Άρθρο
Ισλαμοφοβία και ρατσισμός

Εξώφυλλο του τευχους 81

Οι επιθέσεις σε βάρος των μουσουλμάνων μεταναστών κλιμακώνονται σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο Θανάσης Καμπαγιάννης, στην εισήγησή του στο τετραήμερο Μαρξισμός 2010, εξηγεί τι είναι η ισλαμοφοβία και πώς μπορούμε να την παλέψουμε.

Από πού προκύπτει η ανάγκη για μια ξεχωριστή κουβέντα για την ισλαμοφοβία πέρα από την γενικότερη συζήτηση για το ρατσισμό; Από το γεγονός ότι, φέτος ειδικά, έχουμε να αντιμετωπίσουμε την ολοένα πιο ορατή αλλαγή του κυρίαρχου ρατσιστικού λόγου.

Ο ρατσισμός αρχικά ήταν μια κυρίαρχη ιδεολογία που κλήθηκε να δώσει επιστημονικό επίχρισμα στην καταπίεση των έγχρωμων πληθυσμών από τους λευκούς αποικιοκράτες. Ήταν δηλαδή το ψευτοεπιστημονικό ιδεολόγημα που χρησιμοποίησαν οι αποικιοκρατικές δυνάμεις για να δικαιολογήσουν το μεγαλύτερο έγκλημα στην ιστορία της ανθρωπότητας, την απαγωγή δέκα εκατομμυρίων Αφρικανών από τις πατρογονικές τους εστίες και την μεταφορά τους στην Αμερική προκειμένου να δουλέψουν στις φυτείες σαν σκλάβοι.

Ο ρατσισμός όπως τον γνωρίζουμε τις τελευταίες δεκαετίες είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Είναι γνωστό ότι μετά από τα αντιαποικιοκρατικά και αντιρατσιστικά κινήματα του προηγούμενου αιώνα και την απονομιμοποίηση του ρατσισμού ως ιδεολογίας, είχαμε τη μετάλλαξη του ρατσιστικού λόγου σε λόγο που εκφερόταν εναντίον των μεταναστευτικών πληθυσμών που για οικονομικούς κατά βάση λόγους, μετά τις αρχές της δεκαετίας του ’90, έφταναν μαζικά στις χώρες της Δύσης. Έτσι, τα βασικά ρατσιστικά ιδεολογήματα ήταν – και εξακολουθούν βέβαια να υφίστανται ως τέτοια – ότι οι μετανάστες φέρνουν τη φτώχεια, την εγκληματικότητα, την ανεργία στις περιοχές και τις χώρες στις οποίες εγκαθίστανται.

Είμαστε μπροστά σε μια αλλαγή στον κυρίαρχο ρατσιστικό λόγο, ειδικά τα τελευταία χρόνια. Αφετηρία της είναι η 11η του Σεπτέμβρη του 2001 και το ξεκίνημα των ιμπεριαλιστικών πολέμων από την κυβέρνηση Μπους, πρώτα με την επέμβαση στο Αφγανιστάν και στη συνέχεια στο Ιράκ, στο Λίβανο, στη Γάζα, τις απειλές στο Ιράν και ούτω καθεξής. Ο ρατσιστικός λόγος στοχοποιεί πλέον πολύ πιο συγκεκριμένα τον «φανατικό ισλαμιστή μουσουλμάνο τρομοκράτη» και συγκροτείται σε ένα ενιαίο ιδεολόγημα, αυτό που αποκαλούμε ισλαμοφοβία.

Ταυτόχρονα, ο ίδιος ο βομβαρδισμός αυτών των – μουσουλμανικών κατά βάση – χωρών σήμανε τη δημιουργία ενός νέου κύματος προσφύγων από αυτές τις χώρες προς την Δύση. Οι καινούργιοι μεταναστευτικοί πληθυσμοί της τελευταίας δεκαετίας προέρχονται από τις χώρες που είναι στο μάτι του κυκλώνα των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων. Αν μιλήσουμε για την Ελλάδα, αυτό σημαίνει ότι οι νέοι μετανάστες είναι κατά κύριο λόγο από το Αφγανιστάν, το Ιράκ, το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές, κλπ., σε αντίθεση με παλιότερα που οι βασικές χώρες προέλευσης ήταν η Αλβανία και οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του κρατικού καπιταλισμού. Το ίδιο ισχύει ως τάση και για την υπόλοιπη Ευρώπη, αφού και η ίδια η Ελλάδα χρησιμεύει κυρίως ως πύλη εισόδου των μεταναστευτικών πληθυσμών και όχι ως τελική χώρα προορισμού.

