Άρθρο
Ο δεκαετής πόλεμος 1912-1922

Εξώφυλλο του τευχους 95

Υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-13, τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο 1914-18, και την Μικρασιατική Εκστρατεία 1919-22; Ο Λέανδρος Μπόλαρης παρουσιάζει το υπόβαθρο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και θυμίζει τις αντιπολεμικές ρίζες της Αριστεράς στην Ελλάδα.

Οι επέτειοι των Βαλκανικών Πολέμων και της «Μικρασιατικής Καταστροφής» πάντα αποκτούσαν ένα ξεχωριστό περιεχόμενο ανάλογα με την συγκυρία. Είκοσι χρόνια πριν για παράδειγμα, το 1992, όταν συμπληρώνονταν εβδομήντα χρόνια από την έναρξη των πρώτων και ογδόντα χρόνια από τη δεύτερη, ο ελληνικός καπιταλισμός είχε ήδη μπει για τα καλά στη λεηλασία των Βαλκανίων μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του κρατικού καπιταλισμού το 1989-1991. Με όπλο την συμμετοχή του στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, δηλαδή στο στρατόπεδο των νικητών, οι έλληνες καπιταλιστές συνόδευαν τις εξορμήσεις τους με τις πιο βρόμικες εθνικιστικές εκστρατείες καταφεύγοντας σε κάθε λογής ιστορικές διαστρεβλώσεις και αποσιωπήσεις.

Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς κυκλοφορούσε το πρώτο τεύχος του περιοδικού μας, με ένα άρθρο με τίτλο «Πώς χαράχτηκαν τα σύνορα στα Βαλκάνια»1 που κατέρριπτε τους εθνικιστικούς μύθους και εξηγούσε τις αιτίες πίσω από τη δεκαετή πολεμική εξόρμηση του ελληνικού καπιταλισμού. Σήμερα, ο ελληνικός καπιταλισμός είναι βυθισμένος στην πιο βαθιά κρίση, και το καθήκον να εξοπλιστεί το εργατικό κίνημα με την παράδοση του διεθνισμού και της επανάστασης είναι εξίσου αναγκαίο.

Η πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης

Ο Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος που ξέσπασε τον Οκτώβρη του 1912 κατέληξε σύντομα σε μια νίκη των συνασπισμένων βαλκανικών κρατών επί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η συνέχεια ήταν ο Δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος, που ξέσπασε τον Ιούνη του 1913 ένα μόλις μήνα μετά την λήξη του πρώτου. Αυτή τη φορά η Ελλάδα, η Σερβία και το Μαυροβούνιο συγκρούστηκαν νικηφόρα με την Βουλγαρία (στις τελευταίες φάσεις του πολέμου η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Ρουμανία επιτέθηκαν στην Βουλγαρία). Όπως έγραφε λίγα χρόνια αργότερα ο Γιάννης Κορδάτος:

“Η αστική τάξις... ειργάσθη και επέτυχε το στρατιωτικοπολιτικόν πραξικόπημα της 15 Αυγούστου 1909... Η νεαρά κεφαλαιοκρατία εντός μιας τριετίας επετέλεσε θαύματα... Υπό τας ευνοϊκάς αυτάς συνθήκας η ελληνική πλουτοκρατία αποφασίζει τον πόλεμον κατά της Τουρκίας και καταφέρνει να πραγματοποιήση οριστικώς το όνειρον της Θεσσαλονίκης με τον δεύτερον κατά της Βουλγαρίας πόλεμον το 1913. Από της στιγμής αυτής αρχίζει πλέον εις την φαντασίαν της πλουτοκρατίας μας το όνειρο της Αγιάς Σοφιάς να παίζει τον πρωτεύοντα ρόλο. Δι’ αυτό εχειροκρότησεν με αληθινήν αγαλλίασιν την κήρυξιν του Ευρωπαϊκού πολέμου”.2

Οι διεργασίες σε διεθνές επίπεδο έσπρωχναν σ’ αυτή την κατεύθυνση. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ο «μεγάλος ασθενής» της εποχής. Η εξουσία του Σουλτάνου τυπικά απλωνόταν από τα περίχωρα του Βελιγραδίου μέχρι τη Σαουδική Αραβία και από τη σημερινή Λιβύη μέχρι το σημερινό Ιράκ. Η Αυτοκρατορία ήταν ένα απολίθωμα της εποχής της φεουδαρχίας που διατηρούταν στη ζωή μόνο και μόνο επειδή οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής δεν συμφωνούσαν για το πώς θα μοιραστεί. Όμως, οι ανταγωνισμοί τους όξυναν την κρίση της Αυτοκρατορίας. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ το 1916 στη «Μπροσούρα του Γιούνιους»,3 έχει αφήσει μια ζωντανή περιγραφή πώς το γερμανικό κεφάλαιο άπλωνε τα δίκτυά του εκεί, με την εξάπλωση της Deutsche Bank και με την κατασκευή του σιδηροδρόμου Βερολίνου-Βαγδάτης, προκαλώντας την αντίδραση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.

