Άρθρο
Aριστερά: Συμμετοχή στην κυβέρνηση ή στο κίνημα;

Απεργοί της ΔΕΗ στη πανεργατική 19 Mάρτη

Ένα φθινόπωρο με την κυβέρνηση στη δίνη της κρίσης και την Aριστερά σε άνοδο. H Mαρία Στύλλου εξηγεί πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες που ανοίγονται.

Η κυβέρνηση μπαίνει στο φθινόπωρο με εξελίξεις που δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει. Ο Καραμανλής κάνει τη δήλωση «Μέτρα ή χάος» που από μόνο του δείχνει τα αδιέξοδα. Αδιέξοδο στην οικονομία, στην πολιτική ακόμα και στο ίδιο  του το κόμμα. Για να περάσει το νόμο για την αλλαγή στις συλλογικές συμβάσεις των ΔΕΚΟ, αναγκάστηκε να αντικαταστήσει τον βουλευτή Γ. Μανώλη από το Θερινό Τμήμα της Βουλής. Το ΠΑΣΟΚ κυκλοφορεί βίντεο που αποκαλύπτει αλλαγές ψηφοδελτίων νεοδημοκρατών βουλευτών που ψήφισαν ενάντια στην επίσημη γραμμή στην αναθεώρηση του Συντάγματος. Τα πράγματα έχουν δυσκολέψει τόσο πολύ για την κυβέρνηση, ώστε αναγκάζεται να ζητήσει κομματική πειθαρχία σε κάθε νόμο που περνάει από τη Βουλή και να απειλεί με διαγραφές, όχι μόνο τον Τατούλη αλλά βουλευτές που συνεχώς διαφοροποιούνται. Ακόμα και η Ψαρούδα-Μπενάκη έχει μπει στη ομάδα των «αντιπολιτευόμενων» της επίσημης γραμμής.

Στο κέντρο όλων αυτών των διαφωνιών και των σκανδάλων δεν βρίσκεται τίποτα άλλο παρά η επιδείνωση της οικονομικής ύφεσης. Πέρσι τον Αύγουστο (2007) όταν ξέσπασε η κρίση των «επισφαλών δανείων» και μια σειρά από τράπεζες σε ΗΠΑ και Βρετανία κόντεψαν να καταρρεύσουν, ο Αλογοσκούφης έκανε δηλώσεις ότι αυτές είναι πολύ μακρινές εξελίξεις και δεν αφορούν την Ελλάδα. Ένα χρόνο μετά αναγκάστηκε να αναγνωρίσει ότι η παγκόσμια ύφεση πλήττει και την Ελλάδα, ότι τα μεγέθη έχουν αντιστραφεί, ο πληθωρισμός ανεβαίνει και πλησιάζει το 5%, ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης πέφτει κοντά στο 3%. 

Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι τα έσοδα του φετινού προϋπολογισμού (2008) με το ζόρι έχουν φτάσει στο 1/3, ότι το έλλειμμα δεν μπορεί να καλυφτεί, ότι κινδυνεύει η κυβέρνηση «να μπει σε επιτήρηση» από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μόλις πέρσι  Καραμανλής και Αλογοσκούφης περηφανεύονταν ότι επιτέλους έπαψε η ελληνική οικονομία να είναι σε επιτήρηση που την είχε προκαλέσει το ΠΑΣΟΚ. Το πραγματικό είναι ότι ο μόνος τρόπος για να καλύψει τα ελλείμματα είναι η φοροεπιδρομή που ξεκίνησε, οι περικοπές στις δαπάνες του δημοσίου και οι ιδιωτικοποιήσεις κερδοφόρων κομματιών στις ΔΕΚΟ. Το «Μέτρα ή χάος» του Καραμανλή έχει σαν στόχο να προετοιμάσει αυτήν τη επίθεση και ξέρει πολύ καλά ότι αυτό θα σημάνει σύγκρουση με όλο το εργατικό κίνημα. Δεν μπορεί να ξεχάσει τι σήμαινε πέρσι η μάχη του ασφαλιστικού, ξέρει ότι αυτός ο κόσμος έχει την εμπειρία της μεγάλης προθέρμανσης και δεν πρόκειται να σταματήσει μπροστά σε απειλές. 