Οι φασίστες ενάντια στο Ισλάμ

Αλλά εκεί που η μετάλλαξη του ρατσιστικού λόγου γίνεται πιο φανερή από οπουδήποτε είναι στο λόγο των ακροδεξιών και φασιστικών κομμάτων σε ολόκληρη την Ευρώπη. Τα παραδείγματα είναι πολλά.

Στην Αγγλία, πέρα από το British National Party (BNP), που είναι ένα ρατσιστικό κόμμα με ένα σκληρό φασιστικό πυρήνα στο κέντρο του, έχει κάνει τους τελευταίους μήνες την εμφάνισή του ένα κίνημα με κέντρο τους χούλιγκαν των ποδοσφαιρικών ομάδων με την ονομασία English Defense League (EDL), που οργανώνει ρατσιστικές συγκεντρώσεις ενάντια στο Ισλάμ σε ολόκληρη τη Βρετανία, συνήθως έξω από τζαμιά, σε περιοχές με μεγάλες μουσουλμανικές κοινότητες, κλπ.

Στη Γαλλία, στις τελευταίες περιφερειακές εκλογές, υπήρξε μια εντυπωσιακή στροφή στον λόγο του «Εθνικού Μετώπου», του κόμματος του Ζαν Μαρί Λεπέν, που έκανε κέντρο του τον αντι-ισλαμισμό και εξασφάλισε ένα πολύ ανησυχητικό ποσοστό, περίπου 11-12%.

Στην Ελβετία, σ’ ένα δημοψηφισμα για την απαγόρευση ανέγερσης νέων μιναρέδων στη χώρα, τα ακροδεξιά κόμματα κατόρθωσαν να κερδίσουν την πλειοψηφία όσων πήγαν στις κάλπες, νομιμοποιώντας έτσι τα ισλαμοφοβικά επιχειρήματα και δίνοντας τη δυνατότητα σε ρατσιστές πολιτικούς σε ολόκληρη την Ευρώπη να οικειοποιηθούν την αντι-ισλαμική ατζέντα (ιδίως στην Κεντρική Ευρώπη, την Αυστρία, τη Γερμανία, κλπ). Προτάσεις απαγόρευσης του ισλαμικού «εξτρεμισμού» έχουν ήδη κατατεθεί και στο Ευρωκοινοβούλιο, μάλιστα όχι από ακροδεξιούς, αλλά από «φιλελεύθερους» πολιτικούς, ειδικά όσον αφορά τη μαντήλα, τη μπούρκα και την καταπίεση των μουσουλμάνων γυναικών.

Η Ελλάδα δεν είναι έξω από αυτή την εικόνα. Ο κυρίαρχος ρατσιστικός λόγος γίνεται και στη χώρα μας ολοένα πιο ισλαμοφοβικός. Το ξέρουμε πολύ καλά από το 2005, από την υπόθεση της απαγωγής των Πακιστανών, για να μην έχουμε καμία αμφιβολία για την κρατική ενορχήστρωση αυτής της εκστρατείας. Αλλά και στη συζήτηση για την ιθαγένεια, τα ισλαμοφοβικά επιχειρήματα ήταν κεντρικά στην καμπάνια της ακροδεξιάς ενάντια στον νόμο της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, διαδίδοντας ότι χιλιάδες Πακιστανοί και Αφγανοί μετανάστες, μουσουλμάνοι και γι’ αυτό «μη αφομοιώσιμοι», θα πάρουν την ιθαγένεια «αλλοιώνοντας» έτσι τον ελληνικό πληθυσμό. Ήταν η φυσιολογική συνέχεια των ρατσιστικών επιθέσεων όλου του προηγούμενου διαστήματος, όπως ήταν το σκίσιμο του Κορανίου τον Μάιο του 2009 και η καταστολή των τότε διαδηλώσεων, αλλά και ο εμπρησμός του τζαμιού στον Άγιο Παντελεήμονα ως αποτέλεσμα της συνεργασίας της αστυνομίας και των φασιστικών ομάδων που δρουν μαζί με επιτροπές «αγανακτισμένων κατοίκων» στην περιοχή.