Το 1908 σημαδεύτηκε από δυο γεγονότα που επιτάχυναν την πορεία προς τον πόλεμο. Το πρώτο ήταν η Επανάσταση των Νεότουρκων τον Ιούλη. Το δεύτερο, η επίσημη προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία τον Οκτώβρη.

Οι «Νεότουρκοι» ήταν μια ομάδα αξιωματικών μελών της «Ένωσης Ενότητα και Πρόοδος» που ήθελαν τον αστικό εκσυγχρονισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ώστε να γίνει μια σύγχρονη Μεγάλη Δύναμη. Το κίνημά τους είχε κέντρο την Θεσσαλονίκη. Επέβαλαν στον Σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ Β’ να θέσει ξανά σε ισχύ το Σύνταγμα του 1876. Υποσχέθηκαν ελευθερία και ισονομία για όλους τους «πολίτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας». Οι υποσχέσεις τους προκάλεσαν ένα κύμα ενθουσιασμού ιδιαίτερα στη Μακεδονία και στην Θεσσαλονίκη. Όμως, μετά τον Απρίλη του 1909 απαγόρευσαν τις απεργίες και άρχισαν να εντείνουν την εθνική καταπίεση. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία συνέχισε να είναι ο «μεγάλος ασθενής».

Η προσάρτηση της Βοσνίας από την Αυστροουγγαρία ήταν ένα βήμα στη σκακιέρα των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που οξύνονταν στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός έπαιρνε πλέον τη μορφή στρατιωτικο-πολιτικών ανταγωνισμών ανάμεσα σε κράτη οπλισμένα μέχρι τα δόντια για μερίδια στην παγκόσμια αγορά, σφαίρες επιρροής και αποικίες. Η «βοσνιακή κρίση του 1908-9» έγινε ένας κρίκος στην αλυσίδα των «θερμών επεισοδίων», διπλωματικών κρίσεων και τοπικών πολέμων που οδήγησαν στο μεγάλο σφαγείο του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου.

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ήταν ένα τέτοιο προανάκρουσμα. Τα βαλκανικά κράτη απέκτησαν νέες δυνατότητες ελιγμών και πρωτοβουλιών καθώς οξύνονταν οι ανταγωνισμοί των Μεγάλων Δυνάμεων. Ρίχτηκαν στην πολεμική τους εξόρμηση ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά λόγω της αμοιβαίας αδυναμίας τους ήταν αναγκασμένα να αναζητήσουν στήριξη «απ’ έξω» με αποτέλεσμα να εμπλέκονται όλο και πιο βαθιά στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς των «Μεγάλων». Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος άλλωστε ξεκίνησε από τα Βαλκάνια.

Σε επίπεδο Βαλκανίων εκπλήρωσαν έναν προοδευτικό σκοπό με τα πιο αντιδραστικά μέσα. Όπως έγραφε ο Λένιν: «Οι συνειδητοί εργάτες των Βαλκανίων πρώτοι έριξαν το σύνθημα μιας συνεπούς δημοκρατικής λύσης του εθνικού ζητήματος στα Βαλκάνια. Το σύνθημα αυτό είναι: ομοσπονδιακή βαλκανική δημοκρατία. Η αδυναμία των δημοκρατικών τάξεων στα σημερινά βαλκανικά κράτη (το προλεταριάτο είναι ολιγάριθμο, οι αγρότες τσακισμένοι, σκόρπιοι, αγράμματοι) είχε σαν συνέπεια η οικονομικά και πολιτικά απαραίτητη συμμαχία να γίνει συμμαχία των βαλκανικών μοναρχιών... Παρόλο που στα Βαλκάνια δημιουργήθηκε συμμαχία μοναρχιών κι όχι δημοκρατιών, παρόλο που πραγματοποιήθηκε συμμαχία χάρη στον πόλεμο κι όχι χάρη στην επανάσταση, παρ’ όλα αυτά, έγινε ένα μεγάλο βήμα μπροστά, προς την εξάλειψη των υπολειμμάτων του μεσαίωνα σ’ ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη».4 Όμως, το κόστος γι’ αυτό ήταν ότι οι βαλκανικές μοναρχίες και οι ντόπιες αστικές τάξεις βύθισαν τα Βαλκάνια στο αίμα και την φρίκη των εθνοκαθάρσεων. Ο Λέον Τρότσκι στα κείμενά του για τους Βαλκανικούς Πολέμους, τους έζησε από κοντά ως πολεμικός ανταποκριτής, μας έχει αφήσει αξεπέραστες περιγραφές της καταστροφής και της ανθρώπινης δυστυχίας που προκάλεσαν. Δίνει, επίσης, με την αξεπέραστη πένα του, την προοπτική για την οποία πάλευαν οι σοσιαλιστές των Βαλκανίων:

