Άρθρο
Οι κυβερνήσεις και η κρίση: Ραντεβού στα τυφλά

Τα κυβερνητικά “σχέδια” διεξόδου από την κρίση αποτυχαίνουν το ένα μετά το άλλο. Ο Πάνος Γκαργκάνας εξηγεί γιατί η λύση είναι να πάρουμε τον έλεγχο των επενδύσεων απο τα χέρια των καπιταλιστών.

Οι όποιες αυταπάτες είχαν καλλιεργηθεί το προηγούμενο διάστημα ότι τάχα οι κυβερνήσεις έχουν αρχίσει να βάζουν κάτω από τον έλεγχο τους τη διεθνή οικονομική κρίση, δέχτηκαν συντριπτικά χτυπήματα στο δεύτερο μισό του Φλεβάρη.

Στις ΗΠΑ, οι δυο κολοσσοί του τραπεζικού συστήματος, η Σίτιγκρουπ και η Μπανκ οφ Αμέρικα, είδαν την τιμή των μετοχών τους να πέφτει στο 10% των επιπέδων που είχαν πριν ένα χρόνο. Η εθνικοποίησή τους από τη νέα κυβέρνηση Ομπάμα συζητιέται πλέον ανοιχτά. 

Στην Ευρώπη, το τραπεζικό σύστημα αποδείχθηκε ότι είχε (πέρα από τη συμμετοχή του στα αμερικάνικα τοξικά ομόλογα) τη δική το αγορά «subprime» - στην Ανατολική Ευρώπη. Την Παρασκευή 20 Φλεβάρη οι μετοχές των τραπεζών στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια έκαναν θεαματική βουτιά καθώς δινόταν στη δημοσιότητα η έκθεση του Οίκου Μούντις για τα επισφαλή δάνεια προς τις χώρες του πρώην «Ανατολικού Μπλοκ». Είκοσι χρόνια μετά τις καταρρεύσεις του 1989, ύστερα από πολλές «θεραπείες-σοκ» που υποτίθεται ότι οδήγησαν σε «οικονομικά θαύματα», η απλή αλήθεια είναι ότι οι χώρες που πέρασαν από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας στο ΝΑΤΟ και από την Κομεκόν στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποδεικνύονται μαύρες τρύπες μέσα στη σημερινή κρίση.

Για την ελληνική οικονομία, τα μαντάτα δεν θα μπορούσαν να είναι πιο μαύρα. Οι ελληνικές τράπεζες κατέχουν την τρίτη θέση (πίσω από τις αυστριακές και τις σουηδικές) στην κατάταξη των ευρωπαϊκών χωρών που έχουν «επενδύσει» τεράστια κεφάλαια σ’ αυτές τις μαύρες τρύπες. Το ελληνικό δημόσιο πρέπει να δανείζεται με «πανωτόκια»-ρεκόρ από τις διεθνείς αγορές για να χρηματοδοτεί τα «πακέτα» στήριξης ενός τραπεζικού συστήματος που οι επισφάλειες του διογκώνονται μέρα με τη μέρα. Μέχρι πού μπορεί να συνεχίζεται αυτός ο φαύλος κύκλος;

Στις οικονομικές σελίδες του το Βήμα της Κυριακής 1 Μάρτη προσπαθεί να δώσει μια εικόνα ερωτήσεων και απαντήσεων για τα αίτια και τις προοπτικές της κρίσης. Πρόκειται για την πολλοστή απόπειρα μέσα στους τελευταίους έξι μήνες. Και δεν είναι πιο διαφωτιστική από τις προηγούμενες. Ένα σημείο αναλαμπής είναι η παραδοχή ότι 

«Οι αγορές δεν μπορούν να αυτορυθμίζονται. Ή μάλλον για να επανέλθουν σε ισορροπία ύστερα από κρίση θα πρέπει να καταστραφεί μεγάλο μέρος της επιχειρηματικής κοινότητας, να απολυθούν εκατομμύρια εργαζόμενοι και να επικρατήσουν συνθήκες φτώχειας σε τεράστιους πληθυσμούς. Αυτά, όμως, οδηγούν σε κοινωνικές εκρήξεις και για τον λόγο αυτό μπορούμε με βεβαιότητα πλέον να πούμε ότι  ο ρόλος του κράτους στις οικονομίες πρέπει να αυξηθεί και η ασυδοσία των αγορών να περιοριστεί».