Χρειάζεται να είμαστε καθαροί ότι πρόκειται για μια επικίνδυνη στροφή στα πλαίσια του ρατσιστικού λόγου. Ο ρατσιστικός λόγος είναι ούτως ή άλλως διχαστικός και επικίνδυνος, γιατί ακριβώς δεν μένει απλά στα λόγια αλλά προχωράει σε πράξεις βίας σε βάρος συγκεκριμένων ομάδων. Όμως, η ισλαμοφοβική στροφή είναι ακόμα πιο επικίνδυνη. Καταρχάς ξαναβάζει στο παιχνίδι το χρώμα: η αντιπαράθεση των χριστιανών με τους μουσουλμάνους στην Ευρώπη είναι αντιπαράθεση των λευκών απέναντι στους μελαμψούς και τους μαύρους, έστω και αν αυτό ποτέ δεν λέγεται ρητά. Επαναφέρει ακόμα το επιχείρημα περί ανωτερότητας και κατωτερότητας των πολιτισμών: ο ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι, λέει αυτό το επιχείρημα, αντικειμενικά πιο προχωρημένος από τις κοινωνίες του Ισλάμ και της Ανατολής, μάλιστα χρησιμοποιώντας ακόμη και το τεκμήριο των αστικών επαναστάσεων για να ισχυριστεί ότι οι νέοι μεταναστευτικοί πληθυσμοί δεν μπορούν να αφομοιωθούν. Η στροφή προς την ισλαμοφοβία βαθαίνει επίσης τους αποκλεισμούς για μουσουλμανικούς πληθυσμούς που ζουν από παλιότερα στις χώρες της Ευρώπης, είτε μιλάμε για τους μουσουλμάνους της Αλγερίας στη Γαλλία ως αποτέλεσμα της αποικιοκρατίας είτε για τους Τούρκους της Δυτικής Θράκης αν μιλάμε για την Ελλάδα.

Πρέπει ακόμα να επισημάνουμε την διαφοροποίηση του σημερινού ισλαμοφοβικού ρατσισμού σε σχέση με παλιότερα καθώς γίνεται συνειδητή προσπάθεια να αξιοποιηθούν επιχειρήματα ελκυστικά σε αριστερά και προοδευτικά ακροατήρια για να προωθηθεί η ατζέντά του. Έτσι, τα ρατσιστικά επιχειρήματα δείχνουν πλέον ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την καταπίεση των δημοκρατικών δικαιωμάτων στις κοινωνίες της Ανατολής (που είναι, υποτίθεται, έμφυτο χαρακτηριστικό τους), των σεξουαλικών μειονοτήτων και φυσικά των γυναικών. Το γυναικείο έχει αναδειχτεί σε κορωνίδα των ισλαμοφοβικών επιχειρημάτων: οι μαντήλες και οι μπούρκες ξανακλείνουν τις γυναίκες στον ιδιωτικό χώρο, πισωγυρίζοντας αιώνες αγώνων και κατακτήσεων του φεμινιστικού κινήματος που ξεδιπλώθηκε στις χώρες της Δύσης. Είναι αστείο να ακούς τα επιχειρήματα αυτά να αναπαράγονται από ακροδεξιούς δημαγωγούς που κατά τα άλλα υπερασπίζονται το «Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια», αλλά το σοβαρότερο πρόβλημα είναι η σύγχυση που επικρατεί μέσα στην Αριστερά και η επιρροή που έχουν τέτοια επιχειρήματα ακόμα και σε κόσμο των κινημάτων στις χώρες της Δύσης.

Μια νέα μάχη για το αντιρατσιστικό κίνημα

Χρειάζεται από την πλευρά μας μια ολόκληρη ιδεολογική μάχη με την ισλαμοφοβία, αλλά και ένας επανεξοπλισμός του αντιρατσιστικού κινήματος και της Αριστεράς ώστε να ανταποκριθούμε με επιτυχία στην πρόκληση που θέτει η μετάλλαξη του ρατσιστικού λόγου.

Ευτυχώς το αντιπολεμικό κίνημα είχε ήδη ξεκινήσει τη σύγκρουση με την ισλαμοφοβία, οπότε μπορούμε να αντλήσουμε από την ιδεολογική του φαρέτρα. Το πρώτο σημείο που πρέπει να αναδείξουμε είναι ότι τα επιχειρήματα για την κατωτερότητα του Ισλάμ είναι βγαλμένα κατευθείαν από την εποχή της αποικιοκρατίας, από «το χρέος του Λευκού ανθρώπου», όπως το περιέγραψε σε ένα ποίημά του ο Κίπλινγκ εκείνη την περίοδο, χρέος να αποικίσει και να εκπολιτίσει τη «βάρβαρη Ανατολή».