Ήδη η κυβέρνηση βρίσκεται μπροστά στην πρώτη απεργία για αυξήσεις και προσλήψεις που ξεκινάει στις 15 Σεπτέμβρη από τους γιατρούς του ΕΣΥ. Τα συνδικάτα της εκπαίδευσης – ΟΛΜΕ, ΔΟΕ, και ΠΟΣΔΕΠ, έχουν βάλει από την άνοιξη το αίτημα των αυξήσεων στους μισθούς και την αύξηση των δαπανών για την παιδεία. Οι αποφάσεις στα συνέδρια ειναι για έναν γύρο γενικών συνελεύσεων και στη συνέχεια απεργίες. Ο ορατός κίνδυνος και φόβος για την κυβέρνηση είναι ότι ο πληθωρισμός όχι μόνο πιέζει για μάχες, αλλά ότι εάν ξεκινήσει μια απεργία, μπορεί να τους τραβήξει όλους. Φοβάται ότι τα πράγματα δεν θα εξελιχτούν όπως η απεργία των δασκάλων το φθινόπωρο του 2006, όπου οι ηγεσίες των άλλων συνδικάτων μπόρεσαν να συγκρατήσουν - με πολλές δυσκολίες  είναι αλήθεια – να απλωθεί η απεργία και στους άλλους κλάδους. Η απεργία των νοσοκομείων θα είναι ένα τεστ, και για το ρόλο που θα παίζει η αριστερά στην στήριξη και στο άπλωμα της. 

Το τρίτο και φαρμακερό είναι το μέτωπο «του πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία» όπου η κυβέρνηση είναι χωμένη μέχρι τα μπούνια. Οι συγκρούσεις στον Καύκασο σημαίνουν μεγαλύτερες πιέσεις όχι μόνο για την ελληνική διπλωματία, αλλά και για στρατιωτική συμμετοχή. Συμμετέχει σ’έναν πόλεμο που συνεχώς χάνει, κι’αυτό σημαίνει μεγαλύτερο κίνδυνο για την ελληνική μονάδα στη Καμπούλ. Το παράδειγμα των 10 Γάλλων στρατιωτών που σκοτώθηκαν στα τέλη Αυγούστου δεν είναι πια το μοναδικό. Οι συγκρούσεις με τους Ταλιμπάν έχουν φτάσει γύρω από την Καμπούλ. 

Δεν είναι, όμως, μόνο το Αφγανιστάν που πιέζει. Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ ανατολικά άνοιγε μέχρι τώρα το δρόμο στις ελληνικές τράπεζες και επιχειρήσεις να απλωθούν στην παραευξείνια περιοχή. Τώρα ο ελληνικός καπιταλισμός χρειάζεται να συγκρουστεί με τον Πούτιν για να στηρίζει αυτή τη επέκταση. Μπορεί η Μπακογιάννη σαν μέλος του ΟΑΣΕ (η Ελλάδα αναλαμβάνει την προεδρία στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Ασφαλείας και Συνεργασίας από το Γενάρη) να κρατάει ισορροπίες, αλλά ταυτόχρονα η Σούδα έχει γίνει το ορμητήριο για τα πολεμικά πλοία των ΗΠΑ που πηγαίνουν «ανθρωπιστική» βοήθεια στη Γεωργία.

Αυτές οι εξελίξεις δεν σημαίνουν μόνο συμμετοχή της Ελλάδας σε ένα βάρβαρο πόλεμο, αλλά και αύξηση των στρατιωτικών δαπανών. Για να είναι το γεράκι στην περιοχή, χρειάζεται ακόμα και σε περίοδο ύφεσης και ελλειμμάτων να ξοδεύει ένα μεγάλο μέρος του προϋπολογισμού για εξοπλισμούς. Πολύ εύστοχο το πρωτοσέλιδο της «Ελευθεροτυπίας» την τελευταία βδομάδα του Αυγούστου που σύγκρινε στρατιωτικές με κοινωνικές δαπάνες και έδειχνε ότι εάν μειώνονταν οι στρατιωτικές δαπάνες θα μπορούσαν να αυξηθούν άμεσα οι συντάξεις, οι μισθοί, και οι δαπάνες για την δημόσια υγεία και παιδεία.

