Άρθρο
Η μάχη των ΔΕΚΟ

Εξώφυλλο του τευχους 84

Η κυβερνητική προπαγάνδα λέει ότι οι εργαζόμενοι στις ΔΕΚΟ είναι «ρετιρέ» που φορτώνουν τα ελλείμματά τους στους άλλους εργαζόμενους. Ο Πάνος Γκαργκάνας απαντάει σ’ αυτούς τους μύθους.

Χωρίς καμιά αμφιβολία, μέσα στους τελευταίους μήνες του 2010 και τους πρώτους του 2011, οι εργαζόμενοι στις ΔΕΚΟ κατέχουν μια ξεχωριστή θέση στο στόχαστρο των κυβερνητικών επιθέσεων. Ήδη από τον Σεπτέμβρη με το νομοσχέδιο Ρέππα για τον ΟΣΕ, στη συνέχεια με το Πολυνομοσχέδιο Παπακωνσταντίνου για τους μισθούς στις δημόσιες επιχειρήσεις που ψηφίστηκε με τη διαδικασία του κατεπείγοντος στις 14 Δεκέμβρη και ξανά με το σχέδιο Ρέππα για τις Συγκοινωνίες που δεσπόζει στην κυβερνητική ατζέντα τον Γενάρη, ο Γ. Παπανδρέου και οι υπουργοί του έχουν κάνει την «μάχη των ΔΕΚΟ» προτεραιότητά τους.

Οι επίσημες εξηγήσεις για αυτή την πολύπλευρη επίθεση ξεκινούν από τους ισχυρισμούς ότι τα ελλείμματα των ΔΕΚΟ ευθύνονται για την υπερχρέωση του ελληνικού δημόσιου και φτάνουν σε παροξυσμό συκοφαντιών σε βάρος των εκεί εργαζόμενων που είναι τάχα υπεράριθμοι, αποτέλεσμα ρουσφετολογικών προσλήψεων, και παχυλά αμειβόμενοι χάρη σε έναν διεφθαρμένο συνδικαλισμό που συντηρεί τα προνόμιά τους σε βάρος των υπόλοιπων εργαζόμενων.

Τίποτε από όλα αυτά δεν είναι αλήθεια.

Η ίδια η κυβέρνηση δηλώνει ότι αν υλοποιηθούν οι μισθολογικές περικοπές του Πολυνομοσχέδιου Παπακωνσταντίνου, τότε θα εξοικονομήσει σχεδόν μισό δισεκατομμύριο ευρώ σε ετήσια βάση. Αν συγκρίνουμε αυτό το ποσό με την αύξηση των τόκων που πληρώνει ο προϋπολογισμός από 10 δις το 2009 σε 13,5 το 2010 και σε 16 δις το 2011, καταλαβαίνουμε ότι οι διακηρύξεις περί νοικοκυρέματος είναι λόγια του αέρα. Η επίθεση στους μισθούς των ΔΕΚΟ μπορεί να κόβει ένα δις κάθε δυο χρόνια αλλά η κυβερνητική διαχείριση του δημόσιου χρέους ανεβάζει τη σπατάλη για τόκους κατά έξη δις στο ίδιο διάστημα. Προφανώς τα δημόσια οικονομικά χειροτερεύουν αντί να «εξυγιαίνονται» με αυτή την πολιτική.

Δεν είναι δυνατόν να ερμηνευτεί η αύξηση του δημόσιου χρέους μέσα από τη συσσώρευση ελλειμμάτων των ΔΕΚΟ. Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ είχε πτωτική τάση μέχρι το 2007. Ξαφνικά, από 100% του ΑΕΠ περίπου τότε, προβλέπεται να εκτιναχθεί κοντά στο 150% το 2013. Κανένας, ακόμα και ο πιο τρελός νεοφιλελεύθερος οικονομολόγος δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι τα ελλείμματα των ΔΕΚΟ αθροίζουν ένα 50% του ΑΕΠ μέσα σε λίγα χρόνια.

