Άρθρο
Aφγανιστάν, Iράκ...Iράν; Nα σταματήσουμε τους δολοφόνους

O Mπους ετοιμάζεται να χτυπήσει το Iράν

O Mπους αποφάσισε να αντιμετωπίσει τα αδιέξοδα του πολέμου με ένα άλμα προς τα μπρος στο Iράκ. Στο χέρι του αντιπολεμικού κινήματος είναι να το μετατρέψει σε άλμα στο κενό, εξηγεί ο Σωτήρης Kοντογιάννης.

Στις 10 Γενάρη ο Τζόρτζ Μπους ανακοίνωσε επίσημα, με διάγγελμα «προς το αμερικανικό έθνος» την νέα του στρατηγική για το Ιράκ: κλιμάκωση του πολέμου με την αποστολή νέων στρατευμάτων, εκκαθάριση των εξεγερμένων συνοικιών της Βαγδάτης από τους ‘εξτρεμιστές’, μετωπική αντιπαράθεση με την ιρακινή αντίσταση.

«Οι προηγούμενές μας απόπειρες... απέτυχαν για δυο βασικούς λόγους: δεν υπήρχαν αρκετά Ιρακινά και αμερικανικά στρατεύματα... Και υπήρχαν πάρα πολλοί περιορισμοί για τα στρατεύματα μας...».  Στα τέσσερα χρόνια που έχουν περάσει από τον Μάρτη του 2003 μέχρι σήμερα ο πόλεμος έχει αφήσει, με τους «περιορισιμούς» αυτούς, πίσω του πάνω από 650 χιλιάδες Ιρακινούς νεκρούς. Παρόλα αυτά η Αμερική, η ισχυρότερη υπερδύναμη του πλανήτη, μια χώρα «300 εκατομμυρίων κατοίκων, με ένα ΑΕΠ πάνω από 12 τρισεκατομμύρια δολάρια και έναν στρατό 1 εκατομμυρίου» δεν έχει καταφέρει να καθυποτάξει «μια χώρα με το μέγεθος της Καλιφόρνιας, έναν πληθυσμό 25 εκατομμυρίων και ΑΕΠ κάτω από 100 δισεκατομμύρια δολάρια».

Για αυτόν τον εξευτελισμό αποφάσισε τώρα ο Μπους να τιμωρήσει το Ιράκ μετατρέποντας ολόκληρη την χώρα σε ένα απέραντο λουτρό αίματος. Αν καταφέρει να επιβάλλει τα σχεδιά του, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, οι ιρακινές απώλειες θα μετριούνται σε λίγο σε εκατομμύρια.

Κλιμάκωση

Ο Μπους πέταξε κυριολεκτικά στα σκουπίδια το πόρισμα της επιτροπής Μπέικερ, που πρότεινε την σταδιακή αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ και την έναρξη διαλόγου με το Ιράν και την Συρία και ευθυγραμμίστηκε, για μια ακόμα φορά, με τα νεοσυντηρητικά γεράκια -τους εμπνευστές του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας».

Στα μέσα Δεκέμβρη ο Φρέντερικ Κάγκαν, ένας στρατιωτικός αναλυτής του δεξιού Αμερικανικού Επιχειρησιακού Iνστιτούτου και μέλος της διαβόητης ομάδας των νεοσυντηρητικών του σχεδίου «Για Ενα Νέο Αμερικανικό Αιώνα», δημοσίευσε μια απάντηση στο πόρισμα της επιτροπής Μπέικερ με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Επιλέγοντας την νίκη«: «Η νίκη στο Ιράκ είναι ακόμα εφικτή με ένα παραδεκτό επίπεδο προσπάθειας. Πρέπει να υιοθετήσουμε μια νέα προσέγγιση απέναντι στον πόλεμο και να την εφαρμόσουμε γρήγορα και πιο αποφασιστικά».