Aπό το Σιάτλ μέχρι το Aσφαλιστικό

Η Aριστερά στην Ελλάδα μεγαλώνει. Το κατέγραψαν οι περσινές εκλογές, το κατέγραψαν τα διάφορα γκάλοπ, αλλά πάνω απ’ όλα το έχουν καταγράψει οι κινηματικές διαδικασίες: οι απεργίες στα συνδικάτα, οι καταλήψεις στις σχολές, τα συνθήματα στις απεργιακές κινητοποιήσεις, η συζήτηση που γίνεται μέσα στους μαζικούς χώρους. Είναι μια εξέλιξη που δεν ήρθε από το πουθενά, που είναι σωστό να την συνδέει κανείς με την κρίση του σοσιαλφιλελευθερισμού, αλλά που χρειάζεται να προχωρήσει ακόμα περισσότερο. Δεν είναι απλά μια εκλογική τράμπα ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και στην Αριστερά. Μπορεί αυτός ο κόσμος να έχει αυταπάτες για τις αριστερές κυβερνήσεις, αλλά οι ορίζοντές του και οι προοπτικές του είναι πέρα απ’ αυτές. Εμπνέεται και προσδοκεί πολύ πιο ριζικές αλλαγές. Οι ρίζες του βρίσκονται στο καινούργιο κίνημα, στις διαδηλώσεις του Σηάτλ και της Γένοβας, στη σύγκρουση με τους G8 και τον πόλεμο του Μπους, στις εμπειρίες της Φλωρεντίας και στους στόχους που έβαζε τότε η ριζοσπαστική αριστερά σε όλη την Ευρώπη «για μια κοινωνία που οι άνθρωποι θα είναι πάνω από τα κέρδη». Αυτές οι συγκρούσεις μπορεί να μην μεταφράστηκαν σε κάθε χώρα σε μια μεγάλη κοινωνική έκρηξη, όπως πολλοί περίμεναν, αλλά αυτό ούτε ομοιογενές είναι, ούτε και σημαίνει ότι αυτή η προοπτική έχει χαθεί από τις ιδέες και τις ελπίδες αυτού του κόσμου.

Στην Ελλάδα η επιρροή αυτού του κινήματος είναι καθοριστική. Όχι μόνο ήταν δυνατό, αλλά κατάφερε να συνδεθεί με τους εργατικούς αγώνες και αντιστάσεις. Σε σχέση με άλλες χώρες όπως στη Γαλλία ή στη Γερμανία, που το αντιπολεμικό κίνημα έμεινε απομονωμένο από τα συνδικάτα και τις απεργίες, στην Ελλάδα το ένα τροφοδότησε το άλλο. Το αντιπολεμικό κίνημα συνέχισε και μετά το 2003, χάρη στη στήριξη των συνδικάτων και απεργίες βρήκαν τον πιο ισχυρό συμπαραστάτη, στους ακτιβιστές της Γένοβα. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ελλάδα η «γενιά της Γένοβας» σηματοδοτεί για όλους το πιο μαχητικό κομμάτι των αντιστάσεων.

Εάν χάσει η Aριστερά αυτή την εικόνα κινδυνεύει από δυο ειδών λάθη. Το πρώτο λάθος είναι του ΣΥΡΙΖΑ που δια στόματος Τσίπρα δηλώνει ότι «το κόμμα του θέλει να γίνει η φωνή γι’αυτούς που δεν έχουν φωνή». Ουσιαστικά βλέπει τον κόσμο «βουβό», πράγμα που περιορίζει μέχρι πού μπορεί να ελπίζει η Αριστερά. Το δεύτερο λάθος είναι της υποτίμησης της δύναμης και της δυνατότητας της επαναστατικής αριστεράς να κερδίσει μέσα σ’αυτόν τον κόσμο. Όποιος δεν βλέπει αυτή τη δυναμική φυλακίζει την επαναστατική αριστερά στο περιθώριο.