Οι πραγματικοί λόγοι για την επίθεση στις ΔΕΚΟ πρέπει να αναζητηθούν αλλού, για την ακρίβεια στην αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση από τους επίσημους ισχυρισμούς ότι οι εργαζόμενοι στις ΔΕΚΟ απολαμβάνουν προνόμια σε βάρος των υπόλοιπων εργαζόμενων. Οι δικές τους κατακτήσεις λειτουργούν σαν οδηγός για το επίπεδο των μισθών συνολικότερα μέσα στην ελληνική οικονομία. Το χτύπημά τους ανοίγει το δρόμο για τη λεγόμενη «εσωτερική υποτίμηση» των μισθών κατά 20-25% που προβλέπεται από το Μνημόνιο ως «λύση» για τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού. Η νίκη των εργατών στη «μάχη των ΔΕΚΟ» είναι συμφέρον κάθε εργαζόμενου, όσα ψέματα κι αν προσπαθούν να μας περάσουν για το αντίθετο.

Ας πάρουμε, όμως τα πράγματα με τη σειρά.

«Βαρίδια»;

Η ανάπτυξη του δημόσιου τομέα, των επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας όπως λεγόταν παλιά ή ΔΕΚΟ στη συνέχεια, ποτέ δεν ήταν «βαρίδι» για την ελληνική οικονομία. Αντίθετα, η ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό σε αυτή τη διαδικασία.

Ήδη πριν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η εντυπωσιακή πορεία που έκανε τους ελληνικούς ρυθμούς ανάπτυξης της δεκαετίας του 1930 (μετά τη χρεοκοπία και τη χαμένη «μάχη της δραχμής») να συγκρίνονται μόνο με την ΕΣΣΔ και την Ιαπωνία ήταν δεμένη με τον κρατικό παρεμβατισμό. Γράφει σχετικά ο Κώστας Βεργόπουλος στο κλασικό του έργο «Εθνισμός και Οικονομική Ανάπτυξη»:

«Τα μέτρα του 1931-32 παρέδωσαν τα ηνία της εθνικής οικονομίας στα χέρια του κράτους και των οργάνων του… ο κεντρικός άξονας του σχηματισμού της εγχώριας αγοράς και παραγωγής ήταν το κράτος. Οι κρατικές πρωτοβουλίες ήσαν αυτές που άνοιξαν με συνέπεια, έστω και εμμέσως τον δρόμο προς την βιομηχανική ανάπτυξη». (σελ. 80-81, εκδόσεις Εξάντας 1978).

Και αναφέρει σχετικά τι έλεγαν όχι κάποιοι αριστεροί ή προοδευτικοί σχολιαστές, αλλά ο Τσαλδάρης και ο Μεταξάς. Ο μεν πρώτος έλεγε:

«Γνωρίζετε πολύ καλά ότι εις όλα τα μέρη του κόσμου υφίσταται ο παρεμβατισμός από της εποχής του πολέμου. Διότι όσον και αν θέλωμεν να είπωμεν ότι έχουν οι έλληνες πρωτοβουλίαν, δεν δύναται να εργασθεί η ιδιωτική οικονομία χωρίς να υπάρχει η παρέμβασις του κράτους, ήτις έλαβε μεγάλην έκτασιν και εις κράτη τα οποία ήσαν υπέρ της ελευθερίας του εμπορίου. Δυστυχώς η παρέμβασις του κράτους κατέστη αναγκαία και εις τα μικρότερα πράγματα και δι’ αυτό το κράτος οφείλει να διευθύνει και την εθνικήν οικονομίαν και τότε δεν δύναται παρά να κάμει παρέμβασιν».

Και ο Μεταξάς: «Ό,τι βλέπετε σήμερον εν τη ιδιωτική και τη δημοσία οικονομία της Ελλάδος είναι αποτέλεσμα του κρατικού παρεμβατισμού».

Μπορεί οι σημερινοί πολιτικοί απόγονοι του Τσαλδάρη και του Μεταξά (και οι σοσιαλφιλελεύθεροι μιμητές τους) να λένε ότι «το κράτος δεν μπορεί να είναι σωστός επιχειρηματίας», αλλά οι προπάτορές τους είχαν επίγνωση των πραγματικών σχέσεων ανάμεσα στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα.

