Άρθρο
Κυβέρνηση τοξικών απόβλητων. Μπορούμε να τους ανατρέψουμε

Η Μαρία Στύλλου εξηγεί πώς φτάσαμε στην κατάρρευση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και πώς η κυβέρνηση συνεργασίας ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΛΑΟΣ μπορεί να έχει την ίδια τύχη.

Μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Ευρωζώνης οι πολιτικές εξελίξεις είναι ραγδαίες στην Ελλάδα, στην Ιταλία και μέσα στον Νοέμβρη και στην Ισπανία όπου θα γίνουν εκλογές και θα χάσουν οι Σοσιαλιστές.

Στην Ελλάδα, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ συμφώνησαν για κοινή κυβέρνηση που θα έχει στόχο την ψήφιση της Συμφωνίας για το «κούρεμα» του χρέους, την ψήφιση του προϋπολογισμού για το 2012 και την εφαρμογή του προϋπολογισμού του 2011, που ξεπερνάει το έλλειμμα του 8% που είχαν συμφωνήσει με την Τρόικα. Αυτό σημαίνει έκτακτα μέτρα ξανά και ένα νέο Μνημόνιο.

Η κυβέρνηση του Παπαδήμου μπορεί να είναι μεταβατική, αλλά έχει στο πρόγραμμα της να περάσει όλα τα μέτρα που δεν κατάφερε το ΠΑΣΟΚ μέχρι τώρα. Να εφαρμόσει την εφεδρεία και τις απολύσεις, να ιδιωτικοποιήσει τα φιλέτα των ΔΕΚΟ, να επιβάλει σκληρές περικοπές στην Υγεία, στις συγκοινωνίες και σε όλη την κοινή ωφέλεια. Είναι η επιλογή της κυρίαρχης τάξης, ότι η Ελλάδα πρέπει να μείνει στο ευρώ. Ο Παπαδήμος ξέρει τι χρειάζεται για να μείνει στο ευρώ, ήταν ο ίδιος διοικητής της Τράπεζας Ελλάδος με πρωθυπουργό τον Σημίτη, όταν η Ελλάδα μπήκε στο ευρώ. Μετά απ’ αυτή την «επιτυχία του» πήρε μετάθεση και έγινε υποδιοικητής της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας με διοικητή τον Τρισέ.

Όμως όλο το πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης είναι «ασκήσεις επί χάρτου». Η κυβέρνηση του Παπανδρέου ανατράπηκε γιατί απέναντι της είχε την πιο ισχυρή εργατική αντίσταση. Μετά από τις Πανεργατικές του Οκτώβρη και την επόμενη του «θριάμβου» από τη συμφωνία για το κούρεμα, αυτή η αντίσταση μετέτρεψε τις στρατιωτικές και μαθητικές παρελάσεις σε μεγάλα αντικυβερνητικά συλλαλητήρια. Μ’ αυτό το κίνημα έχει να συγκρουστεί και η νέα κυβέρνηση και γι’ αυτό η ζωή της μπορεί να είναι συντομότερη απ’ ό,τι λογαριάζουν. Είναι επιτακτικό να πιάσουμε το νήμα, από ’κει που το άφησε η 48ωρη Πανεργατική του Οκτώβρη.

Κρίση ευρώ, κρίση χρέους και οικονομική ύφεση

Τις μέρες αυτές συμβαίνουν παράλληλα δυο γεγονότα που δείχνουν ότι η διάλυση της Ευρωζώνης δεν είναι μια προοπτική εξωπραγματική. Από τη μια τα επιτόκια των δεκαετών ιταλικών ομολόγων ανέβηκαν στο 7,5% και από την άλλη η είδηση ότι υπάρχει πτώση της παραγωγής στη Γερμανία. Οι Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς είχαν την Τρίτη άρθρο με τίτλο «Η πτώση της γερμανικής παραγωγής δείχνει προς την ύφεση του Μπλοκ» και εξηγεί ότι: «Η ύφεση στην Ευρωζώνη μοιάζει αναπόφευκτη μέχρι το τέλος της χρονιάς και θα είναι σκληρή. Αυτό θα συμβεί ακόμα και εάν η κρίση χρέους της περιοχής δεν ενταθεί». Την επόμενη αυτού του άρθρου η κρίση χρέους εντάθηκε στην Ιταλία και τώρα τρέχουν να προλάβουν και τα δυο.