«Το πρόγραμμα του προλεταριάτου στρέφεται τόσο ενάντια στον μιλιταρισμό των βαλκανικών κρατών όσο και στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων. Μέθοδός του δεν είναι οι βαλκανικοί πόλεμοι αλλά οι βαλκανικές επαναστάσεις».5

Ο Τρότσκι ήταν προφητικός και ως προς το τι θα ακολουθούσε τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων:

«Πρέπει λοιπόν να πούμε για τις νέες συνοριακές γραμμές της Βαλκανικής Χερσονήσου πως, ανεξάρτητα από το πόσο θα κρατήσουν, έχουν χαραχτεί πάνω στα καταξεσκισμένα, αφαιμαγμένα και εξουθενωμένα ζωντανά κορμιά των εθνών. Ούτε ένα από αυτά τα βαλκανικά έθνη δεν κατόρθωσε να συμμαζέψει όλα τα σκορπισμένα κομμάτια του. Και ταυτόχρονα όλα τους, περιέχουν τώρα στην επικράτειά τους μια συμπαγή εχθρική μειονότητα… Έχοντας σταματήσει λόγω της απόλυτης εξουθένωσης, ο πόλεμος θα επαναληφθεί όταν φρέσκο αίμα κυλήσει στις αρτηρίες. Κι όμως, το αίμα των σκοτωμένων κραυγάζει πως χύθηκε άδικα. Τίποτα δεν επιτεύχθηκε, τίποτα δεν επιλύθηκε… Το Ανατολικό Ζήτημα καίει ακόμα, σαν μια απαίσια πληγή που χύνει δηλητήριο μέσα στο σώμα της καπιταλιστικής Ευρώπης».6

Από την Θεσσαλονίκη στη Σμύρνη

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος έβαλε την ταφόπλακα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η οποία βρέθηκε στο πλευρό των ηττημένων. Για την ελληνική άρχουσα τάξη αντίθετα, το πέρασμά της στο πλευρό των νικητών σήμαινε την απογείωση των φιλοδοξιών της. Αυτό το πέρασμα δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση: η άρχουσα τάξη διχάστηκε μέχρι του σημείου ανάμεσα στο 1916 και 1917 να υπάρχουν δυο κυβερνήσεις. Η μια ήταν η βασιλική στην Αθήνα που κρατούσε «ουδέτερη στάση» και η άλλη της «Εθνικής Άμυνας» του Βενιζέλου στην Θεσσαλονίκη που τάχτηκε στο πλευρό των Αγγλογάλλων και εν τέλει επικράτησε με τη βοήθεια των όπλων τους.

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και μετά ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος είχαν φέρει μια χρυσή βροχή κερδών για τους καπιταλιστές. Τα μεροκάματα ήταν φτηνά, η διαταραχή του εμπορίου από τον πόλεμο και τον αποκλεισμό τόνωσε τη βιομηχανική παραγωγή. Το 1918 το ελληνικό χρηματιστήριο ζούσε στιγμές δόξας με αιχμή την «ατμοπλοϊκή φρενίτιδα» (ναυτιλιακές εταιρείες) και με την ίδρυση νέων τραπεζών.7 Μια μελέτη επισημαίνει: «ο πρόξενος των ΗΠΑ στην Αθήνα ανέφερε τον Ιούνιο του 1918 πως χαρακτηριστικό γνώρισμα της τελευταίας τετραετίας ήταν τα μεγάλα ποσά τα οποία βρέθηκαν στα χέρια ενός μικρού αριθμού ανθρώπων, ιδιαίτερα εφοπλιστών, δίπλα-δίπλα με την εξοντωτική πενία των μαζών».8

Το τέλος του πολέμου, τον Οκτώβρη-Νοέμβρη του 1918, έθεσε το ζήτημα του διαμελισμού και ελέγχου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επί τάπητος. Ο Βενιζέλος έσπευσε να αρπάξει την ευκαιρία. Για να στηρίξει τις «εθνικές διεκδικήσεις» πρόσφερε πρόθυμα τον ελληνικό στρατό ως φθηνό και αξιόπιστο υποκατάστατο για τις επεμβάσεις των ιμπεριαλιστών. Μια ελληνική μεραρχία στάλθηκε στην Ουκρανία να πολεμήσει ενάντια στους μπολσεβίκους. Η συνέχεια ήταν η Σμύρνη. Ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε εκεί με τη ρητή εντολή του Συμμαχικού Συμβουλίου για την «τήρηση της τάξης».