Αν αυτός ήταν ο ρόλος του κρατικού παρεμβατισμού για την ανάκαμψη του ελληνικού καπιταλισμού μέσα στην προπολεμική κρίση, αντίστοιχο ρόλο έπαιξε και μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στην ανασυγκρότηση της καταστραμμένης οικονομίας και στο «οικονομικό θαύμα» που έφερε ξανά την Ελλάδα στις πρώτες θέσεις των ρυθμών ανάπτυξης στη δεκαετία του 1960.

Εκεί όπου η ηλεκτροδότηση ήταν στα χέρια εταιριών όπως η Πάουερ και η υδροδότηση στην Ούλεν, οι τομείς αυτοί πέρασαν στα χέρια δημόσιων επιχειρήσεων όπως η ΔΕΗ και η ΕΕΥ. Το ίδιο με τις μεταφορές και τους Σιδηρόδρομους Ελληνικού Κράτους (ΣΕΚ) ή τις τηλεπικοινωνίες και τον ΟΤΕ. Χωρίς τις δημόσιες επενδύσεις σε αυτούς τους καίριους τομείς, θα ήταν αδύνατη η ανάπτυξη π.χ. της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας που παραμένει μέχρι σήμερα βασικός τομέας της οικονομίας.

Πώς θα λειτουργούσαν ξενοδοχειακές μονάδες στα αξιοποιήσιμα ελληνικά τοπία αν δεν φρόντιζε το δημόσιο να φορτωθεί τα βάρη για να φτάσει φως νερό τηλέφωνο σε κάθε γωνιά; Ακόμα και για τη δημιουργία της πρώτης τουριστικής κίνησης την πρωτοβουλία είχε το κράτος με τη δημόσια τότε αλυσίδα των ξενοδοχείων Ξενία.

Πώς θα γινόταν ο Πειραιάς ναυτιλιακό κέντρο για τους έλληνες εφοπλιστές αν δεν εξασφάλιζε ο ΟΤΕ τις τηλεπικοινωνιακές υποδομές και για αυτήν την βιομηχανία αιχμής του ελληνικού καπιταλισμού; Αυτές οι επιτυχίες έφεραν και τις ιδιωτικές επενδύσεις όπως του Νιάρχου στα Ναυπηγεία ή του Ωνάση στην Ολυμπιακή.

Το κράτος έχοντας στον έλεγχό του τράπεζες όπως η Εθνική και η Αγροτική που αντλούσαν σαν αναρροφητικές αντλίες τεράστιο πλούτο από τους αγρότες και τους μικρούς βιοτέχνες μπορούσε να κατευθύνει δημόσιες επενδύσεις και να εξασφαλίζει τις υποδομές για τα κέρδη των ιδιωτικών επενδύσεων. Χωρίς το φθηνό ρεύμα της ΔΕΗ, η Πεσινέ δεν θα μπορούσε να κάνει την Αλουμίνιον της Ελλάδος τη μεγαλύτερη επένδυση της εποχής της.

Και όταν η κρίση χτύπησε ξανά μετά το 1973-74, ο δημόσιος τομέας λειτούργησε και πάλι σαν σωσίβιο για τις αποτυχίες της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Οι κυβερνήσεις του Καραμανλή αναγκάστηκαν να πάρουν σε δημόσιο έλεγχο την Εμπορική Τράπεζα του Ανδρεάδη, την Ολυμπιακή του Ωνάση και τα λεωφορεία της Αθήνας ιδρύοντας την ΕΑΣ. Ήταν άλλη μια επιβεβαίωση ότι ο εκτεταμένος δημόσιος τομέας ήταν και είναι κολώνα του ελληνικού καπιταλισμού.

Ο συνδικαλισμός

Αυτό που ήταν διαφορετικό στην περίοδο μετά τη Μεταπολίτευση ήταν η ανάπτυξη των συνδικάτων στις δημόσιες επιχειρήσεις.