Αυτές οι εξελίξεις έχουν προκαλέσει πανικό και μεγαλύτερους καυγάδες στην οικονομική ελίτ της Ευρώπης. Οργανώνουν συσκέψεις με όλα τα σενάρια ανοιχτά για το ευρώ. Όχι μόνο εάν η Ελλάδα θα μείνει μέσα ή θα βγει από το ευρώ, αλλά εάν θα πρέπει να προχωρήσουν στη δημιουργία μιας μικρότερης Ευρωζώνης, που θα είναι αντίστοιχη με την ΕΟΚ των 6 μελών κρατών, το 1959! Όλα αυτά βέβαια είναι σενάρια, γιατί η ύφεση απειλεί με χρεοκοπία όχι μόνο τις ελληνικές τράπεζες αλλά τις μεγαλύτερες τράπεζες της Ευρώπης και της Αμερικής.

Η σύνοδος των G20 στις Κάννες δεν μπόρεσε να καταλήξει σε συμφωνία για τα πακέτα διάσωσης προς τα διάφορα κράτη. Το EFSF χρειάζεται τουλάχιστον 1 τρις ευρώ για να διαχειριστεί μια «διάσωση» της Ιταλίας, με ανοιχτή την ανάγκη και για αλλού.

Η απάντηση της Γερμανίας είναι: η Ιταλία να κόψει το λαιμό της, λεφτά δεν υπάρχουν, βγάλτε κυβέρνηση που να μπορέσει να προχωρήσει σε σκληρά μνημόνια για να πληρώσετε τα χρέη στις τράπεζες. Είναι ενδεικτικό των εξελίξεων ότι ο Μυνχάου (βασικός σχολιαστής στους Φ.Τ.) χαρακτήρισε την προοπτική σαν μια «μη ηθελημένη διάσπαση της Ευρωζώνης».

Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, η συμφωνία για «κούρεμα» 50% του ελληνικού χρέους βρίσκεται στον αέρα. Το μόνο που έχει η ελληνική κυβέρνηση στο χέρι είναι τα ασφαλιστικά ταμεία που υποχρεώνονται μέσα από τη συμφωνία να δεχτούν το κούρεμα. Το τι θα συμβεί με τις τράπεζες που έχουν ελληνικά ομόλογα, εξαρτάται από το πρόγραμμα «επανακεφαλαιοποίησης» των τραπεζών. Εάν στις 27 Οκτώβρη αυτή η προοπτική έμοιαζε εφικτή, μετά τη σύνοδο των G20 και τις εξελίξεις στην Ιταλία, όλα παίζονται. Εάν το κούρεμα 21% της σύμβασης του καλοκαιριού έμοιαζε δύσκολο, μπορεί η συμφωνία με τις τράπεζες για το 50% να μην πραγματοποιηθεί ποτέ.

Η ελπίδα τους, ότι το «κούρεμα» θα γλυκάνει τα νέα μνημόνια και τα νέα προγράμματα λιτότητας όχι μόνο είναι αδιέξοδη, αλλά θα αντιμετωπίσει την εργατική αντίσταση, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλη την Ευρώπη.

Κρίση – πόλωση

Το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές πριν δυο χρόνια (Οκτώβρης 2009), με 11% διαφορά από τη Ν.Δ. Ήταν ένα μεγάλο σκορ για το ΠΑΣΟΚ, και μια μεγάλη ήττα για την Ν.Δ., που έπεσε στο χαμηλότερο σημείο και μετά από λίγο έχασε και τον αρχηγό.

Ο Σαμαράς κέρδισε την ηγεσία, παίζοντας το χαρτί του αντιμνημονιακού ηγέτη. Στήριγμα του ήταν τα συνδικαλιστικά στελέχη της ΔΑΚΕ που είχαν συγκρουστεί με την κυβέρνηση του Καραμανλή στα μέτρα λιτότητας. Η δήλωση του Σαμαρά ότι «εγώ δεν θα αφήσω το πεζοδρόμιο να είναι η αντιπολίτευση στο Μνημόνιο» τον έκανε ηγέτη της λαϊκής δεξιάς και έδωσε τη δυνατότητα στη Ν.Δ. να βλέπει τα ποσοστά της στα γκάλοπ να ξεπερνάνε αυτά του ΠΑΣΟΚ. Αυτό ήταν μια θετική εξέλιξη για την κυρίαρχη τάξη στην Ελλάδα, όχι γιατί δεν εμπιστεύονταν την κυβέρνηση του ΓΑΠ, αλλά γιατί εξασφάλισε ότι το κόμμα της παραδοσιακής δεξιάς ξαναμεγάλωσε.