Και σαν να μην έφτανε αυτή η ανοιχτή ομολογία για τις καταστροφές που φέρνει η «ασυδοσία των αγορών», το κείμενο του Βήματος καταλήγει ως εξής:

«Όσο και αν ακούγεται ντεμοντέ, την Ελλάδα τη σώζει η εσωστρέφειά της. Οι εξαγωγές μας είναι μόνο το 20% του ΑΕΠ, συμπεριλαμβανομένων των εσόδων του τουρισμού, συνεπώς δεν υποφέρουμε και πολύ από τη φτώχεια των άλλων… Αν είχαμε εκσυγχρονιστεί πιο γρήγορα, θα την είχαμε πατήσει.»

Έτσι, λοιπόν, μαθαίνουμε από τους σημαιοφόρους του «εκσυγχρονισμού», που εδώ και δεκαετίες μας έχουν ζαλίσει γιατί καθυστερούν οι «αναγκαίες μεταρρυθμίσεις» στην Ελλάδα, ότι όσοι ανοίχτηκαν στους νεοφιλελεύθερους εκσυγχρονισμούς των αγορών κινδυνεύουν περισσότερο από εμάς που ευτυχώς… καθυστερήσαμε.

Πέρα, όμως, από τις ιδεολογικές παλινωδίες των απολογητών του καπιταλισμού, η ιδέα ότι ο ελληνικός καπιταλισμός είναι «αρκετά καθυστερημένος» ώστε να κινδυνεύει λιγότερο από την κρίση είναι γελοία. Μια οικονομία που έχει ως «εθνικούς πρωταθλητές» τους εφοπλιστές και τους τραπεζίτες, με πεδίο δράσης από το Σίτι του Λονδίνου μέχρι τα Βαλκάνια, το Ντουμπάι και την Κίνα, είναι τόσο διεθνοποιημένη ώστε να είναι ανοιχτή όσο όλες στα χτυπήματα της κρίσης. Αν σ’ αυτή την εικόνα προσθέσουμε το στοιχείο ότι σπαταλούσε, ήδη πριν ξεσπάσει η κρίση, 10 δις ευρώ το χρόνο για τους τόκους από το δημόσιο χρέος, τότε καταλαβαίνουμε πόσο ψεύτικοι είναι οι ισχυρισμοί ότι η κρίση μας ακουμπάει λιγότερο. Η αλήθεια είναι ότι το ελληνικό κράτος βρίσκεται σε χειρότερη και όχι σε καλύτερη θέση για να οργανώσει τον αναγκαίο παρεμβατισμό στην οικονομία, τη στιγμή που πολύ ισχυρότερα κράτη δεν τα καταφέρνουν να βρουν την κατάλληλη συνταγή κρατικού παρεμβατισμού για τη διάσωση από την κρίση. 

Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί τα κρατικά «πακέτα» στήριξης τραπεζών, αυτοκινητοβιομηχανιών κλπ αποδεικνύονται ανεπαρκή; Γιατί όχι μόνο οι προϋπολογισμοί του Αλογοσκούφη έχουν γίνει σκόνη, αλλά και το «Σχέδιο Πόλσον» και τα «μέτρα Σαρκοζί» και τα «μαγικά του Γκόρντον Μπράουν»;

Ένας πρώτος βασικός λόγος είναι ότι κανένας δεν ξέρει να απαντήσει στο ερώτημα: Πόσο μεγάλες είναι οι επισφάλειες των τραπεζών, πόσο μεγάλα «πακέτα» θα χρειαστούν για να κλείσουν οι μαύρες τρύπες του χρηματοπιστωτικού συστήματος; Το περασμένο καλοκαίρι οι επίσημες εκτιμήσεις π.χ. του ΔΝΤ έφταναν μέχρι τα 1000 δις δολάρια. Μετά το κραχ του φθινοπώρου 2008, οι υπολογισμοί ανέβηκαν στα 2800 δις δολάρια. Κανένας δεν έχει δώσει ακόμα εκτιμήσεις μετά τους ανατολικοευρωπαϊκούς πανικούς του Φλεβάρη.

