Άρθρο
Δεκέμβρης 1960 - H απεργία των οικοδόμων

Εξώφυλλο του τευχους 83

H Δήμητρα Λαμπροπούλου, ιστορικός και συγγραφέας του βιβλίου “Οικοδόμοι, οι άνθρωποι που έχτισαν την Αθήνα, 1950 -1967”, μιλάει για μια από τις πιο σημαντικές περιόδους του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα. Την συνέντευξη πήρε ο Θανάσης Καμπαγιάννης.

Πες μας λίγα πράγματα για την απεργία των οικοδόμων τον Δεκέμβρη του 1960, τις συγκρούσεις στο κέντρο της Αθήνας, καθώς και το τι σηματοδοτεί η απεργία αυτή στο ευρύτερο πολιτικό σκηνικό.

Η απεργία του Δεκέμβρη του 1960 είναι εμβληματική, γιατί σηματοδοτεί τον λαϊκό ριζοσπαστισμό των μεταπολεμικών χρόνων και ειδικά της δεκαετίας του 1960. Αυτό δεν αφορά μόνο τα ιδιαίτερα αιτήματα των οικοδόμων, αλλά το γεγονός ότι έρχονται στο προσκήνιο της δημόσιας πολιτικής αντιπαράθεσης εργάτες χαμηλού τότε κύρους – η μάζα των οικοδόμων, εσωτερικοί μετανάστες στην πλειονότητά τους, που τους έβλεπε κανείς σε ολόκληρη την Αθήνα, στις πιάτσες, στα γιαπιά, κοκ – με έναν τρόπο εξαιρετικά δυναμικό. Στο σκηνικό των μεταπολεμικών χρόνων, όπου συναντούμε από τη μια μεριά τον θεσμικό αυταρχισμό και τον επιβεβλημένο εκσυγχρονισμό και από την άλλη την προσπάθεια ανασύνταξης των κοινωνικών κινημάτων και δημιουργίας νέων, η συγκεκριμένη απεργία των οικοδόμων υπογραμμίζει ότι είναι δυνατόν ένα κομμάτι του εργατικού κινήματος – και μάλιστα ένα πληβειακό κομμάτι – όχι απλώς να υπάρξει αλλά και να διεκδικήσει την παρουσία του στο δημόσιο χώρο. Και να τη διεκδικήσει αντιπαρατιθέμενο με τον σκληρό πυρήνα της μετεμφυλιακής πολιτικής συγκρότησης, που ήταν η αστυνομοκρατία και η καταστολή. Μολονότι τα λαϊκά συλλαλητήρια, για ποικίλους λόγους, υπάρχουν και μέσα στη δεκαετία του 1950, οι απεργιακές πρακτικές περιορίζονται συνήθως στις κλειστές συγκεντρώσεις σε κεντρικά θέατρα. Αμφισβητώντας τέτοιους περιορισμούς, το κίνημα των οικοδόμων διεκδικεί να υπάρξει ανοιχτά στους δρόμους της Αθήνας και μάλιστα δυναμικά απέναντι στις δυνάμεις καταστολής, οι οποίες τότε, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, χρησιμοποιούν δακρυγόνα. Η πιο συνηθισμένη – συχνά στερεότυπη – αναφορά στη δυναμικότητα των οικοδόμων είναι το ξήλωμα των πεζοδρομίων. Είναι αλήθεια ότι οι απεργοί χρησιμοποίησαν ό,τι υλικό τούς ήταν διαθέσιμο για να τα βγάλουν πέρα στη σύγκρουση – πλάκες πεζοδρομίων, οικοδομικό υλικό από γειτονικά γιαπιά – , όμως αυτός ο δυναμισμός θα ήταν ανυπόστατος χωρίς την πρωτοφανή μαζικότητα της κινητοποίησης: σχεδόν κανείς δεν έφευγε από τις γραμμές των απεργών, ενώ οι συγκρούσεις δεν αφορούσαν μόνο κάποιες μικρές ομάδες αποφασισμένων αλλά το πλήθος.

