Άρθρο
Aμερικάνικες εκλογές - Δίψα για αλλαγή

Διαδήλωση έξω από το Συνέδριο των Δημοκρατικώ

O Mπάρακ Oμπάμα έφτασε να γίνει ο πρώτος μαύρος που κερδίζει το χρίσμα του υποψήφιου Προέδρου των HΠA, αλλά κινείται όλο και πιο συμβιβαστικά. O Kώστας Bλασσόπουλος αναλύει τις αντιφάσεις της καμπάνιας Oμπάμα.

Όταν πριν από τέσσερα χρόνια ο Τζορτζ Μπους επανεκλεγόταν πρόεδρος με μεγαλύτερο ποσοστό από τις εκλογές του 2000 πολλές Κασσάνδρες έσπευδαν να μιλήσουν για την απόλυτη κυριαρχία των neocons (νεο-συντηρητικών) στο αμερικάνικο πολιτικό σκηνικό και την ανυπαρξία αντίστασης από τη μεριά του αμερικάνικου λαού στα σχέδια τους. Την ίδια περίοδο μια σειρά από κινήματα, όπως η «Πορτοκαλί Επανάσταση» στην Ουκρανία, η «επανάσταση των Ρόδων» στη Γεωργία, και η «επανάσταση των Κέδρων» στο Λίβανο έφερναν στην εξουσία καθεστώτα έντονα φιλοαμερικάνικα και έκαναν στα μάτια πολλών το όραμα των νέο-συντηρητικών μια ρεαλιστική προοπτική. 

Το παραμύθι δεν κράτησε πολύ για τον Μπους. Μέσα σε ελάχιστους μήνες από την επανεκλογή του η δημοτικότητά του κατέρρευσε σε ποσοστά χαμηλότερα από 30% και από τότε έχει παραμείνει ο πιο μισητός πρόεδρος των ΗΠΑ τον τελευταίο αιώνα. Δεν ήταν μόνο η παταγώδης αποτυχία της αμερικάνικης εισβολής στο Ιράκ, η αδυναμία ελέγχου του Αφγανιστάν, ο ερχομός της Χαμάς στην εξουσία στην Παλαιστίνη και η ντροπιαστική ήττα του Ισραήλ από τη Χεζμπολάχ το καλοκαίρι του 2006, που έκαναν φανερή σε όλους την επισφαλή θέση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. 

Για πρώτη φορά μετά από χρόνια η αμερικάνικη οικονομία εισερχόταν σε περίοδο κρίσης τινάζοντας στον αέρα την εύθραυστη ισορροπία που επικρατούσε από τη δεκαετία του 90. Η νέα οικονομική κρίση σε συνδυασμό με τα τεράστια έξοδα των πολέμων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν έκανε εκατομμύρια Αμερικανούς να ξαναδούν με άλλο μάτι την κατάσταση της χώρας τους. Η αρχή έγινε με τον τυφώνα Κατρίνα που προξένησε τεράστιες καταστροφές και οδήγησε στο θάνατο χιλιάδων φτωχών μαύρων στη Νέα Ορλεάνη το Σεπτέμβρη του 2005. Το αμερικάνικο κράτος, που υποτίθεται ότι εισέβαλε στο Ιράκ για να προστατέψει τους πολίτες του από τους κακούς τρομοκράτες, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να αποτρέψει την καταστροφή και το θάνατο χιλιάδων Αμερικάνων στην ίδια τους τη χώρα. Η καταστροφή οφειλόταν στην έλλειψη κονδυλίων για την επισκευή των φραγμάτων – την ίδια ώρα που ο Μπους δαπανούσε δισεκατομμύρια δολάρια στο Ιράκ. Ο Μπους βρέθηκε στην εξευτελιστική θέση να δέχεται ανθρωπιστική βοήθεια από τον Τσάβες και τον Κάστρο.

Η αντίθεση ανάμεσα στις ανάγκες των απλών ανθρώπων και τις προτεραιότητες του ιμπεριαλισμού δε θα μπορούσε να είναι πιο κραυγαλέα, και εξηγεί σε μεγάλο βαθμό γιατί ο πόλεμος στο Ιράκ είναι τόσο ανεπιθύμητος για τη μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου. Επιπλέον, ο πόλεμος ήταν από τις βασικές αιτίες για τη δραματική αύξηση της τιμής του πετρελαίου που έχει χτυπήσει βαριά την αμερικάνικη οικονομία. 