Ο ρόλος που έπαιξαν τα οικονομικά αδιέξοδα και η συνεχής επιδείνωση της οικονομικής κρίσης στην κατάρρευση της κυβέρνησης Παπανδρέου είναι αναμφισβήτητος. Όμως αυτό δεν μπορεί να επισκιάσει τον καθοριστικό παράγοντα που μετατρέπει την οικονομική κρίση σε πολιτική, δηλαδή την ένταση και την έκταση της εργατικής αντίστασης.

Όταν τον περασμένο Ιούνη ο ΓΑΠ έφτασε για πρώτη φορά στο σημείο να δηλώνει έτοιμος να παραιτηθεί, η Βουλή ήταν περικυκλωμένη από τους «αγανακτισμένους» της Πλατείας μαζί με τους απεργούς της μεγαλύτερης μέχρι τότε απεργιακής έκρηξης με 24ωρη απεργία στις 15 Ιούνη και 48ωρη λίγο πιο μετά. Πολλοί σχολιαστές μέσα στο καλοκαίρι εκτιμούσαν ότι αφού ο Παπανδρέου επιβίωσε από εκείνη την καμπή, θα μπορούσε πλέον να συνεχίσει να κυβερνάει. Άλλωστε ο ίδιος τότε δήλωνε ότι οι εκλογές θα γίνουν το 2013.

Σε αυτή την κατεύθυνση μπορούσε να επικαλείται δυο πράγματα. Πρώτο, την τότε συμφωνία της ΕΕ για «μείωση» του χρέους κατά 21% και δεύτερο τη στήριξη του «όλου ΠΑΣΟΚ» με την αναβάθμιση του Βενιζέλου σε αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και επικεφαλής του οικονομικού επιτελείου. Αν οι οικονομικές εξελίξεις τίναξαν το πρώτο στον αέρα πολύ γρήγορα με την επιδείνωση της ύφεσης μέσα στον Αύγουστο, οι εργατικές κινητοποιήσεις έκαψαν τα πολιτικά αποθέματα ακόμη πιο γρήγορα. Ήδη ο Σεπτέμβρης έδωσε τα προμηνύματα με τις φοιτητικές καταλήψεις και το μεγαλύτερο συλλαλητήριο που είχε γίνει ποτέ στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και ο Οκτώβρης έδωσε τη χαριστική βολή.

Το απεργιακό κύμα του Οκτώβρη δεν ήταν «μόνο» επιβεβαίωση ότι η εργατική αντίσταση δεν έχει εκτονωθεί. Ήταν και απόδειξη ότι παίρνει πιο προχωρημένα χαρακτηριστικά.

Το πρώτο χαρακτηριστικό ήταν η πρωτοφανέρωτη μαζικότητα. Ποτέ άλλοτε οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των διαδηλωτών την πρώτη μέρα της 48ωρης πανεργατικής δεν είχαν φτάσει σε μισό εκατομμύριο στους δρόμους της Αθήνας και άλλους τόσους στις άλλες πόλεις της υπόλοιπης Ελλάδας.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό ήταν η μαζική διάθεση για κλιμάκωση. Από τις 5 Οκτώβρη με την απεργία της ΑΔΕΔΥ μέχρι τις 28 Οκτώβρη με την έκρηξη στις παρελάσεις, είχαμε πολυήμερες απεργίες στους Δήμους, στα καράβια, σε οργανισμούς και υπουργεία. Στο παρελθόν οι πανεργατικές ήταν κορυφώσεις που σηματοδοτούσαν ένα τέρμα των κινητοποιήσεων. Τώρα ήταν κορυφή ενός κύματος με απειλητικές για τους από πάνω διαστάσεις.

