Βιβλιοκριτική
Λήδα Παπαστεφανάκη: Εργασία, τεχνολογία και φύλο στην ελληνική βιομηχανία. Η κλωστοϋφαντουργία του Πειραιά, 1870-1940

Εξώφυλλο του τευχους 79

Χρήσιμη μελέτη

Πρόκειται για μια μελέτη της συγκρότησης της βιομηχανίας και της εργατικής τάξης στον Πειραιά, και της θέσης των γυναικώ ς του βιβλίου παρουσιάζεται η ανάπτυξη του Πειραιά σε βιομηχανικό κέντρο. Το δεύτερο μέρος ασχολείται με την κλωστοϋφαντουργία και τις τεχνολογικές αλλαγές στην πορεία του κλάδου διεθνώς και στην Ελλάδα. Το τρίτο μέρος εξετάζει την εργασία στην κλωστοϋφαντουργία, την σύνθεση του «εργατικού δυναμικού», τις ειδικότητες, τους τρόπους αμοιβής και τα ωράρια, τα «ατυχήματα». Το τέταρτο μέρος εξετάζει την «εργατική συλλογική δράση». Το συνδικαλισμό στο χώρο, τις απεργίες – κύρια του 1919, 1921 και του 1933, την παρέμβαση της αριστεράς.

 

Για δεκαετίες η συζήτηση κι η έρευνα για την συγκρότηση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα είχε πέσει θύμα του σχήματος που επικρατούσε στην σταλινική αριστερά, περί «καθυστέρησης» και «στρεβλής ανάπτυξης» του ελληνικού καπιταλισμού. Αφού λοιπόν, αυτός ο καπιταλισμός δεν ήταν «κανονικός», έτσι κι η εργατική τάξη είτε δεν υπήρχε είτε δεν ήταν κι αυτή «κανονική»: πιο πολύ ως συνονθύλευμα μικροαστών χωρίς ταξική συνείδηση και με περιστασιακή σχέση με την μισθωτή εργασία αντιμετωπιζόταν. Ο Παντελής Πουλιόπουλος πίσω στα 1934 κατέρριψε αυτά τα σχήματα στο κλασσικό πλέον έργο του «Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα;», απαντώντας στην εγκατάλειψη της στρατηγικής της σοσιαλιστικής επανάστασης από το ΚΚΕ.

Κατά την γνώμη μου, μελέτες σαν της Λ. Παπαστεφανάκη δικαιώνουν τον Πουλιόπουλο, αν και προφανώς ο σκοπός της συγγραφέως δεν ήταν αυτός. Στο βιβλίο, οι δυο βασικές τάξεις της καπιταλιστικής κοινωνίας, οι καπιταλιστές κι οι εργάτες, δεν είναι απλές ποσοτικές αφαιρέσεις, αντίθετα παίρνουν σάρκα κι οστά. Η οικογένεια Ρετσίνα, με τα εργοστάσιά της, τις παντρειές της, τις προσβάσεις της στην πολιτική σκηνή, είναι ο ένας πόλος. Ο άλλος, είναι οι εργάτριες, οι εργάτες που δουλεύουν εκεί.

Όχι μόνο δουλεύουν, αλλά και ζουν, διασκεδάζουν, μεθάνε, πεινάνε και, το σημαντικότερο, παλεύουν. Οι εικόνες που διαπερνάνε το βιβλίο απ’ αυτή την άποψη είναι πολύτιμες και μερικές φορές αποκαλύπτουν πραγματικά «διαμάντια». Οι προσπάθειες των φιλάνθρωπων βιομηχάνων να «σώσουν τα παιδιά από την παραβατικότητα» – δηλαδή να μαντρώσουν τα ορφανά στα εργοστάσιά τους με τη βοήθεια της αστυνομίας, θυμίζουν σκηνές από το σήμερα. Το ίδιο κι οι «εκστρατείες ηθικής» για τους εργάτες που «ξοδεύουν αλόγιστα», και τις «αμφιβόλου ηθικής» γυναίκες.

