Άρθρο
Ο δρόμος για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Εξώφυλλο του τευχους 88

Ο Θανάσης Καμπαγιάννης περιγράφει τις αυξημένες ευθύνες της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς μπροστά στην οικονομική και πολιτική χρεοκοπία του ελληνικού καπιταλισμού.

Το χτίσιμο της επαναστατικής Αριστεράς έχει να αντιμετωπίσει σήμερα μια σημαντική αλλαγή της αντικειμενικής κατάστασης: τα τελευταία τριάντα χρόνια οι επαναστάτες είχαν να δράσουν σε συνθήκες “σχετικής” πολιτικής ομαλότητας. Στην αφήγηση της “εθνικής ιστορίας” που διδάσκεται στα σχολεία, το 1974 ήταν το χρονικό σύνορο που διαχώριζε μια περίοδο ταραχών και ανωμαλίας από μια σύγχρονη περίοδο δημοκρατίας και κανονικότητας. Η περίοδος αυτή έχει τελειώσει οριστικά.

Ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται μπροστά σε μία από τις κρισιμότερες καμπές της ιστορίας του. Για να βρούμε ιστορικές αναλογίες θα πρέπει να γυρίσουμε πολλές δεκαετίες πίσω, σε περιόδους όπως το 1941-1945 (Κατοχή και Αντίσταση), το 1963-1967 (Βασιλικό Πραξικόπημα και Ιουλιανά) και το 1973-1975 (Πολυτεχνείο και Μεταπολίτευση). Αυτές ήταν οι περίοδοι που έκριναν την πορεία και τελικά την ίδια τη δυνατότητα των ελλήνων καπιταλιστών να είναι κυρίαρχη τάξη τον 20ό αιώνα. Το 2010 εγκαινίασε μία τέτοια περίοδο στο σήμερα. Δεν ξέρουμε πότε ή πώς θα τελειώσει. Ξέρουμε ότι η πολιτική κρίση του συστήματος θα είναι συγκλονιστική. Ξέρουμε ότι η αντίσταση των από κάτω θα βάλει τη σφραγίδα της στις εξελίξεις. Ξέρουμε ακόμα ότι – σε αντίθεση με τις προηγούμενες περιόδους κρίσης που αναφέρθηκαν – η σημερινή έχει στη ρίζα της μια διεθνή καπιταλιστική κρίση που το βάθος της συγκρίνεται από αστούς αναλυτές με αυτήν του 1930. Ξέρουμε τέλος ότι η μεγαλύτερη στρατηγική επιλογή της ελληνικής κυρίαρχης τάξης στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, η είσοδος στην ΕΟΚ-ΕΕ, εξελίσσεται σε Τιτανικό.

Γι' αυτούς τους λόγους, το ξεπέρασμα της παρούσας κρίσης δεν θα είναι τόσο “εύκολο” όσο ήταν τις προηγούμενες φορές. Δεν είναι μόνο το πολιτικό εποικοδόμημα του παρελθόντος που κινδυνεύει με κατάρρευση σήμερα, αλλά η ίδια η κοινωνικοοικονομική βάση. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, η επαναστατική και αντικαπιταλιστική Αριστερά στην Ελλάδα έχει να αντεπεξέλθει σε μια πρωτοφανή δοκιμασία. Έτσι πρέπει να δούμε και τα καθήκοντα του σημαντικότερου πολιτικού της φορέα, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μπροστά στους κρίσιμους μήνες που έχουμε μπροστά μας.

