον Σαρκοζί στον Ολάντ στη Γαλλία δεν εξασφάλισε κάποια ανανεωμένη πολιτική σταθερότητα. Μέσα σε λίγους μήνες έχουν αρχίσει ήδη οι κριτικές ότι τίποτε δεν άλλαξε και η δημοτικότητα του Ολάντ πέφτει.

Για την Ελλάδα, όλοι ξέρουν ότι η συγκυβέρνηση του Σαμαρά κρέμεται από μια κλωστή. Στο προηγούμενο τεύχος του «Σοσιαλισμός από τα κάτω» γράφαμε: «Κανένα κόμμα από τη νέα τρόικα εσωτερικού δεν είναι σταθερό, πολύ περισσότερο η ίδια η κυβέρνηση». Αυτή η διαπίστωση επιβεβαιώνεται σε καθημερινή βάση.

Κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι το ΠΑΣΟΚ λειτουργεί σαν ενιαίο κόμμα. Η Διαμαντοπούλου και ο Χρυσοχοΐδης απείχαν από την ψήφιση του νόμου που τροποποίησε τον χρεοκοπημένο «Νόμο-πλαίσιο» για τα ΑΕΙ. Ο Σκανδαλίδης βγήκε με δηλώσεις του και προτείνει να ζητήσει η κυβέρνηση ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή ξανά.

Όσο για τη ΔΗΜΑΡ, ο Κουβέλης ήδη υποχρεώθηκε να δηλώσει ότι δεν θα διαγράψει κανέναν και οι βουλευτές πρέπει να αποφασίσουν μόνοι τους αν θα αποχωρήσουν από το κόμμα αν καταψηφίσουν τα μέτρα.

Αυτό που ανησυχεί όλους τους είναι τι θα γίνει όταν ο Σαμαράς με τον Στουρνάρα θα κατεβάσουν το πακέτο των 11,8 δις. Ο χρόνος στενεύει γιατί έχουν δεσμευτεί στην Τρόικα σε συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα για να πάρουν μια ευνοϊκή έκθεση, όπως ζήτησαν η Μέρκελ και ο Ολάντ από τον Σαμαρά. Φοβούνται ότι θα βρουν μπροστά τους μια υποδοχή αντίστοιχη με της περασμένης διετίας, μια 5 Μάη 2010, μια 15 Ιούνη 2011, μια 12 Φλεβάρη 2012.

Μπορούμε;

Είναι σαφές ότι η ταξική πάλη στην Ελλάδα έχει περάσει σε ένα άλλο επίπεδο. Οι εμπειρίες της τελευταίας διετίας όπου κάθε μέρα κατά μέσο όρο υπήρχαν δυο απεργίες και κάθε έξη βδομάδες υπήρχε μια 24ωρη ή 48ωρη πανεργατική ήρθαν να συνδυαστούν με τη μαζική στροφή προς τα αριστερά. Οι οικονομικές μάχες πάνε μαζί με την όξυνση των πολιτικών συγκρούσεων. Και αυτό συμβαίνει και από τις δυο μεριές.

Χρειάζεται να θυμηθούμε τον Ένγκελς που έγραφε (σε ένα κείμενο αντιπαράθεσης με τον Μπακούνιν γύρω από το αν η Πρώτη Διεθνής θα έπρεπε να συμμετέχει στην πολιτική δράση):

«Η πάλη ανάμεσα στις κύριες τάξεις της κοινωνίας αναγκαστικά γίνεται πολιτική μάχη. Αυτό συνέβηκε στη σύγκρουση ανάμεσα στην καπιταλιστική τάξη και την αριστοκρατία των γαιοκτημόνων, το ίδιο συμβαίνει και σήμερα ανάμεσα στην εργατική τάξη και τους καπιταλιστές. Σε κάθε πάλη τάξης ενάντια σε τάξη ο επόμενος στόχος είναι η μάχη για την πολιτική εξουσία».

Η στήριξη προς την κυβέρνηση Σαμαρά μέσα κι έξω από την Ελλάδα είναι σκανδαλώδης. Με τον ίδιο υστερικό τρόπο που τον στήριξαν στην προεκλογική περίοδο συνεχίζουν και τώρα. Τα ΜΜΕ δίνουν μάχες για τον Σαμαρά του 29% που δεν έδιναν για τον ΓΑΠ του 44%. Τα δημοσιεύματα στο διεθνή τύπο είναι γεμάτα εγκώμια για την αποφασιστικότητα της ελληνικής κυβέρνησης. Μέσα στον Αύγουστο ο Δένδιας προχώρησε στο πιο κραυγαλέο ρατσιστικό πογκρόμ δίνοντας ευκαιρία στους νεοναζί να εγκληματούν δολοφονικά. Αυτό προκάλεσε τη μεγαλύτερη αντιρατσιστική-αντιφασιστική κινητοποίηση στις 24 Αυγούστου, αλλά η είδηση εξαφανίστηκε από τον τύπο: μόνο επαίνους για την κυβέρνηση είχαν.