Το δεύτερο σημείο που πρέπει να αμφισβητήσουμε είναι η ίδια η αντίληψη ότι οι ανθρώπινοι πολιτισμοί εξελίχθηκαν με στεγανά ο ένας από τον άλλον, οπότε μπορούμε και να μιλήσουμε για το ποιός ήταν ανώτερος, ποιός κατώτερος, κλπ. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός δεν μπορεί να κατανοηθεί παρά μόνο στην αλληλεπίδρασή του με τις κοινωνίες του Ισλάμ και τον πολιτισμό τους, που από τον 7ο αιώνα και μετά αναπτύχθηκε και επεκτάθηκε στην ακμή του από την Κόρδοβα της Ισπανίας μέχρι το Κάιρο της Αιγύπτου και την Βαγδάτη του σημερινού Ιράκ. Η γνώση των τεράστιων επιτευγμάτων του ισλαμικού πολιτισμού μπορεί να λειτουργήσει σαν ασπίδα απέναντι στα ισλαμοφοβικά επιχειρήματα για την υποτιθέμενη κατωτερότητα των κοινωνιών της Ανατολής.

Το τρίτο που πρέπει να θυμίσουμε, ειδικά απέναντι στη φιλολογία για την πολιτική «καθυστέρηση» της Ανατολής, την απουσία επαναστάσεων και ούτω καθεξής, είναι ότι όπως και στην Ευρώπη έτσι και στις χώρες της Μέσης και Άπω Ανατολής ξεδιπλώθηκαν συγκλονιστικά απελευθερωτικά κινήματα, είτε κάτω από τις εθνικές σημαίες είτε κάτω από τις σημαίες της Αριστεράς. Τα κινήματα αυτά είχαν να συγκρουστούν όχι με κάποια αφηρημένη καθυστέρηση ή θρησκευτική δεισιδαιμονία, αλλά με τη στρατιωτική δύναμη των αποικιοκρατικών και ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και τις ντόπιες άρχουσες τάξεις. Αυτή εξακολουθεί να είναι η εικόνα και σήμερα, μια εικόνα που εκθέτει ανεπανόρθωτα την υποκρισία των Μεγάλων Δυνάμεων: ο ισχυρότερος και ασφαλέστερος σύμμαχος των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή σήμερα είναι το βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας, ένα δικτατορικό καθεστώς που εξασκεί την πιο συντηρητική και μειοψηφική εκδοχή του Ισλάμ, τον Ουαχαμπιτισμό. Κι όμως, σπάνια ακούγεται οποιαδήποτε νύξη για τα δικαιώματα των γυναικών στη Σαουδική Αραβία. Το ίδιο μέχρις ενός σημείου συνέβη στο Αφγανιστάν τη δεκαετία του ’80.

Ανάλογα επιχειρήματα χρειάζεται να επιστρατεύσουμε στη συζήτηση μέσα στην Αριστερά. Τα προηγούμενα χρόνια, στη διάρκεια του μεγάλου αντιπολεμικού κινήματος, είχε ξετυλιχτεί η συζήτηση για τη στήριξη ή μη των κινημάτων αντίστασης στον ιμπεριαλισμό που έχουν ως αφετηρία τους το ισλάμ, είτε μιλάμε για τη Χεζμπολά στο Λίβανο είτε για την Χαμάς στην Παλαιστίνη είτε για την αντίσταση στο Αφγανιστάν. Οι ιδέες που διατυπώνει ο Κρις Χάρμαν στο κείμενό του «Ο Προφήτης και το Προλεταριάτο» (κυκλοφορεί στα ελληνικά με τον τίτλο «Ριζοσπαστικό Ισλάμ» από τις εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο) ήταν πολύτιμες για να προσανατολιστούμε σωστά στη στήριξη των κινημάτων αυτών από τη σκοπιά του επαναστατικού σοσιαλισμού. Σήμερα που τίθεται το ζήτημα της αντιμετώπισης του ρατσισμού που αντιμετωπίζουν οι μουσουλμάνοι στην Ευρώπη θα πρέπει, σε συνέχεια της προηγούμενης συζήτησης, να βάλουμε τα θεμέλια μιας ταξικής αντιμετώπισης από την πλευρά της Αριστεράς. Οι μετανάστες που ζουν στην Ευρώπη από τις χώρες του Ισλάμ είναι αναπόσπαστο κομμάτι της εργατικής τάξης, το πιο φτωχό και το πιο καταπιεσμένο της κομμάτι. Για την Αριστερά που θέλει να είναι το βήμα των καταπιεσμένων η αλληλεγγύη και η στήριξή τους είναι μονόδρομος.