Αλλά το περασμένο καλοκαίρι η κρίση πέρασε σε νέο επίπεδο καθώς η κερδοσκοπική φούσκα πάνω στην οποία είχε στηθεί η ανάκαμψη του 90’ τελικά έσκασε.  Τα φθηνά δάνεια και οι χαμηλοί μισθοί είχαν οδηγήσει εκατομμύρια Αμερικάνους στο δανεισμό για την αγορά κατοικίας. Τα δάνεια αυτά μετατρέπονταν από τις τράπεζες σε ομόλογα και στη συνέχεια τζογάρονταν στα διεθνή χρηματιστήρια. Το καλοκαίρι του 2007 οι τράπεζες τελικά συνειδητοποίησαν ότι η κατάσταση είχε ξεφύγει από τον έλεγχο, καθώς γινόταν πια φανερό ότι εκατομμύρια Αμερικανών δεν θα ήταν σε θέση να ξεπληρώσουν τα δάνειά τους λόγω της ανεργίας και της οικονομικής κρίσης. Το αποτέλεσμα ήταν μια βαθειά κρίση του τραπεζικού συστήματος που οδήγησε χιλιάδες Αμερικάνους να χάσουν τα σπίτια τους. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να στηρίξει με δισεκατομμύρια δολάρια δύο οργανισμούς που εγγυούνται τα δάνεια κατοικίας και απειλούνταν με κατάρρευση που θα συμπαρέσυρε όλη την αμερικάνικη οικονομία. 

Το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο η οικονομική απόγνωση για εκατομμύρια απλών ανθρώπων. Ο συνδυασμός των τεραστίων εξόδων των πολέμων με τις γενναίες ενέσεις στο πιστωτικό σύστημα έχει εκτοξεύσει το δημόσιο χρέος σε δέκα τρισεκατομμύρια δολάρια. Το αμερικάνικο κράτος βλέπει πια το φάσμα της δημόσιας χρεοκοπίας πρόσωπο με πρόσωπο.

   Μέσα σε αυτές τις συνθήκες θα περίμενε κανείς ότι οι αντίπαλοι του Μπους θα έκαναν περίπατο. Οι Δημοκρατικοί πέτυχαν συντριπτικές νίκες στις βουλευτικές εκλογές του Νοέμβρη του 2006 και απέκτησαν ξανά τον έλεγχο του Κογκρέσου μετά από 13 χρόνια. Αυτό ήταν αποτέλεσμα του μίσους του κόσμου για τους Ρεπουμπλικάνους και της τεράστιας δίψας για αλλαγή μετά από μια μακρά περίοδο νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης από τη δεκαετία του 80. 

Από μια πρώτη ματιά οι προκριματικές εκλογές για την ανάδειξη των υποψηφίων προέδρων των δύο κομμάτων φαίνεται να επιβεβαιώνει αυτή τη δίψα. Ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι κατέληξαν τελικά στην υποψηφιότητα του εβδομηντάχρονου Τζον Μακέιν, ενός από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της εξωτερικής πολιτικής του Μπους, οι Δημοκρατικοί εμφανίζονταν όλο αλλαγή και ελπίδα. Για πρώτη φορά στην αμερικάνικη ιστορία οι δύο υποψήφιοι για το χρίσμα των Δημοκρατικών ήταν μία γυναίκα και ένας μαύρος: η Χίλαρι Κλίντον και ο Μπάρακ Ομπάμα. Η Κλίντον βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην ελπίδα πολλών γυναικών ότι η εκλογή μιας γυναίκας στο προεδρικό αξίωμα θα ήταν ένα ακόμα χτύπημα στο σεξισμό και τις διακρίσεις  ταυτόχρονα, έκανε σημαία της το αίτημα για ένα πρόγραμμα δημόσιας υγειονομικής περίθαλψης. 

Στην πιο ανεπτυγμένη καπιταλιστική χώρα του κόσμου δεν υπάρχει δημόσιο σύστημα υγείας και τα νοσοκομεία πετάνε στο δρόμο χωρίς δεύτερη σκέψη κάθε φτωχό που δεν έχει ασφάλιση. Για πρώτη φορά μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπάρχει μεγάλη πίεση από τη πλευρά του κόσμου για τη δημιουργία ενός δημόσιου συστήματος υγείας και όλοι οι υποψήφιοι για το Δημοκρατικό χρίσμα τάχθηκαν υπέρ του αιτήματος σε κάποιο βαθμό. Πέρα από αυτά τα δύο θέματα, όμως, ελάχιστοι ήταν διατεθειμένοι να πιστέψουν ότι η γυναίκα του Μπιλ Κλίντον ήταν μια ριζική αλλαγή με το παρελθόν.