Οι ευκαιρίες της Αριστεράς μέσα σ’αυτήν την περίοδο που η Νέα Δημοκρατία είναι στριμωγμένη και το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί, είναι πολύ μεγάλες, αλλά δεν είναι αυτόματες. Η Αριστερά μπορεί να καθορίσει τις εξελίξεις, ιδιαίτερα μέσα σ’αυτή την περίοδο κρίσης και αστάθειας, εάν βάζει προοπτική να απαντάει στις άμεσες προκλήσεις, να οργανώσει και να απλώσει τους αγώνες και τις απεργίες και ταυτόχρονα να παλεύει πραγματικά για μια κοινωνία που θα κυριαρχούν οι άνθρωποι και θα καταργηθεί το κέρδος.

Αυτά τα δυο συνδέονται, αλληλοκαθορίζει το ένα το άλλο κα πάνω απ’ όλα βάζουν πιέσεις για διαφορετικές συμμαχίες και οργάνωση από τους σημερινούς προσανατολισμούς της κοινοβουλευτικής αριστεράς.

Kυβέρνηση της Αριστεράς;

Μπορεί η ριζοσπαστική αριστερά να συμμετέχει σε μη επαναστατική κυβέρνηση; Στη Βραζιλία ο Λούλα όταν κέρδισε τις εκλογές το 2003, υποχρέωσε διάφορες αριστερές και επαναστατικές οργανώσεις που λειτουργούσαν μέσα στο «Κόμμα Εργατών» να πάρουν θέση. Η πλειοψηφία της αριστερής πτέρυγας της «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας» πήρε απόφαση να συμμετέχει. Προσπάθησε να βάλει και τους όρους της, για το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αλλά αυτά αποδείχθηκαν λεπτομέρειες. Στην πραγματικότητα στήριξε και στηρίζει την κυβέρνηση του Λούλα που περνάει όλα τα μέτρα του νεοφιλελευθερισμού στη Βραζιλία και βάζει τις πιέσεις σε όλες τις κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής να κάνουν το ίδιο. Στη διαδικασία ένα μικρό κομμάτι διαφοροποιήθηκε προς τα αριστερά και έφτιαξε το κόμμα «Ελευθερία και Σοσιαλισμός»  (PSOL).

Στην Ιταλία, η Κομμουνιστική Επανίδρυση, που πήρε ενεργό μέρος στις διαδηλώσεις στην Πράγα, στη Νίκαια, και πάνω απ’όλα στη Γένοβα τον Ιούλη του 2001, αποφάσισε το 2004 να αλλάξει γραμμή. Ο Φάουστο Μπερτινότι, ο γραμματέας της Επανίδρυσης, αποφάσισε να επισπεύσει τη συνεργασία με τη σοσιαλδημοκρατία, προτείνοντας μια «προγραμματική συμφωνία» που θα διευκόλυνε την από κοινού αντιπολίτευση στον Μπερλουσκόνι και τη συνεργασία στη μελλοντική κυβέρνηση.

Η πρόταση του στηριζόταν σε δυο εκτιμήσεις: η πρώτη ότι μέσα από μια τέτοια συνεργασία το κίνημα θα μπορούσε να έχει νίκες που δεν τις είχε με τους αγώνες και το δεύτερο ότι έτσι θα έφταναν πιο γρήγορα στην πτώση του Μπερλουσκόνι. Ο Μπερτινότι υποστήριζε ότι η κυβέρνηση Πρόντι θα ήταν «μια αδύνατη κυβέρνηση με ένα δυνατό κίνημα» και έτσι δεν θα μπορούσε να προχωρήσει στα νεοφιλελεύθερα μέτρα, όπως έκανε την προηγούμενη φορά.