Τέτοιου είδους άγνοια κάποτε θεωριόταν καμάρι για το σύστημα της ελεύθερης αγοράς. Οι ιδεολόγοι του συστήματος έλεγαν ότι η αγορά είναι το θεμέλιο της ελευθερίας και της δημοκρατίας ακριβώς γιατί δεν υπάρχει κανένας «Μεγάλος Αδελφός» που να έχει συνολική εικόνα. Το «παιχνίδι» είναι ανοιχτό, κανένας «παίκτης» δεν μπορεί να το «στήσει», η αγορά δίνει ίσες ευκαιρίες και πληροφορίες σε όλους. Τώρα φαίνεται ο παραλογισμός αυτής της ελευθερίας («ασυδοσία» λέγεται πια) των αγορών. Η άγνοια για την πραγματική έκταση των προβλημάτων γίνεται πηγή πανικών και όχι «ελευθερίας». Οι κυβερνήσεις ψάχνουν στα τυφλά και μόνο όταν κάποιος κολοσσός φτάνει στα πρόθυρα της χρεοκοπίας τρέχουν να μπαλώσουν την κατάσταση, χωρίς σχέδιο, χωρίς κριτήριο πέρα από τις ταξικές προκαταλήψεις τους (να διασφαλίσουν τους «έχοντες και κατέχοντες», να ρίξουν  τα βάρη στους ανταγωνιστές αν μπορούν, στην εργατική τάξη σε κάθε περίπτωση).

Πέρα από την τύφλα της αγοράς, υπάρχουν και άλλοι περιορισμοί που έρχονται στην επιφάνεια. Αποδεικνύεται ότι η κρίση δεν είναι απλά «χρηματοπιστωτική» αλλά συστημική του ίδιου του καπιταλισμού. Τι σημαίνει αυτό;

Τα προηγούμενα χρόνια το τραπεζικό σύστημα γινόταν αποδέκτης τεράστιων χρηματικών ποσών που συσσωρεύονταν στα χέρια των επιχειρήσεων σαν κέρδη χωρίς προοπτική να επενδυθούν στην «πραγματική οικονομία». Οι καπιταλιστές δεν θεωρούσαν αρκετά κερδοφόρα την τοποθέτηση μεγάλου μέρους των κερδών τους σε νέα εργοστάσια και προτιμούσαν την κερδοσκοπία στις «φούσκες» με τη βοήθεια των τραπεζών και των «παρατραπεζών» (hedge funds κλπ). Οι φούσκες ήταν μια κάποια λύση και για τους τραπεζίτες και για τους άλλους καπιταλιστές.

Σήμερα που οι φούσκες έχουν σκάσει προκύπτει ένα διπλό πρόβλημα. Όχι μόνο οι τράπεζες εμφανίζουν τεράστιες επισφάλειες, αλλά και οι άλλες επιχειρήσεις δεν διαθέτουν τα κέρδη για να βουλώσουν τις τρύπες των τραπεζών. Ένας κύκλος που ήταν ανοδικός και για τους μεν και για τους δε, μετατράπηκε σε καθοδικός και για τους δυο. Οι κυβερνήσεις και οι Κεντρικές Τράπεζες που έκαναν πλάτες στην ανοδική πορεία της φούσκας, τώρα αντιμετωπίζουν διλήμματα από πού μπορούν να αντλήσουν πόρους για να στηρίξουν τις κλυδωνιζόμενες τράπεζες και επιχειρήσεις.

Η μείωση των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών που ήταν τόσο βολικό εργαλείο την προηγούμενη περίοδο τώρα δεν λειτουργεί. Και η αμερικάνικη Fed και η ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχουν φτάσει σχεδόν στον μηδενισμό των επιτοκίων τους χωρίς αποτέλεσμα. Δεν μπορούν να δώσουν αρνητικά επιτόκια, δηλαδή να χαρίζουν χρήματα με κάθε δάνειο. Το ρόλο του μηχανισμού που χαρίζει χρήματα τον έχουν αναλάβει οι κυβερνήσεις. Αλλά και τα δώρα του κρατικού προϋπολογισμού χρειάζονται με τη σειρά τους στήριξη.

Αν το πρόβλημα ήταν μόνο των τραπεζών, το κράτος θα μπορούσε να φορολογήσει τα κέρδη και να μεταφέρει πόρους στο τραπεζικό σύστημα για να το ξαναστήσει. Στην πραγματικότητα, όμως, το σύστημα αντιμετωπίζει γενικευμένη καθίζηση της κερδοφορίας. Η κρίση έχει τη ρίζα της στο αυτογκόλ του καπιταλισμού που ο Μαρξ είχε ονομάσει «πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους».

Στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς της Τετάρτης 4 Μάρτη, ένας από τους πιο έγκυρους σχολιαστές, ο Μάρτιν Γουλφ, παρουσιάζει τις διαφωνίες που έχουν ανακύψει στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης των ΗΠΑ εξαιτίας αυτών των προβλημάτων. Οι επισφάλειες του αμερικάνικου τραπεζικού συστήματος προβλέπονται γύρω στα 900 δις δολάρια από το ΔΝΤ ενώ ο καθηγητής Ρουμπινί τις υπολογίζει σε 1800 δις. Οι εκτιμήσεις για τα κεφάλαια που μπορούν να αντλήσουν οι αμερικάνικες τράπεζες στο διάστημα 2008-2010 για να καλύψουν αυτές τις απώλειες φτάνουν τα 1200 δις δολάρια, συνυπολογίζοντας και 200 δις από το κρατικό πακέτο που ήδη ανακοίνωσε ο Ομπάμα.

«Αν ο Νουριέλ Ρουμπινί αποδειχθεί σωστός (όπως έχει γίνει μέχρι στιγμής), τότε οι αμερικάνικες τράπεζες έχουν φαλιρίσει. Αν όχι, τότε έχουν περιθώρια» σχολιάζει ο Μάρτιν Γουλφ. «Σε αυτές τις συνθήκες, η ιδέα της «εθνικοποίησης» πρέπει να θεωρείται συνώνυμη με την «αναδιάρθρωση». Ελάχιστοι πιστεύουν ότι ο καλύτερος διαχειριστής μακροπρόθεσμα για τις τράπεζες είναι το κράτος… (όμως) το κράτος πιθανά να υποχρεωθεί να κατέχει τεράστιες τράπεζες για μεγάλο χρονικό διάστημα πριν αποκτήσει τη δυνατότητα να τις επιστρέψει στα χέρια της αγοράς.»

Και σε άλλο σημείο του ίδιου άρθρου παρατηρεί «Οι τέσσερις μεγαλύτερες εμπορικές τράπεζες των ΗΠΑ – J.P. Μόργκαν, Σίτιγρουπ, Μπανκ οφ Αμέρικα και Γουέλς Φάργκο – κατέχουν το 64% των περιουσιακών στοιχείων όλων των εμπορικών τραπεζών των ΗΠΑ. Αν οι πιστωτές αυτών των τραπεζών έχουν κρατική εγγύηση ότι δεν θα υποστούν ζημιές, τότε αυτή δεν είναι μια οικονομία της αγοράς».

Ουσιαστικά η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου αντιμετωπίζει την προοπτική ενός αναγκαστικού και αμφίβολης αποτελεσματικότητας κρατικού καπιταλισμού για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Καθόλου παράξενο ότι η αμερικάνικη άρχουσα τάξη διχάζεται και ανησυχεί. Αντί για Ρούζβελτ, ο Μπάρακ Ομπάμα μπορεί να αποδειχθεί ο… Γκορμπατσόφ της Δύσης, είκοσι χρόνια μετά την κατάρρευση του 1989. 

Στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού International Socialism, που κυκλοφόρησε πριν από την επιδείνωση της κρίσης του Φλεβάρη, ο Κρις Χάρμαν σε ένα μεγάλο άρθρο κάνει αναδρομή στις κρίσεις του 1929 και του 2008 και εντοπίζει τις ομοιότητες στους μηχανισμούς που οδήγησαν πρώτα στα φαινόμενα κερδοσκοπίας και στη συνέχεια στην καθίζηση τους. Χρησιμοποιεί επίσης την εμπειρία της Ιαπωνίας, όπου η κερδοσκοπική «φούσκα» έσκασε πριν 15 χρόνια, για να αναδείξει το γεγονός ότι δεν υπάρχει κάποια εύκολη αλλαγή κρατικής διαχείρισης που μπορεί να δώσει διέξοδο.