Η εθνικιστική προπαγάνδα παρουσίαζε την πολεμική εξόρμηση ως απελευθέρωση της Μικράς Ασίας, της «ελληνικής Ιωνίας». Όμως, ακόμα και σύμφωνα με τις στατιστικές του Πατριαρχείου που χρησιμοποιούσε και στη διπλωματία του ο Βενιζέλος, ο ελληνικός πληθυσμός της Μικράς Ασίας ήταν μια μειοψηφία του πληθυσμού. Το 1.623.917 των ελλήνων αποτελούσε το 18,25% του συνολικού πληθυσμού. Ακόμα και αν ο λογαριασμός γίνει με βάση τα εδάφη που έδωσε στην Ελλάδα η Συνθήκη των Σεβρών το 1920, ο ελληνικός πληθυσμός εξακολουθεί να είναι μια σημαντική μειοψηφία: 435.000 ή 40,9%.9

Κλιμάκωση και κατάρρευση

Η ελληνική επέμβαση για λογαριασμό των Συμμάχων σταδιακά διευρύνθηκε σε έναν γενικευμένο πόλεμο με στόχο την συντριβή του τουρκικού εθνικού κινήματος που είχε επικεφαλής τον Κεμάλ Ατατούρκ.

Στην πρώτη φάση του πολέμου ο ελληνικός στρατός απλώνει τις επιχειρήσεις του για να καταστείλει το τούρκικο αντάρτικο όλο και πιο βαθιά στη Μικρά Ασία. Τον Αύγουστο του 1920 η κυβέρνηση του Βενιζέλου πετυχαίνει τον μεγαλύτερο εθνικό θρίαμβο. Με την Συνθήκη των Σεβρών στην Ελλάδα προσαρτιόταν η ανατολική Θράκη, (η Βουλγαρία παραιτήθηκε από κάθε διεκδίκηση από την δυτική Θράκη) και νησιά όπως η Ίμβρος-Τένεδος. Το μεγαλύτερο έπαθλο ήταν η ζώνη της Σμύρνης. Θα την διοικούσε έλληνας Αρμοστής. Σε πέντε χρόνια θα μπορούσε να γίνει δημοψήφισμα που θα αποφάσιζε αν θα ενωνόταν με την Ελλάδα.

Τον Μάρτη του 1921 η κυβέρνηση του Γούναρη αποφασίζει την προέλαση του στρατού μέχρι το Εσκί Σεχίρ-Αφιόν Καραχισάρ και Άγκυρα με σκοπό τη συντριβή του στρατού του Κεμάλ. Αυτή η δραματική κλιμάκωση του πολέμου αποφασίστηκε από μια κυβέρνηση των βασιλοφρόνων που είχε κερδίσει τις εκλογές του Νοέμβρη 1920 πατώντας πάνω στο αντιπολεμικό αίσθημα της πλειοψηφίας.

Η επίθεση απέτυχε στους σκοπούς της με βαριές απώλειες. Από την αρχή της επέμβασης ο πόλεμος είχε ανοίξει ένα φαύλο κύκλο αντεκδικήσεων και ανθρώπινων τραγωδιών, καθώς τα ελληνικά στρατεύματα χρησιμοποιούσαν τις πιο άγριες μεθόδους για να τιμωρήσουν τους Τούρκους αγρότες που βοηθούσαν το κίνημα του Κεμάλ που απαντούσε με αντίποινα κατά των ελληνικών πληθυσμών. Όταν ξεκίνησε η προέλαση την άνοιξη του 1921, ο ελληνικός στρατός βρέθηκε σε εντελώς εχθρικό έδαφος. Ένας πεζικάριος έγραφε στο ημερολόγιό του: «Εις όλα τα χωριά που διαβαίνομεν, βάζομεν φωτιά και τα καταστρέφουμε τελείως. Σιτάρια, εκατομμύρια οκάδες, εις τα αλώνια καίγονται μέχρι οκάς. Τα γυναικόπαιδα έξω των χωρίων οδύρονται προ του θλιβερού θεάματος. (Τούτον εστί ελευθερία!)». Μια άλλη μαρτυρία αναφέρεται στις αγριότητες του ελληνικού στρατού κατά την υποχώρησή του μετά τη μάχη στο Σαγγάριο: «Όλου του κάμπου τα χωριά καίγονται από το Γιουνάν-ασκέρ, το οποίο μεταλαμπαδεύει, επ’ ευκαιρία της διαβάσεώς του, τα πραγματικά φώτα …του πολιτισμού». Δεν πρόκειται για αυθόρμητο ξέσπασμα, μας πληροφορεί ο ίδιος, αλλά για την εφαρμογή συγκεκριμένης διαταγής του Επιτελείου.10

Όταν τον Αύγουστο του 1922 ξεκινούσε η επίθεση του Κεμάλ, η κατάρρευση ήρθε ταχύτατα. Στην άτακτη υποχώρησή του ο ελληνικός στρατός άφηνε πίσω του πάλι καμένα χωριά και πόλεις. Όσο για τον άμαχο ελληνικό πληθυσμό που έτρεχε να γλυτώσει από τα αντίποινα, η κυβέρνηση δεν έδινε δεκάρα. Προτεραιότητα στα πλοία είχαν οι υπάλληλοι των αρχών κατοχής, τα αρχεία τους, οι αξιωματικοί, οι οικογένειες και οι οικοσκευές τους, μετά ο στρατός γενικά και τέλος, αν χωρούσαν, οι άμαχοι. Τον Ιούλη του 1922, και ενώ η ήττα ήταν προδιαγεγραμμένη, η κυβέρνηση πέρασε τον νόμο 2871/22 με τον οποίο απαγόρευε την είσοδο στην ελληνική επικράτεια σε όσους δεν διέθεταν διαβατήριο.

Το κάψιμο της Σμύρνης από τον τουρκικό στρατό, το δράμα των προσφύγων που προσπαθούσαν απεγνωσμένα να ξεφύγουν από τις φλόγες και τα εκτελεστικά αποσπάσματα ήταν η τραγική κατάληξη των φιλοδοξιών της άρχουσας τάξης.

Το ΣΕΚΕ, οι απεργίες και το αντιπολεμικό κίνημα

Η πολεμική δεκαετία είχε ξεκινήσει μέσα σε κλίμα μαζικού ενθουσιασμού. Δέκα χρόνια μετά η κατάσταση είχε αλλάξει ριζικά. Ο πόλεμος είχε γίνει μια μισητή υπόθεση, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο μέτωπο. Ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο σημειώθηκε τον Ιούλη του 1921. Ο αντιστράτηγος Νικόλαος Τρικούπης έγραψε αργότερα:

«Οι άνδρες ήρχισαν αναφανδόν να εκδηλώνουν την δυσαρέσκειάν των δια την παρατεινομένην στράτευσίν των, δεν εδίστασαν δε να έκδηλώσωσι ταύτην προς τον τότε Βασιλέα Κωνσταντίνον κατά την ημέραν της απονομής των παρασήμων εν Εσκή-Σεχήρ, ήτις αναγράφεται και εις αυτό το επίσημον Δελτίον Στρατιάς Μ. Ασίας μηνός Ιουλίου 1921 καθ’ ο: ‘Κατά την διάβασιν του αυτοκινήτου του φέροντος τον Βασιλέα εις την τελετήν, ηκούσθησαν ζωηραί κραυγαί των ευρισκομένων εκατέρωθεν της οδού Στρατιωτών, οίτινες εφώναζον Απόλυσιν ! Απόλυσιν !’

Επίσης εξεδήλωσαν το αυτό και προς τον τότε Πρωθυπουργόν, όπερ επιβεβαιοί το αυτό επίσημον Δελτίον της Στρατιάς πληροφορούν ότι : ‘Αναχωρήσας ο κ. Πρωθυπουργός μετά του κ. Υπουργού των Στρατιωτικών εκ Κιουταχείας και διευθυνόμενοι εις Εσκή-Σεχήρ, διήλθεν εκ της IX Μεραρχίας, οι άνδρες της οποίας, αντί να ζητωκραυγάσωσι κατά την διέλευσιν του Πρωθυπουργικού αυτοκινήτου, το οποίον είχεν ανακόψει την ταχύτητα του, εφώναζον, Απόλυσιν ! Απόλυσιν !’».11

«Οι μετοχές ανεβαίνουν, οι προλετάριοι πέφτουν» έγραφε το 1916 η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Στην Ελλάδα οι προλετάριοι πεινούσαν γιατί οι τιμές των βασικών ειδών κάλπαζαν ενώ το αίμα έρεε άφθονο στα μέτωπα. Η δυσαρέσκεια ενάντια στον πόλεμο ήταν γενικευμένη. Περίπου σε 90.000 υπολογίζονται οι λιποτάκτες και οι ανυπότακτοι εκείνα τα χρόνια. Ήταν ένα τεράστιος αριθμός, αν αναλογιστούμε ότι στο αποκορύφωμα της εκστρατείας, περίπου 180.000 στρατιώτες βρίσκονταν στη Μικρά Ασία, στην πραγματικότητα στα βάθη της Τουρκίας.

Η εργατική τάξη απάντησε σε αυτή την αφαίμαξη με το συλλογικό της όπλο, τις απεργίες. Από το 1919 μέχρι το 1921 ξεσπάνε κύματα απεργιών. Από τους καπνεργάτες της Μακεδονίας ως τους μηχανουργούς του Πειραιά, από τους τραπεζικούς μέχρι τους ηθοποιούς, από τους εργάτες της Ομοσπονδίας Ηλεκτροκινήσεως μέχρι τους σιδηροδρομικούς.

Τα γεγονότα του Βόλου, τα λεγόμενα «Φεβρουαριανά», ήταν απόδειξη πόσο το μίσος για τον πόλεμο συνδεόταν με τη ταξική πάλη. Το υπόβαθρο της έκρηξης ήταν η αύξηση της τιμής του ψωμιού.

Στις 15 Φλεβάρη 1921, η «Πανεργατική Ένωση» της πόλης σε συνεργασία με το τοπικό τμήμα του ΣΕΚΕ καλούν σε συλλαλητήριο. Τη συνέχεια την αφηγείται ο Α. Μπεναρόγια:

«Μετά το συλλαλητήριον οργανώθη διαδήλωσις...Εν ριπή οφθαλμού πόρτες, παράθυρα και τζάμια του μακαρονοποιείου θραύονται. Η μανία του εξεριθισθέντος πλήθους εκσπά εις το σπάσιμο των τζαμιών όλων των πέριξ καταστημάτων. Ματαίως οι Μπεναρόγιας, Κανάβας, Αποστολίδης, Αδαμίδης και άλλοι παρεκάλουν τους θερμοαίμους όπως σταματήση το άσκοπον έργον της καταστροφής. …Εκλήθη ο στρατός συγκεντρωθέντος εις τας παρόδους της παραλίας και έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν τα όπλα των οι στρατιώται ανέμενον την διαταγή ‘πυρ’. Αλλά επενέβησαν και πάλι οι ως άνω διαμαρτυρόμενοι και αιτούντες παρά των αξιωματικών όπως αποφευχθή η αιματοχυσία, ανελάμβανον δε όπως τερματίσουν την διαδήλωσιν. Η συμπάθεια των στρατιωτών εφαίνετο προς το μέρος των διαδηλωτών και οι αξιωματικοί φοβούμενοι, ίσως περιπλοκάς επικινδύνους πλέον, εδέχθησαν την πρότασιν. Το σπάσιμο είχε ήδη σταματήσει. Η διαδήλωση εσυνεχίσθη και από τα μπαλκόνια αναπετάσσοντο ερυθραί σημαίαι προς εξευμενισμόν των διαδηλωτών…».12

Λίγες μέρες μετά ξεκίνησε η μεγάλη απεργία των σιδηροδρομικών. Το βασικό αίτημα ήταν το 8ωρο. Από την αρχή η απεργία μετατράπηκε σε μετωπική σύγκρουση με την κυβέρνηση. Η αυτοπεποίθηση των απεργών ήταν τόσο δυνατή ώστε στην συνέλευσή τους πρόσθεσαν στα αιτήματα την πληρωμή των ημερών της απεργίας όπως και την απόλυση των λιγοστών απεργοσπαστών! Τα καράβια και ο σιδηρόδρομος έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο στον πόλεμο. Οι σιδηροδρομικοί όχι μόνο απεργούσαν εν καιρώ πολέμου αλλά πρόσβαλαν τα ιερά και τα όσια:

«Κατά το διάστημα της απεργίας έγιναν οι γάμοι του βασιλέως Γεωργίου Β’ στους οποίους προσκλήθηκε να ευλογήσει ο Πατριάρχης Αντιοχείας ο οποίος απεβιβάσθηκε στη Καλαμάτα. Η Κυβέρνησιν εζήτησεν από τη Διοίκηση της ΠΟΣ, να επιτρέψει την κυκλοφορία μίας μηχανής με ένα όχημα για τη μεταφορά του Πατριάρχου στην Αθήνα. Η Διοίκηση όμως αρνήθηκε! Την άρνηση αυτή εκμεταλλεύθηκε η Κυβέρνηση και ο τύπος καθώς και τα ολιγάριθμα όργανά της μέσα στους σιδηροδρομικούς, και τα εξέγειραν κατά της Ομοσπονδίας και της απεργίας».13

Το 1921 «έκλεισε» απεργιακά με την απεργία της Ομοσπονδίας Ηλεκτροκινήσεως, (τραμ, ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, γκάζι και ηλεκτρικό της Αθήνας-Πειραιά) τον Νοέμβρη. Ήταν τόσο απόλυτη η απεργία, που όταν «κατέβηκαν οι διακόπτες» έσβησαν τα φώτα στην Βουλή την ώρα που αγόρευε ο Δ. Γούναρης ο πρωθυπουργός.

Η κυβέρνηση κατέστειλε την απεργία των σιδηροδρομικών, επιστρατεύοντας εκατοντάδες και στέλνοντάς τους στη Μικρά Ασία. Πιο χειροπιαστή απόδειξη για τον πραγματικό χαρακτήρα του πολέμου δεν μπορούσε να υπάρξει.