Σ’ αυτή την τεράστια δίψα για αλλαγή βασίστηκε ο Ομπάμα για να κερδίσει τελικά το χρίσμα των Δημοκρατικών. Ο Ομπάμα έκανε τη λέξη βασικό σλόγκαν της καμπάνιας του, που υποτίθεται ότι δεν θα βασιζόταν στη χρηματοδότηση των μεγάλων επιχειρήσεων και συμφερόντων αλλά στην ενίσχυση και συμμετοχή χιλιάδων απλών ανθρώπων. Η καμπάνια του έχει στηριχτεί σε δεκάδες χιλιάδες νεαρούς ακτιβιστές που εμπνεύστηκαν από την υποψηφιότητα του για να διεκδικήσουν μια σειρά από ριζικές αλλαγές. Για εκατομμύρια μαύρους η υποψηφιότητά του Ομπάμα είναι ένα ισχυρό σύμβολο της πάλης για ίσα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα και πολλοί τη βλέπουν ως τη δικαίωση του κινήματος του ‘50 και του ‘60. Η εκλογή ενός «αδερφού» στην προεδρία θα έχει τεράστια συμβολική αξία. 

Ταυτόχρονα ο Ομπάμα εμφάνισε τον εαυτό του σαν τον υποψήφιο του αντιπολεμικού κινήματος. Σε αντίθεση με την Κλίντον που είχε υποστηρίξει τον πόλεμο στο Ιράκ όπως και τους πολέμους του άντρα της, ο Ομπάμα ήταν ένας  από τους ελάχιστους Αμερικανούς γερουσιαστές που είχαν ψηφίσει κατά του πολέμου. Από τότε ήταν σταθερός επικριτής του πολέμου και σε όλη τη διάρκεια των προκριματικών δήλωνε ότι αν εκλεγεί θα επαναφέρει άμεσα τα αμερικάνικα στρατεύματα από το Ιράκ.  

Πολλοί στην Αμερική αλλά και παγκόσμια, που αντιμετωπίζουν τον Ομπάμα ως μια ιστορική προοδευτική υποψηφιότητα ξαφνιάστηκαν με τη στάση του αφού πήρε το χρίσμα των Δημοκρατικών. Μέσα σε ελάχιστο διάστημα ο Ομπάμα πήρε πίσω τις περισσότερες από τις υποσχέσεις που είχε δώσει. Η υπόσχεση για την απόσυρση του στρατού από το Ιράκ μετατράπηκε σε επανεξέταση του ζητήματος εν καιρώ με βάση τις συμβουλές των στρατηγών. Η στάση του απέναντι στο Ισραήλ άλλαξε ριζικά, καθώς επέλεξε να κάνει μια ξεδιάντροπη δήλωση στήριξης του Ισραήλ, χωρίς την παραμικρή νύξη για τους Παλαιστίνιους και τη βάρβαρη καταπίεσή τους. Η αντίθεση του στην καταπάτηση των ατομικών ελευθεριών πήγε περίπατο, καθώς άλλαξε θέση και αποδέχτηκε ένα νομοσχέδιο που αμνηστεύει τις εταιρίες τηλεφωνίας που παράνομα παρακολουθούσαν τις συνδιαλέξεις χιλιάδων Αμερικάνων στα πλαίσια της αντιτρομοκρατικής υστερίας του Μπους. 

Αλλά τέτοιες οπισθοχωρήσεις καθιστούν αυτόματα φερέγγυο τον Μακέιν, που προσπαθεί να προβάλλει τον εαυτό του ως το εγγυητή της τάξης και της ασφάλειας. Η μεγάλη διαφορά που είχε ο Ομπάμα από τον Μακέιν δύο μήνες πριν έχει μειωθεί δραματικά.

Ο λόγος αυτής της μεταστροφής του Ομπάμα είναι ότι το Δημοκρατικό Kόμμα είναι ένα κόμμα του κεφαλαίου όπως και οι Ρεπουμπλικάνοι. Ίσως η μεγαλύτερη ειρωνεία της υποψηφιότητας του Ομπάμα είναι ότι το Δημοκρατικό Kόμμα ήταν το κόμμα που υποστήριξε τη διατήρηση της δουλείας και τα συμφέροντα των δουλοκτητών του Νότου. Ήταν μόνο τη δεκαετία του 1930 όταν, μετά το οικονομικό κραχ του ‘29, το Δημοκρατικό Kόμμα στο Βορρά έγινε η στέγη για μια μερίδα της άρχουσας τάξης που αντιλαμβανόταν την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων και του New Deal προκειμένου να αποφύγει την επανάσταση, ταυτόχρονα με το μεγαλύτερο μέρος του συνδικαλιστικού κινήματος και του κινήματος των μαύρων για τα πολιτικά δικαιώματα. Το Δημοκρατικό Kόμμα στο Νότο παρέμεινε βαθειά ρατσιστικό, και όταν τη δεκαετία του ‘60 η κυβέρνηση των Δημοκρατικών υποχρεώθηκε να κατοχυρώσει συνταγματικά τα ίσα δικαιώματα, ένα μεγάλο κομμάτι του μηχανισμού των Δημοκρατικών το εγκατέλειψε για τους Ρεπουμπλικάνους. 