Και το τρίτο χαρακτηριστικό ήταν η ριζοσπαστικοποίηση. Τον Ιούνη δίπλα στις απεργίες είχαμε καταλήψεις πλατειών. Τώρα είχαμε καταλήψεις υπουργείων. Στις προηγούμενες κινητοποιήσεις είχαμε τα ΜΑΤ να διαλύουν συγκεντρώσεις. Στις 28 Οκτώβρη είχαμε τον κόσμο να τρέπει σε φυγή υπουργούς, στρατηγούς, κάθε λογής αξιωματούχους, ακόμη και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Όλα αυτά δεν έπεσαν από τον ουρανό. Ήρθαν σαν προχωρήματα μέσα από τις εμπειρίες χιλιάδων εργαζόμενων και νεολαίων όλα τα προηγούμενα χρόνια. Τα παπαγαλάκια των κυρίαρχων απόψεων μπορεί να θέλουν τη μνήμη μας βραχύβια, αλλά εμείς δεν ξεχνάμε. Η έκρηξη του Οκτώβρη έγινε από ανθρώπους που κουβαλάνε εμπειρίες από το κίνημα για το Αρθρο 16 και τις φοιτητικές καταλήψεις του 2006-07, για να μην πάμε πιο πίσω. Από τις πανεργατικές για το ασφαλιστικό του Μαγγίνα και της Πετραλιά και από τον Δεκέμβρη του 2008 που άνοιξε την πόρτα της εξόδου για τον Καραμανλή. Και βέβαια από τις 16 πανεργατικές της διετίας του ΓΑΠ.

Χάρη σε αυτές τις εμπειρίες τα ρεφλέξ του κόσμου κάθε φορά που ανακοινώνονται νέα μέτρα είναι να ψάξει πώς μπορεί να τα σταματήσει και σε κάθε νέο γύρο να βρίσκει νέους πιο προχωρημένους τρόπους. Παλιότερα, πανεργατική απεργία σήμαινε ότι οι εργαζόμενοι δεν πάνε για δουλειά, αλλά οι περισσότεροι αξιοποιούν τη μέρα σαν αργία, για να ξεκουραστούν και να χαλαρώσουν μαζί με τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Μια μειοψηφία ένιωθε την ανάγκη να κατέβει και στα απεργιακά συλλαλητήρια. Τώρα αυτό το κομμάτι όχι μόνο μεγαλώνει αλλά και ξαναθυμάται τι σημαίνει συνέλευση, απεργιακή επιτροπή, ρήξη με ηγεσίες, κλιμάκωση.

Αυτή η πορεία του κόσμου ήταν που σήμανε το ροκάνισμα της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ, καθώς μετά τη Σοφία Σακοράφα και το Δημαρά την άνοιξη του 2010, όλο και περισσότεροι καταλάβαιναν ότι δεν ήταν η «τελευταία φορά» που αναγκάζονταν να ξεφτιλιστούν ψηφίζοντας νέα μνημόνια και νέα μέτρα. Μετά την 28 Οκτώβρη, ο πανικός πήρε τέτοιες διαστάσεις που ανάγκασε τον ΓΑΠ να ξεκινήσει τις μοιραίες «πολιτικές πρωτοβουλίες» που κατάληξαν στην πτώση του.

Η πρωτοβουλία για δημοψήφισμα μπορούσε θεωρητικά να είναι ένα όπλο για συσπείρωση του αστικού στρατόπεδου και πολιτική επίθεση κατά των εργατικών αντιστάσεων. Θα ήταν ένας τρόπος για να πουν ότι «εμείς

εκφράζουμε την πλειοψηφία και οι μαχητικές μειοψηφίες που αντιδρούν πρέπει να υποταχτούν». Μόνο που όλοι – διεθνή χρηματιστήρια, ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, η ΝΔ και οι πιο πολλοί υπουργοί και βουλευτές του ΠΑΣΟΚ – εκτίμησαν ότι η «σιωπηλή πλειοψηφία» που θα ήθελε ο ΓΑΠ δεν υπάρχει. Όλοι είχαν την εκτίμηση ότι ένα δημοψήφισμα θα έδινε την ευκαιρία στον κόσμο να καταγράψει ένα μαζικό ΟΧΙ και θα οδηγούσε σε μια πολιτική ήττα της κυρίαρχης τάξης μέσα σε συνθήκες ακραίας ταξικής πόλωσης. Έτσι διαμορφώθηκε το εναλλακτικό σενάριο ότι αυτός που φεύγει είναι ο Παπανδρέου και η συσπείρωση του αστικού στρατόπεδου επιχειρείται με μια κυβέρνηση «εθνικής ευθύνης», την κυβέρνηση Παπαδήμου.

