Άρθρο
Για μια κοινωνία χωρίς φυλακές

Διαδήλωση ενάντια στους θανάτους κρατουμένων.

Oλο το κατασταλτικό κύκλωμα σήμερα (αστυνομία, δικαιοσύνη, φυλακές) βρίσκεται σε διέγερση αλλά και κρίση. H Eυα Tζένου και ο Mπάμπης Kουρουνδής αναλύουν τις αιτίες και προτείνουν ριζικές λύσεις.

Eυα Tζενου, εκπαιδευτικός:

Τα τελευταία χρόνια, η άθλια κατάσταση που επικρατεί στις ελληνικές φυλακές, γίνεται όλο και πιο γνωστή και διαπιστώνεται και από φορείς, όπως η επιτροπή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του ΟΗΕ,  η Διεθνής Αμνηστία, ο Συνήγορος του Πολίτη. Όλοι μιλούν για τα βασανιστήρια και τις απάνθρωπες συνθήκες που επικρατούν και καλούν την κυβέρνηση να πάρει μέτρα για τους υπεράριθμους τροφίμους και τις κακές συνθήκες.

Η κατάσταση όμως χειροτερεύει διαρκώς. Οι κρατούμενοι αυτή τη στιγμή έχουν φτάσει τους 12.000 σε φυλακές χωρητικότητας 4.500 θέσεων. Οι λύσεις που προτείνονταν τα τελευταία χρόνια από τις κυβερνήσεις του Σημίτη και του Καραμανλή ήταν η ανέγερση νέων φυλακών κάτι που ως ένα βαθμό έγινε αλλά δεν έλυσε κανένα πρόβλημα, καθώς οι κρατούμενοι σχεδόν κάθε χρόνο αυξάνονται κατά 1.000 άτομα. Πρόκειται για μια κατάσταση που μοιάζει εξωτερικά να είναι εντελώς ανακόλουθη, αν συγκριθεί με τα μειωμένα ποσοστά της εγληματικότητας. 

Δυστυχώς όμως αυτή η κατάσταση δεν είναι ανακόλουθη για τις πολιτικές που ακολουθούνται. Η ραγδαία αύξηση των κρατουμένων μπορεί να εξηγηθεί από την αύξηση της πολιτικής της καταστολής, και πιο συγκεκριμένα  του αριθμού των αστυνομικών, των περιπολιών και των επιχειρήσεων σκούπας σε βάρος των μεταναστών. Ένας δεύτερος λόγος είναι η υιοθέτηση αυστηρότερης νομοθεσίας, η αύξηση του ορίου για την υποχρεωτική έκτιση της ποινής για όσους καταδικάζονται για υποθέσεις ναρκωτικών καθώς από τα 3/5 που ίσχυε πήγε στα 4/5. Η Ελλάδα  έχει το μεγαλύτερο χρόνο αναμονής για την εκδίκαση των υποθέσεων υποδικίας, η οποία φτάνει τους 18 μήνες. Παλαιότερα υπήρχαν θεσμοί εναλλακτικής έκτισης της ποινής οι οποίοι όμως υπολειτουργούν, αφού ουδέποτε δόθηκαν τα κονδύλια για να μπουν σε εφαρμογή.

Αν αναζητήσει να βρει κανείς ποια είναι η κοινωνική σύνθεση των ανθρώπων που φυλακίζονται και στιγματίζονται ως εγκληματίες, διαπιστώνει τα εξής: Γύρω στο 50% των κρατουμένων είναι παραβάτες του νόμου περί ναρκωτικών. Στην πλειοψηφία τους είναι χρήστες που δεν έχουν τη δυνατότητα να εξαγοράσουν την ποινή τους ή παραβάτες  για μικροαδικήματα, που για να εξασφαλίσουν τη δόση τους διακινούν μικροποσότητες ναρκωτικών. Γύρω στο 45% είναι μετανάστες που πολλοί από αυτούς φυλακίζονται, γιατί δεν έχουν χαρτιά και περιμένουν την απέλασή τους, είναι τσιγγάνοι και ένα τεράστιο ποσοστό της τάξεως του 30% είναι απλώς υπόδικοι που περιμένουν να δικαστούν έως και 18 μήνες,  μέχρι να αποφυλακιστούν. Κοινές κοινωνικές συνισταμένες όλου αυτού του πληθυσμού, που αποτελεί τη συντριπτική πλειοψηφία των φυλακισμένων είναι η φτώχεια, η ανεργία, η κοινωνική περιθωριοποίηση, ο αναλφαβητισμός. Το ποινικό σύστημα τιμωρεί τα πιο καταπιεσμένα κομμάτια της εργατικής τάξης.