Οι ρίζες του συνδικαλισμού σε αυτά τα κομμάτια της εργατικής τάξης ξεκινάνε από παλιά. Είναι αδύνατο να μιλήσουμε για το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα χωρίς αναφορά στους αγώνες των Σιδηροδρομικών που έφτιαξαν την ΠΟΣ και στις μάχες των τραμβαγέρηδων και των «Τριατατικών» (ΤΤΤ) ήδη από τον μεσοπόλεμο ή στην κατοχή. Μετά την ήττα του κινήματος στον εμφύλιο, βρίσκουμε πάλι ηρωικές απεργίες στα Λεωφορεία της Αθήνας και στην Ολυμπιακή στα πλαίσια του εργατικού κύματος που κορυφώθηκε τον Ιούλη του 1965 αλλά τσακίστηκε από τη Χούντα.

Η μεγάλη ανάπτυξη των συνδικάτων στις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, όμως, ήρθε με τη Μεταπολίτευση. Σε πείσμα όλων των συκοφαντικών μύθων που θεωρούν ότι οι εργαζόμενοι στις ΔΕΚΟ είναι «εκμαυλισμένοι» γιατί όλοι βρήκαν δουλειά με «ρουσφέτια» και άρα ο συνδικαλισμός τους είναι από τη φύση του «κυβερνητικός», τα συνδικάτα ξαναχτίστηκαν με σκληρούς αγώνες.

Οι τηλεφωνήτριες του ΟΤΕ, παραδείγματος χάρη, είχαν φτιάξει τον Πανελλήνιο Σύλλογο Τηλεφωνητριών και Χειριστριών το 1964, τον διέλυσε η Χούντα το 1967, τον ξανάστησαν με 3.300 μέλη το 1974 και χρειάστηκε απεργία το 1978 για να διεκδικήσουν πιο υγιεινές συνθήκες εργασίας (υπήρχαν μαζικές λιποθυμίες), μισθολογική εξίσωση με τους άντρες εργαζόμενους και τη λειτουργία παιδικών σταθμών με ωράρια που να καλύπτουν τις βάρδιες τους.

Αν κάποιοι προσπαθούν να δημιουργήσουν αμφιβολίες για το ρόλο που έπαιξαν τα συνδικάτα των δημόσιων επιχειρήσεων στις γενικότερες κατακτήσεις του εργατικού κινήματος εκείνη την περίοδο, αρκεί να θυμίσουμε την πρωταγωνιστική θέση που κατείχαν στην εμφάνιση των ΣΑΔΕΟ (Συνεργαζόμενες Αγωνιστικές Δημοκρατικές Εργατοϋπαλληλικές Οργανώσεις). Χωρίς την Κοινή Ωφέλεια οι ΣΑΔΕΟ δεν θα μπορούσαν να είναι ο φορέας που συντόνισε τους αγώνες στα χρόνια που η ΓΣΕΕ ήταν ακόμα στα χέρια των Καρακίτσων.

Η δύναμη του συνδικαλισμού σε αυτές τις επιχειρήσεις είχε πίσω της το κύμα ριζοσπαστικοποίησης που είχε απλωθεί σε όλη την εργατική τάξη μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου και την κατάρρευση της δικτατορίας, αλλά και την ισχυρή οικονομική θέση των εργαζόμενων σε αυτά τα βάθρα του ελληνικού καπιταλισμού. Οι δημόσιες τράπεζες και επιχειρήσεις απορροφούσαν ένα μεγάλο μέρος από τους πτυχιούχους των ελληνικών πανεπιστημίων και ανώτερων σχολών σε μια περίοδο που η οικονομία χρειαζόταν όλο και περισσότερο εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό. Το μισθολόγιο της ΔΕΗ, του ΟΤΕ και της Εθνικής Τράπεζας έδινε τον τόνο για τις συνθήκες απασχόλησης σε όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, είτε μιλάμε για τον εφοπλισμό και τη ναυτιλία, είτε για τα διυλιστήρια και τα ναυπηγεία, εκεί δηλαδή που η δομή του προσωπικού ήταν αναγκαστικά αντίστοιχη (με μεγάλα λογιστήρια, τεχνικές υπηρεσίες κλπ).