Διάφοροι μετανοημένοι νεοφιλελεύθεροι, αλλά και πολλοί αναθαρρημένοι οπαδοί του Κέυνς, υποστηρίζουν ότι ένα γενναίο πρόγραμμα δημοσίων έργων θα μπορούσε να αναθερμάνει τη ζήτηση και να βγάλει την οικονομία από την κρίση. Η περίπτωση της Ιαπωνίας τους διαψεύδει. Εκεί το πρόγραμμα δημοσίων έργων (για γέφυρες, υποδομές, κλπ) έφτασε στη δεκαετία του 1990 να είναι τριπλάσιο σε σχετικό μέγεθος σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και τη Γερμανία. Αυτό μπορεί να εμπόδισε το να βυθιστεί η Ιαπωνία σε ύφεση διαστάσεων της δεκαετίας του 1930, αλλά ποτέ δεν έφερε πραγματική οικονομική ανάκαμψη. Οι ρυθμοί ανάπτυξης έμειναν κολλημένοι κοντά στο 1% όλα αυτά τα χρόνια. 

Στον αντίποδα αυτών των Κεϊνσιανών συνταγών, υπάρχουν πάντα οι φωνές που επιμένουν ότι η διέξοδος θα έρθει μέσα από τις θυσίες των εργατών για να πέσει το κόστος και να ανέβει η ανταγωνιστικότητα και η κερδοφορία. Ξεχνούν κάποια βασικά και στοιχειώδη πράγματα. Στην Ιαπωνία το 1988 οι μισθοί των εργατών βρίσκονταν στο 60% των συναδέλφων τους στις ΗΠΑ. Αυτό όχι μόνο δεν έδωσε «ανταγωνιστικό πλεονέκτημα», αλλά περιόριζε τη συνολική ζήτηση στο εσωτερικό της γιαπωνέζικης οικονομίας. Αντί να διευρύνουν την εσωτερική αγορά τους, οι γιαπωνέζικες πολυεθνικές κυνήγησαν τις εξαγωγές προϊόντων και κεφαλαίων, αναζητώντας στήριξη σε άλλες «ατμομηχανές» της διεθνούς οικονομίας. Ήταν μια στρατηγική που δεν απέδωσε και οδήγησε την Ιαπωνία να ζήσει πρώτη την εμπειρία με τις «φούσκες» και το σκάσιμό τους.

Το ζήτημα που αναδεικνύεται μέσα από αυτή την ανάλυση της κρίσης είναι ότι η πραγματική διέξοδος πρέπει να αναζητηθεί στη ρίζα του προβλήματος: αποσπώντας τον έλεγχο των επενδύσεων από τα χέρια των καπιταλιστών. Ο,τιδήποτε λιγότερο δεν δουλεύει.

Μέσα σε συνθήκες όπου οι κυβερνήσεις αναγκάζονται να ανοίξουν θέμα κρατικοποιήσεων για μεγάλες τράπεζες και επιχειρήσεις που κινδυνεύουν, είναι πολύ ώριμο να μιλήσει η Αριστερά για κρατικοποίηση με εργατικό έλεγχο.

Στην Ελλάδα, αυτή η αντιπαράθεση είναι ακόμα πιο έντονη. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας επιμένει ακόμα σε προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων, για την Ολυμπιακή, τα Λιμάνια, την Εκπαίδευση, τις υπηρεσίες καθαριότητας των Δήμων. Γυρίζοντας τις πραγματικές ανάγκες τα πάνω-κάτω, υποστηρίζει ότι προτεραιότητα είναι η μείωση του δημόσιου χρέους και άρα τα έσοδα των ιδιωτικοποιήσεων μπορούν να προστατέψουν την ελληνική οικονομία  που κινδυνεύει «να χάσει την εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών». Το γεγονός ότι οι ιδιωτικοποιήσεις οδηγούν σε απολύσεις (π.χ. στον όμιλο του ΟΤΕ, όπου η COSMOTE κλείνει 200 καταστήματα), που επιδεινώνουν την κρίση μπαίνει σε δεύτερη μοίρα μπροστά στον εκβιασμό των διεθνών τραπεζών που ανεβάζουν τα επιτόκια των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου περίπου τρεις ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τα γερμανικά. Καραμανλής και ΕΕ συνεργάζονται για να επιβάλουν αυτόν τον εκβιασμό: δεχτείτε περικοπές κοινωνικών δαπανών και ιδιωτικοποιήσεις γιατί αλλιώς  οι διεθνείς αγορές θα σας φέρουν χειρότερα.