Χωρίς περιστροφές

Κάτω από αυτό το πρίσμα πρέπει να αντιμετωπίζονται και όλα τα ζητήματα που ανακύπτουν. Οι νόμοι που απαγορεύουν στις μουσουλμάνες γυναίκες να φοράνε μαντήλα είναι στην ουσία κομμάτι των ρατσιστικών νόμων που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες στην ελεύθερη κυκλοφορία τους στις ευρωπαϊκές πόλεις. Οι νόμοι που απαγορεύουν τους μιναρέδες και διώκουν τη θρησκευτική ελευθερία με πρόσχημα τον «εξτρεμισμό» (με το θλιβερό προνόμιο της Αθήνας να μην διαθέτει ακόμα τζαμί) είναι κομμάτι της απαγόρευσης συγκέντρωσης και κοινωνικοποίησης που αντιμετωπίζουν συνολικότερα οι μετανάστες στο δημόσιο χώρο στη Δύση. Παρομοίως, το σκίσιμο του Κορανίου που είδαμε στην Αθήνα ένα χρόνο πριν είναι η συνέχεια των εξευτελισμών και της αστυνομικής βίας που βιώνουν κατεξοχήν οι μετανάστες στις χώρες της Ευρώπης, μάλιστα ολοένα και περισσότερο με βάση το χρώμα του δέρματός τους. Η Αριστερά πρέπει να τοποθετηθεί καθαρά και χωρίς περιστροφές απέναντι σε αυτές τις επιθέσεις.

Την ίδια στιγμή η Αριστερά πρέπει να αναγνωρίσει ότι η εμπλοκή των μεταναστών αυτών στο κίνημα θα έχει αναπόφευκτα και θρησκευτικά χαρακτηριστικά. Έτσι, το σύνθημα «Αλλάχου Άκμπαρ» (δηλ. Ο Θεός είναι Μεγάλος) θα ακούγεται αναπόφευκτα σε οποιαδήποτε κινητοποίηση των μεταναστών ενάντια στην αστυνομική βία και γι’ αυτό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα αποχής της Αριστεράς για λόγους «καθαρότητας». Παρομοίως είναι αναμενόμενο ότι πολλές μουσουλμάνες γυναίκες που θα βγουν στην πολιτική και ταξική πάλη στις χώρες της Δύσης θα φοράνε μαντήλα, και σε καμία περίπτωση η Αριστερά δεν μπορεί να θέσει ως προϋπόθεση την «εκκοσμίκευση» των γυναικών αυτών για να δουλέψει πολιτικά μαζί τους.

Στη Βρετανία το αντιπολεμικό κίνημα χτίστηκε μέσα από την πολιτικοποίηση των μουσουλμανικών κοινοτήτων, γεγονός που σήμανε την έξοδο στην πολιτική μουσουλμάνων γυναικών που η μαντήλα δεν τους εμπόδισε να στρατευτούν στην Αριστερά και τον αντικαπιταλισμό. Στη Γαλλία, η υποψηφιότητα μιας νεαρής γυναίκας που φοράει τη μαντήλα, της Ιλχάμ Μουσαΐντ, με τα ψηφοδέλτια του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος (ΝΡΑ) στις τελευταίες περιφερειακές εκλογές, σηματοδοτεί την πολιτική προσέγγιση του κόσμου των γαλλικών προαστίων με τους αντικαπιταλιστές, μέσα από τους διαδρόμους του αντιπολεμικού κινήματος και της αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη και το λαό της Γάζας. Η υποψηφιότητά της υπήρξε αφορμή μιας τεράστιας ισλαμοφοβικής επίθεσης από τα ΜΜΕ και την κυρίαρχη τάξη, αλλά και αιτία κλυδωνισμών μέσα στο ίδιο το ΝΡΑ. Τα προηγούμενα χρόνια, η γαλλική Αριστερά στο μεγαλύτερο κομμάτι της συναίνεσε στην απαγόρευση της μαντήλας στα σχολεία που νομοθέτησε ο Σιράκ για λόγους «υπεράσπισης της κοσμικότητας». Είναι μια ανοιχτή συζήτηση που πρέπει να κερδηθεί όχι μόνο μέσα στο NPA αλλά και στην υπόλοιπη Αριστερά.