Οι κατακτήσεις αυτής της δύναμης αποτυπώθηκαν σε οργανογράμματα και κανονισμούς προσωπικού που δεν άργησαν να βρεθούν στο στόχαστρο των καπιταλιστών, ιδιαίτερα μετά τη στροφή προς τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές.

Ήδη από το 1983 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με «τσάρο της οικονομίας» και επιβλέποντα τις δημόσιες επιχειρήσεις τον Αρσένη επιχείρησε να βάλει περιορισμούς στο δικαίωμα της απεργίας των συνδικάτων στις επιχειρήσεις Κοινής Ωφελείας με το περιβόητο τότε «άρθρο 3» και προκάλεσε ένα κύμα αντιδράσεων που αχρήστευσε εκείνη την επίθεση.

Η δεκαετία του 90

Η πιο συστηματική επίθεση έγινε στην τριετία 1990-93 από την κυβέρνηση του Μητσοτάκη που συνδύασε το χτύπημα του συνδικαλισμού με το ξεκίνημα των ιδιωτικοποιήσεων των δημόσιων επιχειρήσεων. Ήταν μια επίθεση που χτυπούσε τη δύναμη των εργαζόμενων στις ΔΕΚΟ ταυτόχρονα σε όλα τα επίπεδα: οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά. Ξεπούλημα των επιχειρήσεων, καταστολή των συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων και κατασυκοφάντηση ολόκληρου του δημόσιου τομέα και των εργαζόμενων σε αυτόν.

Οι συκοφαντίες και η εξόρμηση για ιδιωτικοποιήσεις δεν σήμαιναν ότι στη δεκαετία του 1990 οι ΔΕΚΟ είχαν πάψει να είναι αιμοδότης για τα κέρδη των καπιταλιστών. Ας αρκεστούμε σε ένα παράδειγμα από καταγγελία της ΠΕΤ-ΟΤΕ για τις σχέσεις του ΟΤΕ με τις ιδιωτικές εταιρίες κινητής τηλεφωνίας που τότε ξεκινούσαν:

«Δεν δεχόμαστε την επιδότηση των εταιριών αυτών από τον ΟΤΕ και τον ελληνικό λαό. Δεν ανεχόμαστε οι εταιρίες αυτές να πληρώνουν στον ΟΤΕ 6,3 δραχμές για κάθε λεπτό επικοινωνίας και να εισπράττουν 102 δραχμές, όταν μελέτη του ΟΤΕ στα πλαίσια του Crash Program δείχνει ότι το κόστος της τηλεφωνικής μονάδας είναι 16,95 δραχμές» (αναφέρεται από τον Κ. Σαρρή σε σχετικό άρθρο του στο περιοδικό «Σοσιαλισμός από τα κάτω» Νο 16, Μάης-Ιούλης 1995).

Οι ΔΕΚΟ δεν είχαν γίνει «προβληματικές». Ο στόχος της επίθεσης ήταν κατά κύριο λόγο να τσακιστούν οι κατακτήσεις και ο συνδικαλισμός των εργαζόμενων εκεί, που κρατούσαν συνολικά την εργατική αντίσταση σε απαράδεκτα για την άρχουσα τάξη επίπεδα. Η ζωντανή απόδειξη για τις πραγματικές σκοπιμότητες αυτής της επίθεσης είναι η εξέλιξη της Ολυμπιακής. Το μόνο που άλλαξε με την ιδιωτικοποίησή της ήταν η διάλυση του συνδικαλισμού όταν η γραφειοκρατία της ΟΣΠΑ έβαλε την υπογραφή της στο νόμο του Χατζηδάκη.

