Βιβλιοκριτική
Ariel Levy: Θηλυκές φαλλοκράτισσες – Η κουλτούρα του ξέκωλου

Εξώφυλλο του τευχους 88

Καταπίεση και Απελευθέρωση

Ο τίτλος «Θηλυκές φαλλοκράτισσες» είναι παράφραση του «Αρσενικός Φαλλοκράτης» (Male chauvinist pig), χαρακτηρισμό που χρησιμοποιούσαν κάποιες φεμινίστριες πριν τουλάχιστον 30 χρόνια για τους άντρες. (Κάποιες τον χρησιμοποιούν ακόμα). Είχαν την άποψη ότι για την καταπίεση των γυναικών φταίνε οι άντρες και χρειάζεται να συγκρουστούμε μαζί τους. Κομμάτι αυτής της άποψης ήταν ότι οι άντρες δεν πρέπει να συμμετέχουν στις διαδηλώσεις των γυναικών ούτε και στις συζητήσεις που οργανώνουν.

Οι «Θηλυκές Φαλλοκράτισσες» δεν είναι κανένα κίνημα που γεννήθηκε απ’ αυτές τις γυναίκες για να δείξουν τη δύναμη τους. Είναι περισσότερο ένας χαρακτηρισμός που χρησιμοποιεί η Αριέλ Λεβύ για να περιγράψει την προσπάθεια από την οικονομική και πολιτική ελίτ της Αμερικής να περάσει το μήνυμα ότι οι γυναίκες μπορούν να γίνουν δυνατές σαν τους άντρες, εάν αποδεχτούν ότι πρέπει να συμπεριφέρονται, να σκέφτονται και να λειτουργούν σαν σεξουαλικά αντικείμενα. Είναι μια αντίληψη που ενορχηστρωμένα η αγορά κάνει προσπάθεια να περάσει και να επηρεάσει εκατομμύρια γυναίκες και άντρες. Τα ΜΜΕ, τα περιοδικά λαϊκής κουλτούρας, οι πολυεθνικές, η βιομηχανία του σεξ και μαζί οι κυβερνήσεις όλης της τελευταίας 30ετίας, το προσπαθούν συστηματικά, καλιεργώντας τον μύθο «των απελευθερωτικών δυνάμεων της αγοράς». Το μοτίβο τους είναι «δεν χρειαζόμαστε πια τη συλλογική δράση του ’60 για να απελευθερωθούμε, αρκεί να κάνουμε αυξητική χειρουργική στο στήθος μας, να κάνουμε πλαστική στο αιδοίο μας, και να μάθουμε να λικνιζόμαστε γύρω από μια μπάρα με ύφος πουτανέ».

«Το νόημα της κουλτούρας του ξέκωλου» όπως γράφει η Λεβύ στο πρώτο κεφάλαιο, «δεν είναι να ανοίξουμε το μυαλό μας στις δυνατότητες και τα μυστήρια της σεξουαλικότητας. Είναι το να επαναλαμβάνουμε συνέχεια μια συγκεκριμένη και ιδιαίτερα εμπορική συντόμευση του τι είναι σέξι».

Το βιβλίο ξεκινάει δίνοντας μια εικόνα για τις διαστάσεις που έχουν πάρει αυτά τα φαινόμενα ιδιαίτερα στις ΗΠΑ. Η συγγραφέας περιγράφει πως «Μεταξύ του 1992 και 2004, οι επεμβάσεις προσθετικής στηθών στις Ηνωμένες Πολιτείες αυξήθηκαν από 32.607 σε 264.041 το χρόνο – που σήμαινε αύξηση 700%».