Η συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Η επαναστατική Αριστερά στην Ελλάδα, αν και έχει βαθιές ρίζες και πλούσια ιστορία, δεν κατάφερε να επηρεάσει αποφασιστικά την εξέλιξη των προηγούμενων μεγάλων κρίσεων του ελληνικού καπιταλισμού. Η πολιτική και οργανωτική κυριαρχία του ρεφορμισμού στο εργατικό κίνημα ήταν αδιαφιλονίκητη (του ΚΚΕ στην Αντίσταση, της ΕΔΑ στα Ιουλιανά και των δύο ΚΚ στη Μεταπολίτευση). Ουσιαστικά, μόνο στη Μεταπολίτευση μπόρεσε η επαναστατική Αριστερά να αναδειχθεί σε μια διακριτή δύναμη, λόγω του πρωταγωνιστικού ρόλου που έπαιξαν οι αγωνιστές της στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Αλλά και τότε, οι δυνάμεις της ήταν μικρές, διάσπαρτες και πολιτικά άπειρες μπροστά στα τεράστια καθήκοντα που δημιουργούσε η εισβολή των μαζών στο προσκήνιο. Αυτό που ωστόσο κατόρθωσε ήταν να δημιουργήσει έναν πολιτικό χώρο που επηρέαζε πρωτοπόρους αγωνιστές της εργατικής τάξης και της νεολαίας, ενταγμένους συνήθως στα ρεφορμιστικά κόμματα της Αριστεράς. Έτσι, όταν οι νεολαίες του ΚΚΕ εσ. και του ΚΚΕ διασπάστηκαν από τα κόμματά τους (το 1978 και το 1989 αντίστοιχα), η ύπαρξη του πολιτικού αυτού χώρου βοήθησε χιλιάδες αγωνιστές να χαράξουν αριστερή πορεία. Η συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ το 2009 συσπείρωσε τα καλύτερα κομμάτια της τριανταπεντάχρονης αυτής διαδρομής.

Έτσι, στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ συναντήθηκαν εκείνες οι οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς που κατάφεραν να χτίσουν στην πράξη την επαναστατική συνέχεια ανάμεσα στη Μεταπολίτευση και το σήμερα (με πρώτο το ΣΕΚ, αλλά και οργανώσεις της τροτσκιστικής και μαοϊκής Αριστεράς όπως η ΟΚΔΕ και το ΕΚΚΕ)· οι αγωνιστές που δεν υπάκουσαν στη γραμμή συγκυβέρνησης του ΚΚΕ με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ το 1989 και συγκρότησαν το ΝΑΡ· αλλά και αγωνιστές με εμπειρία συμμετοχής σε δεκάδες συσπειρώσεις, σχήματα και παρεμβάσεις στους χώρους τους τις τρεις τελευταίες δεκαετίες με την παραδοχή ότι η πολιτικοποίηση αποτελεί πλέον μονόδρομο για τη νίκη των κοινωνικών αντιστάσεων. Το νήμα που συνδέει τις οργανώσεις και τους ανένταχτους που συγκρότησαν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι η πεποίθηση, όπως γράφεται και στην ιδρυτική της διακήρυξη, ότι “δεν υπάρχει άλλη στρατηγική εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό, εκτός από την κοινωνική επανάσταση και την εξουσία των εργαζόμενων... στη χώρα μας, την Ευρώπη και τον κόσμο”. Ο Δεκέμβρης του 2008 αποτέλεσε την απόδειξη ότι οι αναφορές αυτές ανήκαν όχι σε κάποιο μακρινό παρελθόν αλλά στο παρόν και το μέλλον. Όμως όσο σημαντική κι αν ήταν αυτή η κοινή πεποίθηση και παραδοχή, η δημιουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ λογοδοτούσε στην πολιτική συγκυρία και σε συγκεκριμένες επιλογές στις οποίες οι αγωνιστές της έφτασαν μέσα από την πρακτική τους εμπειρία.