Ποια ήταν τα βασικά τους αιτήματα;

Το κύριο αίτημά τους ήταν αυτό της κοινωνικής ασφάλισης, το οποίο και διαμόρφωσε πολιτικά το κίνημα των οικοδόμων ολόκληρη την μεταπολεμική περίοδο. Το γεγονός ότι η εργοδοσία στην οικοδομή είναι τόσο διάσπαρτη (δεν είναι συγκεντρωμένη σε έναν χώρο εργασίας και αλλάζει σε τακτά χρονικά διαστήματα) σημαίνει ότι κάποιος μπορεί εύκολα να χάσει τα ένσημά του. Έτσι πολλοί άνθρωποι έφταναν σε μεγάλη ηλικία χωρίς να έχουν θεμελιώσει το δικαίωμά τους στη σύνταξη. Επιπλέον, το οικοδομικό επάγγελμα είναι ένα κατεξοχήν εποχιακό επάγγελμα. Ειδικά εκείνη την εποχή που τα μέσα ήταν πολύ λιγότερα, η δουλειά περιοριζόταν κυρίως την άνοιξη και το καλοκαίρι, ενώ αντίθετα τον χειμώνα ήταν πολύ μειωμένη. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να δημιουργείται για όλον αυτόν τον κόσμο ένα τεράστιο πρόβλημα ασφάλειας που δεν είχε να κάνει μόνο με τη σύνταξη αλλά και με τα υπόλοιπα ευεργετήματα που συνδέονται με την κοινωνική ασφάλιση. Το ΙΚΑ εισέπραττε βεβαίως εισφορές «υπέρ αγνώστων» έπειτα από ελέγχους που αποδείκνυαν ότι η προσφερόμενη εργασία σε ένα έργο είχε υπερβεί τα καταβληθέντα ένσημα. Τα ένσημα αυτά όμως δεν έφταναν στα βιβλιάρια των οικοδόμων, με το παράδοξο αποτέλεσμα να υπάρχει οικοδομικός οργασμός στην πρωτεύουσα, αλλά οι οικοδόμοι να κατοχυρώνουν ελάχιστα ένσημα ετησίως. Αυτό λοιπόν που ζητείται επιτακτικά εκείνη την περίοδο είναι η ρύθμιση και η κατοχύρωση της κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίες εξειδικεύονταν στο αίτημα διανομής των εισφορών υπέρ αγνώστων στους δικαιούχους τους, στην αναγνώριση του βαρύ και ανθυγιεινού χαρακτήρα των οικοδομικών επαγγελμάτων, στην θεσμοθέτηση επιδομάτων. Νομίζω ότι πίσω από αυτά τα αιτήματα μπορούμε να διαγνώσουμε την απόπειρα να προσδιοριστεί με πιο συγκροτημένους όρους το τι σημαίνει οικοδομικό επάγγελμα από την άποψη του ωραρίου, του χρόνου εργασίας, της μισθωτής σχέσης, της σχέσης με το κράτος, της πρόσβασης στην κοινωνική ασφάλιση.

Ποιό είναι το αντικειμενικό υπόβαθρο αυτού του μαζικού κινήματος; Μιλάμε για την περίοδο που δημιουργούνται οι μεγάλες πόλεις και η Αθήνα όπως την ξέρουμε σήμερα.