Ο Κάγκαν πρότεινε βασικά τρία νέα μέτρα: την αύξηση των αμερικανικών δυνάμεων στο Ιράκ με την αποστολή επτά ακόμα ταξιαρχιών πεζικού και πεζοναυτών, την μετατόπιση της προτεραιότητας από την εκπαίδευση του ιρακινού στρατού στην άμεση καταστολή της αντίστασης και την εστίαση των επιχειρήσεων στον έλεγχο της Βαγδάτης.  Ο Μπους τις υιοθέτησε όλες:

«Η πιο επείγουσα προτεραιότητα στο Ιράκ είναι η ασφάλεια, ιδιαίτερα στην Βαγδάτη. Το 80% της σεχταριστικής βίας στο Ιράκ συμβαίνει σε μια ακτίνα 30 μιλίων από την πρωτεύουσα. Αυτή η βία χωρίζει την Βαγδάτη σε σεχταριστικούς θύλακες και διαταράσει την εμπιστοσύνη όλων των Ιρακινών... Ετσι η Αμερική θα αλλάξει  στρατηγική για να βοηθήσει τους Ιρακινούς... να καταστείλουν την βία και να εξασφαλίσουν την ασφάλεια στην Βαγδάτη. Αυτό θα απαιτήσει την αύξηση των αμερικανικών δυνάμεων. Διέταξα την αποστολή πάνω από 20.000 επιπρόσθετων Αμερικανικών στρτευμάτων στο Ιράκ. Η μεγάλη τους πλειοψηφία -πέντε ταξιαρχίες- θα αναπτυχθούν στην Βαγδάτη...»

 Η επιτροπή Μπέικερ ζητούσε διάλογο με το Ιράν και την Συρία. Αντί για αυτό ο Μπους αποφάσισε να κλιμακώσει τις απειλές του. Στο διάγγελμά του της 20ης Γενάρη δεν δίστασε να ταυτίσει το (σιιτικό) Ιράν με την (σουνιτική) αλ-Κάιντα κατηγορώντας ανοιχτά την Τεχεράνη για υποκίνηση της τρομοκρατίας: «Εχει γίνει φανερό ότι αντιμετωπίζουμε μια κλιμακούμενη απειλή από τον σιίτικο εξτρεμισμό που.. παίρνει εντολές από το καθεστώς του Ιράν. Oι Σιίτες και οι Σουνίτες εξτρεμιστές δεν είναι παρά διαφορετικά πρόσωπα της ίδιας ολοκληρωτικής απειλής».

Ο Μπους, επίσημα, αρνείται ότι έχει αποφασίσει ήδη μια  στρατιωτική επέμβαση σε βάρος του Ιράν. Οι εφημερίδες, όμως, υποστηρίζουν ότι ένα τμήμα, τουλάχιστον, της αμερικανικής κυβέρνησης, με πρώτο και καλύτερο τον αντιπρόεδρο Ντικ Τσένι «πιέζουν για μια άμεση στρατιωτική λύση». Και στα μέσα Γενάρη το Πεντάγωνο διέταξε την αποστολή ενός δεύτερου αεροπλανοφόρου στον Περσικό Κόλπο και την εγκατάσταση εκατοντάδων νέων πυραύλων Πάτριοτ στις  αμερικανικές βάσεις της περιοχής.

Η κλιμάκωση, όμως, δεν περιορίζεται μόνο στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Στα μέσα Γενάρη το Πεντάγωνο αποφάσισε την αύξηση των αμερικανικών δυνάμων και στο Αφγανιστάν από τις 12 χιλιάδες σήμερα στις 15 χιλιάδες -που θα υλοποιηθεί άμεσα μέσα από την παράταση της παραμονής των αμερικανών στρατιωτών κατά 3 μήνες.

Τις ίδιες μέρες στην Αφρική, ο στρατός της Αιθιοπίας εισέβαλε, με την βοήθεια των ΗΠΑ, στην γειτονική Σομαλία για να διαλύσει την κυβέρνηση της «Ενωσης Ισλαμικών Δικαστηρίων» -την πρώτη, σχετικά σταθερή διοίκηση στην Σομαλία εδώ και 15 χρόνια. Η δικαιολογία του Μπους για αυτή την επέμβαση ήταν, όπως πάντα, η «καταπολέμηση της τρομοκρατίας». Αλλά κανένας δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία για τα πραγματικά κίνητρα.  «Τέσσερις αμερικανικές εταιρίες πετρελαίων»,  έγραφε ο Βαντζόχι Καμπουκούρου στην εφημερίδα  Daily Nation, «η Conoco, η Chevron, η Amoco και η Philips έχουν συμβόλαια πρόσβασης στα δύο τρίτα της Σομαλίας περίπου. Αυτή η τετράδα των πολυεθνικών του πετρέλαιου κέρδισε αυτά τα συμβόλαια στις τελευταίες ημέρες του καθαιρεμένου σήμερα δικτάτορα Σιάντ Μπαρέ (ήταν το αγαπημένο παιδί των ΗΠΑ την δεκαετία του 1980). Η πρώτη αμερικανική στρατιωτική επέμβαση στην Σομαλία (το 1993) είχε την πλήρη υποστήριξη της Conoco...«