Ο προσανατολισμός αυτός σήμανε για την Επανίδρυση στροφή 180 μοιρών σε σχέση με την πολιτική που είχε μέχρι τότε. Στον πόλεμο του Μπους άλλαξε θέση, κι ενώ μέχρι τότε η θέση της ήταν «όχι στον πόλεμο, χωρίς «ναι μεν, αλλά» έγινε «όχι στον πόλεμο, όχι στην τρομοκρατία». Μπήκε στο κοινό σχήμα με τον Πρόντι που υποστήριζε ότι «η Ευρώπη στηρίζεται στον ελεύθερο ανταγωνισμό» την ίδια περίοδο που στη Γαλλία και στη Ολλανδία κέρδιζε το ΟΧΙ στο Ευρωσύνταγμα. Η θέση ότι οι εργάτες θα νικήσουν όταν κερδίσει η κυβέρνηση συνεργασίας, δίχασε το εργατικό κομμάτι της Επανίδρυσης για το τι έπρεπε να κάνει στις απεργίες. Αυτό αδυνάτισε αρκετά τη συμμετοχή των πιο αριστερών ακτιβιστών μέσα στους εργατικούς χώρους και βοήθησε στην κάμψη του κινήματος. Οι εκλογές του 2006 και η συμμετοχή της Επανίδρυσης στην κυβέρνηση, επίσπευσε αυτή τη διαδικασία. Η μόνη αντιπολίτευση που είχε μείνει ήταν οι αυτόνομοι που υποστήριζαν ότι έτσι κι αλλιώς τα κόμματα καταστρέφουν το κίνημα.

Το συσχετισμό «δυνατό κίνημα και αδύνατη κυβέρνηση» (που το χρησιμοποιεί με τον αντίστοιχο τρόπο και ο ΣΥΝ σήμερα δια στόματος Δραγασάκη και Τσίπρα), είχαν καταφέρει να τον διαλύσουν πριν ακόμα μπουν στην συγκυβέρνηση με τον Πρόντι. Οι τραγικές εξελίξεις φάνηκαν  στις εκλογές του 2008, όπου όχι μόνο τις ξανακέρδισε ο Μπερλουσκόνι (για τρίτη φορά) αλλά αυτή που μεγάλωσε ήταν η Λέγκα του Βορρά. Μια ρατσιστική οργάνωση που πρωτοστατεί στα πογκρόμ των μεταναστών και κατηγορεί τους εργάτες του ιταλικού Νότου για την ανεργία. Η Λέγκα, ένα μεγάλο ποσοστό από την αύξηση των ψήφων της, το οφείλει σε εργατικά κομμάτια του Βορρά. Η στρατηγική της αλλαγής από τα πάνω όχι μόνο δεν φέρνει νίκες, αλλά δημιουργεί διαιρέσεις, απογοητεύσεις και ενισχύει τα πιο παθητικοποιημένα και αδρανή στοιχεία μέσα στο κίνημα και στα συνδικάτα.

Η δύναμη των Επαναστατών

Οι εξελίξεις στην Ιταλία έχουν συγκλονίσει την ριζοσπαστική αριστερά σε όλη την Ευρώπη και έχουν ανοίξει όσο ποτέ άλλοτε τη συζήτηση για την προοπτική.  Μια συζήτηση που δεν περιορίζεται μόνο σε ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, αλλά μεταφράζεται σε πρωτοβουλίες μέσα στις διάφορες χώρες. Στη Γερμανία όπου μέσα στο κόμμα της Αριστεράς (Die Linke) συνυπάρχουν 3 κομμάτια, οι αντικαπιταλιστές, ο Λαφονταίν, και το PDS (το πρώην Κ.Κ. της Ανατολικής Γερμανίας), η συζήτηση για το εάν συνεργάζεται κυβερνητικά η Die Linke στα κρατίδια με το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, δεν ανήκει πια στο παρελθόν. Στο κρατίδιο του Σάαρ ετοιμάζεται να κατέβει υποψήφιος ο Λαφονταίν, που υποστηρίζει ότι εάν τις κερδίσει θα αναγκάσει το SPD να συνεργαστεί μαζί του με τους δικούς του όρους. Ο κίνδυνος να πάει η Die Linke στο δρόμο της Επανίδρυσης είναι ορατός.

Η τραγωδία της Ιταλίας δεν μοιάζει να είναι η τελευταία και γι’αυτό χρειάζεται οι επαναστάτες να δουλέψουν έτσι ώστε να αντιστρέψουν την πορεία. Να τραβήξουν τη ρεφορμιστική αριστερά προς τη μεριά τους και όχι να τραβηχτούν απ’αυτή. 