Αξίζει να επιμείνουμε ιδιαίτερα στην περίπτωση της Αθήνας και των οικοδόμων της, γιατί ο μεταπολεμικός εξαστισμός στην Ελλάδα έχει να κάνει κύρια με τη δημιουργία ενός μεγάλου αστικού κέντρου, και αυτό είναι η Αθήνα. Δεν σημαίνει ότι δεν αναπτύσσονται και άλλα αστικά κέντρα, αλλά η Αθήνα απορροφά το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των διεργασιών που συνδέονται με την αστικοποίηση – εσωτερική μετανάστευση, ανοικοδόμηση, επέκταση, καταναλωτικές πρακτικές κ.ο.κ. Εστιάζοντας στην Αθήνα μπορούμε να παρακολουθήσουμε την μετάβαση από μια κυρίως αγροτική σε μια κυρίως αστική οικονομία τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, έστω και αν αυτή η διαδικασία έχει ήδη ξεκινήσει από τον Μεσοπόλεμο. Η τάση αυτή συνδέεται με την εσωτερική μετανάστευση και η τελευταία συνδέεται με τη σειρά της με τη μεταβολή του αγροτικού χώρου τα μεταπολεμικά χρόνια, ενός χώρου που όχι μόνο δέχεται τις πιέσεις του εκσυγχρονισμού και του εξαστισμού, αλλά έχει ήδη υποστεί τα τραύματα του Εμφυλίου. Το ρεύμα της εσωτερικής μετανάστευσης των φτωχότερων αγροτικών στρωμάτων, κύρια των νεαρών αρρένων μελών τους, έχει το χαρακτηριστικό, αντίθετα με τον Μεσοπόλεμο, ότι οι νέοι αυτοί άντρες που φτάνουν στην Αθήνα δεν έχουν τη δυνατότητα να στραφούν στο άνοιγμα μιας μικρής επιχείρησης ή δεν προσβλέπουν σε μια καλή υπαλληλική θέση, αλλά στρέφονται στις οικονομικές ευκαιρίες που δημιουργούνται για τα φτωχά στρώματα στη μεταπολεμική πόλη, με κύρια την ανοικοδόμηση.

Πώς εξηγείται ο πολιτικός ριζοσπαστισμός του κινήματος των οικοδόμων;

Στον ριζοσπαστισμό των οικοδόμων νομίζω ότι διοχετεύονται, αφενός, οι δυνατότητες συλλογικής έκφρασης που προκύπτουν από τις δομές του οικοδομικού επαγγέλματος, αφετέρου οι συνθέσεις της αριστερής πολιτικής εμπειρίας του παρελθόντος με τις πρακτικές και τους πολιτικούς προβληματισμούς της νεότερης γενιάς της εργατικής τάξης. Το γιαπί, καταρχάς, είναι ένας χώρος που δεν διακατέχεται από την πειθαρχία και τους θεσμούς επιτήρησης οι οποίοι διαπερνούν το εργοστασιακό σύστημα. Αυτό σε συνδυασμό με τις σχέσεις που δομούν τα οικοδομικά συνεργεία, επιτρέπει μια αίσθηση ελευθερίας και, επομένως, καθιστά πιο εύκολη τη συλλογική έκφραση μέσα στους χώρους της δουλειάς.

Και βέβαια, εκτός από το γιαπί, υπάρχει και η πιάτσα.

Βέβαια. Η πιάτσα είναι ο κατεξοχήν χώρος συνεύρεσης των οικοδόμων εκείνης της εποχής. Είναι ο χώρος διαμόρφωσης της εργατικής κοινής γνώμης. Μιλάμε για το κέντρο της Αθήνας, την πλατεία Κοτζιά, την Ομόνοια και το παλιό Νέον αλλά και για πάρα πολλά καφενεία στο τρίγωνο Πειραιώς-Ομόνοια-Αθηνάς. Εκεί πηγαίνουν κάθε πρωί οι οικοδόμοι χαράματα και περιμένουν να έρθει ο εργολάβος και να τους πάρει για δουλειά. Το γεγονός ότι για πολλές ώρες μπορούν να είναι μαζί, έξω από τον χώρο εργασίας, να συζητάνε, να μοιράζονται τα νέα και τους πολιτικούς τους προβληματισμούς, τους κάνει να αναπτύσσουν ισχυρούς δεσμούς αλληλεγγύης. Η πιάτσα είναι λοιπόν και ένας χώρος διακίνησης ιδεών. Πολλές διαδικασίες συνδικαλιστικές, καλέσματα για συνελεύσεις και συγκεντρώσεις γίνονται στις πιάτσες. Οι δυνάμεις της Αριστεράς χρησιμοποιούν την πιάτσα για να αποκτήσουν δεσμούς με την εργατική βάση, αλλά ταυτόχρονα διαμορφώνονται και οι ίδιες μέσα από την επαφή με την πιάτσα.