Δύο επιλογές ξεχωρίζουν: η πρώτη είναι η ρήξη με τον σεχταρισμό. Η συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έβαλε τέλος σε μια περίοδο εσωστρέφειας, πολυδιάσπασης και μειωμένων προσδοκιών για την επαναστατική Αριστερά. Δεν πρόκειται για κάποιου είδους μικρομεγαλισμό: πρόκειται για τη στέρεη πεποίθηση ότι όταν ο χώρος αυτός παίρνει πολιτικές πρωτοβουλίες και τις παλεύει με μαζικούς και οργανωμένους όρους, μπορεί να επηρεάσει κομμάτια από ολόκληρη την Αριστερά μέχρι κόσμο που σπάει από τη σοσιαλδημοκρατία. Η μικρή ιστορία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ επιβεβαιώνει αυτή την αρχή. Η δεύτερη ρήξη ήταν αυτή με τη λογική του “αντινεοφιλελεύθερου μετώπου”, που ήταν μάλιστα στις δόξες της το 2008-2009 λόγω ΣΥΡΙΖΑ. Η επιμονή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην ανάδειξη του αντικαπιταλισμού δεν οφειλόταν σε κάποιου είδους δογματισμό. Ήδη από το καλοκαίρι του 2009 (πριν τις εθνικές εκλογές και τη θύελλα που θα τις ακολουθούσε) γράφαμε από τις στήλες του Σοσιαλισμός από τα Κάτω,: “η κύρια αιτία της αποτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι στηρίχτηκε στην αυταπάτη πως το μέλλον περνάει από μια περίοδο σχετικά ομαλής συσπείρωσης και εκλογικής καταγραφής ενός “αντινεοφιλελεύθερου” ρεύματος... Οι εξελίξεις δείχνουν πόσο λάθος ήταν αυτή η μονομανής προσπάθεια περιορισμού των πιο ριζοσπαστικών χαρακτηριστικών της νέας πολιτικοποίησης, πόσο αιφνιδιάστηκε μπροστά στο άγριο τέμπο της κρίσης του καπιταλισμού ήδη από τα πρώτα ξεσπάσματα και πόσο στείρα γίνεται η προσπάθεια να ανασυγκολληθεί αυτό το μοντέλο” (Πάνος Γκαργκάνας, “Κρίση, εξέγερση και ριζοσπαστική Αριστερά”, ΣΑΚ, νο76). Τα όσα ακολούθησαν με την κρίση χρέους, το Μνημόνιο και την τριχοτόμηση του ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαίωσαν αυτή την εκτίμηση.

Πολιτική στήριξη των αγώνων

Η σημαντικότερη παρακαταθήκη από τη δράση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είναι η κινηματική δράση των μελών της στους κοινωνικούς αγώνες, στο εργατικό και το φοιτητικό κίνημα. Η δράση αυτή υπήρχε και πριν τη συγκρότησή της, αν και αναμφισβήτητα ενισχύθηκε και συντονίστηκε: το παράδειγμα του “μπλοκ του Μουσείου” στις Πανεργατικές απεργίες στην Αθήνα είναι ενδεικτικό. Όμως, σημαντικότερο ρόλο έπαιξε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην πολιτική στήριξη των αγώνων, στην πολιτικοποίηση και τη συνολίκευση των επιμέρους αντιστάσεων που σε περίοδο Μνημονίου γίνεται προϋπόθεση για τη νικηφόρα εξέλιξή τους. Η συζήτηση μέσα στο κίνημα για το χρέος και τη “στάση πληρωμών” στους τραπεζίτες αξίζει μιας ειδικής αναφοράς όχι μόνο γιατί ωφέλησε πολλαπλά την αντικαπιταλιστική Αριστερά αλλά γιατί είναι δείγμα της μεθόδου που πρέπει να γενικεύσει σε όλη της την πολιτική δράση.