Η πραγματικότητα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι κρατούμενοι είναι απάνθρωπη. Μια από τις πιο διαδεδομένες πρακτικές πειθαρχίας  της αστυνομίας και των σωφρονιστικών υπαλλήλων εξακολουθούν να είναι οι ξυλοδαρμοί. Οι κρατούμενοι, περνούν ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στα κρατητήρια, λόγω της υπερφόρτωσης των φυλακών. Εκεί οι κρατούμενοι πρέπει να εξασφαλίσουν μόνοι τους τη διατροφή τους, δεν έχουν τη δυνατότητα προαυλισμού, δεν έχουν κρεβάτια, δεν τηρείται κανένας κανόνας υγιεινής. Δεν είναι τυχαίο ότι το μεγαλύτερο ποσοστό αυτοκτονιών συντελείται εκεί μέσα. 

Αλλά και στη συνέχεια, η καθημερινότητα στη φυλακή δεν είναι πιο εύκολη. Οι κρατούμενοι είναι στοιβαγμένοι σε κελιά, πολλοί περισσότεροι από τη χωρητικότητα τους. Ο μόνος χώρος κίνησης κάθε ανθρώπου μέσα σε αυτά το μεγαλύτερο χρόνο του εικοσιτετραώρου είναι το κρεβάτι του. Ακόμα και η τουαλέτα βρίσκεται στον ίδιο χώρο, στην καλύτερη των περιπτώσεων ως μικρό χωριστό δωμάτιο. Συνθήκες υγιεινής ουσιαστικά δεν υπάρχουν, αφού εντελώς υποκριτικά απαγορεύεται για λόγους ασφαλείας των κρατουμένων η χρήση απορρυπαντικών. Το αποτέλεσμα είναι πολλές ασθένειες, όπως η ηπατίτιδα να προσβάλουν το σύνολο των κρατουμένων. 

Και ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των έγκλειστων είναι φτωχοί, άνεργοι οι ίδιοι και οι οικογένειες τους και βέβαια εκεί μέσα στερούνται του δικαιώματος της εργασίας, για να επιβιώσουν χρειάζεται οι ίδιοι να εξασφαλίσουν για τον εαυτό τους την κάλυψη ορισμένων βασικών αναγκών, όπως χαρτί τουαλέτας, σαπούνι, ρούχα, σεντόνια κ.α. Επίσης, δεν υπάρχει ιατρική περίθαλψη για τους κρατούμενους. Τα επείγοντα περιστατικά, αν τα προλάβουν και αν υπάρχει η υπηρεσία να τα μετάγει σε κάποιο νοσοκομείο, έχουν κάποια νοσοκομειακή φροντίδα. Δεν  υπάρχει καμία πρόβλεψη για τη συστηματική  πρόληψη και  φροντίδα των ασθενών κρατουμένων. Ακόμα και το δικαίωμα στη μόρφωση παρόλο που υπάρχουν χιλιάδες ανήλικοι το στερούνται, αφού από τις 53 φυλακές σχολεία υπάρχουν μόνο σε 4.

 Οι κρατούμενοι συνειδητοποιούν, ότι το κράτος, οι νόμοι, τα δικαστήρια είναι ταξικά προσδιορισμένοι, καθώς δεν βλέπουν ποτέ φυλακισμένους ανάμεσα τους, τους μεγαλέμπορους των ναρκωτικών, πλούσιους, τους εργοδότες που ευθύνονται για τα χιλιάδες εργατικά ατυχήματα, τους κερδοσκόπους και υπεύθυνους για σωρεία οικονομικών σκανδάλων. Αντίθετα βλέπουν τους δικαστές να εξαντλούν όλη την αυστηρότητά τους για παραδειγματισμό στις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.