Ρίσκο

Τίποτε δεν εγγυάται στην κυρίαρχη τάξη ότι αυτή η νέα πολιτική πρωτοβουλία θα πετύχει. Το αντίθετο ισχύει, η συγκυβέρνηση των δυο βασικών κομμάτων της με επικεφαλής έναν τραπεζίτη και συμμετοχές από φασίστες της ακροδεξιάς μέσα σε συνθήκες κρίσης και πόλωσης είναι ένα ρίσκο.

Η άρχουσα τάξη ελέγχει το κράτος, το στρατό, την αστυνομία, τα δικαστήρια και τις φυλακές, αλλά δεν διατηρεί τον έλεγχο μόνο με αυτά. Ούτε μόνο με τα ΜΜΕ. Έχει ανάγκη τα πολιτικά κόμματα που είναι θεσμοί απαραίτητοι για την οργάνωση της κοινωνικής συναίνεσης.

Ο Γκράμσι έγραφε ότι η αστική ηγεμονία είναι σαν τον Κένταυρο, μισή ζώο και μισή άνθρωπος. Πέρα από την κτηνώδη βία των μηχανισμών καταστολής και της οικονομικής κρατικής γραφειοκρατίας, χρειάζεται τρόπους για να συνδέεται με την αντιφατική συνείδηση της εργατικής τάξης. Οι εργάτες σαν τάξη αλλά και κάθε εργάτης ατομικά κουβαλάει αντιφατικές ιδέες. Ένα μέρος προέρχεται από τη θέση του στην παραγωγή και από την εμπειρία των συγκρούσεων που προκαλεί η εκμετάλλευση. Αλλά ένα άλλο μέρος προέρχεται από τη θέση του σαν «κατώτερη τάξη» μέσα στην κοινωνία: η οικογένεια, το σχολείο, η εκκλησία, η στρατιωτική θητεία, όλα του μαθαίνουν ότι η αντίσταση έχει όρια, το πιο ρεαλιστικό είναι να αποδεχθεί τη μοίρα του.

Αυτό το δεύτερο μισό της εργατικής συνείδησης μπορεί να το καλλιεργούν θεσμοί της αστικής κοινωνίας, αλλά η άρχουσα τάξη δεν το εισπράττει αυτόματα. Χρειάζεται τη μεσολάβηση των πολιτικών κομμάτων που παίζουν καίριο ρόλο στο να μεταφράζουν τα υποτελή στοιχεία της εργατικής συνείδησης σε συναίνεση, αν όχι συμμετοχή στις πολιτικές πρωτοβουλίες της άρχουσας τάξης.

Οι κυρίαρχοι κύκλοι των καπιταλιστών επιλέγουν τα πολιτικά κόμματα που ευνοούν με δυο κριτήρια. Ένα πρώτο κριτήριο είναι το οικονομικό τους πρόγραμμα και πόσο συμβαδίζει με την κερδοφορία του κεφάλαιου. Αυτό παίζει βασικό ρόλο. Η Νέα Δημοκρατία έχει κορώνα της το γεγονός ότι είναι η «παράταξη που έβαλε την Ελλάδα στην Ευρώπη», αρχίζοντας από τη σύνδεση με την ΕΟΚ πριν πενήντα χρόνια και περνώντας από το Μάαστριχτ. Η κερδοφορία του ελληνικού καπιταλισμού πατάει πάνω σε αυτή την κολώνα και η υιοθέτησή της ήταν όρος για να γίνει και το ΠΑΣΟΚ κυβερνητικό κόμμα, όπως και έγινε σε βαθμό μάλιστα να είναι το κόμμα που πέτυχε την ένταξη στην Ευρωζώνη.

Ωστόσο υπάρχει ένα δεύτερο κριτήριο και αυτό είναι η δυνατότητα ελέγχου της εργατικής τάξης. Κανένα οικονομικό πρόγραμμα δεν μπορεί να περπατήσει χωρίς αυτόν τον έλεγχο, ο οποίος εξασφαλίζεται με διαφορετικούς τρόπους σε διαφορετικές στιγμές της ταξικής πάλης. Στις συνθήκες της Μεταπολίτευσης, με την εργατική τάξη να έχει κατακτήσει συνδικάτα και μεγάλα οργανωμένα τμήματα, η εξασφάλιση του ελέγχου πάνω σε αυτά έπαιξε και παίζει σημαντικό ρόλο. Γι’ αυτό άλλωστε το ΠΑΣΟΚ που είχε το προβάδισμα σε αυτόν τον τομέα αναδείχθηκε σε κυβερνητικό κόμμα στο μεγαλύτερο διάστημα αυτής της περιόδου.

Ακόμα και στο ξεκίνημα της διετίας του ΓΑΠ υπήρχαν οι ελπίδες ότι το ΠΑΣΟΚ μπορούσε να εκτονώσει την εργατική οργή χάρη στη σχέση του με τα συνδικάτα και να βάλει πίεση πάνω στην αριστερά. Μην ξεχνάμε ότι αυτές οι πιέσεις προκάλεσαν τη διάσπαση του Συνασπισμού, με την πτέρυγα Κουβέλη να αποχωρεί με προσανατολισμό μια μεγαλύτερη συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ.

Οι σημερινές εξελίξεις καίνε αυτά τα χαρτιά. Το ΠΑΣΟΚ μπαίνει στην κυβέρνηση Παπαδήμου κατακερματισμένο και αποδυναμωμένο από τις συνεχείς αποχωρήσεις όχι τόσο βουλευτών όσο συνδικαλιστών σε όλα τα επίπεδα. Η ΝΔ μπαίνει επίσης διχασμένη και αφού θυσίασε την «αντιμνημονιακή» δημαγωγία που την έκανε να προηγείται στις δημοσκοπήσεις. Η συμμετοχή του ΛΑΟΣ είναι μια ακόμη πρόκληση για την αριστερά αλλά και για χιλιάδες εργαζόμενους και νεολαίους που ανατριχιάζουν στη θύμηση της Χούντας. Ο κόσμος φώναζε «η Χούντα δεν τελείωσε το 73» με υπουργούς ΠΑΣΟΚ, τώρα τι να του πουν οι υπουργοί-απόγονοι των Πλεύρηδων και των Γεωργαλάδων;

Οι «Μεγάλοι Συνασπισμοί» με κοινές κυβερνήσεις των βασικών κομμάτων της άρχουσας τάξης έχουν τη δική τους ιστορία. Στη Βρετανία, η κυβέρνηση Μακ-Ντόναλντ, συγκυβέρνηση Εργατικών-Συντηρητικών στην αρχή της κρίσης του 1930, είχε πίσω της την ήττα της Γενικής Απεργίας του 1926. Τώρα τέτοιες κρίσιμες μάχες είναι μπροστά μας και όχι πίσω μας. Στη Γερμανία, οι συγκυβερνήσεις Χριστιανοδημοκρατών και SPD πάντοτε λειτούργησαν σαν μεταβάσεις προς κυβερνήσεις του ενός ή του άλλου κόμματος, παλιά προς τον Χέλμουτ Σμιτ, πρόσφατα προς τη Μέρκελ, αλλά μέσα σε συνθήκες που ούτε οι οικονομικές κρίσεις ούτε τα κινήματα δεν είχαν πάρει τις σημερινές διαστάσεις. Ως ένα βαθμό, το ίδιο ισχύει και για την ελληνική εμπειρία της Οικουμενικής του Ζολώτα. Η «μεταβατική» κυβέρνηση Παπαδήμου δεν ξέρει πού οδηγεί η δική της μετάβαση.

Οι μάχες μπροστά

Η αριστερά σήμερα ξεκινάει από διαφορετική αφετηρία σε σύγκριση με το 1989. Όχι μόνο γιατί το άθροισμα των σημερινών ποσοστών της υπερβαίνει κατά πολύ την εκλογική δύναμη του ενιαίου Συνασπισμού τότε. Αλλά και γιατί καμιά πτέρυγά της αυτή τη στιγμή δεν έχει αποδεχθεί τη συμμετοχή στη συγκυβέρνηση όπως είχε γίνει τότε. Ούτε καν η Δημοκρατική Αριστερά του Κουβέλη που ήταν πρώτη στη σειρά για να επαναλάβει τα παλιά λάθη.