 Όταν ξεκίνησε η συζήτηση για το χρέος, κυριαρχούσαν δύο αντιμετωπίσεις. Η μία ήταν του ΣΥΝ που στην ουσία αποδεχόταν ότι τα ελλείμματα πρέπει να μηδενιστούν και το χρέος να μειωθεί, αλλά υποστήριζε ότι τα χρήματα έπρεπε να προέλθουν από τους “έχοντες και κατέχοντες”. Η άλλη αντιμετώπιση ήταν αυτή του ΚΚΕ που δεν έβλεπε ότι το χρέος αποτελεί ένα κομβικό σημείο στο οποίο θα συμπυκνωθούν οι οικονομικές και ιδεολογικές επιθέσεις της κυρίαρχης τάξης. Από τη στιγμή που η κρίση είναι καπιταλιστική, οι εργάτες δεν πρέπει να την πληρώσουν και η απάντηση βρίσκεται στην πρόταση του ΚΚΕ για “λαϊκή οικονομία”, με πρώτο απαραίτητο βήμα “ο λαός να διορθώσει την ψήφο του”. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ξεκινούσε από πολύ πιο αδύναμες θέσεις στο εκλογικό τεραίν από αυτές του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ. Ωστόσο, σήκωσε το γάντι στον εκβιασμό της κυβέρνησης ότι η εναλλακτική στα προγράμματα λιτότητας είναι η χρεοκοπία, βάζοντας στην ατζέντα του κινήματος μια καθαρή απάντηση, τη “στάση πληρωμών”. Ο στόχος αυτός δεν προέκυψε ως ο “μέσος όρος” ή ο “ελάχιστος παρονομαστής” των απόψεων που ακούγονταν στην Αριστερά. Υπήρξε βέβαια τέτοια πίεση για μια μίνιμουμ συμφωνία στην “επαναδιαπραγμάτευση”, μαζί με φωνές ότι η επιμονή στη στάση πληρωμών είναι σεχταρισμός. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι ο στόχος αυτός δεν έγινε ιλουστρασιόν εκλογικό πρόγραμμα, αλλά απευθύνθηκε στο εργατικό κίνημα, συζητήθηκε και ζυμώθηκε σε εκατοντάδες συνελεύσεις, εκδηλώσεις και συσκέψεις, με αποτέλεσμα να συγκεκριμενοποιηθεί σε ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα: στάση πληρωμών του χρέους, κρατικοποίηση των τραπεζών χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο, ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ, απαγόρευση απολύσεων, κοκ. Η αιχμηρότητα αυτών των αιτημάτων βοήθησε στο ξεδίπλωμα των εργατικών αντιστάσεων και έκανε τη στάση πληρωμών πλειοψηφικό ρεύμα: οι Πλατείες των Αγανακτισμένων το μετέτρεψαν σε κύριο αίτημά τους.

Αυτός είναι και ο μόνος τρόπος για να αλλάξουν τα πράγματα μέσα στο κίνημα αλλά και μέσα στην ίδια την Αριστερά. Αντί για αφηρημένες εκκλήσεις ενότητας ή αλλαγής της πολιτικής των ηγεσιών, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συνέβαλε – στο μέτρο των δυνατοτήτων της – στη μεταβολή των πολιτικών συσχετισμών στην πράξη. Το αποτέλεσμα των πρόσφατων περιφερειακών εκλογών με τις 100.000 ψήφους για την αντικαπιταλιστική Αριστερά ήταν μόνο η φωτογραφική αποτύπωση αυτής της αλλαγής που λαμβάνει χώρα στους εργατικούς χώρους και τη νεολαία. Αλλά η στόχευση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να ξεπερνάει κατά πολύ την εκλογική καταγραφή. Τους επόμενους μήνες θα πρέπει να βαθύνει την πολιτική ενοποίηση του δυναμικού που συσπειρώνει και να ανοιχτεί στους χιλιάδες εργαζόμενους και νεολαίους που βγαίνουν στον αγώνα κατά της κυβερνητικής και εργοδοτικής επίθεσης.