Οι αγώνες αυτών των ανθρώπων είναι επίσης ένα σημαντικό κομμάτι του βιβλίου – αν και θα ήταν καλύτερα να κατείχαν μια πιο κεντρική θέση. Κι αυτές οι ιστορίες έχουν θαφτεί για δεκαετίες κάτω από το γενικό τίτλο «η νηπιακή περίοδος του εργατικού κινήματος». Κι όμως, το 1921 οι απεργοί κλωστοϋφαντουργοί κι η ΓΣΕΕ δεν πάλευαν μόνο ενάντια στο πετσόκομμα του μεροκάματου και για το ωράριο, αλλά και «επίταξιν» δηλαδή κρατικοποίηση των εργοστασίων.

Ο γραμματέας της ΓΣΕΕ Ε. Ευαγγέλου έγραφε στον «Ριζοσπάστη» καθώς η απεργία έμπαινε στην πιο κρίσιμη φάση της, υποστηρίζοντας τη λύση της επίταξης, μιας και ο πελάτης της επιχείρησης ήταν ο στρατός (δηλαδή το κράτος) και οι δε καταναλωτές των προϊόντων «διατελούν υπό επίταξιν […] πολεμούντες εις άγνωστα εδάφη διά την μεγάλην πατρίδα του κ. Ρετσίνα και των λοιπών μεγαλοβιομηχάνων, οι οποίοι αύριον θα επεκτείνουν τας εργασίας των εις τα διά του αίματος των αδελφών των δυστυχισμένων αυτών εργατριών καταλαμβανόμενα μέρη. Αλλά το κράτος εννοεί να αναμιχθή, δεν εννοεί να θίξει την ιερότητα της ατομικής ιδιοκτησίας». (σελ. 391)

Η πάλη ενάντια στις «ιμπεριαλιστικές προσδοκίες των Ελλήνων κεφαλαιούχων» ήταν από τις πιο ένδοξες στιγμές της αριστεράς και του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα. Και σ’ αυτό το μικρό απόσπασμα συμπυκνώνεται η σχέση ανάμεσα στην εργατική ριζοσπαστικοποίηση, το αντιπολεμικό κίνημα και τις διεθνιστικές επαναστατικές ιδέες που καθόρισαν τα πρώτα χρόνια του εργατικού κινήματος και του ΣΕΚΕ.

Η ανάλυση των τεχνολογικών καινοτομιών και των εργασιακών διαδικασιών μπορεί να φαίνονται βαρετές στον αναγνώστη που δεν έχει συνηθίσει τέτοια διαβάσματα, όμως αξίζουν τον κόπο – αν και ίσως θα ήταν χρήσιμη μια συνολικότερη εισαγωγική άποψη γι’ αυτά τα ζητήματα, για το πώς εννοεί η συγγραφέας δηλαδή την έννοια της τάξης συνολικότερα. Η Λ. Παπαστεφανάκη σωστά επιμένει στην γονιμότητα της ταξικής ανάλυσης και για τα ζητήματα του φύλου, παρόλα αυτά, θα περίμενε κανείς πιο σαφείς απαντήσεις σε κάποια ερωτήματα που τίθενται επίμονα σε τέτοιες συζητήσεις. Για παράδειγμα, πόσο κοινά συμφέροντα είχαν οι εργάτριες με τους εργάτες;

Παρόλες τις παρατηρήσεις, αυτή η μελέτη είναι ιδιαίτερα χρήσιμη και ενδιαφέρουσα, γραμμένη με έναν τρόπο που δεν καθόλου στεγνός. Και μόνο για τα στοιχεία για τους αγώνες εκείνου του κόσμου που δίνει το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί, παρά το μέγεθος και την κάπως τσουχτερή τιμή του.

Τιμή 32€, 497 σελίδες

Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης