Βιβλιοκριτική
Κ. Μαρξ- Φ. Ένγκελς: Για τη Θρησκεία συλλογή κειμένων και έργων

Εξώφυλλο του τευχους 75

Κριτική και εξήγηση

Μπορεί να βρισκόμαστε στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, αλλά το ζήτημα της θρησκείας εξακολουθεί να βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Οι θεωρίες περί «θρησκευτικών πολέμων», η ισλαμοφοβία και το σκίσιμο του Κορανίου, το σκάνδαλο του Βατοπεδίου και το παραεκκλησιαστικό

κύκλωμα, ο χωρισμός κράτους - εκκλησίας, η νίκη της Χαμάς αλλά και η χριστιανική δεξιά του Μπους είναι μερικές από τις αφορμές που ξανανοίγουν όλα τα ερωτήματα για το ρόλο της θρησκείας.

Έναν ασφαλή οδηγό για τις απαντήσεις αυτές μπορεί να αποτελέσει η έκδοση των κειμένων του Καρλ Μαρξ και του Φρίντριχ Ένγκελς για τη θρησκεία που δίνουν μια πολύ σαφή και ολοκληρωμένη εικόνα τόσο για την μαρξιστική κριτική απέναντι στη θρησκεία όσο και για την εξήγηση του φαινομένου της θρησκείας και της ιστορικής της διαδρομής (κυρίως του χριστιανισμού). Από τη διδακτορική διατριβή του νεαρού Μαρξ (1841) ως τα άρθρα του Ένγκελς «για την ιστορία του πρώιμου χριστιανισμού» (1894-95), μέσα από τα 22 συνολικά κείμενα και αποσπάσματα (από την αλληλογραφία μεταξύ τους μέχρι το ίδιο το Κομμουνιστικό Μανιφέστο) όχι μόνο δίνεται το σαφές περίγραμμα των θέσεών τους απέναντι στη θρησκεία, αλλά ταυτόχρονα ξεδιπλώνεται ένα χαρακτηριστικό κομμάτι των φιλοσοφικών και ιστορικών τους κειμένων και επιδεικνύεται με επιδέξιο τρόπο η εφαρμογή του ιστορικού υλισμού.

Γιατί χρειάζεται όμως η κριτική στη θρησκεία; Την απάντηση δίνει ο ίδιος ο Μαρξ «…ο αγώνας εναντίον της θρησκείας είναι έμμεσα ο αγώνας εναντίον του κόσμου του οποίου πνευματικό άρωμα είναι η θρησκεία… Το να καταργήσεις τη θρησκεία ως την απατηλή ευτυχία του λαού σημαίνει ότι απαιτείς την πραγματική ευτυχία του. Η απαίτηση να εγκαταλειφθούν οι αυταπάτες για την υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων είναι η απαίτηση να εγκαταλειφθεί μια κατάσταση πραγμάτων που έχει ανάγκη τις αυταπάτες… Ετσι η κριτική του ουρανού μετατρέπεται σε κριτική της γης, η κριτική της θρησκείας σε κριτική του δικαίου και η κριτική της θεολογίας σε κριτική της πολιτικής».

Για τον Μαρξ, «η βάση της άθρησκης κριτικής είναι: ο άνθρωπος κάνει τη θρησκεία, δεν κάνει η θρησκεία τον άνθρωπο… Όμως ο άνθρωπος δεν είναι αφηρημένο ον που έχει κατασκηνώσει έξω από τον κόσμο. Ο άνθρωπος είναι ο κόσμος του ανθρώπου, το κράτος, η κοινωνία. Αυτό το κράτος, αυτή η κοινωνία παράγουν τη θρησκεία, μια ανεστραμμένη συνείδηση του κόσμου, επειδή είναι ανεστραμμένος ο κόσμος». Στην πραγματικότητα το θρησκευτικό αίσθημα είναι κοινωνικό προϊόν. «Τα φαντάσματα που σχηματίζονται στο ανθρώπινο μυαλό είναι αναγκαστικά εξάχνωση της υλικής διαδικασίας της ζωής, η οποία επαληθεύεται εμπειρικά και συνδέεται με υλικές προϋποθέσεις. Έτσι η ηθική, η θρησκεία, η μεταφυσική, όλη η υπόλοιπη ιδεολογία και οι αντίστοιχες μορφές συνείδησης δεν διατηρούν πια την επίφαση ανεξαρτησίας… Δεν καθορίζει η συνείδηση τη ζωή, αλλά η ζωή καθορίζει τη συνείδηση».

Ποιός όμως είναι ο κοινωνικός ρόλος της θρησκείας; Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για τον αντιδραστικό ρόλο της εκκλησίας και η πολεμική του Μαρξ απέναντι σε αυτούς που επικαλούνταν τις «κοινωνικές αρχές του χριστιανισμού» είναι αμείλικτη: «οι κοινωνικές αρχές του χριστιανισμού δικαιολόγησαν τη δουλεία της αρχαιότητας, δόξασαν τη δουλοπαροικία του μεσαίωνα και είναι ικανές, σε περίπτωση ανάγκης, να υπερασπιστούν την καταπίεση του προλεταριάτου, έστω και με εκφράσεις συμπόνιας… Οι κοινωνικές αρχές του χριστιανισμού κηρύσσουν την ανάγκη να υπάρχουν μία κυρίαρχη και μία καταπιεζόμενη τάξη και το μόνο που έχουν να προσφέρουν στην τελευταία είναι η ευσεβής ευχή να είναι φιλάνθρωπη η κυρίαρχη τάξη… Οι κοινωνικές αρχές του χριστιανισμού είναι δουλοπρεπείς και υποκριτικές, ενώ το προλεταριάτο είναι επαναστατικό».