Αλλά ο Σαμαράς δεν στηρίζεται μόνο στα πούπουλα των βαρόνων των μίντια και των κονδυλοφόρων τους, παρά την φανατική προπαγάνδα τους για να πείσουν ότι κάθε άλλη προοπτική οδηγεί στην καταστροφή. Χρησιμοποιεί και την

κλιμάκωση της καταστολής. Σε συνθήκες γενικευμένης σφαγής μισθών και συντάξεων δίνει «μάχη για το μισθολόγιο των ένστολων» με επιχείρημα ότι οι μπάτσοι διακινδυνεύουν τη ζωή τους για την ασφάλεια όλων μας! Ισχυρίζεται ξεδιάντροπα ότι τα ΜΑΤ είναι πιο σημαντικά από τους γιατρούς στα νοσοκομεία ή τους εκπαιδευτικούς στα σχολεία. Και τα χρησιμοποιεί προκλητικά. Τα είδαμε ήδη στην πύλη της Χαλυβουργίας και στους οδηγούς των απορριματοφόρων τη μέρα που η ΠΟΕ-ΟΤΑ συμμετείχε στη διαδήλωση των δημάρχων. Τα πογκρόμ του Δένδια, η συνεργασία με τους παρακρατικούς νεοναζί της «Χρυσής Αυγής», οι περιπολίες των μηχανοκίνητων μονάδων δεν έχουν στόχο να τρομοκρατήσουν μόνο τους μετανάστες αλλά όλο τον εργατικό κόσμο. Αποκαλύπτουν, όμως, πόσο γυμνή είναι από νομιμοποίηση η κυβέρνηση ακόμη και αμέσως μετά τις εκλογές. Δείχνουν αδιέξοδο και αδυναμία, τον τρόμο τους μπροστά στις εργατικές αντιδράσεις.

Αυτό μας φέρνει στα ζητήματα της δικής μας μεριάς.

Η άνοδος της αριστεράς στις εκλογές γέμισε προσδοκίες τον κόσμο. Ξέρει ότι αυτό το αποτέλεσμα δεν ήρθε τυχαία, αλλά μέσα από τις μάχες που έδωσε ο ίδιος. Και τώρα θέλει και συζητάει πώς μπορεί να πετύχει δυο πράγματα συνδυασμένα και ταυτόχρονα: να μην περάσει το νέο πακέτο με τις βαρβαρότητες σε βάρος της εργατικής τάξης και να ξεφορτωθεί την κυβέρνηση.

Αυτές οι δυο μάχες πάνε μαζί. Δεν υπάρχουν δυο ξεχωριστά στάδια, ένα πρώτο της υπομονής μέχρι να στηθούν ξανά οι κάλπες και ένα δεύτερο που θα ακολουθήσει αν νικήσει ο ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες εκλογές. Αν επικρατήσουν απόψεις της αναμονής για να πέσει το «ώριμο φρούτο» ή της ηττοπάθειας γιατί «προσπαθήσαμε αλλά δεν τα καταφέραμε», η μάχη κινδυνεύει να χαθεί.

Μπορεί πραγματικά η εργατική τάξη να μπει ξανά μπροστά στη σύγκρουση με το νέο πακέτο και την κυβέρνηση; Έχει τις δυνατότητες αντικειμενικά και υποκειμενικά; Αυτό είναι το ερώτημα που ζητάει καθαρές απαντήσεις.

Υπάρχουν απόψεις που θεωρούν ότι η εργατική τάξη έχει αποδιοργανωθεί, είτε από τις αλλαγές του καπιταλισμού όλο το προηγούμενο διάστημα, είτε από την αγριότητα της κρίσης και τα χτυπήματά της. Και βγάζουν το συμπέρασμα ότι οι απεργίες δεν φέρνουν αποτέλεσμα, γιατί οι εργάτες έχουν μπει στο περιθώριο και οι καπιταλιστές μπορούν να τις αγνοούν.