Οι προκλήσεις για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ

1. Η πρώτη και μεγαλύτερη πρόκληση για τις αγωνίστριες και τους αγωνιστές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι να στηρίξουν και να οργανώσουν τους αγώνες που εκδηλώνονται ήδη απέναντι στην κυβερνητική διαχείριση της επικείμενης οικονομικής χρεοκοπίας. Τα μέτωπα είναι προφανή: μάχη ενάντια στο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και τις ιδιωτικοποιήσεις, ενάντια στις απολύσεις σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, ενάντια στην κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων, για τη διάσωση της δημόσιας δωρεάν παιδείας και υγείας απέναντι στο καταστροφικό έργο της Διαμαντοπούλου και του Λοβέρδου. Αυτοί οι αγώνες θα χρειαστεί να είναι “εμπροσθοβαρείς” και διαρκείας: κάθε επιχείρημα που θέλει σήμερα να αναβάλλει μια απεργία, μια κατάληψη ή μια κινητοποίηση για λόγους “συντήρησης δυνάμεων” είναι εκτός τόπου και χρόνου. Αυτοί οι αγώνες πρέπει περαιτέρω να μην απομονωθούν. Τα παπαγαλάκια της κυβέρνησης ειδικεύονται στο να μιλάνε για “προνόμια”, “στρεβλώσεις” και “συντεχνίες”. Η παρέμβαση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς πρέπει να σπρώχνει προς την αντίθετη κατεύθυνση: την έμπρακτη αλληλεγγύη στα κομμάτια που αγωνίζονται, τη συνολίκευση με στόχο “να φύγουν όλοι”, Μνημόνιο, Τρόικα και Κυβέρνηση. Στα μέτωπα αυτά, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να επιδιώκει τη μέγιστη δυνατή πολιτική συσπείρωση: καταρχήν όλων των κομματιών της Αριστεράς, αλλά με ιδιαίτερη φροντίδα και απεύθυνση στον κόσμο που εγκαταλείπει το ΠΑΣΟΚ, στη ραχοκοκκαλιά δηλαδή της εργατικής τάξης, η οποία πίστεψε, διαψεύστηκε και είναι τώρα διατεθειμένη να παλέψει.

2. Η δεύτερη πρόκληση είναι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να βάλει σαν προτεραιότητα την οργάνωση τού “από τα κάτω” στους εργατικούς χώρους. Ζούμε στιγμές κινηματικής έκρηξης, οι πρωτοβουλίες και οι αντιστάσεις θα εκδηλώνονται παντού: από τις Πλατείες μέχρι τις γειτονιές, από την πάλη ενάντια στα φορολογικά χαράτσια μέχρι τους χώρους της νεολαίας. Όμως, αυτό που θα κάνει τη διαφορά είναι το πόσο οργανωμένοι και συλλογικοί θα είναι οι εργατικοί χώροι απέναντι στις επιθέσεις που θα επιχειρήσουν να τους διαλύσουν. Το Μνημόνιο είναι πάνω απ' όλα μια επιχείρηση ανατροπής του ταξικού συσχετισμού σε βάρος των κατακτήσεων της εργατικής τάξης. Εκεί είναι που θα κριθεί τελικά η σύγκρουση, όχι στους δρόμους και τις πλατείες. Την οργάνωση αυτή προφανώς δεν θα τη φέρουν σε πέρας οι γραφειοκρατικές συνδικαλιστικές ηγεσίες. Θα χρειαστεί σε κάθε χώρο να συγκροτηθεί το μαχητικό και ριζοσπαστικό κομμάτι (ανεξάρτητα από την πολιτική του τοποθέτηση) που θέλει να κοντράρει έμπρακτα τα κλεισίματα, τις απολύσεις, την κατάργηση των Συμβάσεων. Το κομμάτι αυτό βρίσκεται σε όλους τους εργατικούς χώρους, και όχι μόνο στα λίγα σωματεία που ελέγχει η Αριστερά (είτε μιλάμε για το ΠΑΜΕ, είτε για τον ΣΥΝ, είτε για την αντικαπιταλιστική Αριστερά ή ακόμα και την αναρχία). Οι συμβασιούχοι του Δήμου της Αθήνας που κατέλαβαν το Δημαρχείο δεν είχαν καμία σχέση, όχι με την Αριστερά, αλλά ούτε με τον συνδικαλισμό. Αυτά τα παραδείγματα θα γενικευτούν το επόμενο διάστημα. Ένας εργατικός συντονισμός από τα κάτω θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει όλα αυτά τα κομμάτια. Έτσι μόνο θα κατορθωσει το από τα κάτω να πιέσει και τελικά να ξεπεράσει τις συμβιβασμένες ηγεσίες του συνδικαλιστικού κινήματος, δίνοντας νέα προοπτική στο κίνημα της εργατικής τάξης.

3. Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει συγκινήσει χιλιάδες εργαζόμενους και νεολαίους το προηγούμενο διάστημα. Η ρήξη με την ΕΕ και το ευρώ αρχίζει να αποκτά τα πλειοψηφικά χαρακτηριστικά που έχει λάβει το αίτημα της παύσης πληρωμών του ληστρικού χρέους. Αυτό που έχουμε μπροστά μας δεν είναι οποιαδήποτε υπαναχώρηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ από τα αιτήματα αυτά για χάρη κάποιας ευρύτερης “αντιμνημονιακής” συσπείρωσης. Τουναντίον, είναι σήμερα ανάγκη να ξεκαθαριστεί σε πλατιές μάζες ότι το υποκείμενο της αλλαγής, που θα εκπληρώσει τα αιτήματα αυτά, δεν είναι κάποια μορφή “αριστερής κυβέρνησης” αλλά το ίδιο το εργατικό και λαϊκό κίνημα με τις πρωτότυπες δομές που αυτό θα δημιουργήσει στις στιγμές της μεγάλης έκρηξης. Μια τέτοια γραμμή δεν συνεπάγεται αναμονή και αναχωρητισμό: κάθε δυνάμωμα του “από τα κάτω” στους εργατικούς χώρους σήμερα προετοιμάζει το έμβρυο της αυριανής εναλλακτικής λύσης. Οι εργαζόμενοι της Τράπεζας της Ελλάδας που σήμερα παλεύουν για το ασφαλιστικό τους ταμείο θα χρειαστεί αύριο να ελέγξουν το μηχανογραφικό της Τράπεζας για να φρενάρουν την κερδοσκοπική φυγή των κεφαλαίων. Το ίδιο και οι εργαζόμενοι σε όλους τους χώρους. Ένα τέτοιο κίνημα θα μπορεί να αντιμετωπίσει τα ζητήματα στρατηγικής και τακτικής που θα θέσει η αντικειμενική κατάσταση, θα μπορεί να αναγκάζει κυβερνήσεις ευάλωτες στην πίεση τού από τα κάτω, μέχρι να φτάσει να υλοποιήσει το ίδιο την αντικαπιταλιστική ανατροπή.

4. Η μάχη ενάντια στο Μνημόνιο δεν θα είναι συνδικαλιστική ούτε θα κριθεί μόνο από τις εξελίξεις στην οικονομία. Η ανάγκη για συναίνεση απέναντι στη διογκούμενη λαϊκη δυσαρέσκεια αναδιατάσσει το πολιτικό σκηνικό. Το ΠΑΣΟΚ στρέφεται προς τα δεξιά του για να βρει δεκανίκια, όπως φάνηκε στην ψήφιση του νόμου-πλαίσιο για την παιδεία. Αυτές οι αναδιατάξεις θα δημιουργούν πολιτικά πεδία σύγκρουσης που το κίνημα και η Αριστερά θα πρέπει να μην αφήνουν αναπάντητα. Μια τέτοια σύγκρουση είναι η μάχη ενάντια στον ρατσισμό. Πρόκειται για συνειδητή προσπάθεια αποπροσανατολισμού της ταξικής οργής και της μαχητικότητας του κόσμου σε ρατσιστικές ατραπούς, και ως τέτοια πρέπει να αναδειχτεί. Ο δισταγμός από τμήματα της Αριστεράς να δώσουν την αντιρατσιστική μάχη δίνει χώρο στην κυβέρνηση και αφήνει το πεδίο ελεύθερο στους φασίστες του ΛΑΟΣ και της Χρυσής Αυγής. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ χρειάζεται να πάρει σαφή και ενιαία θέση σ' αυτό το ζήτημα. Το ίδιο θα χρειαστεί στο μέτωπο των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Το ίδιο ακόμα θα χρειαστεί και στο πεδίο των “εθνικών θεμάτων”: οι συμμαχίες της Ελλάδας με το Ισραήλ και τα παιχνίδια του Χριστόφια με τα πετρέλαια ξανανοίγουν τους ελληνοτουρκικούς ανταγωνισμούς, με φόντο τις επαναστάσεις που συγκλονίζουν τη Μέση Ανατολή και αποσταθεροποιούν την ιμπεριαλιστική κυριαρχία στην περιοχή. Οι εργάτες της Ελλάδας δεν πρέπει να υποστείλουν κανέναν από τους αγώνες τους σε ενδεχόμενη πολεμική ένταση με την Τουρκία. Ο διεθνισμός αποτελεί την εγγύηση ότι οι αγώνες στην Ελλάδα δεν θα βραχυκυκλωθούν από πολεμοκάπηλες περιπέτειες.