Ένας ακόμη λόγος που εξηγεί τη συγκέντρωση αριστερών δυνάμεων στην οικοδομή είναι ότι εκεί το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων δεν αποτελεί προϋπόθεση για την πρόσληψη. Μπορεί λοιπόν να αποτελέσει καταφύγιο για τον κυνηγημένο αριστερό του Εμφυλίου ή για τον παλιό αριστερό συνδικαλιστή με το απόθεμα οργανωτικής και πολιτικής εμπειρίας, που σε κάποιες περιπτώσεις φτάνει μέχρι και τα χρόνια του Μεσοπολέμου. Επομένως υπάρχει η δυνατότητα να συναντηθούν μέσα σ’ αυτόν τον χώρο παλιοί έμπειροι αριστεροί, νέες πολιτικές ομάδες που διαμορφώνονται στην μεταπολεμική Ελλάδα (αρκετές από αυτές ανήκουν στην “ετερόδοξη” αριστερά, όπως οι τροτσκιστές και οι μαοϊκοί) και βέβαια νέος κόσμος, κυρίως εργατική νεολαία. Σε φωτογραφίες ή σε μαγνητοσκοπήσεις της εποχής, βλέπει κανείς νέους άντρες ακόμα και παιδιά στις πορείες των οικοδόμων. Πρόκειται, νομίζω, για την εργατική εκδοχή του νεανικού ριζοσπαστισμού του '60.

Πώς εκφράζεται αυτή η άνοδος του διεκδικητικού κινήματος στο οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα, τόσο των οικοδόμων όσο και ευρύτερα;

Πρέπει να δει κανείς πως διαμορφώνονται τα πράγματα στη δεκαετία του ’50 για να απαντήσει σε αυτή την ερώτηση. Το 1957 υπάρχει ένα μεγάλο απεργιακό κύμα, ίσως το μεγαλύτερο της δεκαετίας, νομίζω δεν είναι διόλου τυχαίο ότι αυτό συμβαίνει έναν χρόνο πριν τις εκλογές του 1958 που αναδεικνύουν την ΕΔΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση. Υπάρχουν λοιπόν σημεία που δείχνουν μια προσπάθεια ανασυγκρότησης του μη-εξαρτημένου από το κράτος συνδικαλιστικού κινήματος. Εκεί στον χώρο των οικοδόμων αρχίζει να εμφανίζεται η λογική συγκρότησης ανεξάρτητης Συντονιστικής Επιτροπής. Όταν λέω ανεξάρτητης, εννοώ σε σχέση με τους κυβερνητικούς συνδικαλιστές που ελέγχουν την Ομοσπονδία όπως είναι ο Λυκιαρδόπουλος, αλλά όχι μόνο. Τόσο η Ομοσπονδία όσο και η ΓΣΕΕ έχουν αποδείξει σε κάθε δυνατή στιγμή τη νομιμοφροσύνη τους ως προς τις επιλογές του αστικού καθεστώτος. Η απόπειρα ανεξάρτητης συγκρότησης αποδίδει καρπούς. Η ιδέα της Συντονιστικής αποκτά ερείσματα στα σωματεία και στον κόσμο της βάσης ακριβώς επειδή αξιοποιούνται οι συλλογικοί χώροι του επαγγέλματος που περιέγραψα πριν, η πιάτσα και το γιαπί. Επομένως, σωματεία τα οποία είναι ήδη υπαρκτά – και ενδεχομένως ανήκαν και στον Λυκιαρδόπουλο – αποκτούν ζωή μέσα από τη δραστηριότητα των ανθρώπων που συνδέονται με τη Συντονιστική Επιτροπή. Η Συντονιστική αξιοποιεί ό,τι υπάρχει από σωματεία πριν φτιαχτεί η ίδια, πρόκειται δηλαδή για δύο πράγματα σε αλληλεπίδραση. Εδώ πρέπει να λάβει κανείς υπόψη ότι στη Συντονιστική παίζουν καθοριστικό ρόλο τα αρχαιότερα σωματεία των οικοδόμων, τα σωματεία των μπετατζήδων, των ξυλουργών και των ελαιοχρωματιστών, τα οποία έχουν φτιαχτεί από τον Μεσοπόλεμο και στα οποία επαναδραστηριοποιούνται αριστεροί άνθρωποι με την εμπειρία του παλιού συνδικαλισμού, του Εργατικού ΕΑΜ, της αντιστασιακής κινητοποίησης τα χρόνια του '40. Αυτά τα σωματεία, που μπορούν να εξασφαλίσουν και μια συνδικαλιστική συνέχεια, αποτελούν τον πρώτο πυρήνα της Συντονιστικής Επιτροπής. Οι άνθρωποι αυτοί αξιοποιούν και άλλα σωματεία, τους δίνουν ζωή και μαζί τη δυνατότητα να διεκδικούν αποτελεσματικότερα, αυτά περνούν στους κόλπους της Συντονιστικής Επιτροπής, ενώ συγχρόνως δημιουργούνται και νέα σωματεία σε ειδικότητες που υπήρξαν λιγότερο ή καθόλου οργανωμένες συνδικαλιστικά.