Ο Μπους είχε πάντοτε ιδιαίτερους δεσμούς με την νεοσυντηρητική πτέρυγα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Θα ήταν όμως λάθος να πιστέψει κανείς ότι οι αποφάσεις του υπαγορεύτηκαν απλά και μόνο από τον φανατισμό και την βλακεία του ή τους υπόγειους δεσμούς της κυβέρνησής του με το λόμπυ του πετρελαίου. Οι ΗΠΑ επέλεξαν τον δρόμο της κλιμάκωσης, κύρια, γιατί οι συνέπειες της «αξιοπρεπούς αποχώρησης» που πρότεινε η επιτροπή Μπέικερ είναι ανυπολόγιστες για τα συμφέροντα και την θέση της αμερικανικής άρχουσας τάξης -τόσο έξω όσο και μέσα στην ίδια την Αμερική. Η αναγνώριση της ήττας στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» απειλεί να προκαλέσει «τεκτονικές αλλαγές» και στις ισοροπίες ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις αλλά και στους συσχετισμούς ανάμεσα στις τάξεις -και στις ΗΠΑ και σε ολόκληρο τον πλανήτη. Η Λατινική Αμερική του Τσάβες και του Μοράλες δίνουν μια μικρή μόνο πρόγευση από το τι θα μπορούσε να συμβεί.

Το τέλος του Αμερικανικού Αιώνα

Πολλοί μέσα στο ίδιο το αμερικανικό πολιτικό κατεστημένο πιστεύουν ότι η νέα κλιμάκωση που αποφάσισε ο Μπους δεν είναι παρά μια τελευταία, καταδικασμένη, κίνηση απελπισίας. Το μόνο που θα καταφέρει, λένε, η «νέα στρατηγική» στο Ιράκ θα είναι να αναβάλει την οδυνηρή στιγμή της αναγνώρισης της ήττας για μερικούς μήνες.

«Ενα πράγμα είναι βέβαιο», γράφει ο Ρίτσαρντ Χάας, ο πρόεδρος του αμερικανικού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων που ήταν σύμβουλος του Μπους όταν ξεκινούσε ο πόλεμος στο Αφγανιστάν: «η Αμερικανική Εποχή στην Μέση Ανατολή έχει τελειώσει... Δεν πρόκειται για την πρώτη τέτοιου μεγέθους τεκτονική μετατόπιση στην περιοχή. Η σύγχρονη εποχή αρχίζει κάπου 200 χρόνια πριν, το 1798 με την αδύναμη Οθωμανική κυριαρχία. Υστερα ήρθε η μετά τον Α’Παγκόσμιο Πόλεμο εποχή της αποικιοκρατίας, κυριαρχούμενη από την Βρετανία και την Γαλλία, που ακολουθήθηκε από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου... Η εξάλειψη της Σοβιετικής Ενωσης έφερε την Αμερικανική Εποχή... Πόσο σύντομη ήταν αυτή η περίοδος, δίνοντας (τώρα) την θέση της σε μια νέα, καθόλου ευπρόσδεκτη, εποχή...».

Οι ΗΠΑ βγήκαν παντοδύναμες από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με την Ευρώπη κατεστραμμένη, την Αφρική και την Ασία βυθισμένες στην φτώχεια και την υποανάπτυξη της αποικιοκρατίας και την Σοβιετική Ενωση ακόμα σχετικά αδύναμη, οι ΗΠΑ ήταν κυριολεκτικά το «εργοστάσιο» αλλά και η «πυριτιδαποθήκη» του πλανήτη: οι ΗΠΑ αντιπροσώπευαν το 50% της παγκόσμιας παργωγής και το 50% των παγκόσμιων εξοπλισμών.

Αυτή η τεράστια οικονομική και στρατιωτική υπεροχή επέτρεψε στην Αμερική να κυριαρχήσει, στον μεταπολεμικό κόσμο, σε όλο το δυτικό στρατόπεδο -σε έναν κόσμο που μοιραζόταν μέχρι τότε ουσιαστικά ανάμεσα στην Βρετανία και την Γαλλία. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας το 1989-91 άφησε τις ΗΠΑ μοναδική υπερδύναμη πάνω στον πλανήτη. Η «αυλή» της, όμως, αποδείχθηκε  εξωφρενικά μεγάλη για τα μέτρα της.