Ο ταμειακός ρόλος των ιδιωτικοποιήσεων (που εξασφάλιζε έσοδα για το κράτος μέσα στη δημοσιονομική κρίση του) ήταν συμπληρωματικός, αλλά ακόμα και αστοί πολιτικοί παραδέχονταν ότι πουλάνε τα «ασημικά της οικογένειας». Ομολογούσαν δηλαδή τον πολύτιμο ρόλο των ΔΕΚΟ για τον ελληνικό καπιταλισμό, αλλά συναινούσαν στην επίθεση για να χαλιναγωγηθεί η δύναμη του συνδικαλισμού.

Κι όμως, εκείνη η επίθεση δεν ολοκλήρωσε τους στόχους της χάρη στη θυελλώδη αντίσταση που συνάντησε. Δεν ήταν μόνο η θρυλική απεργία των εργαζόμενων στις συγκοινωνίες της ΕΑΣ και η οποία κατάφερε να αντιστρέψει την ιδιωτικοποίησή τους. Οι απεργοί της ΕΑΣ επιδρούσαν σε όλες τις ΔΕΚΟ. Να ένα απόσπασμα από το περιοδικό «Σοσιαλισμός από τα κάτω», Νο 3 (Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1992):

«Στο κρίσιμο ζήτημα του αν θα εφαρμοστεί ή όχι ο αντεργατικός νόμος 1915/90 του Μητσοτάκη, οι απεργοί της ΕΤΕ-ΔΕΗ αγνόησαν τις ατομικές προσκλήσεις και πολιόρκησαν τους σταθμούς. Στη Μεγαλόπολη οι πρώτες απολύσεις τριών απεργών για άρνηση να αποδεχθούν τον απεργοσπαστικό ρόλο του «προσωπικού ασφαλείας» προκάλεσε συγκέντρωση 1000 διαδηλωτών έξω από τους σταθμούς και πορεία στην Τρίπολη την επόμενη μέρα. Στον ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου στην Κοζάνη μια απεργιακή φρουρά 1500 ατόμων έκλεισε την πύλη το βράδυ 2 Σεπτέμβρη. Στις 9 Σεπτέμβρη πάνω από 1000 απεργοί πολιορκούν τον ΑΗΣ Πτολεμαίδας αναγκάζοντας την κυβέρνηση να φέρει ελικόπτερα από τη στρατιωτική άσκηση που γινόταν στη Φλώρινα και να μεταφέρει απεργοσπάστες. Γίνονται συγκρούσεις με τα ΜΑΤ όπου συμμετέχουν απολυμένοι εργάτες από την ΑΕΒΑΛ και τα ΜΑΒΕ. Ίδια εικόνα στις 10 Σεπτέμβρη στο Αλιβέρι όπου οι απεργοί της ΔΕΗ ενώθηκαν με τους οικοδόμους για να αντιμετωπίσουν τα ΜΑΤ».

Τέτοιες μάχες έφεραν την κατάρρευση του Μητσοτάκη και ανάγκασαν την άρχουσα τάξη να διαλέξει διαφορετική ταχτική για να συνεχίσει τις επιθέσεις με σοσιαλδημοκρατικό μανδύα κάτω από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Οι ρυθμοί της επίθεσης έγιναν πιο αργοί αποφεύγοντας τις πολωτικές μετωπικές συγκρούσεις. Αλλά οι στόχοι παρέμειναν.

Τον Γενάρη του 1998, ο τότε υπουργός Οικονομίας Γιάννος Παπαντωνίου έφερε στη Βουλή στα πλαίσια του φορολογικού νομοσχέδιου μια τροπολογία (το άρθρο 31), η οποία έδινε το δικαίωμα στην κυβέρνηση να επιβάλει αλλαγές στους Κανονισμούς Εργασίας των ΔΕΚΟ με νόμο αν τα συνδικάτα διαφωνούσαν. Ήταν μια τροπολογία-πρόδρομος του σημερινού Πολυνομοσχέδιου του Παπακωνσταντίνου που βάζει χέρι στους Κανονισμούς και στις Συμβάσεις των ΔΕΚΟ. Το γεγονός ότι ακόμη χτυπάνε αυτές τις κατακτήσεις με λύσσα έχει να κάνει με την αποτυχία και της επίθεσης του 1998 (καθώς και της αντίστοιχης του Αλογοσκούφη το 2005). Να πώς περιγράφαμε τις αντιδράσεις στο περιοδικό «Σοσιαλισμός από τα κάτω», Νο 27 (Απρίλης-Μάης 1998):