Και ποιά είναι η σχέση με την Ομοσπονδία;

Στην πραγματικότητα, από ένα σημείο και πέρα, το δευτεροβάθμιο όργανο των Οικοδόμων είναι η Συντονιστική Επιτροπή. Άτυπα αλλά ουσιαστικά. Στη Συντονιστική βέβαια άλλοτε συμμετέχει και άλλοτε δεν συμμετέχει και ο ίδιος ο Λυκιαρδόπουλος. Με την Ομοσπονδία υπάρχει συνεπώς μια σχέση μόνιμης σύγκρουσης αλλά και ευκαιριακής συνεργασίας. Η ηγεσία της Ομοσπονδίας επιδιώκει να κρατάει την επαφή με τη βάση, της οποίας όμως τον έλεγχο έχει ήδη χάσει. Αυτή η κατάσταση σύγκρουσης και συνεργασίας είναι από τη μια πλευρά αποτέλεσμα συνδικαλιστικής επιταγής, με την έννοια ότι οι αριστεροί συνδικαλιστές προσπαθούν να αποκτούν μεγαλύτερη σχέση με κόσμο που δεν έχει άμεση επαφή με τα σωματεία της Αριστεράς. Από την άλλη πλευρά, το μέχρι που μπορεί να φτάσει η σύγκρουση με την Ομοσπονδία εξαρτάται τόσο από την απήχηση των τάσεων για μια καθολική ανεξαρτητοποίηση όσο και από τις επιλογές νομιμότητας στις οποίες προχωρά το πλειοψηφικό ρεύμα της Αριστεράς της εποχής, δηλαδή η ΕΔΑ, ειδικά μετά την καμπή που σημειώνεται στο κίνημα μετά τα Ιουλιανά..