Oι ΗΠΑ  παραμένουν μέχρι σήμερα η «πυριτιδαποθήκη» του πλανήτη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του σκανδιναβικού ινστιτούτου SIPRI οι ΗΠΑ εξακολουθούν να κρατούν την σκυτάλη των στρατιωτικών δαπανών. Το 2005 οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες έφτασαν στα 1118 δισεκατομύρια δολάρια -ένα ανατριχιαστικό ποσό που αντιστοιχεί σε 173 δολάρια για κάθε κάτοικο της γης. Από αυτά, το 48% ανήκει σε μια μόνο χώρα, τις ΗΠΑ «ακολουθούμενες από απόσταση από την Βρετανία, την Γαλλία, την Ιαπωνία και την Κίνα».

Η Αμερική εξακολουθεί να είναι πρώτη στον κατάλογο των παραγωγών του κόσμου. Αλλά έχει πάψει εδώ και πολύ καιρό να είναι «το εργοστάσιο του πλανήτη». Το 1960, σύμωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, το ΑΕΠ των ΗΠΑ είχε πέσει στο 39% της παγκόσμιας παραγωγής. Το 2005 στο 28%. Νέες οικονομικές υπερδυνάμεις -η Ιαπωνία, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η Κίνα, η Ινδία έχουν αρχίσει να υποσκάπτουν την θέση της, «κλέβοντας» της πηγές πρώτων υλών, αγορές και μερίδια επιρροής. Οι οικονομολόγοι υπολογίζουν ότι, αν συνεχιστεί η ίδια πορεία, η Κίνα -μια χώρα με  πληθυσμό πάνω από 1 δισεκατομμύριο και διψήφιους ρυθμούς ανάπτυξης, θα ξεπεράσει σε παραγωγή τις ΗΠΑ μέχρι τα μέσα του αιώνα. Πίσω από τα ιδεολογήματα για  «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», «κράτη-παρίες» και «άξονες του κακού» δεν κρύβεται παρά η προσπάθεια της άρχουσας τάξης των ΗΠΑ να διατηρήσει την θέση της στην κορυφή του πλανήτη, χρησιμοποιώντας το μοναδικό δυνατό χαρτί που της έχει απομείνει: τα όπλα. Το αποτέλεσμα είναι η κλιμάκωση των εξοπλισμών και η επέκταση του πολέμου σε ολοένα και καινούργιες ζώνες.

«Η παγκόσμια  δαπάνη για εξοπλισμούς  το 2005», γράφει η έκθεση του SIPRI, «αποτελεί μια αύξηση, σε πραγματικές τιμές 3.4% σε σχέση με το 2004 και

 34% στην δεκαετία 1996-2005. Οι ΗΠΑ είναι υπεύθυνες για το 80% περίπου αυτής της αύξησης το 2005 και ο κύριος καθοριστικός παράγοντας αυτής της παγκόσμιας τάσης...«

Αλμα στο κενό

Ο Μπους αποφάσισε να αντιμετωπίσει τα αδιέξοδα του πολέμου με ένα άλμα προς τα μπρος. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα άλμα στο κενό.