Αυτό είναι δύναμη για το κίνημα που αντιστέκεται και πρόβλημα για την άρχουσα τάξη. Ακόμη και οι εκλογές που υπόσχεται η νέα συγκυβέρνηση δεν θα είναι εύκολη διέξοδος για τη δική τους μεριά, γιατί μπορεί να καταγράψουν μια μεγάλη άνοδο της αριστεράς.

Υπάρχουν φωνές σε ευρωπαϊκό επίπεδο που διαπιστώνουν με αγωνία αυτά τα προβλήματα. Ένας από τους κορυφαίους αρθρογράφους των Financial Times, o Lionel Barber αναρωτιόταν μετά τις εξελίξεις με Παπαδήμο στην Ελλάδα και Μάριο Μόντι στην Ιταλία μήπως η Ευρώπη έχει φτάσει να «φοβάται τις εκλογές»! Οι δημοσιογραφικές διαρροές από τις Κάννες που ισχυρίζονταν ότι Παπανδρέου, Μέρκελ και Σαρκοζί συζήτησαν και περί απειλής στρατιωτικού πραξικοπήματος στην Ελλάδα είναι άλλη μια ένδειξη του ίδιου προβλήματος. Μπορεί να διαψεύστηκαν, αλλά η συνέχεια είναι η συμμετοχή φασιστών του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμου. Είναι νωρίς για να αναδεικνύονται κίνδυνοι σαν αυτούς που κατέλυσαν τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης στην προηγούμενη μεγάλη κρίση του καπιταλισμού, αλλά αλίμονο αν φτάσουμε να διαπιστώνουμε ότι είναι αργά! Η πάλη ενάντια στη φασιστική απειλή και κάθε αντιδημοκρατική εκτροπή είναι ανάμεσα στα πρώτα καθήκοντα της αριστεράς στη νέα φάση.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η αριστερά πρέπει να στηρίζει τις ελπίδες της στις εκλογές και να τις κάνει σημαία της. Οι εκλογές στην καλύτερη για τη δική μας μεριά περίπτωση θα καταγράψουν μια πολιτική ήττα για τα κόμματα της άρχουσας τάξης, την οποία το εργατικό κίνημα θα πρέπει να αξιοποιήσει χωρίς αυταπάτες για κοινοβουλευτικές λύσεις. Μόνο σαν μεγαλύτερη δύναμη για το «πεζοδρόμιο» πρέπει να αντιμετωπίζουμε αυτή την προοπτική.

Το κέντρο των προσπαθειών μας πρέπει να είναι η οργάνωση της δύναμης των εργατών στους χώρους δουλειάς, τόσο σαν άμεσος στόχος όσο και σαν στρατηγικός.

Άμεσα γιατί η κυβέρνηση Παπαδήμου θα προσπαθήσει να υλοποιήσει τις περικοπές, τις απολύσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις που είχε αναλάβει σαν δεσμεύσεις η κυβέρνηση Παπανδρέου. Πριν ακόμα φτάσουμε στις μάχες για το επόμενο μνημόνιο που θα συνοδεύει τη Συνθήκη του «κουρέματος» που είναι το βασικό περιεχόμενο της κυβέρνησης Παπαδήμου, έχουμε να συνεχίσουμε τις μάχες για να μην περάσει η «εφεδρεία», να σώσουμε Νοσοκομεία και ΕΡΤ, να προστατέψουμε μισθούς και συντάξεις από τη διάλυση των συλλογικών συμβάσεων και τη λεηλασία των ασφαλιστικών ταμείων. Το σύνθημα «καμιά αναμονή, καμιά ανακωχή» για μια προεκλογική περίοδο διαρκείας είναι άμεση προτεραιότητα. Η προσπάθεια της συγκυβέρνησης να περάσει προϋπολογισμό και να επικυρώσει τη Συνθήκη με την Τρόικα πρέπει να βρει άμεσα μπροστά της απεργίες και καταλήψεις, ένα κύμα συνέχειας και κλιμάκωσης του Οκτώβρη.

