Άρθρο
Να ρίξουμε τα τείχη του ρατσισμού

Εξώφυλλο του τευχους 84

Η μάχη ενάντια στο Μνημόνιο χρειάζεται τη μάχη ενάντια στο ρατσισμό για να είναι νικηφόρα, γράφει ο Θανάσης Καμπαγιάννης.

Η μάχη ενάντια στο Μνημόνιο αποτελεί σήμερα τη μητέρα όλων των μαχών για την εργατική τάξη και την Αριστερά στην Ελλάδα. Η άρχουσα τάξη κάνει κάθε δυνατή ιδεολογική προσπάθεια για να προκαλέσει σύγχυση και αποπροσανατολισμό στην ολοένα αυξανόμενη οργή και μαχητικότητα των από κάτω που πλήττονται από τα μέτρα του Μνημονίου. Γι' αυτό και η επιτυχία ή όχι του κινήματος δεν θα κριθεί μόνο στις απεργίες και τους δρόμους, αλλά και στο κρίσιμο πεδίο των ιδεών.

Ο ρατσισμός είναι από αυτή την άποψη το σημαντικότερο όπλο στη φαρέτρα των από πάνω. Το ρατσιστικό δηλητήριο κατά των μεταναστών απειλεί να ξεστρατίσει την οργή των εργατών και της νεολαίας κατά της κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας που στηρίζει το Μνημόνιο – την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, τους καπιταλιστές και τα κόμματά τους, τη Νέα Δημοκρατία και το ΛΑΟΣ. Το εργατικό κίνημα δεν μπορεί να δώσει πετυχημένα τη μάχη κατά του Μνημονίου με όρους συνδικαλιστικούς, παρά μονάχα με όρους πολιτικούς. Γι' αυτό και η σύγκρουση με τον ρατσισμό αποτελεί όχι περιεχόμενο κάποιων "αντιρατσιστών ειδικών", αλλά κομβικό πεδίο αυτής της συνολικής μάχης.

Πού βρισκόμαστε λοιπόν σήμερα σε σχέση με την μάχη ενάντια στον ρατσισμό στην Ελλάδα; Δυναμώνει ή όχι η επιρροή των ρατσιστικών ιδεών; Μπορούμε να αποτιμήσουμε αντικειμενικά τον συσχετισμό των δυνάμεων ώστε να ξετυλίξουμε την αντιρατσιστική μας δράση σε στέρεο έδαφος; Για να ξεφύγουμε από τις γενικεύσεις που ακούγονται κυρίαρχα στον δημόσιο λόγο (από το "οι Έλληνες δεν είναι ρατσιστές" μέχρι το αντίστροφό του ότι "όλοι οι Έλληνες είναι ρατσιστές") πρέπει να συμφωνήσουμε σε κάποιες βασικές μεθοδολογικές αρχές.

Ξεκινάμε από την αφετηρία ότι ο ρατσισμός – οι συστηματικές δηλαδή διακρίσεις που αντιμετωπίζουν κομμάτια του πληθυσμού με βάση την εθνικότητα, το χρώμα, τη γλώσσα ή τη θρησκεία τους – δεν είναι αποτέλεσμα των λάθος ιδεών που υπάρχουν στα κεφάλια των ανθρώπων, αλλά αποτέλεσμα της δράσης των ίδιων των θεσμών της αστικής κοινωνίας, πρώτα και κύρια του αστικού κράτους. Ούτως ή άλλως το αστικό κράτος "από γεννησιμιού του" δεν αναγνώριζε ως υποκείμενα δικαιωμάτων όλους τους ανθρώπους που ζούσαν στην επικράτειά του (από όπου και η ανάγκη της "ιθαγένειας"). Αυτό ήταν ένα από τα εγγενή ελαττώματα της αστικής τάξης που χρησιμοποίησε το έθνος ως όχημα για την υλοποίηση των οικουμενικών επαγγελιών του Διαφωτισμού. Από την γέννηση ωστόσο του καπιταλισμού μέχρι το σημερινό σάπισμά του, τα πράγματα έχουν γίνει πολύ χειρότερα. Οι ρατσιστικές διακρίσεις κατά των μειονοτήτων και των μεταναστών είναι σήμερα κοινό χαρακτηριστικό των εθνικών κρατών σε όλον τον πλανήτη. Για την εργατική τάξη, που φιλοδοξεί να οικοδομήσει τη δική της εναλλακτική λύση απέναντι στον καπιταλισμό, ο αντιρατσισμός είναι εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση της ενότητάς της και της επιτυχίας του αντικαπιταλιστικού της αγώνα.

Αν ξεκαθαρίσει κανείς πάνω σε αυτό, μπορεί να εντοπίσει εκείνα τα σημεία που ενισχύουν την επιρροή των ρατσιστικών ιδεών και πρακτικών και εκείνα που την αποδυναμώνουν, όσον αφορά την ελληνική περίπτωση.

Ρατσιστική κλιμάκωση

Έτσι τα τρία τελευταία χρόνια έχουμε μια αναμφισβήτητη κλιμάκωση του ρατσισμού. Τα στοιχεία γι’ αυτό είναι καταλυτικά. Μονάχα οι νομοθετικές πρωτοβουλίες των κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ είναι ενδεικτικές: οι διαφημιζόμενες "ευκαιρίες για νομιμοποίηση" του 2001 και του 2005 έδωσαν τη θέση τους σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο παρανομίας για όλους. Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα δεν υπάρχει στην Ελλάδα καμία διαδικασία νομιμοποίησης (στην ουσία δεν υπάρχει από το 2004 και πέρα), ενώ η διαδικασία χορήγησης ασύλου είναι, σύμφωνα και με τις πιο θεσμικές πηγές, μια παρωδία. Ο νόμος που έφερε ο Παπουτσής στη Βουλή όχι μόνο δεν λύνει το πρόβλημα, αλλά σφραγίζει την πρόθεση της κυβέρνησης να μην προχωρήσει σε οποιουδήποτε τύπου νομιμοποίηση για χιλιάδες μετανάστες (ανάμεσά τους και για πολλούς που είχαν χαρτιά και τα έχασαν λόγω ανεργίας και αδυναμίας να μαζέψουν τα απαραίτητα ένσημα).

Αν φύγουμε από τη σφαίρα της πολιτικής και πάμε στο πεδίο του σκληρού πυρήνα του κράτους, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Όλα τα στοιχεία συντείνουν στο ότι οι μετανάστες και οι μετανάστριες που έρχονται σε επαφή με το κράτος αντιμετωπίζουν τον πιο ξεδιάντροπο ρατσισμό. Η ΕΛΑΣ είναι πλέον διαβόητη για τις ρατσιστικές της μεθόδους. Οι καταγγελίες δεν έρχονται από κάποιες αντιρατσιστικές οργανώσεις: οι Γερμανοί αστυνομικοί που συμμετέχουν στα ευρωπαϊκά κλιμάκια της FRONTEX έφτασαν να ζητήσουν την απομάκρυνσή τους από το σώμα, αν δεν σταματήσει η ρατσιστική μεταχείριση των μεταναστών από τις ελληνικές αρχές! Δεν είναι όμως μόνο στην αστυνομία που εντοπίζεται το πρόβλημα. Σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγε ο καθηγητής εγκληματολογίας και βοηθός του συνήγορου του Πολίτη Βασίλης Καρύδης στα αρχεία του Εφετείου Κακουργημάτων Αθήνας το καλοκαίρι του 2008, η ποινική μεταχείριση των κατηγορουμένων από τους δικαστές διαφοροποιείται συστηματικά με βάση φυλετικά κριτήρια. Βασικό συμπέρασμα της έρευνας ήταν ότι «οι αλλοδαποί μετανάστες κατηγορούμενοι, ιδιαίτερα όσοι συγκεντρώνουν τα χαρακτηριστικά αλλοδαπός - άντρας - ηλικίας 35 έως 50 ετών - εργάτης, υφίστανται σαφώς δυσμενέστερη μεταχείριση κατά την επιμέτρηση των ποινών» συγκριτικά με τους Έλληνες κατηγορουμένους.

Επειδή ακριβώς το ρατσιστικό οικοδόμημα λειτουργεί σαν πυραμίδα, οι κορυφές της κυβέρνησης και του κράτους στέλνουν το μήνυμα των διακρίσεων σε βάρος των μεταναστών σε όλες τις βαθμίδες του κράτους και κατόπιν στο σύνολο της κοινωνίας. Έτσι, για παράδειγμα, οι διευθυντές των σχολείων καλούνται πλέον να ελέγχουν την νομιμότητα των χαρτιών των ανήλικων μεταναστών μαθητών, από την εισδοχή τους στο σχολείο μέχρι την συμπλήρωση μηχανογραφικού δελτίου για την είσοδο στο Πανεπιστήμιο. Πρόσφατες έρευνες αποκάλυψαν την εκτεταμένη χρήση από πλευράς σχολικών διευθυντών του προσχήματος της "πληρότητας του σχολείου", για να μην εγγράφονται αλλοδαποί μαθητές και χαθεί η εθνοτική "καθαρότητα" της σχολικής μονάδας, ως μέτρο ενάντια στην υποτιθέμενη υποβάθμισή της. Το ίδιο μήνυμα στέλνεται πλέον στους διευθυντές των νοσοκομείων: η απομάκρυνση των μεταναστών ασθενών θα αποτελεί πλέον δείκτη της υπαγωγής των νοσοκομειακών μονάδων στις επιταγές του Μνημονίου και των περικοπών. Ο Λοβέρδος ως υπουργός Υγείας, με την υποστήριξη του Γεωργιάδη του ΛΑΟΣ, κοστολόγησαν σε δήθεν 150 εκατομμύρια ευρώ τη "σπατάλη" που προκαλούν οι μετανάστες στο ΕΣΥ. Δεν κοστολόγησαν βέβαια τη ζημία των εκατοντάδων χιλιάδων ανασφάλιστων εργατών, ντόπιων και μεταναστών, για τα ασφαλιστικά ταμεία και το σύστημα υγείας, προς όφελος των εργοδοτών που τσεπώνουν τις ανείσπρακτες εισφορές.

Η θεσμοποιημένη ρατσιστική πολιτική ακολουθεί τους μετανάστες σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής τους ζωής. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα βέβαια είναι η εργασία. Οι μετανάστριες και οι μετανάστες, που είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία εργάτες, είναι ένα χρυσωρυχείο για την εργοδοσία: είναι φτηνότεροι από τους ντόπιους, συνήθως ανασφάλιστοι και έχουν ένα επιπλέον εμπόδιο αν επιθυμούν να συνδικαλιστούν – την παρανομία και την ρατσιστική αντιμετώπιση των κρατικών αρχών. Ένα άλλο παρόμοιο πεδίο είναι αυτό της στέγης και της κατοικίας: εκατοντάδες ιδιοκτήτες σπιτιών στο κέντρο της Αθήνας εκμισθώνουν ρημαγμένα διαμερίσματα σε μετανάστες που είναι και οι μόνοι που θα δέχονταν να τα μισθώσουν. Στις "καλές" περιοχές, αντίθετα, τα ενοικιαστήρια συνήθως περιέχουν την ένδειξη "όχι μετανάστες". Έτσι, η παρουσία των μεταναστών – ως αποτέλεσμα της παρανομίας και της φτώχειας – είναι μεγαλύτερη στις πιο υποβαθμισμένες και φτωχές περιοχές των πόλεων. Η συσχέτιση της «λαθρομετανάστευσης» με την «υποβάθμιση» γίνεται έτσι μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Η ρατσιστική κλιμάκωση των τριών τελευταίων χρόνων δεν έχει όμως να κάνει μόνο με τις πολιτικές αποφάσεις των κυβερνήσεων και την πρακτική των κρατικών αρχών. Κομμάτι της ρατσιστικής κλιμάκωσης στάθηκαν δύο ακόμα κρίσιμοι παράγοντες: ο πρώτος ήταν η επιτυχία ενός ρατσιστικού κόμματος, του ΛΑΟΣ, να μπει στη Βουλή το 2007 και να νομιμοποιηθεί ως ένας ακόμη παίκτης του πολιτικού σκηνικού. Η δημιουργία του ΛΑΟΣ και η κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση συντέλεσαν στη μετατόπιση της πολιτικής ατζέντας για το μεταναστευτικό συνολικά προς τα δεξιά. Πάνω απ' όλα, η αποκρυστάλλωση ακροδεξιών κομμάτων όπως είναι το ΛΑΟΣ βοηθάει στην παρουσίαση του ρατσισμού ως ενός ρεύματος που έρχεται από τα κάτω, μιας «τάσης του εκλογικού σώματος» που πρέπει να αποτυπωθεί πολιτικά, και όχι ως αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή μια επίμονη καμπάνια ιδεολογικής προπαγάνδας και κρατικών διακρίσεων από τα πάνω. Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η ευλυγισία που επέδειξε ο ρατσιστικός λόγος με την ανάδειξη της ισλαμοφοβίας, ενός είδους «πολιτισμικού» ρατσισμού κατά των μουσουλμάνων μεταναστών, που χρησιμοποιεί επιχειρήματα δεκτικά σε ευρύτερα ακροατήρια (ανισότητα γυναικών, θρησκοληψία, δημοκρατικά δικαιώματα, κοκ) για να ξανασερβίρει τα παλιά ρατσιστικά ιδεολογήματα με καινούργιο περιτύλιγμα.

Αντιρατσιστική απάντηση

Κι όμως, παρά τις θηριώδεις αυτές προσπάθειες, ο ρατσισμός στην Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να διαστρέψει τη μαζική συνείδηση των εργατών και της νεολαίας. Η όξυνση της ταξικής πάλης το 2010, αλλά και όλες οι εμπειρίες σύγκρουσης με την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας την προηγούμενη πενταετία (με κορύφωση τον Δεκέμβρη του 2008) σήμαναν ότι το ταξικό ένστικτο των εργατών παρέμεινε ισχυρότερο από την αντιμεταναστευτική υστερία που ενορχήστρωσαν το κράτος και οι κυβερνήσεις μαζί με τα δεκανίκια τους. Η τύχη του ΛΑΟΣ είναι γι' αυτό ενδεικτική: παρά την σκανδαλώδη προβολή από τα ΜΜΕ, η υπερψήφιση του Μνημονίου από τους βουλευτές του ΛΑΟΣ σήμανε το εκλογικό του ψαλίδισμα (για πρώτη φορά) κατά 170.000 ψήφους. Ο Γεωργιάδης ήθελε να κάνει κεντρικό θέμα των εκλογών στην Περιφέρεια της Αττικής τους μετανάστες και το τζαμί: το αποτέλεσμα ήταν χαμηλά ποσοστά και λιγότερες ψήφοι, με την πολιτική ατζέντα να ηγεμονεύεται από το ποιός ήταν υπέρ ή κατά του Μνημονίου.

Ούτε η μεταμόρφωση του ρατσισμού σε ισλαμοφοβία περνάει εύκολα. Η αριστερά στην Ελλάδα, παρά τα προβλήματα και τις αδυναμίες της, δεν παρουσίασε ποτέ τα σημάδια σύγχυσης και αποπροσανατολισμού απέναντι στην αντιμουσουλμανική φιλολογία στην έκταση που τα είδαμε σε αρκετές χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Χρειάστηκαν βέβαια γι’ αυτό πολιτικές πρωτοβουλίες από νωρίς: το γεγονός, για παράδειγμα, ότι η Πακιστανική Κοινότητα βρήκε το θάρρος να κοντράρει τις απαγωγές της ΚΥΠ και της βρετανικής MI6 πίσω στο 2005 – με την αναγκαία συμπαράσταση από την ελληνική αντικαπιταλιστική Αριστερά – έπαιξε ρόλο στο να ξεσκεπαστεί η άμεση σύνδεση του ισλαμοφοβικού ρατσισμού με τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς. Το ίδιο και τα τελευταία χρόνια με τις διαδηλώσεις για το Κοράνι και τις φασιστικές επιθέσεις στα τζαμιά.

Το σημαντικότερο σημείο όμως που πρέπει να αναδειχτεί – γιατί συνήθως αποσιωπάται – είναι ο ρόλος που έπαιξαν οργανωμένα εργατικά κομμάτια στην κόντρα με τον ρατσισμό. Η κυρίαρχη συζήτηση θέλει τον πολυπολιτισμό να είναι κτήμα μιας φιλελεύθερης ελίτ, σε αντίθεση με τα ρατσιστικά αντανακλαστικά που είναι δήθεν «αυτόματα» στις κατώτερες τάξεις. Ακόμα και θεωρητικοί της Αριστεράς, όπως ο Σλαβόι Ζίζεκ (σε όλες τις πρόσφατες παρεμβάσεις του, ανάμεσα τους και στην ομιλία του στην Αθήνα) ή ο Τόνι Νέγκρι, παπαγαλίζουν αυτή τη γραμμή: ο αντιρατσισμός περιορίζεται σε κάποιους καλοζωισμένους μικροαστούς και στον ανθρωπισμό Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, ενώ τα εργατικά συνδικάτα της Δύσης είναι απασχολημένα με οικονομίστικες διεκδικήσεις και η Αριστερά είναι αφομοιωμένη στο σύστημα. Το αποτέλεσμα είναι οι ντόπιοι κάτοικοι των μεγαλουπόλεων να βρίσκουν «αποκούμπι» στην Άκρα Δεξιά που κατανοεί τις «ανησυχίες» τους. Πρόκειται για ασυγχώρητη άγνοια, αν όχι ηθελημένη διαστροφή, που σίγουρα δεν ισχύει στην ελληνική περίπτωση.

Στην πραγματικότητα, ο αντιρατσισμός στην Ελλάδα, και μάλιστα στην πιο εφαρμοσμένη του μορφή, είχε να κάνει με οργανωμένα κομμάτια της εργατικής τάξης. Κάθε μεταναστευτικός πληθυσμός, μετά την πρώτη αναμπουμπούλα της άφιξής του, έχει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της εκπαίδευσης των παιδιών και της υγείας των ανθρώπων που τον απαρτίζουν. Τα συνδικάτα των εκπαιδευτικών και των γιατρών και νοσηλευτών στην Ελλάδα εξασφάλισαν την παιδεία και την υγεία των μεταναστών, παρά τις συστηματικές ρατσιστικές ντιρεκτίβες και παρενοχλήσεις του κράτους και των εκάστοτε κυβερνήσεων, στις οποίες ποτέ δεν υπάκουσαν. Έτσι, οι μετανάστριες γέννησαν τα παιδιά τους στα δημόσια νοσοκομεία και τα έγραψαν στα δημόσια σχολεία, με αποτέλεσμα το κύμα της αλβανικής – κατά βάση – μετανάστευσης των αρχών της δεκαετίας του ’90 να μην αποτελεί πλέον κομμάτι της δημόσιας αντιπαράθεσης για το μεταναστευτικό.

Οι εμπειρίες της μάχης ενάντια στον ρατσισμό υπάρχουν και δεν περιορίζονται στους ντόπιους. Οι ίδιοι οι μετανάστες έχουν κάνει σημαντικά βήματα μπροστά στον τρόπο με τον οποίο οργανώνονται και διεκδικούν τη νομιμοποίηση και τα δικαιώματά τους. Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις των Ιρανών και μετέπειτα των Αφγανών πολιτικών προσφύγων στα Προπύλαια για την χορήγηση πολιτικού ασύλου είναι χαρακτηριστικές. Η μαζική συμμετοχή μεταναστών σε αντιρατσιστικές πορείες δεν είναι καινούργια: ωστόσο η συμμετοχή οργανωμένων μπλοκ μεταναστών εργατών στις πανεργατικές απεργίες του 2010 ήταν πραγματικά πρωτοφανής. Οι μάχες αυτές έφεραν σημαντικό κομμάτι μεταναστών σε επαφή με την αντικαπιταλιστική αριστερά: η παρουσία 6 υποψηφίων δημοτικών συμβούλων στα ψηφοδέλτια της «Ανταρσίας στις γειτονιές της Αθήνας» έσπασε την κόκκινη ζώνη του ουσιαστικού αποκλεισμού που μεθόδευσε ο νόμος της ιθαγένειας, με τον οποίο τελικά μόλις 12.000 μετανάστες έφτασαν να ψηφίσουν στις πρόσφατες εκλογές. Ακόμα και έτσι, τα εκλογικά αποτελέσματα στα τμήματα των μεταναστών δείχνουν ότι οι μετανάστες μπορούν να συναντηθούν με την Αριστερά – και μάλιστα την αντικαπιταλιστική της εκδοχή – και συνολικότερα με το εργατικό κίνημα.

Τα μέτωπα μπροστά μας

Οι εμπειρίες των μαχών της τελευταίας χρονιάς έχουν συσσωρεύσει πελώρια ταξική οργή και διάθεση για σύγκρουση, που δύσκολα αποπροσανατολίζονται με τα ρατσιστικά παραμύθια για τους μετανάστες. Ταυτόχρονα οι πρωτοβουλίες του αντιρατσιστικού κινήματος έχουν δημιουργήσει στην Ελλάδα μια μαχητική μειοψηφία που ενεργητικά αντιστέκεται στον ρατσισμό και με την κατάλληλη πολιτική μπορεί να ξεσηκώνει πλειοψηφίες στο πλευρό των μεταναστών και των προσφύγων. Τα μέτωπα για αυτό το κίνημα το επόμενο διάστημα είναι συγκεκριμένα.

Η μεγαλύτερη μάχη που έχουμε μπροστά μας είναι να αντισταθούμε στην ρατσιστική κλιμάκωση που η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έχει ήδη ξεκινήσει, με τη συναίνεση της Νέας Δημοκρατίας και του ΛΑΟΣ. Το τείχος 12,5 χιλιομέτρων που εξήγγειλε ο Παπουτσής στον Έβρο δεν θα σταματήσει τη μετανάστευση, αλλά θα σημάνει σίγουρα εκατοντάδες ανθρώπους νεκρούς, δίπλα στα θύματα των σημερινών ναρκοπεδίων στα σύνορα Ελλάδας-Τουρκίας. Η ρατσιστική πολιτική της Ευρώπης-φρούριο ξανασηκώνει τα συρματοπλέγματα που είχαν υψωθεί στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Μαζί με το τείχος, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εξετάζει την απόκτηση δύο πλωτών στρατοπέδων συγκέντρωσης για να φυλακίσει τους μετανάστες που θα συλλαμβάνονται στα σύνορα. Η Αριστερά και το εργατικό κίνημα που συγκρούεται με το Μνημόνιο πρέπει να απαντήσουν με ένα βροντερό όχι, ματαιώνοντας αυτά τα σχέδια. Οι μετανάστες και οι πρόσφυγες δεν είναι τουρίστες, είναι κυνηγημένοι από τη φτώχεια και τους πολέμους, γι’ αυτό και είναι καλοδεχούμενοι. Ζητάμε ελεύθερη πρόσβαση των μεταναστών στην Ευρώπη από όπου κι αν προέρχονται και ανοιχτά σύνορα τόσο για την είσοδο στην Ελλάδα όσο και για τη μετάβαση σε οποιαδήποτε χώρα επιθυμούν.

Το αντιρατσιστικό κίνημα πρέπει με τις παρεμβάσεις του να εντείνει την κρίση του ΛΑΟΣ, ξεσκεπάζοντάς το σαν αυτό που πραγματικά είναι: ένα ρατσιστικό δεκανίκι του Μνημονίου και της Τρόικας, μια απειλή για τις δημοκρατικές ελευθερίες όλων μας, ένα ακόμα μαγαζί του πλουσιότερου βουλευτή του ελληνικού Κοινοβουλίου με τα 85 ακίνητα και τις παχυλές τραπεζικές καταθέσεις. Ταυτόχρονα, αυτοτελές περιεχόμενο δράσης πρέπει να αποτελέσει η αντιφασιστική δράση ενάντια στη ναζιστική συμμορία της Χρυσής Αυγής. Οι φασιστικές επιθέσεις των νεοναζί δεν στρέφονται μόνο κατά των μεταναστών, αλλά και κατά της συλλογικής δράσης κάθε εργαζόμενου και νεολαίου. Το αντιφασιστικό μέτωπο πρέπει να είναι πλατύ. Ταυτόχρονα, πρέπει να είναι ριζοσπαστικό, ώστε να μην αφήνει δυνατότητες στους νεοναζί να δημαγωγούν δήθεν αντι-συστημικά. Κόντρα με τους νεοναζί στο κέντρο της Αθήνας σημαίνει ταυτόχρονα κόντρα με τις δημοτικές αρχές που εφαρμόζουν τον Καλλικράτη και διαλύουν τις κοινωνικές υπηρεσίες, την καθαριότητα, τους ελεύθερους χώρους.

Η μετάλλαξη του κυρίαρχου ρατσιστικού λόγου σε ολοένα και πιο ισλαμοφοβική κατεύθυνση θέτει νέα καθήκοντα για όσες και όσους μάχονται τον ρατσισμό. Όπως και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, η ισλαμοφοβία θα γίνει πιο αισθητή το 2011, με πιθανό σημείο κλιμάκωσης στην ελληνική περίπτωση την κατασκευή του τζαμιού στον Βοτανικό. Η υπεράσπιση της θρησκευτικής ελευθερίας των μεταναστών είναι κομμάτι της πάλης για ίσα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα και δημοκρατικές ελευθερίες για όλους τους εργαζόμενους, ντόπιους και μετανάστες. Η Αριστερά χρειάζεται γρήγορα να εξοπλίσει με επιχειρήματα και οργάνωση την μάχη κατά της ισλαμοφοβίας.

Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, η σύγκρουση με τον ρατσισμό και την φασιστική απειλή θα μένει στα μισά του δρόμου αν δεν συνδυάζεται με μια εναλλακτική πολιτική πρόταση για την αντικαπιταλιστική έξοδο από την κρίση. Το χτίσιμο του αντιρατσιστικού κινήματος πάει χέρι-χέρι με την οικοδόμηση μιας νέας αντικαπιταλιστικής Αριστεράς που βλέπουμε να αναδύεται σε όλη την Ευρώπη, πλέον και στην Ελλάδα μετά και τα αποτελέσματα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις δημοτικές εκλογές. Η τύχη των μεταναστών είναι δεμένη με την τύχη του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα. Μνημόνιο και ρατσισμός θα επικρατήσουν μαζί ή θα ηττηθούν μαζί.

Απ’ αυτή την άποψη, το τείχος που χτίζει ο Παπουτσής στον Έβρο είναι η προέκταση του τείχους που χτίζει η συμμαχία του Μνημονίου ανάμεσα στους εργαζόμενους και τους μισθούς τους, στους άνεργους και τις δουλειές τους, στους συνταξιούχους και τις συντάξεις τους, στους νέους και το μέλλον τους. Ντόπιοι και μετανάστες εργαζόμενοι, πρέπει να ενωθούμε για να γκρεμίσουμε αυτά τα τείχη όλοι μαζί.