Στο ίδιο το Ιράκ οι δυνάμεις κατοχής και ο συμμαχικός τους ιρακινός στρατός της κυβέρνησης του αλ-Μαλίκι  δεν ελέγχουν παρά μερικούς θύλακες μέσα σε μια θάλασσα αντίστασης και σεχταριστικών συγκρούσεων. Η Σαντρ Σιτι -οι σιιτικές φτωχογειτονιές της Βαγδάτης- είναι κυριολεκτικά απροσπέλαστες για τον αμερικανικό στρατό. Ακόμα και μετά την αποστολή των νέων αμερικανικών ενισχύσεων τα «συμμαχικά» στρατεύματα θα εξακολουθούν να είναι πολύ λίγα για να αντιμετωπίσουν έναν οπλισμένο λαό 25 εκατομμυρίων που τους μισεί. Η «νέα στρατηγική» θα κάνει τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα. Μέχρι σήμερα οι δυνάμεις κατοχής πολεμούσαν κύρια ενάντια στην αντίσταση των Σουνιτών. Μόνο μια φορά μέχρι σήμερα, στην «κρίση της Νατζάφ», βρεθηκαν αντιμέτωπες με μια ταυτόχρονη εξέγερση και των Σουνιτών και των Σιιτών -και αναγκάστηκαν, ουσιαστικά να καταφύγουν σε διπλωματική λύση και να υποχωρήσουν. Τώρα ετοιμάζονται να διευρύνουν το μέτωπο, με στόχο να επεκτείνουν τον έλεγχό τους στις φτωχογειτονιές της Βαγδάτης. Αυτό θα σημάνει σύγκρουση με την αντίσταση των σιιτών. Ο  στρατός του Μαχντί, μόνο, ο στρατός του ριζοσπάστη σιίτη κληρικού Μοκταντά αλ-Σαντρ, ξεπερνάει, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών, τις 60.000. Ο Μπους δεν κατάφερε να πείσει ούτε τους ίδιους τους στρατηγούς του για τις προοπτικές της «νέας στρατηγικής». Ο στρατηγός Αμπιζάϊντ, ο διοικητής των αμερικανικών δυνάμεων στην Μέση Ανατολή και την Ασία αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Το ίδιο και ο στρατηγός Κέισι, ο μέχρι τώρα «αρχηγός» του πολέμου στο Ιράκ. Μιλώντας στην επιτροπή της Γερουσίας ο Κέισι ήταν κατηγορηματικός. «Ρώτησα όλους τους αξιωματικούς», είπε. «Με βάση την επαγγελματική σας εμπειρία, πιστεύεται ότι η αύξηση των αμερικανικών δυνάμεων θα είναι αποτελεσματική; Ολοι απάντησαν όχι».

Η κατάσταση δεν περιορίζεται μόνο στο Ιράκ. Ο Αντονι Κόρντεσμαν, ένας στρατιωτικός αναλυτής που επέστρεψε μόλις από μια περιοδεία στο Αφγανιστάν περιέγραφε, σε ένα άρθρο του στην εφημερίδα Financial Times, με τον εύγλωττο τίτλο «Σταματήστε να αρνείστε την σοβαρότητα της κρίσης στο Αφγανιστάν», με τα παρακάτω λόγια την κατάσταση που επικρατεί εκεί:

«Οι Ταλιμπάν και άλλες εξτρεμιστικές ομάδες έχουν αυξήσει την ακτίνα δράσης τους από το 2005 μέχρι το 2006 πάνω από τέσσερις φορές, λειτουργώντας και πάλι σαν η ντεφάκτο κυβέρνηση σε τμήματα του νότου και της ανατολής. Οι άμεσες στρατιωτικές επιθέσεις αυξήθηκαν από τις 1347 στο πρώτο ενδεκάμηνο του 2005 σε 3824 στην αντίστοιχη περίοδο του 2006. Οι επιθέσεις αυτοκτονίας αυξήθηκαν από 18 σε 116. Οι επιθέσεις ενάντια στις αφγανικές δυνάμεις αυξήθηκαν πάνω από 300%. Οι επιθέσεις στις δυνάμεις του ΝΑΤΟ αυξήθηκαν πάνω απο 270%. Μια μεγάλη επίθεση ενάντια στο ΝΑΤΟ και τις αφγανικές δυνάμεις αναμένεται αυτή την άνοιξη... Υπάρχουν κάπου 30.000 νατοϊκά στρατεύματα στο Αφγανιστάν συν κάπου 12.000 αμερικανοί στρατιώτες που έχουν μείνει στην χώρα και λειτουργούν αυτόνομα. Συγκρίνετε αυτά τα νούμερα με το σύνολο των 162.000 στρατευμάτων της συμμαχίας στο Ιράκ. Και αυτό παρόλο που το Αφγανιστάν αποτελεί, από πολλές απόψεις, μια εξίσου μεγάλη απειλή...»