Δυναμώνει η Αριστερά μέσα από το κίνημα των οικοδόμων;

Νομίζω ότι στους οικοδόμους μπορούμε να εντοπίσουμε μια εκδοχή λαϊκού κομμουνισμού που έχουμε δει να αναπτύσσεται ξανά τη δεκαετία του '40. Βέβαια εκείνη την εποχή δεν υπάρχει νόμιμο ΚΚΕ. Η κύρια αριστερή ταυτότητα της εποχής είναι η ΕΔΑ. Η ΕΔΑ έχει αξιόλογες δυνάμεις στους οικοδόμους. Ωστόσο η οργανωμένη πολιτική ένταξη υπολείπεται της απήχησης των αριστερών συνθημάτων στο συγκεκριμένο χώρο. Οι αιτίες ποικίλλουν και έχω την εντύπωση ότι δεν αφορούν αποκλειστικά τον οικοδομικό κλάδο. Αυτή είναι μία άλλη συζήτηση. Ωστόσο παρουσιάζουν, πιστεύω, ενδιαφέρον δύο στοιχεία. Πρώτον, ότι αρκετοί οικοδόμοι εγγράφονται στο ΚΚΕ ως παράνομα μέλη του. Δεύτερον, ότι στο χώρο των οικοδόμων δραστηριοποιούνται και ομάδες του χώρου της αριστερής αμφισβήτησης. Ο βαθμός συνάφειας ανάμεσα στα δύο στοιχεία δεν είναι εύκολο να διαγνωστεί και δυστυχώς δεν διαθέτουμε, τουλάχιστον προς το παρόν, πολλά αρχειακά τεκμήρια που θα μας βοηθούσαν σε μια συστηματική καταγραφή. Το σχετικό ερώτημα διατηρεί ωστόσο το ενδιαφέρον του.

Τι ρόλο παίζουν οι οικοδόμοι στο κίνημα των 115 σωματείων που αναπτύσσεται σε σύγκρουση με τους κρατικούς και κυβερνητικούς συνδικαλιστές της ΓΣΕΕ;

Μάλλον μικρότερο ρόλο από αυτόν που θα περιμέναμε. Οι οικοδόμοι είναι άνθρωποι που προσφέρονται για την πρώτη γραμμή του εργατικού κινήματος. Ωστόσο, αν δει κανείς την ηγεσία των 115 σωματείων δεν θα διακρίνει τόσο πολύ συνδικαλιστές οικοδόμους όσο, για παράδειγμα, συνδικαλιστές από τις τράπεζες ή την κοινή ωφέλεια. Δεν μπορώ να δώσω μια εύκολη απάντηση σε αυτό. Οι οικοδόμοι συμμετέχουν στην κίνηση των 115 σωματείων από τους πρώτους, αλλά δεν είναι αυτοί που σφραγίζουν την κίνηση. Είναι ένα ενδιαφέρον ερώτημα που χρήζει έρευνας.

Πόσο η απεργία του Δεκέμβρη του 1960 υπήρξε προάγγελος της έκρηξης των Ιουλιανών του 1965;

Ο πολιτικός ριζοσπαστισμός του εξήντα είναι ένα σύνθετο φαινόμενο. Έχουμε ακόμα να αναρωτηθούμε πολλά για να τον ερμηνεύσουμε. Εντούτοις, νομίζω πως μπορούμε να μιλήσουμε για ένα νήμα που συνδέει τον πολιτικό και κοινωνικό ριζοσπαστισμό των οικοδόμων με τα Ιουλιανά του 1965. Αυτό το νήμα υφαίνεται αφενός από την κινηματική εμπειρία της πολιτικής, δηλαδή ένα νέο είδος πολιτικής πρακτικής και ταυτότητας το οποίο δημιουργείται μέσω της συμμετοχής στο κοινωνικό κίνημα και αμφισβητεί τη συγκρότηση της πολιτικής ως ενός χώρου που ανήκει στη δικαιοδοσία των αρχηγεσιών, όποιες και αν είναι αυτές. Αφετέρου υφαίνεται από τη συμμετοχή της νεολαίας – εργατικής, μαθητικής, σπουδαστικής – η οποία και στη μια και στην άλλη περίπτωση διαμορφώνει σε σημαντικό βαθμό το ποιόν της μαζικής κινητοποίησης.