Αν αυτό ήταν αλήθεια, δεν θα βλέπαμε τόσο λυσσαλέες αντιδράσεις κάθε φορά που ξεκινάει μια απεργία. Ούτε θα διαβάζαμε στον διεθνή τύπο τόσα εγκώμια για τη μείωση του κόστους εργασίας που βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Η εργατική τάξη έχει δύναμη γιατί τα πάντα περνάνε από τα χέρια της. Για τους καπιταλιστές είναι ζωτικής σημασίας πρώτα απ’ όλα τα κομμάτια της εργατικής τάξης που κινούν τις πιο μεγάλες και στρατηγικές για την κερδοφορία τους επιχειρήσεις, τη ΔΕΗ και τις Τράπεζες, τα τσιμέντα και το χάλυβα, την Ιντρακόμ και τις επικοινωνίες, τον εφοπλισμό και τις συγκοινωνίες. Εκεί συγκεντρώνεται ο πιο μεγάλος όγκος της υπεραξίας που καρπώνονται και κάθε σύγκρουση σε αυτούς τους τομείς κάνει ολόκληρο το οικοδόμημα του ελληνικού καπιταλισμού να τρέμει.

Αλλά η δύναμη της τάξης μας δεν περιορίζεται εκεί. Μπορεί π.χ. η τουριστική βιομηχανία και ο αγροτοδιατροφικός τομέας να κατέχουν τα ρεκόρ της ελαστικής εργασίας, αλλά όσο κι αν αλλάζουν προσωπικό με μεγαλύτερη συχνότητα από άλλα κομμάτια του κεφάλαιου, δεν μπορούν να απαλλαγούν από τη δύναμη που τους κινεί.

Η δύναμη των εργατών φαίνεται και στις κοινωνικές υπηρεσίες που αναπαράγουν την εργατική τάξη. Χωρίς τα σχολεία, τους δήμους και τα νοσοκομεία, το εργατικό δυναμικό που κινεί την οικονομία και φέρνει τα κέρδη θα στέρευε πολύ γρήγορα.

Όλη αυτή η εικόνα μας χρειάζεται και απέναντι στις αντιλήψεις που μιλάνε για «παραγωγική ανασυγκρότηση» μηδενίζοντας τη σημερινή δύναμη των εργατών και αναζητώντας συμμαχίες σε άλλα στρώματα που θα ξαναστήσουν την οικονομία. Η εργατική τάξη στην Ελλάδα παράγει τεράστιο πλούτο, αρκετό για να έχει πληρώσει 600 δις τοκοχρεωλύσια τα περασμένα 25 χρόνια και να έχουν στείλει οι καπιταλιστές και άλλα 600 δις στην Ελβετία. Το ζήτημα είναι να συνειδητοποιήσει τη δύναμή της.

Οι αγώνες της περασμένης διετίας έπαιξαν ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση. Έδωσαν και αριθμητικά και πολιτικά την εικόνα μιας δυνατής τάξης σε κίνηση. Αρκούν άραγε λίγοι μήνες από τις 12 Φλεβάρη φέτος μέχρι το καλοκαίρι για να χάσει κανείς από τα μάτια του αυτή την εικόνα; Ευτυχώς, για όσους έχουν την τάση να ξεχάσουν, υπάρχουν τα ίδια τα κομμάτια της εργατικής τάξης που απαντάνε.

Το κλείσιμο της μεγάλης απεργίας των Χαλυβουργών δεν ήταν το τέλος αλλά η αρχή μιας νέας περιόδου εργατικής αντίστασης. Το είπαν οι εργαζόμενοι της ΑΤΕ που επί 15 μέρες μέσα στον Αύγουστο απεργούσαν ενάντια στο ξεπούλημα και δεν σταμάτησαν με δική τους επιλογή, αλλά γιατί η ηγεσία τους κήρυξε τη λήξη με συναίνεση και του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ. Το ίδιο δείχνουν και οι εργαζόμενοι στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο που πήραν τη σκυτάλη. Τα σχολεία δεν θα ανοίξουν φέτος με Αγιασμό αλλά με απεργία στις 12 Σεπτέμβρη. Η προοπτική να αναγκαστούν οι ηγεσίες ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ να πιάσουν ξανά το νήμα των πανεργατικών είναι ανοιχτή. Το ζήτημα είναι πόσο καλά θα οργανώσουμε την εργατική βάση από τα κάτω, πόσο γρήγορα θα προχωρήσουμε τον συντονισμό όλων των τμημάτων που κάνουν βήματα μπροστά.

Σε αυτή την προσπάθεια πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι απέναντι σε κάθε τάση υποτίμησης. Η άποψη που βλέπει τους εργάτες σαν θύματα, ότι το προλεταριάτο είναι η τάξη που υποφέρει και άρα η πρωτοβουλία πρέπει να έρθει από κάπου αλλού, είναι πολύ διαδεδομένη και μέσα στη ρεφορμιστική αριστερά και μέσα στους κύκλους των αυτόνομων. Μιλάει γι’ αυτό και το Κομμουνιστικό Μανιφέστο:

«Μονάχα από αυτή την άποψη, από την άποψη της τάξης που υποφέρει περισσότερο απ’ όλους, υπάρχει γι’ αυτούς το προλεταριάτο. … Το προλεταριάτο στην αρχική του μορφή προσφέρει σε αυτούς την εικόνα μιας τάξης χωρίς ιστορική πρωτοβουλία ή οποιαδήποτε ανεξάρτητη πολιτική κίνηση».