Ο πόλεμος «κατά της τρομοκρατίας» έχει κυριολεκτικά εξαντλήσει τον αμερικανικό στρατό. Η στρατολογία έχει κολήσει και το Πεντάγωνο δεν είναι σε θέση να καλύψει, ούτε ένα κλάσμα από τα στρατεύματα που ζητάνε οι στρατηγοί στο πεδίο της μάχης. Πριν λίγες βδομάδες ξέσπασε σάλος στις ΗΠΑ όταν αποκαλύφθηκε ότι το Πεντάγωνο είχε στείλει φύλλα πορείας για το Ιράκ ακόμα και σε νεκρούς και τραυματίες. «Οι στρατολογητές», γράφει το περιοδικό The Economist, «έχουν σκεφτεί τα πάντα: υψηλότερα μπόνους κατάταξης, χαμηλότερα στάνταρτ, να κλείνουν τα μάτια απέναντι σε αυτούς που έχουν τατουάζ ή είναι υπέρβαροι». Η τελευταία κίνηση του Πενταγώνου ήταν να αυξήσει το όριο ηλικίας στα 40 και να μειώσει το αναγκαίο πνευματικό επίπεδο από το 1 στο 3. Τώρα έχουν αρχίσει να μελετάνε ακόμα και την στρατολόγηση «λαθρο»μεταναστών που ελπίζουν να τους δελεάσουν με την πολυπόθητη ιθαγένεια ή έστω την πράσινη κάρτα.

Ο πόλεμος έχει πάψει εδώ και πολύ καιρό να είναι δημοφιλής στις ΗΠΑ. Τον Νοέμβρη η Αμερική κυριολεκτικά μαύρισε τους Ρεπουμπλικάνους στις εκλογές για το Κογκρέσο, δίνοντας για πρώτη φορά ύστερα από πολλά χρόνια τον έλεγχο και των δυο νομοθετικών σωμάτων στους Δημοκρατικούς. Στις 27 Γενάρη το αντιπολεμικό κίνημα στις ΗΠΑ διοργάνωσε μια από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις  των τελευταίων τριών χρόνων.

Αντίσταση στον Πόλεμο

Παρόλα αυτά ο Μπους είναι αποφασισμένος να συνεχίσει. Το τι θα σημάνει αυτό το είδαμε ανάγλυφα αυτές τις μέρες και στο Αφμαντόφ της Σομαλίας, στην Νατζάφ και την Βαγδάτη στο Ιράκ με τις μαζικές σφαγές αμάχων -εξτρεμιστών ισλαμιστών υποτίθεται.

Αλλά δεν είναι μόνο οι λαοί του Ιράκ, του Αφγανιστάν ή της Σομαλίας που θα πληρώσουν. Οι συνέπειες θα είναι, δίχως αμφιβολία, βαριές και για τους ίδιους τους στρατούς των κατακτητών. Πάνω από 3000 αμερικανοί φαντάροι έχουν σκοτωθεί μέχρι σήμερα στο Ιράκ, Οι τραυματίες ξεπερνούν τις 20 χιλιάδες.

Στην πρόσφατη σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλες η Κοντολίζα Ράις, η υπουργός Εξωτερικών του Μπους, πίεσε ασφυκτικά τους «συμμάχους» να στείλουν ενισχύσεις, σε στρατιώτες, χρήματα και εξοπλισμό στο Αφγανιστάν. Ανάμεσα σε αυτούς που δέχτηκαν να βοηθήσουν ήταν και η Ελλάδα. Στις  26 Ιανουρίου οι εφημερίδες έγραφαν ότι η Ντόρα Μπακογιάννη συμφώνησε να ενισχύσει την παρουσία της στο Αφγανιστάν με την αποστολή χρημάτων, αρμάτων μάχης και 120 ακόμα ανδρών. Λίγες ώρες αργότερα ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών διέψευσε την είδηση. Η Ελλάδα είπε δεν σκοπεύει να αυξήσει την στρατιωτική της παρουσία στο Αφγανιστάν.

Στην πραγματικότητα τόσο η κυβέρνηση, όσο και η άρχουσα τάξη στην Ελλάδα είναι διαιρεμένες. Συμμετοχή στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» σημαίνει αναβάθμιση της διεθνούς θέσης της χώρας -που μπορεί πλέον να «παίζει» και στρατιωτικά, έστω στο πλευρό των Μεγάλων Δυνάμεων, στην παγκόσμια σκηνή. Ταυτόχρονα, όμως, η εκστρατεία δεν είναι καθόλου εγγυημένη και η Ελλάδα κινδυνεύει με αυτόν τον τρόπο να βρεθεί συμμέτοχη σε μια συντρηπτική ήττα.