«Η τροπολογία κατατέθηκε την Παρασκευή 9 Γενάρη. Την Τρίτη 20 Γενάρη έκαναν κοινή τετράωρη στάση εργασίας όλες οι συγκοινωνίες της Αθήνας (ΕΘΕΛ, ΗΣΑΠ, ΗΛΠΑΠ). Την Πέμπτη 22/1 έγινε κοινή 24ωρη απεργία σε όλες τις ΔΕΚΟ που επαναλήφθηκε την Τρίτη 27/1… Η ΓΣΕΕ περιορίστηκε σε συλλαλητήριο έξω από τη Βουλή στις 2 Φλεβάρη, τη μέρα που ψηφιζόταν η τροπολογία… Όταν ο υπουργός Μεταφορών Μαντέλης αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το νόμο Παπαντωνίου και να στείλει στη Βουλή νομοσχέδιο «εξυγίανσης» της Ολυμπιακής τη Δευτέρα 30 Μάρτη, η απάντηση ήταν η κατάληψη των γραφείων στη Συγγρού…».

Στο ίδιο εκείνο τεύχος του περιοδικού γράφαμε στο εισαγωγικό του σημείωμα τα εξής προφητικά:

«Όσο πιο σκληρά επιτίθεται στους απεργούς η κυβέρνηση Σημίτη για να επιταχύνει τις ιδιωτικοποιήσεις και τις περικοπές των δημοσίων επιχειρήσεων και υπηρεσιών, τόσο πιο πολύ φουσκώνει την οικονομία της κερδοσκοπικής σαπουνόφουσκας που κινδυνεύει να σκάσει στα αγκάθια της σημερινής συγκυρίας του καπιταλισμού.

Η Τράπεζα Πειραιώς κατάπιε την Μακεδονίας Θράκης χρησιμοποιώντας «αέρα» από το Χρηματιστήριο. Η ξέφρενη πορεία των μετοχών σήμαινε ότι το τίμημα καλύφθηκε και περίσσεψαν και 38 δις. Τα ίδια ετοιμάζεται να κάνει και ο Κωστόπουλος της Πίστεως με την Ιονική. Αλλά όσο πιο πολύ παίζουν τέτοια κερδοσκοπικά «αεροπλανάκια» με τις πλάτες της κυβέρνησης οι καπιταλιστές, τόσο πιο πολύ ρισκάρουν ότι η επόμενη φάση της κρίσης θα είναι σαν την πτώση των «πυραμίδων» της Αλβανίας πέρσι ή του «θαύματος» της Ινδονησίας φέτος».

Επίλογος

Δέκα χρόνια αργότερα οι φούσκες της δεκαετίας του 1990 και των πρώτων χρόνων της νέας χιλιετίας έσκασαν με πάταγο. Ο ελληνικός καπιταλισμός δίνει τη μάχη για να φορτώσει τα σπασμένα στις πλάτες των εργατών και βρίσκει μπροστά του ξανά την αντίσταση ολόκληρης της εργατικής τάξης και των πιο δυνατών τμημάτων της, των ΔΕΚΟ και των συνδικάτων τους.

Η κυβέρνηση και οι Πάγκαλοί της ωρύονται για τους «κοπρίτες» και τα παπαγαλάκια τους προσπαθούν να απομονώσουν τους απεργούς των ΔΕΚΟ από το υπόλοιπο απεργιακό κίνημα. Έχουμε κάθε λόγο να απομονώσουμε τους συκοφάντες και να συμπαρασταθούμε στο «βαρύ πυροβολικό» της τάξης μας. Μια νίκη στις ΔΕΚΟ θα ανοίξει το ρήγμα για να ξεχυθούν όλοι οι εργαζόμενοι στο δρόμο της ανατροπής του Μνημόνιου και όχι μόνο.