Από την άλλη όμως ο Μαρξ αναγνωρίζει πως «η θρησκευτική αγωνία είναι ταυτοχρόνως έκφραση πραγματικής αγωνίας και διαμαρτυρία εναντίον της πραγματικής αγωνίας. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεσμένου πλάσματος, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, ακριβώς όπως είναι το πνεύμα των χωρίς πνεύμα συνθηκών. Είναι το όπιο του λαού». Αυτό το διάσημο απόσπασμα αναδεικνύει το διπλό ρόλο της θρησκείας, ως μέσο αποχαύνωσης αλλά και ανακούφισης για τους καταπιεσμένους. Γι’αυτό και δεν μπορείς να επιβάλεις ούτε να απαγορεύσεις μια θρησκεία με διατάγματα.

Αλλά και η ίδια η ιστορική διαδρομή του χριστιανισμού δεν είναι γραμμική και μονοσήμαντη. Καταρχήν, όπως τονίζει ο Ένγκελς, «δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από μια θρησκεία που υπέταξε τη ρωμαϊκή παγκόσμια αυτοκρατορία και κυριάρχησε στο μεγαλύτερο μέρος της πολιτισμένης ανθρωπότητας για 1800 χρόνια, απλώς κηρύσσοντάς την ανοησίες σταχυολογημένες από απατεώνες. Δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από αυτήν αν προηγουμένως δεν καταφέρουμε να εξηγήσουμε την προέλευση και την ανάπτυξή της με βάση τις ιστορικές συνθήκες υπό τις οποίες γεννήθηκε και έφτασε στην κυρίαρχη θέση της». Ο χριστιανισμός αποτέλεσε τη διέξοδο των καταπιεσμένων κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αποτελώντας τη θρησκευτική (αναγκαστικά) έκφραση της ταξικής πάλης εκείνη την περίοδο και ο Ένγκελς δεν διστάζει να παρομοιάσει την ιστορία του πρώιμου χριστιανισμού με το εργατικό κίνημα του 19ου αιώνα.

Όταν έγινε η επίσημη θρησκεία του ρωμαϊκού κράτους, ο χριστιανισμός αποτέλεσε το κυρίαρχο ιδεολογικό εργαλείο του φεουδαρχικού συστήματος και συνάμα τον συνεκτικό ιστό των διάσπαρτων φέουδων σε όλη την Ευρώπη και την οριοθέτησή τους απέναντι στον κόσμο του Ισλάμ. Όλος ο μεσαίωνας χαρακτηρίστηκε από μια σειρά θρησκευτικών συγκρούσεων που για τον Ένγκελς δεν ήταν τίποτε άλλο από ταξικούς πολέμους με θρησκευτικό περιτύλιγμα. Για παράδειγμα στον «Πόλεμο των Χωρικών» αναλύει πώς το κίνημα του Λούθηρου ενάντια στην παπική εκκλησία δεν ήταν παρά μια από τις πρώτες προσπάθειες της ανερχόμενης αστικής τάξης να αμφισβητήσει και να αντιπαρατεθεί με την κυρίαρχη φεουδαρχική τάξη. Σήμερα που οι θεωρίες περί «θρησκευτικών πολέμων» και «σύγκρουσης πολιτισμών» επανέρχονται για να δικαιολογήσουν τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις ή για να συκοφαντήσουν την αντιιμπεριαλιστική πάλη, η ανάλυση αυτή μπορεί να βοηθήσει στο ξεκαθάρισμα της πραγματικής φύσης αυτών των συγκρούσεων ανεξάρτητα του «θρησκευτικού μανδύα» που πολλές φορές φοράνε.

Η αστική τάξη παρόλο που έπαιξε αρχικά ένα προοδευτικό ρόλο συγκρουόμενη με την εκκλησία και τη θρησκεία, όταν μετατράπηκε η ίδια σε κυρίαρχη τάξη, δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει και αυτή με τη σειρά της τη θρησκεία για την καθυπόταξη των κατώτερων τάξεων. Ο Ένγκελς συνοψίζει για το ρόλο της θρησκείας: «αφού διαμορφωθεί, η θρησκεία περιέχει πάντα παραδοσιακό υλικό, ακριβώς όπως σε όλα τα ιδεολογικά πεδία η παράδοση αποτελεί μεγάλη συντηρητική δύναμη. Όμως οι μετασχηματισμοί τους οποίους υφίσταται αυτό το υλικό ξεπηδούν από ταξικές σχέσεις, δηλαδή από τις οικονομικές σχέσεις των ανθρώπων που επιφέρουν αυτούς τους μετασχηματισμούς». Και ο Μαρξ συμπληρώνει: «η κινητήρια δύναμη της ιστορίας αλλά και της θρησκείας, της φιλοσοφίας και όλων των άλλων τύπων της θεωρίας δεν είναι η κριτική αλλά η επανάσταση».

Τιμή 18 €, 344 σελίδες, Εκδόσεις ΚΨΜ