Για να αντιμετωπιστούν αυτά τα τεράστια προβλήματα ένας τρόπος είναι η μείωση των ποινών και των κρατουμένων. Η αποποινικοποίηση των ναρκωτικών θα ήταν σωτήρια, όπως και η νομιμοποίηση των μεταναστών. Αλλά ακόμα και όλα αυτά τα βήματα δεν θα έλυναν το πρόβλημα στη ρίζα του. Η δικαιοσύνη όπως και όλοι οι κρατικοί θεσμοί είναι ταξικοί. Μια σοσιαλιστική κοινωνία που θα βάλει τους ανθρώπους πάνω από τα κέρδη και δεν θα βασίζεται στην εκμετάλλευση, μπορεί να αντιμετωπίσει τις ρίζες της εγκληματικότητας και τα δείνα της φυλάκισης, βάζοντας σαν στόχο να καταργήσει τα ταξικά δικαστήρια και τις φυλακές. Μια κοινωνία που αντί για φυλακές χτίζει σχολεία, καταπολεμά την ανεργία, περιθάλπει τους εργαζομένους και δημιουργεί τις προϋποθέσεις να ζουν όλοι οι άνθρωποι σε μια κοινωνία πραγματικής ισότητας και δικαιοσύνης,  μπορεί να αντιμετωπίσει τις συνθήκες που γεννούν την εγκληματικότητα. 

 Είναι χαρακτηριστικά δυο ιστορικά παραδείγματα για το πως αντιμετωπίστηκαν σε  επαναστατατικές περιόδους οι  φυλακισμένοι.  Αυτή η παράμετρος είναι σημαντική γιατί αποτελεί ένα σημαντικό δείκτη για την ποιότητα της σοσιαλιστικής κοινωνίας που διεκδικήθηκε και διεκδικούμε και εμείς να φτιάξουμε, και η οποία θέλουμε να βασίζεται στην οργάνωση και την αλληλεγγύη των ανθρώπων από τα κάτω: Το 1871 στην παρισινή κομμούνα όταν η εργατική τάξη πήρε τα πράγματα στα χέρια της για πρώτη φορά, έχτισε στο Παρίσι, καταργώντας την αστυνομία και καίγοντας δημόσια τη λαιμητόμο, μια κοινωνία πραγματικής ασφάλειας. Για πρώτη φορά οι δρόμοι του Παρισιού ήταν πραγματικά ασφαλείς, και είχαν μειωθεί κατακόρυφα οι κλοπές και οι ληστείες και όλα αυτά χωρίς αστυνομία. Ο Μαρξ περιέγραφε  την κατάσταση λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «φαίνεται σα να τράβηξε μαζί της η αστυνομία στις Βερσαλλίες όλους τους συντηρητικούς φίλους της». 

Το δεύτερο παράδειγμα έρχεται από τη Pώσικη Eπανάσταση. Λίγους μήνες μετά την Oκτωβριανή Eπανάσταση καταργήθηκε η ποινική νομοθεσία που ίσχυε, όπως η απομόνωση και τα ισόβια αλλά προχώρησε και παραπέρα. Ο Γκράμσι περιγράφοντας τη ρωσική επανάσταση υπογραμμίζει ότι οι Ρώσοι επαναστάτες άνοιξαν τις φύλακες όχι μόνο για τους πολιτικούς κατάδικους αλλά και τους κατάδικους για ποινικά αδικήματα. Αυτοί οι κατάδικοι μαζεύονταν στην αυλή των φυλακών και εθελοντικά ορκίζονταν να γίνουν τίμιοι και να βάλουν σαν σκοπό να ζήσουν με την εργασία τους. Αυτήν την είδηση θεωρεί πιο σημαντική για τους σκοπούς της σοσιαλιστικής επανάστασης ακόμα και από την είδηση της αποπομπής του Τσάρου. Γιατί ο τσάρος θα είχε αποπεμφθεί ακόμα και από τους αστούς. «Αλλά για τους αστούς, αυτοί οι κατάδικοι θα ήταν πάντα οι εχθροί της δικής τους τάξης πραγμάτων, αυτοί που ύπουλα θα υπέσκαπταν τον πλούτο τους. Οι επαναστάτες δεν φοβήθηκαν να αφήσουν ελεύθερους αυτούς που η αστική δικαιοσύνη στιγμάτισε και η αστική επιστήμη ταξινόμησε σε διάφορους τύπους εγκληματιών».

 

Μπάμπης Κουρουνδής, δικηγόρος, μέλος της Εναλλακτικής Πρωτοβουλίας Δικηγόρων Θεσ/νίκης:

 

Την τελευταία περίοδο παρακολουθούμε μία ένταση της καταστολής σε όλα τα επίπεδα. Πριν μερικά χρόνια υπήρχαν οι δίκες-παρωδία για την 17 Ν και EΛA και οι ‘τρομονόμοι’, οι οποίοι αυταρχικοποίησαν το νομοθετικό πλαίσιο. Ακολούθησαν οι απαγωγές των Πακιστανών και οι επανειλημμένες αστυνομικές επιθέσεις στο φοιτητικό κίνημα. Πρόσφατα όμως, είδαμε στους αγώνες ενάντια στο ασφαλιστικό και τις ιδιωτικοποιήσεις να υπάρχει μια κλιμάκωση της πολιτικής καταστολής απέναντι στην ίδια την εργατική τάξη.  