Αυτό, όμως, που φοβούνται περισσότερο απ’ όλα οι άρχουσες τάξεις είναι οι αντιδράσεις «των από κάτω». Το μαζικό μίσος για τον πόλεμο ήταν αυτό που μετέτρεψε την δεκαετία του 1970 το Βιετνάμ σε  «σύνδρομο» για τις ΗΠΑ. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Κανένας δεν μπορεί να ξεχάσει τις συνέπειες που είχε η προηγούμενη «τεκτονική αλλαγή» στους συσχετισμούς ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις για τον απλό κόσμο από τα κάτω. Οι δεκαετίες του 1950 και του 1960 δεν ήταν απλά οι δεκαετίες του περάσματος από «την Βρετανοκρατία στην Αμερικανοκρατία». Ηταν ταυτόχρονα οι δεκαετίες των μεγάλων αντιιμπεριαλιστικών εξεγέρσεων -του Νάσερ της Αιγύπτου, του Καρίμ Κασέμ του Ιράκ, του Φιντέλ Κάστρο και του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα στην Κούβα. Ηταν οι δεκαετίες όπου η εργατική τάξη και οι φτωχοί μπήκαν μαζικά ξανά στο προσκήνιο της ιστορίας.

Ολες οι «τεκτονικές μετατοπίσεις» του ιμπεριαλισμού του 20ου αιώνα συνοδεύτηκαν από εξίσου μεγάλες μετατοπίσεις στους συσχετισμούς δύναμης ανάμεσα στις τάξεις. Το πιο συγκλονιστικό παράδειγμα είναι, φυσικά, το κύμα των επαναστάσεων που σάρωσε την Ρωσία, την Γερμανία και την Ιταλία στο τέλος του Α’Παγκόσμιου Πόλεμου. Αλλά δεν είναι το μόνο. Το κίνημα της Αντίστασης «έκλεισε»  εδώ στην Ελλάδα τον Β’Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά και πιο πρόσφατα, η ήττα της Ρωσίας το τέλος του Ψυχρού Πολέμου συνοδεύτηκε από μαζικές επαναστάσεις σε όλο σχεδόν το Ανατολικό Μπλοκ. Στην Ουγγαρία, την Ανατολική Γερμανία, την Τσεχοσλοβακία, την Αλβανία εκατομμύρια εργάτες ξεχύθηκαν στους δρόμους, γκρέμισαν τα σύμβολα του παλιού καθεστώτος, εισέβαλαν στα κυβερνητικά κτήρια, διέλυσαν τις μυστικές αστυνομίες και ανέτρεψαν κυβερνήσεις που έμοιαζαν κυριολεκτικά ακλόνητες. Στην Ρουμανία η επανάσταση κατάφερε να διαλύσει ολοκληρωτικά το καθεστώς και να στείλει τον μέχρι τότε πρόδερο της χώρας, τον Νικολάι Τσαουσέσκου, στο απόσπασμα. Μόνο χάρη στην καλή της τύχη και την έλλειψη οργάνωσης της άλλης πλευράς κατάφερε η παλιά άρχουσα τάξη να ξαναπάρει την εξουσία.

Ο Μπους και οι σύμμαχοί του ξέρουν πολύ καλά τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν. Για αυτό τα «απονενοημένα διαβήματα» στο πεδίο του πολέμου συνοδεύονται από επιθέσεις στα δημοκρατικά δικαιώματα και καταστολή στο εσωτερικό μέτωπο. Το Γκουαντάναμο, οι πτήσεις της CIA, οι απαγωγές, τα βασανιστήρια είναι η άλλη όψη του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Και αυτός ο «πόλεμος» δεν μαίνεται μόνο στις ΗΠΑ. Τον ζούμε καθημερτινά τους τελευταίους μήνες εδώ στην Ελλάδα -με τις υποκλοπές, τις απαγωγές των Πακιστανών, τις διώξεις σε βάρος του Τζαβέντ Ασλάμ, τις προτάσεις του Πολύδωρα για τον «περιορισμό» των διαδηλώσεων, τις επιθέσεις της αστυνομίας, τις σιδερογροθιές, την συστηματική συκοφαντία της αριστεράς και του κινήματος από την κυβέρνηση και τα κανάλια.

Στις 17 Μάρτη το αντιπολεμικό κίνημα θα πλημμυρίσει για μια ακόμα φορά τον πλανήτη ενάντια στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» του Μπους. Θα είναι μια μάχη κρίσιμη που μπορεί να καθορίσει, κυριολεκτικά, το μέλλον του πλανήτη.