Στη Γαλλία η L.C.R. (Κομμουνιστικός Επαναστατικός Σύνδεσμος), προσπαθεί να δημιουργήσει μια μεγάλη αντικαπιταλιστική οργάνωση, που  θα παίξει ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις. Είναι μια προσπάθεια που την θεωρούμε θετική, θα δούμε πώς θα προχωρήσει και θα την παρακολουθούμε.Τον Ιούνη σχεδόν όλη η αριστερά και οι οργανώσεις τους από την Ελλάδα συμμετείχαν σε ένα διήμερο που είχε οργανώσει η L.C.R. στο Παρίσι γι’αυτό το θέμα.

Τα δυο στοιχεία, που μπήκαν στην αρχή αυτού του άρθρου, η οργάνωση των αγώνων και η προοπτική του κινήματος δεν είναι μόνο χρήσιμα για τη σύγκρουση με την κυβέρνηση και με την κυρίαρχη τάξη, είναι καθοριστικά και για την εξέλιξη της αριστεράς. Οι επαναστάτες δεν μπορούν να καθήσουν στο πλάι και να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις. Έχουν να μπουν και να οργανώσουν τους αγώνες, τραβώντας όλους σ’αυτό.

Η μάχη ενάντια στην ακρίβεια είναι ένα πολύ συγκεκριμένο παράδειγμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει «έλεγχο τιμών», το ΚΚΕ προτείνει 1400 ευρώ κατώτατο μισθό, βάζοντας όμως αυτό το αίτημα σαν προϋπόθεση για να συνεργαστεί με άλλους για να βγει απεργία, παράλληλα οι αναρχικοί ως νέοι Ζορό την πέφτουν στα σουπερμάρκετ και τα μοιράζουν στο λαό. Οι συμβολικές απαντήσεις δεν πάνε πουθενά. Οι απεργίες για αυξήσεις, απ’όπου κι αν ξεκινήσουν, χρειάζεται να είναι το κέντρο της απάντησης όλων των ακτιβιστών. Απεργίες όχι συμβολικές αλλά σκληρές για να συνεχίσουν. Έτσι μόνο μπορείς να παλέψεις τον πληθωρισμό και τον κίνδυνο να μετατραπεί σε κρίση τροφίμων όπου οι πεινασμένοι θα τρώνε λάσπη όπως στην Αιτή και οι χορτάτοι θα εξαπολύουν τις ρατσιστικές βρωμιές για να μας διαιρέσουν. Η δύναμη μας δεν στηρίζεται στην εξαθλίωση, αλλά  στους αγώνες του πιο οργανωμένου κομματιού του εργατικού κινήματος.

Η ίδια μάχη χρειάζεται σε όλα τα μέτωπα, στα κλεισίματα, στις απολύσεις, στις ιδιωτικοποιήσεις. Το μοντέλο «διάσωσης» του Λαναρά, όπου οι Τράπεζες αναλαμβάνουν την επιχείρηση αντί για το αφεντικό, στις σημερινές συνθήκες δεν εξασφαλίζει τη δουλειά του κόσμου. Aντίθετα, το να αναλάβει τα εργοστάσια που κινδυνεύουν το κράτος χωρίς να αποζημιώσει ούτε ένα ευρώ τα αφεντικά, ανοίγει το δρόμο για ένα κοινό κίνημα όλων των εργατών που αντιμετωπίζουν το φάσμα της απόλυσης και το δυναμώνει για να αντιμετωπίσει και τον καινούργιο εργοδότη και όχι να δουλέψει με μικρότερο μισθό και αβέβαιη συνέχεια για τις τράπεζες.

Για την Αριστερά μπαίνει το ζήτημα όχι μόνο να στηρίζει, να ενώνει και να διευρύνει τους αγώνες, αλλά και η προοπτική να βγει πιο δυνατό το εργατικό κίνημα μέσα απ’αυτές τις μάχες. Αυτό σημαίνει πολιτική και οργάνωση από τα κάτω μέσα στους εργατικούς χώρους.