Πρόκειται για δύο διαφορετικές όψεις του ίδιου αυταρχισμού. Πρώτα απ’ όλα, πρόκειται για νομοθετικό αυταρχισμό. Έτσι, ενώ το άρθρο 16 του Συντάγματος, το οποίο βρίσκεται σε πλήρη ισχύ, προβλέπει ότι υπάρχει δωρεάν παιδεία σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, παρόλα αυτά ψηφίζεται νόμος που κατοχυρώνει τα δίδακτρα στα μεταπτυχιακά. Αλλωστε, την ίδια την αποτυχία αναθεώρησης του άρθρου 16 ο Υπουργός Παιδείας δήλωσε ότι θα την παρακάμψει μέσω της ... «διασταλτικής ερμηνείας του». Επιπλέον, ο νόμος Πετραλιά για το ασφαλιστικό περιέχει μια σειρά από αντισυνταγματικές διατάξεις που προβλέπουν την διάλυση σωματείων ενώ η σύσταση και η ύπαρξή τους κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα με βάση την ελευθερία της συνένωσης. Ενδεικτικό επίσης παράδειγμα είναι ότι στο νέο Πτωχευτικό Κώδικα πλήττεται ανεπανόρθωτα η κατά προτεραιότητα ικανοποίηση των εργαζόμενων σε επιχειρήσεις που πτωχεύουν, ενώ κατοχυρώνονται ακόμα περισσότερο οι απαιτήσεις των τραπεζών. Είναι σαφές ότι η Νέα Δημοκρατία είναι αποφασισμένη να συνεχίσει τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της ενίσχυσης των τραπεζών και των εργοδοτικών συμφερόντων με κάθε κόστος. 

Εκτός από τον νομοθετικό αυταρχισμό, υπάρχει μια ένταση και του δικαστικού αυταρχισμού. Όχι μόνο υπήρξαν κινητοποιήσεις, όπως των εργαζόμενων στα λιμάνια, που κρίθηκαν παράνομες και καταχρηστικές, αλλά ο εισαγγελέας που παρενέβη  στην απεργία της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ ανέφερε για πρώτη φορά στα ελληνικά δικαστικά χρονικά στην αναφορά του ότι: «οι απεργοί δε θα είναι πλέον ανεύθυνοι για καταβολή αποζημιώσεων στους ζημιωθέντες»(!) καθώς και ότι : «οι ακραίες συμπεριφορές εκδηλώνουν έλλειψη κοινωνικής αλληλεγγύης, η ύπαρξη της οποίας αποτελεί τη βασική προυπόθεση για την πρόοδο αλλά και την επιβίωση των κοινωνιών»1   κατηγορία απευθύνεται βέβαια στους απεργούς, όχι στη διοίκηση της ΔΕΗ...). Έφτασαν στο σημείο να αρχειοθετήσουν την υπόθεση των υποκλοπών θύμα των οποίων δεν ήταν μόνο ο Γιάννης Σηφακάκης, συντονιστής της Συμμαχίας Σταματήστε τον Πόλεμο και άλλοι ακτιβιστές, αλλά υποτίθεται και ο ίδιος ο Καραμανλής. Ανάλογο «κουκούλωμα» γίνεται και στην υπόθεση Siemens. Ο δικαστικός αυταρχισμός εκδηλώθηκε μάλιστα απέναντι και στους αγώνες των δικηγόρων. Κατά τη διάρκεια των αποχών για το ασφαλιστικό στο Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης υπήρξαν δικαστές οι οποίοι επέμεναν να δικάσουν μολονότι με τις αποχές μας του 1992, έχουμε κατακτήσει βάσει του άρθρου 349 παρ. 3 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας να θεωρείται η αποχή των δικηγόρων ως σπουδαίος λόγος αναβολής της δίκης. 