Στο ίδιο κεφάλαιο περιγράφει την ιστορία μιας παρέας κοριτσιών που ψάχνοντας για δουλειά, δούλεψαν σε ένα πορνοσήριαλ για την μεταμεσονύχτια τηλεόραση. Σ’ αυτό οι κοπέλες αναγκάζονται να γδύνονται, να κάνουν ομαδικό σεξ μπροστά στο φακό, και όπου αυτό μοιάζει πολύ πεζό, να προχωράνε σε μαζικό αυνανισμό. Ο στόχος της εκπομπής δεν είναι μόνο η σεξουαλική διέγερση όσων την παρακολουθούν, αλλά όπως έλεγε ο υπεύθυνος της εκπομπής «η μπίζνα θα προχωρήσει από το πορνό, στη διαφήμιση μιας νέας σειράς ρούχων και μιας αλυσίδας εστιατορίων». Η γυναίκα που ήταν επικεφαλής γυρισμάτων, παραδεχόταν ότι οι κοπέλες που συμμετέχουν δεν πληρώνονται, ή το πολύ πολύ να πάρουν δώρο ένα καπέλο κάουμποϋ, αλλά η εκπομπή μπορεί να τις βοηθήσει να γίνουν γνωστές και έτσι να βρουν δουλειά κάπου αλλού. Η ίδια αναγνώριζε κυνικά ότι «Σε έναν τέλειο κόσμο ίσως θα σταματούσαμε και θα αλλάζαμε τα πράγματα, αλλά η συνταγή είναι γνωστή. Ξέρουμε πώς πάει το πράγμα».

Ακόμα και γνωστές μάρκες ρούχων χρησιμοποιούν το πορνό για διαφήμιση. «Η έκθεση γνωστής μάρκας πλεκτών ρούχων (Pierrot) στήθηκε σαν ψευτοπορνό ταινία». «Το περιοδικό Playboy που πριν 30 χρόνια ήταν το μαύρο πανί για τις φεμινίστριες, σήμερα κυκλοφορεί μπλουζάκια με το κουνελάκι (όχι μόνο σε μεγάλα αλλά και παιδικά νούμερα) στην προσπάθεια να στηρίξει την ιδεολογία ότι η γυναίκα κουνελάκι, το σύμβολο της υποταγής στη δεκαετία του ’70, σήμερα σημαίνει απελευθέρωση. Η θεωρία που προσπαθεί να περάσει η Χέφνερ (κόρη του ιδιοκτήτη του Playboy), είναι ότι σήμερα το να ποζάρεις γυμνή στο Playboy είναι ένδειξη δύναμης και προοπτικής ανόδου».

Η Αριέλ Λεβύ όταν έγραψε το βιβλίο ήταν δημοσιογράφος στη Νέα Υόρκη, και αρκετά μέσα στις φεμινιστικές κινήσεις. Όπως περιγράφει η ίδια, και οι δυο γονείς της είχαν ριζοσπαστικοποιηθεί συμμετέχοντας στο κίνημα του ’60. Η ίδια ανήκει σε εκείνη τη φουρνιά των πολιτικοποιημένων δημοσιογράφων που προσπαθούν να αποκαλύψουν πώς δουλεύει το σύστημα σε όλες του τις λειτουργίες. Η προσπάθεια της δεν είναι στην ανάλυση και τη γενίκευση αλλά στην αποσάρθρωση του, στον τεμαχισμό του (dissecting).

Η Αριέλ Λεβύ στο βιβλίο της παρακολουθεί πώς το σύστημα τεμαχίζει το σώμα των γυναικών, τα όνειρά τους και την προσπάθεια τους για μια καλύτερη ζωή.