Στη συζήτηση αυτή, ευτυχώς δεν ξεκινάμε από το μηδέν. Έχουμε να θυμίσουμε τις πιο ένδοξες παραδόσεις της επαναστατικής Αριστεράς, που μπορούν να σταθούν βοηθητικές στον σημερινό, αναγκαίο επανεξοπλισμό. Οι μπολσεβίκοι ήταν ένα τέτοιο παράδειγμα. Κατάφεραν να συνδεθούν με τα πιο καταπιεσμένα κομμάτια μέσα στη «φυλακή των Εθνών» που ήταν η Ρωσία των αρχών του 20ού αιώνα μιλώντας τη γλώσσα τους, όπως ήταν η περίπτωση του Συνεδρίου των Εθνοτήτων στο Μπακού το 1920, τραβώντας παράλληλα το πιο συνειδητό τμήμα των καταπιεσμένων στις ιδέες του κομμουνισμού. Την ίδια ανεπιφύλακτη υποστήριξη έδωσε η επαναστατική Αριστερά του Μεσοπολέμου στην κοινότητα που τότε βρέθηκε στο στόχαστρο, τους Εβραίους της Ευρώπης, που πλήρωσαν βαρύ το τίμημα της προηγούμενης μεγάλης κρίσης του καπιταλισμού το 1929 και της συνεπακόλουθης ανόδου του ναζισμού. Τα σκίτσα του Μωάμεθ που σήμερα αποτελούν δήθεν απόδειξη της μουσουλμανικής δυσανεξίας μοιάζουν επικίνδυνα με τις αντιεβραϊκές καρικατούρες του Μεσοπολέμου, όσο και αν θέλουν να προβάλλονται ως «ελευθερία λόγου». Ο μαχητικός αθεϊσμός της επαναστατικής Αριστεράς δεν την εμπόδισε να βρεθεί στην πρώτη γραμμή υπεράσπισης των θρησκευτικών μειονοτήτων, και αυτή είναι μια παράδοση που πρέπει εκ νέου να ανακαλύψουμε και σήμερα.

Το τελευταίο σημείο είναι ότι η Αριστερά δεν μπορεί να χαράξει στρατηγική και τακτική για το θέμα της ισλαμοφοβίας αν δεν πατάει γερά στη μαρξιστική παράδοση για το ζήτημα της θρησκείας. Πρέπει να θυμηθούμε την σύνθετη σύλληψη του Μαρξ για τη θρησκεία που την ίδια στιγμή που αποτελεί «το όπιο του λαού» είναι συνάμα «ο στεναγμός του καταπιεσμένου», «η καρδιά σε έναν άκαρδο κόσμο». Η θρησκεία είναι πράγματι μια ιδεολογία με την οποία οι καταπιεσμένοι δένονται στο άρμα των καταπιεστών. Μπορεί όμως ταυτόχρονα να είναι ο τρόπος με τον οποίο οι καταπιεσμένοι κοινωνικοποιούνται, αποκτούν συλλογικότητα, μπαίνουν στη μάχη για να αλλάξουν τις ζωές τους και ταυτόχρονα τις ιδέες τους. Η Αριστερά δεν μπορεί να απέχει από αυτή τη σύνθετη διεργασία. Ο Γκράμσι έλεγε ότι το επαναστατικό κόμμα είναι από θέση αρχών ενάντια στον αναλφαβητισμό, αλλά στρατολογεί αναλφάβητους. Μπορούμε αναλογικά να πούμε ότι η Αριστερά που είναι με συνέπεια στρατευμένη στον ιστορικό υλισμό, στρατολογεί θρησκευόμενους. Με τη στέρεη πεποίθηση ότι μέσα στην πραγματική τους κίνηση, οι καταπιεσμένοι μπορούν να αλλάξουν όχι μόνο τις ιδέες τους, αλλά και τον κόσμο ολόκληρο.