Το αντιπολεμικό κίνημα σε όλη την Ευρώπη και στην Ελλάδα μπαίνει σε νέα φάση. Έχει να συγκρουστεί με τον «πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία», να παλέψει ενάντια στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, να οργανώσει το πανευρωπαϊκό συλλαλητήριο στις 3-4 Απρίλη στο Στρασβούργο. Αυτή η εξέλιξη θα βοηθήσει την διεύρυνση του κινήματος και δεν μπορεί να περιοριστεί στα όρια της εθνικής ομοψυχίας και συνεργασίας που απαιτούν τα συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού. Οι κινητοποιήσεις για να κλείσουν οι βάσεις, η Σούδα, το Άκτιο, για να γυρίσει ο στρατός από το Αφγανιστάν και το Κόσσοβο είναι όσο ποτέ ώριμες όχι μόνο για την αριστερά αλλά για όλο το κίνημα.

Η οργάνωση των αγώνων από τα κάτω δεν είναι ιδεολόγημα επαναστατών. Το έδειξαν οι απεργίες για το ασφαλιστικό. Οι χώροι που καθόρισαν τον τόνο, ήταν η ΔΕΗ, η Τράπεζα Ελλάδος, οι δήμοι, γιατί η βάση μέσα σ’αυτούς τους χώρους οργάνωσε την περιφρούρηση, τις απεργιακές επιτροπές, τη συμμετοχή στα συλλαλητήρια και έβαλε την πίεση – όσο μπόρεσε – να μην κλείσει η απεργία. Αυτή η προσπάθεια δεν έχει τελειώσει, και η πρόκληση γι’αυτά τα κομμάτια σε όλους τους χώρους είναι να μην κυριαρχήσει ο “ρεαλισμός”. Το ίδιο ισχύει και για τα νοσοκομεία και για τα σχολεία και για τους δήμους και για τα Πανεπιστήμια. Οι πιέσεις για να απομονωθούν οι «ακραίοι» είναι τεράστιες και είναι κρίσιμη μάχη να βοηθήσει η Αριστερά όλα αυτά τα κομμάτια να αντισταθούν.

Η Aριστερά ηγεμονική δύναμη 

Ο Γκράμσι στα πολιτικά του κείμενα περιγράφει τον ρόλο του κομμουνιστικού κόμματος στην Ιταλία στις αρχές του ’20. «Το κομμουνιστικό κόμμα συνδέει κάθε άμεση διεκδίκηση με την επαναστατική προοπτική, χρησιμοποιεί κάθε μάχη για να διδάξει τις μάζες την ανάγκη για γενικευμένη δράση και για εξέγερση ενάντια στην αντιδραστική ηγεσία του κεφαλαίου… Σε κάθε περίπτωση, το κόμμα χρησιμοποιεί την εμπειρία του (συγκεκριμένου) κινήματος και το αποτέλεσμα των δικών του προτάσεων, για να μεγαλώσει την επιρροή του, και να βοηθήσει στο να κινηθεί το πιο οπισθοδρομικό κομμάτι της εργατικής τάξης, σε πιο προχωρημένες θέσεις».

Και σε ένα άλλο σημείο στο ίδιο κείμενο ο Γκράμσι δίνοντας τη δική του ανάλυση για το επαναστατικό κόμμα γράφει: «Η αρχή ότι το κόμμα είναι ηγεσία στην εργατική τάξη, δεν μπορεί να ερμηνευτεί με μηχανικό τρόπο… Η δυνατότητα να καθοδηγήσει τις μάζες δεν κρίνεται από το τι λέει για τον εαυτό του, αλλά από το τι  πραγματικά πετυχαίνει».

Ο Γκράμσι τα γράφει όλα αυτά στηριγμένος στην εμπειρία του Λένιν και της ρωσικής επανάστασης, στην εμπειρία της Ρόζας Λούξεμπουργκ να περιγράψει τη δύναμη της μαζικής απεργίας να αλλάξει τις ιδέες των εργατών, στην επιμονή του Τρότσκι ότι μέσα στον καπιταλισμό υπάρχουν πάντοτε οι αδύνατοι κρίκοι που σπάνε και την πιο δυνατή αλυσίδα.

Μια γενιά επαναστατών εκείνης της εποχής μας μαθαίνει πώς η Αριστερά μπορεί να γίνει ηγεμονική δύναμη και να αλλάξει τον κόσμο. Ένας αιώνας από τότε δεν είναι και τόσο μακριά!