Στο δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο «Το μέλλον που δεν ήρθε ποτέ», περιγράφει τους αγώνες του 1960 και πώς αυτοί άλλαξαν τη ζωή των γυναικών ριζικά. «Το 1960 εγκρίθηκε το χάπι για την αντισύλληψη. Το Κογκρέσο ψήφισε το νόμο για ίση αμοιβή το 1963, γεγονός που καθιστούσε παράνομο να πληρώνεται ένας άντρας περισσότερο από μια γυναίκα για την ίδια δουλειά. Ο νόμος για τα πολιτικά δικαιώματα που ψηφίστηκε το 1964, απαγόρευε τις διακρίσεις με βάση τη φυλή, το φύλο, τη θρησκεία. …Η Εθνική Οργάνωση Γυναικών (NOW) ιδρύθηκε το 1966, και η Εθνική Οργάνωση για την Ακύρωση του νόμου κατά των εκτρώσεων (NARAL) το 1969. Η πρώτη έκδοση του βιβλίου «Εμείς και το σώμα μας» (Our bodies – ourselves), έγινε το 1970 και αποτέλεσε την πεμπτουσία του σεξουαλικού οδηγού για τις φεμινίστριες και τις προοδευτικές γυναίκες». Αυτές οι κατακτήσεις δεν περιορίστηκαν μόνο στην Αμερική, αλλά σε όλον τον κόσμο και δεν ήρθαν σαν αποτέλεσμα απλοχεριάς της κυρίαρχης τάξης αλλά του κινήματος του 1968, των αγώνων της εργατικής τάξης και του κινήματος των γυναικών για απελευθέρωση.

Οι επόμενες δεκαετίες του ’80, και του ’90 σηματοδοτούν την προσπάθεια της κυρίαρχης τάξης να τσαλαπατήσει το κίνημα και να πάρει πίσω τις κατακτήσεις.

Μια καλή περιγραφή γι’ αυτές τις δεκαετίες της οπισθοχώρησης υπάρχει στο βιβλίο της Σούζαν Φαλούντι με τίτλο: «Η Αντίδραση – Ο ακήρυκτος πόλεμος ενάντια στις γυναίκες» που κυκλοφόρησε το 1991 στο Λονδίνο με τίτλο “Backlash – the undeclared war against women”. Είναι γεμάτο ανατριχιαστικές περιγραφές όπου ομάδες ακροδεξιών και φανατικών χριστιανών κτυπάνε γυναίκες, καίνε κέντρα οικογενειακού προγραμματισμού και βομβαρδίζουν κλινικές που έκαναν εκτρώσεις. Οι επιθέσεις αυτές δεν ήταν απλά πρωτοβουλίες κάποιων φανατικών, αλλά είχαν την κάλυψη των κυβερνήσεων του Ρήγκαν και στη συνέχεια του Μπους. Στη δεκαετία του ’80 δεν χτυπούσαν μόνο τα σύμβολα της σεξουαλικής απελευθέρωσης, αλλά απαγόρευσαν και τη διδασκαλία μαθήματος για το σεξ μέσα στα σχολεία. Από τότε η μόνη προφύλαξη που συνιστούσαν στους νέους ήταν αυτή της αποχής.

Την ίδια περίοδο με τον ακήρυχτο πόλεμο ενάντια στις γυναίκες, ο Ρήγκαν ξεκίναγε τον ανοιχτό πόλεμο ενάντια στην εργατική τάξη, διαλύοντας το σωματείο των Ελεγκτών της εναέριας κυκλοφορίας που τόλμησαν να κατέβουν σε απεργία. Εάν χάσει κανείς αυτή την περίοδο με τον Ρήγκαν στις ΗΠΑ και την Θάτσερ στη Βρετανία, με τις επιθέσεις στο όνομα του νεοφιλελευθερισμού και της αγοράς στο κίνημα και στις κατακτήσεις του, είναι δύσκολο να γίνουν κατανοητές οι σεξουαλικές επιθέσεις που υπάρχουν στο βιβλίο. Χωρίς αυτές τις συνδέσεις, κινδυνεύει κανείς να θεωρήσει ότι περιγραφές του βιβλίου της Λεβύ, έχουν καταφέρει να κερδίσουν μαζικά τις γυναίκες στην Αμερική. Ότι η κουλτούρα του ξέκωλου έχει λειτουργήσει ισοπεδωτικά, ώστε να χαθεί κάθε έννοια συνειδητοποιησής και αντίδρασης απέναντι στις καρικατούρες που προσπαθεί να πουλήσει το σύστημα. Ακόμα χειρότερα, υπάρχουν αντιλήψεις που θεωρούν ότι όλα αυτά είναι “υγιής αντίδραση” στους “ιδεολογικούς δογματισμούς” του γυναικείου κινήματος του 1960 και 70.