Τον ίδιο Σεπτέμβρη, ο Εργατικός Αγώνας, εφημερίδα του ΣΕΚΕ, δημοσίευσε ένα κείμενο με τίτλο «Η Φωνή των Στρατιωτών του Μετώπου». Ο Βενιζέλος μόλις είχε πετύχει τον «εθνικό θρίαμβο» της Συνθήκης των Σεβρών και πήγαινε για εκλογές. Οι φαντάροι απαντούσαν:

«Αφού τόσον καιρό στρώσαμε της Βαλκανικής, της Ρωσίας και της Ανατολής τα βουνά και τους κάμπους με τα κουφάρια μας και με το σκοτωμένο αίμα μας εβάψαμε το χώμα και τις πέτρες τους, αφού οι αφέντες που μας κυβερνάνε μας δέσανε με τις βαρειές αλυσίδες της οργανωμένης βίας σαβανώνοντας τα σπιτικά μας με τη μαυρίλα της δυστυχίας, έρχονται τώρα με την απαίσια ικανοποίηση του θριάμβου των να μας ζητήσουνε ψήφο ευγνωμοσύνης για το μεγάλωμα της ‘Πατρίδος’ και για την απελευθέρωση των ‘υπόδουλων αδελφών’».14

Συγγραφέας αυτών των γραμμών ήταν ο Παντελής Πουλιόπουλος, μέλος τότε των αντιπολεμικών ομίλων φαντάρων και ναυτών που δρούσαν στην Μικρά Ασία. Μετά τον πόλεμο θα πρωταγωνιστούσε με τους συντρόφους του στο κίνημα των «Παλαιών Πολεμιστών» και με την ιδιότητα αυτή θα έγραφε το συγκλονιστικό τους μανιφέστο, «Πόλεμος κατά του Πολέμου. Το 1924 αργότερα θα γινόταν γραμματέας του ΣΕΚΕ (Κ) όταν μετονομάστηκε σε ΚΚΕ. Ο σημαντικότερος μαρξιστής θεωρητικός που έβγαλε το κίνημα, θα κρατούσε ψηλά τη σημαία της επανάστασης και του διεθνισμού τα επόμενα χρόνια, ερχόμενος σε σύγκρουση με το σταλινισμό και τασσόμενος στο πλευρό του Τρότσκι.

Το ΣΕΚΕ είχε ιδρυθεί το 1918 σχεδόν μαζί με την ΓΣΕΕ. Ο τρόπος με τον οποίο απάντησε το νεαρό κόμμα στα πολιτικά διλήμματα που έβαλε ο πόλεμος, καθόρισαν τη φυσιογνωμία του, την γρήγορη στροφή του στ’ αριστερά και την ένταξή του στην Κομμουνιστική Διεθνή. Υπέρ ή κατά των «εθνικών πόθων» της κυρίαρχης τάξης; Υπέρ ή κατά των απεργιών και των ξεσηκωμών εν καιρώ πολέμου; Τον Απρίλη του 1919 το κόμμα έδωσε μια σκληρή μάχη για να γιορτασθεί η Εργατική Πρωτομαγιά με απεργία και διαδήλωση κόντρα στις πιέσεις των συνδικαλιστών των αστικών κομμάτων και όλης της «επίσημης κοινωνίας» ότι κάτι τέτοιο ήταν απαράδεκτο στις «κρίσιμες στιγμές». Τον Ιούλη της ίδιας χρονιάς οι συνδικαλιστές του στην ΓΣΕΕ βρέθηκαν στην εξορία γιατί υποστήριξαν ενεργητικά την απεργία των τραπεζοϋπαλλήλων. Η γενική απεργία διαμαρτυρίας που ξέσπασε είναι η πρώτη γενική πολιτική απεργία στην Ελλάδα.

Η σχέση ανάμεσα στο εργατικό κίνημα και την αντιπολεμική διάθεση ήταν αμοιβαία. Το μίσος για τον πόλεμο και η ένταση της ταξικής πάλης, έσπρωχναν το κόμμα προς τ’ αριστερά. Όμως, παράλληλα, η πολιτική παρέμβαση του κόμματος καθόριζε τις ιδέες με τις οποίες έδιναν αυτές τις μάχες οι πιο πρωτοπόροι εργάτες και στρατιώτες.

Τον Φλεβάρη του 1921 ο Ευ. Ευαγγέλου, γραμματέας της ΓΣΕΕ (και μέλος του ΣΕΚΕ) υπεράσπιζε στον Ριζοσπάστη την απεργία των υφαντουργών του «Ρετσίνα» στον Πειραιά. Πρόβαλε το αίτημα για «επίταξη» (δηλαδή κρατικοποίηση του εργοστασίου) συνδέοντας τη διεθνιστική, αντιπολεμική πολιτική με το ταξικό συμφέρον και ανάγκες των εργατριών. Αυτή ήταν «η ενδεδειγμένη λύσις» μιας και ο πελάτης της επιχείρησης ήταν ο στρατός (δηλαδή το κράτος) και οι καταναλωτές των προϊόντων (οι εργάτες) «διατελούν υπό επίταξιν […] πολεμούντες εις άγνωστα εδάφη διά την μεγάλην πατρίδα του κ. Ρετσίνα και των λοιπών μεγαλοβιομηχάνων, οι οποίοι αύριον θα επεκτείνουν τας εργασίας των εις τα διά του αίματος των αδελφών των δυστυχισμένων αυτών εργατριών καταλαμβανόμενα μέρη… Αλλά το κράτος δεν εννοεί να αναμιχθή, δεν εννοεί να θίξει την ιερότητα της ατομικής ιδιοκτησίας. Το κράτος είναι παρόν μόνο όταν πρόκειται να πιάσει τους εργάτας και να τους στείλη να σφάζωνται εις το μέτωπον, μόνο όταν πρόκειται να επιστρατεύση τους απεργούντας εργάτας».15