5. Τέλος, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να ανοίξει πιο συγκροτημένα την ιδεολογική συζήτηση για τον σοσιαλισμό του 20ού και του 21ου αιώνα. Δεν πρόκειται για κάλεσμα μετατροπής της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς σε ιδεολογική λέσχη, αλλά για αναγκαιότητα που πηγάζει από την κατάρρευση των αυταπατών εκατομμυρίων ανθρώπων για τη βιωσιμότητα του καπιταλισμού και την μαζική αναζήτηση εναλλακτικής λύσης. Ο μαρξισμός ξαναγίνεται επίκαιρος και η αντικαπιταλιστική Αριστερά πρέπει να συνεισφέρει και σ' αυτό το κρίσιμο πεδίο.

Τα καθήκοντα αυτά χρειάζονται ανθρώπους και οργάνωση για να υλοποιηθούν. Η επικείμενη Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να αποτελέσει βοηθητικό σταθμό σ' αυτή τη διαδικασία. Η επιτυχία της θα εξαρτηθεί από το πόσο οι θέσεις της και η πολιτική συζήτηση γύρω από αυτές θα γίνουν κτήμα αγωνιστών εκτός του κύκλου των ήδη οργανωμένων δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Το άνοιγμα των τοπικών επιτροπών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στον κόσμο που μάχεται και κοιτάζει προς αυτήν, η προσπάθεια για μαζική εγγραφή μελών, η κοινή δράση θα είναι οι αποφασιστικοί παράγοντες για να είναι η Συνδιάσκεψη μια πετυχημένη και εξώστρεφη διαδικασία, σε μια περίοδο που δεν επιτρέπει οποιαδήποτε πολυτέλεια εσωστρέφειας. Για να είναι ο κόσμος αυτός πρωταγωνιστής όχι μόνο στους αγώνες αλλά και στην οικοδόμηση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, χρειάζεται την πιο πλατιά δημοκρατία: την ισότιμη συμμετοχή (“ένα μέλος-μία ψήφος”) και την αναλογική δημοκρατική εκπροσώπηση σε όλα τα επίπεδα από τους αντιπροσώπους μέχρι και τα εκλεγμένα όργανα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Οι μήνες που έρχονται θα αποτελέσουν ένα κρίσιμο τεστ για όλες τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις. Η Αντικαπιταλιστική Αριστερά κατόρθωσε το προηγούμενο διάστημα με τη δράση της να γίνει ένας υπαρκτός πόλος στις πολιτικές διεργασίες. Μαζί όμως με τις αυξημένες αυτές δυνατότητες, έρχονται και οι αυξημένες ευθύνες για το προς τα πού θα πάνε τα πράγματα στις στιγμές της μεγαλύτερης σύγκρουσης. Ας δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις για να ανταποκριθούμε σ΄αυτά τα ιστορικά καθήκοντα.