Ακόμα δηλαδή και όταν το Δημοκρατικό Kόμμα ήταν πρόθυμο να υιοθετήσει μερικά από τα αιτήματα του κινήματος ή να δώσει στέγη σε ακτιβιστές, παρέμενε πάντα ένα κόμμα του κεφαλαίου που έβαζε υπεράνω πάντων τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Ο Ομπάμα μπορεί να ήταν πρόθυμος να υιοθετήσει τη διάθεση για αλλαγή και κάποια από τα αιτήματα του κινήματος, αλλά η οπισθοχώρηση του ήδη δίνει την αίσθηση των προτεραιοτήτων του. Ο Ομπάμα αρνήθηκε τα μεγάλα χρηματικά ποσά που οι μεγάλες επιχειρήσεις παραδοσιακά προσφέρουν στους υποψηφίους και των δύο αστικών κομμάτων, ισχυριζόμενος ότι θέλει να είναι ανεξάρτητος από τα μεγάλα συμφέροντα. Δέχεται όμως χορηγίες με μικρότερα ποσά, και στη λίστα των χορηγών φιγουράρουν εκατοντάδες στελέχη των επιχειρήσεων της Γουόλ Στρητ. Είναι απίθανο ότι όλοι αυτοί οι καπιταλιστές τον χρηματοδοτούν για να είναι ανεξάρτητος από τα συμφέροντά τους.

Η προσπάθεια να οικοδομηθεί ένα ανεξάρτητο κόμμα των εργατών, των μειονοτήτων, των καταπιεσμένων στην Αμερική πάει πίσω στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Γιουτζήν Ντεμπς, σιδηροδρομικός και υποψήφιος πρόεδρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος στις αρχές του 20ου αιώνα έφτασε να παίρνει εκατομμύρια ψήφους. Το ίδιο πέτυχε και στις εκλογές του 2000 ο αντικαπιταλιστής ακτιβιστής Ραλφ Νέηντερ, που υποστηρίχτηκε από το κόμμα των Πρασίνων. Αυτή η προσπάθεια συνάντησε τη λυσασμένη αντίδραση του αμερικάνικου κατεστημένου, που προσπάθησε να τη διαλύσει με όλα τα μέσα, από τη βάρβαρη τρομοκρατία, μέχρι το χαρτί των φυλετικών διαχωρισμών και μια σειρά από νόμους που κάνουν εξαιρετικά δύσκολο για οποιοδήποτε νέο κόμμα τη συμμετοχή στις εκλογές. Αλλά μια εξίσου μεγάλη πίεση έχει ασκηθεί ιστορικά από τους Δημοκρατικούς, που σε κάθε εκλογές επικαλούνται τη χαμένη ψήφο και το μικρότερο κακό. Σε αυτές τις εκλογές ο Νέηντερ θα είναι και πάλι υποψήφιος ως ανεξάρτητος, ενώ το κόμμα των Πρασίνων θα έχει ως υποψήφια τη Σύνθια Μακίνεϊ. Υπάρχουν κάποιες θετικές ενδείξεις, αλλά είναι μάλλον απίθανο ότι και οι δυο υποψήφιοι μαζί θα καταφέρουν να πάρουν όσες ψήφους είχε πάρει ο Νέηντερ το 2000.

Το πιθανότερο σενάριο είναι ότι ο Ομπάμα θα καταφέρει να εκλεγεί πρόεδρος παρά τη μετατόπισή του προς το κέντρο και την προσπάθεια των Ρεπουμπλικάνων να παίξουν το χαρτί του ρατσισμού. Η παραπάνω ανάλυση για τον Ομπάμα δεν θα πρέπει όμως να μας οδηγήσει να δούμε την υποψηφιότητα του ως μια από τα ίδια. Η δίψα για αλλαγή που ο Ομπάμα οσμίστηκε και προσπάθησε να καναλιζάρει στη δική του εκστρατεία δεν θα εξαφανιστεί την επομένη των εκλογών. Οι δεκάδες χιλιάδες νεαροί ακτιβιστές που μπήκαν για πρώτη φορά στην πολιτική δράση με αφορμή την καμπάνια του Ομπάμα έχουν μεγάλες ελπίδες για το τι μπορεί να φέρει η εκλογή του. Το εκρηκτικό μείγμα πολέμου, οικονομικής κρίσης και δημοσιονομικής κατάρρευσης θα εξασφαλίσει ότι δεν θα γυρίσουν στα σπίτια τους περιμένοντας απλά τα αποτελέσματα. Μέσα από αυτή τη διαδικασία υπάρχει η δυνατότητα να οικοδομηθεί μια πραγματική αριστερά που θα είναι στο πλευρό των εργαζόμενων και των καταπιεσμένων. Το τι θα συμβεί, θα το περιμένουμε σίγουρα με μεγάλο ενδιαφέρον.