Η μελέτη αυτής της περιόδου είναι γεμάτη διδάγματα για την Αριστερά του σήμερα. Όπως συμπεραίνει ο Θανάσης Καμπαγιάννης: «στις ρίζες της Αριστεράς, όσο αποσιωπημένη και αν είναι η ιστορία αυτή από την ίδια, βρέθηκαν: πρώτον, η οργάνωση εργατικών απεργιών σε καιρό πολέμου που τον διεξάγει η δικιά μας άρχουσα τάξη, δεύτερον, η υποστήριξη εξεγέρσεων στις οποίες σπάνε δυστυχώς τζαμαρίες και βιτρίνες και, τρίτον, η αντιπολεμική προπαγάνδα στο μέτωπο επί ποινή προδοσίας της πατρίδας. Στις ρίζες της Αριστεράς στην Ελλάδα βρίσκεται δηλαδή η επανάσταση και ο διεθνισμός».16. n

 

1. Πάνος Γκαργκάνας, «Πως χαράχτηκαν τα σύνορα στα Βαλκάνια», ΣαΚ Νο1, Ιούνης 1992, περιέχεται στο Η Κρίση στα Βαλκάνια, το Μακεδονικό και η Εργατική Τάξη, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο. 

2. «Εισήγηση για το Πολιτικό Πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος», στο Τρίτο Έκτακτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ(Κ), έκδοση του Ιστορικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ, 1991, σελ. 63-63.

3. Ρόζα Λούξεμπουργκ, Μπροσούρα του Γιούνιους, Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη 2011, Κεφάλαιο IV, σελ. 76-88. 

4. Από άρθρο του Λένιν στην Πράβδα, 21 Οκτώβρη 1912. Άπαντα, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, τόμος 22, σελ. 160-161.

5. «Οι Βούλγαροι και Σέρβοι Σοσιαλδημοκράτες» (1910) στο: Λέον Τρότσκι, Τα Βαλκάνια και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913, εκδόσεις Θεμέλιο 1993, σελ. 73

6. «Η Ειρήνη του Βουκουρεστίου» (Ιούλης 1913), ό.π, σελ. 409.

7. Χρήστος Χατζηιωσήφ «Η Μπελ Επόκ του Κεφαλαίου» στο: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα –Οψεις Πολιτικής και Οικονομικής Ιστορίας 1900-1940, Βιβλιόραμα 2009, σελ. 252-53

8. Mark Mazower, Η Ελλάδα και η Οικονομική Κρίση του Μεσοπολέμου, ΜΙΕΤ 2002, σελ. 69-70.

9. Τάσος Κωστόπουλος, Πόλεμος και Εθνοκάθαρση-Η Ξεχασμένη Πλευρά μιας Δεκαετούς Εθνικής Εξόρμησης 1912-1922, Βιβλιόραμα 2007, σελ. 172 και 174.

10. Τ. Κωστόπουλος, σελ. 111-112.

11. Νικόλαος Τρικούπης, Αναμνήσεις επεισοδίων και γεγονότων εκ των πολέμων μας (Μάρτιος 1897-Μικρά Ασία-Αύγουστος 1922, το απόσπασμα από http://storiacontroversa.blogspot.gr/2012_02_01_archive.html 

12. Αβραάμ Μπεναρόγια, Η Πρώτη Σταδιοδρομία του Ελληνικού Προλεταριάτου, Κομμούνα 1986, σελ. 143.

13. Δημήτρη Α. Στρατή, 40 Χρόνων Αγώνες των Ελλήνων Σιδηροδρομικών 1905-1945, Αθήναι 1959, σελ. 76.

14. ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, Τόμος Πρώτος 1918-1924, σελ. 115-16. 

15. Ριζοσπάστης, Κυριακή 7 Φλεβάρη 1921.

16. Από την εισήγηση του Θ. Καμπαγιάννη στο μονοήμερο που οργάνωσε η «ομάδα ιστορικού προβληματισμού» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με θέμα «90 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή σε Ελλάδα και Τουρκία» το Σάββατο 22 Σεπτέμβρη.