Αυτό απαιτεί ενίσχυση των μορφών οργάνωσης της βάσης που άρχισαν να αναδεικνύονται μέσα στους εργατικούς χώρους. Οι υποσχέσεις του Καστανίδη με τις οποίες τερματίστηκε η απεργία στους Δήμους ποτέ δεν είχαν αξιοπιστία, τώρα ακόμη λιγότερο: η μόνη εγγύηση ενάντια στις απολύσεις και την ιδιωτικοποίηση της καθαριότητας είναι οι επιτροπές και οι συντονισμοί που έδωσαν τη μάχη τον Οκτώβρη και θα χρειαστεί να την επαναλάβουν. Το ίδιο ισχύει για τις καταλήψεις των υπουργείων και τις κινητοποιήσεις στους οργανισμούς που αντιμετωπίζουν την εφεδρεία. Κανένα νοσοκομείο δεν πρέπει να βρεθεί απέναντι στο λεπίδι του υπουργού Υγείας χωρίς μια επιτροπή αγώνα βγαλμένη από τη συνέλευση των εργαζόμενων.

Κάθε άμεσο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση βοηθάει και τη μακροπρόθεσμη προοπτική του κινήματος. Το χρέος δεν μπορεί να πληρωθεί, αυτό το ομολογούν πια όλοι. Το αίτημα για διαγραφή του χρέους σαν εργατική εναλλακτική λύση απέναντι στα «κουρέματα» ΕΕ και ΔΝΤ προβάλει επιτακτικά. Μια τέτοια διαγραφή δεν μπορεί να την κάνει καμιά κυβέρνηση, μπορεί να επιβληθεί μόνο από τα κάτω, με τη δύναμη του κινήματος, με τον εργατικό έλεγχο στις τράπεζες και στα λογιστήρια όλων των μεγάλων επιχειρήσεων. Ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα εξόδου από την κρίση δεν μπορεί να είναι απλά και μόνο μια προεκλογική υπόσχεση από τη μεριά της αριστεράς. Για να γίνει πράξη απαιτεί την ανάδειξη και την οργάνωση του εργατικού ελέγχου βήμα – βήμα μέσα στους αγώνες σε κάθε χώρο δουλειάς.

Η ολοκλήρωση μιας τέτοιας πορείας οδηγεί σε συνθήκες επαναστατικές. Η αριστερά πρέπει να έχει στον ορίζοντά της την επιστροφή των επαναστάσεων στην επικαιρότητα. Η Αίγυπτος μας έστειλε αυτό το μήνυμα από την αρχή της φετινής δραματικής χρονιάς που όλες οι εξελίξεις της τείνουν προς το ότι «οι από πάνω δεν μπορούν να κυβερνούν όπως παλιά και οι από κάτω δεν θέλουν να συνεχίσουν να κυβερνιούνται όπως παλιά». Αυτός είναι ο κλασικός ορισμός του Λένιν για μια επαναστατική κατάσταση.

Η επανάσταση δεν είναι υπόθεση μιας «μεγάλης νύχτας», ούτε ενός «ντου» στη Βουλή. Είναι μια κοινωνική διαδικασία μέσα από την οποία η εργατική τάξη αναδεικνύεται σαν ηγεμονική δύναμη στην κοινωνία. Και το 1917 στη Ρωσία από το Φλεβάρη στον Οκτώβρη και το 1918-1923 στη Γερμανία, ήταν μια διαδικασία γεμάτη μάχες, οικονομικές και πολιτικές. Άλλες κερδισμένες και άλλες χαμένες, αλλά όλες μαζί ήταν βήματα για τη συγκρότηση των εργατών σε δύναμη που μπορεί να ανατρέψει τον καπιταλισμό και να φέρει μια νέα κοινωνία απελευθέρωσης της ανθρωπότητας.

Θέλουμε μια αριστερά που να έχει στο μυαλό της και στην καρδιά της αυτή την προοπτική. Ξεκινάμε αυτή την κρίσιμη προσπάθεια έχοντας για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες ένα ανοιχτά αντικαπιταλιστικό και επαναστατικό τμήμα της αριστεράς, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΣΕΚ. Ας μπούμε στις κρίσιμες μάχες ενάντια στη συγκυβέρνηση με όλες μας τις δυνάμεις.