Σε αντίθεση, το μήνυμα του Μανιφέστου είναι ότι το προλεταριακό κίνημα είναι «το συνειδητό και ανεξάρτητο κίνημα της συντριπτικής πλειοψηφίας που παλεύει για το συμφέρον της συντριπτικής πλειοψηφίας».

Ούτε προσαρμογή, ούτε απομόνωση

Οι μάχες που έχει να δώσει η αντικαπιταλιστική αριστερά θα είναι σε τρία επίπεδα και δεν μπορεί να αγνοήσει κανένα από αυτά.

Το πρώτο είναι η στήριξη των απεργιών. Οι απεργίες είναι το άλας της γης στη σύγκρουση με την κυβέρνηση και τα αφεντικά και ο ρόλος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς είναι κρίσιμος. Σε αυτή την προσπάθεια έχει μαζί της τους εκατοντάδες χιλιάδες που ψήφισαν μαζικά την Αριστερά, που μπορεί να έχουν αυταπάτες για τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ, αλλά που ταυτόχρονα θέλουν να συγκρουστούν χειροπιαστά και άμεσα με την κυβέρνηση. Αν το 2009 καταφέραμε να ξεσηκώσουμε μαζικά τον κόσμο που είχε ψηφίσει ΠΑΣΟΚ, τώρα μπορούμε να ξεσηκώσουμε όλο τον κόσμο που ψήφισε αριστερά. Όχι με ιδεολογικές συμφωνίες και προγραμματικές συγκλίσεις κορυφής αλλά με την κοινή δράση ενάντια στις επιθέσεις του Σαμαρά.

Μέσα στη σημερινή περίοδο, η ανάγκη για πολιτικές μάχες είναι αναβαθμισμένη. Η κυρίαρχη τάξη κάνει κάθε τι το δυνατό για να διαιρέσει και να τσακίσει την εργατική ταξη ξεκινώντας από τα πιο αδύνατα κομμάτια της. Σε αυτό χρησιμοποιεί όχι μόνο τις χειρότερες ιδεολογικές επιθέσεις αλλά και τις φασιστικές οργανώσεις. Μπορεί ο Δένδιας να δηλώνει στη Βουλή ότι δεν ανέχεται «τάγματα εφόδου», αλλά κάθε βήμα που κάνει, κάθε μέτρο που παίρνει λειτουργεί στη αντίθετη κατεύθυνση. Αυτό βάζει στο κέντρο της δράσης όλης της αριστεράς και των συνδικάτων την πάλη ενάντια στον ρατσισμό και στους φασίστες. Δεν βρισκόμαστε στην αρχή αυτής της προσπάθειας, έχουν γίνει βήματα, αλλά οι μάχες είναι μπροστά μας. Τα μηνύματα από την ανταπόκριση του κόσμου είναι θετικά, αλλά δεν χωράει καμιά επανάπαυση.

Η αντικαπιταλιστική αριστερά μπορεί και πρέπει μέσα από αυτές τις μάχες να κερδίζει όλο και μεγαλύτερο τμήμα του κινήματος στην προοπτική ότι μπορούμε να αλλάξουμε την κοινωνία. Τα τελευταία δέκα χρόνια έχουν γίνει μεγάλα βήματα.

Όταν ξεκίναγε ο νέος αιώνας, το αμερικάνικο παράδειγμα έμοιαζε παντοδύναμο. Κάθε κράτος στην Ευρώπη και η ΕΕ συνολικά έβαζε μπροστά να μιμηθεί το αμερικάνικο μοντέλο, τη «νέα οικονομία» του ίντερνετ και των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Η κατάρρευση της Λήμαν Μπράδερς στις 15 Σεπτέμβρη 2008 σηματοδότησε το τέλος εκείνης της αυταπάτης.

Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, κάποιες χιλιάδες νεολαίοι κατά κύριο λόγο διαδήλωναν έξω από τις Συνόδους των G8 ή του ΔΝΤ με αντικαπιταλιστικά συνθήματα που έλεγαν «Ένας άλλος κόσμος είναι αναγκαίος». Τώρα έχουμε δει τις πλατείες να πλημμυρίζουν από τέτοιο κόσμο στο Κάιρο, στη Μαδρίτη, στο Σύνταγμα και στη Γουόλ Στριτ. Οι αγώνες μας εδώ είναι κομμάτι μιας παγκόσμιας ριζοσπαστικοποίησης ενάντια στο σύστημα. Μπορούμε να κάνουμε τον αντικαπιταλισμό μεγάλη χειροπιαστή δύναμη.