Η Αριέλ Λεβύ είναι καυστική για τις δήθεν απελευθερωτικές καρικατούρες: «Την καρικατούρα του άντρα που τρέχουν τα σάλια του μπροστά στις στριπτιζέζ, που μιλάει στο στιλ «κοίτα έναν κώλο», ή την καρικατούρα της γυναίκας που έχει μεγάλα βυζιά όπως στα κόμικς, και εκφράζει τη σεξουαλικότητα της στριφογυρίζοντας γύρω από μια μπάρα» (σελ. 124).

Για να πουλήσουν αυτή την καρικατούρα οι διαφημίσεις, οι τηλεοράσεις, τα βίντεο, τα πορνοπεριοδικά, κλπ., προσπαθούν να εμφανίσουν ότι όχι μόνο έχει μαζική απήχηση, ότι είναι πρότυπο κοινής αποδοχής, αλλά και ότι εξασφαλίζει και δύναμη.

Το να αποδεχτείς ότι είσαι καταπιεσμένη, αλλά συμπεριφέρεσαι σαν απελευθερωμένη είναι η επιδίωξη του καπιταλισμού. Το να αποδεχτείς ότι σεξουαλική απελευθέρωση σημαίνει προσπάθεια να καλύπτεις τις προδιαγραφές ενός πετυχημένου εμπορεύματος.

«Το να μετατρέπεις το σέξι σε κάτι απλό και μετρήσιμο, καθιστά ευκολότερη την εξήγηση και την αγοραπωλησία του.

Αν αφαιρέσεις τον ανθρώπινο παράγοντα από το σεξ και το κάνεις πράγμα, μεγάλα τεχνητά βυζιά, βαμμένα ξανθά μαλλιά, μακριά νύχια, μπάρες, στριγκ, τότε μπορείς να πουλήσεις. Ξαφνικά το σεξ απαιτεί αγορές, χρειάζεται πλαστική εγχείρηση, περιντρόλ (μαζί με το οξυζενέ για ξανθά μαλλιά), μανικιούρ, ένα εμπορικό κέντρο. Αυτό που είναι έξω από τον έλεγχο του εμπορίου είναι ότι δεν μπορείτε, παρόλα αυτά, να κλείσετε τον έρωτα – έλξη σε ένα μπουκάλι» (σελ. 203, Το σεξ της αγοράς)

Από την εισαγωγή της η Λεβύ θέλει να τονίσει ότι η μάχη συνεχίζεται απέναντι σε ένα σύστημα που ταυτίζει την απελευθέρωση με την αγορά. «Αξίζει τον κόπο να ρωτήσουμε τους εαυτούς μας αν όλος αυτός ο χυδαίος κόσμος από βυζιά και γλουτούς που αναβιώσαμε αντανακλά την πορεία που έχουμε διανύσει ή αν δείχνει πόσο δρόμο έχουμε ακόμα να διανύσουμε» (σελ. 20).

Η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα είναι γεμάτη μάχες που γυναίκες και άντρες έδωσαν για να μην αφήσουν την μπότα του νεοφιλελευθερισμού να διαλύσει τις ζωές μας. Οι εργάτριες και η νεολαία στις ΗΠΑ δεν είναι οι ξέκωλες που θα ήθελαν οι ελίτ, αλλά αυτές που ακόμα και στη δίκη του βιαστή Στρος Καν οργάνωσαν διαδήλωση με κεντρικό σύνθημα «Είμαστε όλες καμαριέρες». Στη δράση μπορούμε να συγκρουστούμε και να ξεπεράσουμε όλες τις καθυστερημένες ιδέες, και να παλέψουμε όχι μόνο για τη σεξουαλική απελευθέρωση – έτσι όπως τη θέλουμε – αλλά τη συνολική μας απελευθέρωση από το ζυγό του καπιταλισμού. Σ’ αυτή την προσπάθεια το βιβλίο της Λεβύ βοηθάει.

Τιμή 15,98 €, 261 σελίδες, Εκδόσεις Κουκκίδα,  2011