Κανένα κόμμα δεν τολμάει να απαντήσει επιθετικά σ’ αυτήν την πρόκληση. Να βγει και να πει: απορρίπτουμε τον εκβιασμό, όχι μόνο δεν πουλάμε αλλά κρατικοποιούμε το τραπεζικό σύστημα και όσες επιχειρήσεις προχωρούν σε μαζικές απολύσεις ή κλεισίματα. Έτσι, όχι μόνο σώζουμε θέσεις εργασίας αλλά και βρίσκουμε πόρους για κοινωνικά αναγκαίες επενδύσεις αντί να παρακαλούμε τους τραπεζίτες να «αυξήσουν τη ρευστότητα». 

Το ΚΚΕ, που υποτίθεται ότι μιλάει για σοσιαλιστική προοπτική πρώτη φορά χωρίς ενδιάμεσα στάδια, προτιμάει να συζητάει για το πόσο σοσιαλιστικά ήταν τα μέτρα του … Στάλιν πριν 70 χρόνια και όταν φτάνει στο σήμερα αρνείται ακόμα και να αναφέρει το αίτημα για δημόσιο τραπεζικό σύστημα. Στο Συνασπισμό αναζητούν φόρμουλες για μικτό σύστημα, με συνύπαρξη δημόσιων και ιδιωτικών τραπεζών, απορρίπτοντας τον συνολικό δημόσιο έλεγχο, τη στιγμή που ακόμα και ο Γ. Παπανδρέου προσπαθεί να το παίξει αποφασιστικός απαντώντας σε συνέντευξη του στην Καθημερινή: «Δεν θα διστάσουμε να προβούμε σε κρατικοποιήσεις… Με τη σημερινή κεφαλαιοποίηση των τραπεζών δεν θα είναι δύσκολο κάτι τέτοιο». (Καθημερινή 1/3/09).

Είναι φανερό ότι ο Παπανδρέου εννοεί ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών με τη συμμετοχή του κράτους και αυτό το βαφτίζει κρατικοποίηση. Και δεν βγαίνει μπροστά η Αριστερά να εξηγήσει ότι δεν θέλουμε άλλα δώρα στους τραπεζίτες, θέλουμε να πάρουμε τον έλεγχο από τα χέρια τους και γι’ αυτό διεκδικούμε κρατικοποιήσεις χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο. 

Αυτές είναι μάχες που ανοίγονται και θα ανοίγονται όλο και πιο έντονα μπροστά μας το επόμενο διάστημα καθώς η κρίση ξεδιπλώνεται σε όλη της την έκταση. Είναι μάχες και σαν άμεσες απαντήσεις στις απειλές για απολύσεις, περικοπές μισθών και κοινωνικών υπηρεσιών, αλλά και σαν γενίκευση των άμεσων διεκδικήσεων. 

Η ανάλυση του χαρακτήρα της κρίσης δεν είναι ακαδημαϊκή άσκηση για την Αριστερά. Όταν επιμένουμε ότι είναι κρίση του συστήματος και όχι απλά των τραπεζών ή της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, δεν το κάνουμε για να ανακαλύπτουμε διαχωριστικές γραμμές. Όταν εντοπίζουμε τις ρίζες της στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό και όχι σε συγκυριακά προβλήματα υποκατανάλωσης ή υπερσυσσώρευσης, δεν αναζητούμε περγαμηνές μαρξιστικής ορθοδοξίας. Αναζητούμε τα ριζικά μέτρα που θα επιτρέψουν στην εργατική τάξη να απαλλαγεί από την κρίση. Και σ’ αυτό η απάντηση είναι ξεκάθαρη: η Αριστερά δεν πρέπει να αναζητάει μέτρα ή κίνητρα που θα ενθαρρύνουν τους καπιταλιστές να ξεφύγουν από τον κακό τους εαυτό και να κάνουν επενδύσεις. Πρέπει να ανοίγει δρόμους για να πάρουν οι ίδιοι οι εργάτες τον έλεγχο των αποφάσεων που μετράνε, τι θα επενδυθεί, πού και πότε. Μια τέτοια, αντικαπιταλιστική, Αριστερά είναι η απαίτηση των καιρών, τώρα μέσα στην κρίση περισσότερο παρά ποτέ.