Μια κυβέρνηση όμως η οποία ασκεί την εξουσία της στηριζόμενη στα δικαστήρια και τα ΜΑΤ σημαίνει ότι έχει χάσει την επαφή της με τον κόσμο και τη δυνατότητα να κερδίζει συναινέσεις για την πολιτική της. Η Νέα Δημοκρατία δεν κρύβει πλέον το θατσερικό της πρόσωπο: σιδερένια πυγμή για τους από κάτω, προνόμια στους από πάνω.

Απέναντι σε όλα αυτά, η απάντηση της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης είναι συνήθως το αίτημα να διαφυλαχθεί η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης από τις κυβερνητικές παρεμβάσεις. Κι αν αυτό είναι αναμενόμενο από ένα ΠΑΣΟΚ που όταν ήταν κυβέρνηση δε λειτουργούσε και πολύ διαφορετικά από τη ΝΔ, είναι σίγουρα δυσάρεστες τοποθετήσεις σαν αυτή του Α. Σκυλλάκου, βουλευτή του ΚΚΕ, στη συζήτηση του νομοσχεδίου για την επιθεώρηση των δικαστηρίων και των δικαστών: «Φοβάμαι ότι οι ρυθμίσεις για την αξιολόγηση δεν αντιμετωπίζουν την διαφθορά. Σε πολλές συνελεύσεις δικαστικών σάς έχω πει να μην χρησιμοποιηθούν οι αλλαγές στην επιθεώρηση στο όνομα της αντιμετώπισης της διαφθοράς κατά τρόπο που να περιορίζουν την προσωπική σας ανεξαρτησία. Εμείς εκτιμούμε σαν ΚΚΕ ότι χειροτερεύει η κατάσταση όσον αφορά την ανεξαρτησία των δικαστών με αυτό το νομοσχέδιο...»2 . Αυτή είναι η απάντηση του ΚΚΕ και είναι πασίγνωστο ότι παρόμοια και ακόμα πιο «θεσμικά υπεύθυνη» είναι και η απάντηση του ΣΥΝ. 

Κι όμως, «ανεξαρτησία των δικαστών» σημαίνει ακόμα μεγαλύτερη αυθαιρεσία: Στην περίοδο του παραδικαστικού κυκλώματος υπήρχε μια μεγάλη επίθεση, όπως την αντιλαμβάνονταν οι δικαστές, απέναντι στους ίδιους. Εκείνοι που πλήρωσαν το μάρμαρο ήταν οι κατηγορούμενοι. Το περιοδικό του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης αναφέρει τελείως ενδεικτικά: «13 χρόνια χωρίς κανένα ελαφρυντικό επέβαλε σε 20χρονο δράστη το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών για κλοπή μιας τσάντας και 2 κινητών. Οπως αναφέρει το σχετικό ρεπορταζ, στο δικαστήριο εμφανίστηκε η παθούσα, δηλαδή το θύμα της κλοπής, και ζήτησε να μην τιμωρηθεί ο κατηγορούμενος». Αντίθετα, κανένας δικαστής δεν είχε πρόβλημα ποτέ επειδή ήταν πολύ αυστηρός.  

Αξίζει όμως να δούμε το πράγμα και πιο γενικά για να μη θεωρηθεί ότι πρόκειται απλώς για κακές εξαιρέσεις. Οι αστοί επαναστάτες το 18ο αιώνα, όταν προσπαθούσαν να γκρεμίσουν το φεουδαρχικό σύστημα, διεκδικούσαν τη διάκριση των εξουσιών για να περιορίσουν τις εξουσίες του μονάρχη και επαγγέλονταν την «αιώνια δικαιοσύνη»3 . Όμως το αποτέλεσμα ήταν η δικαιοσύνη της αστικής τάξης. Η ισότητα κατέληξε να είναι τυπική και όχι μια πραγματική κοινωνική, οικονομική και πολιτική ισότητα όπως θα έπρεπε να είναι.

Σε σχέση με αυτά, οι Ρώσοι επαναστάτες του 1917 ήταν αυτοί που κάνανε τις πιο ριζοσπαστικές τομές. Eφάρμοσαν την ενότητα νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, που ασκούνταν αδιαίρετα από τα Σοβιέτ, τα Συμβούλια των εργατών, αγροτών και στρατιωτών ενώ και οι δικαστές στα λαϊκά δικαστήρια ήταν πλέον αιρετοί και ανακλητοί.4 Οι μπολσεβίκοι τόνιζαν διαρκώς ότι η διάκριση των εξουσιών σε νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική αντιστοιχεί στην δομή του αστικού κράτους και ότι η ανεξαρτησία των δικαστών στα αστικά κράτη τους μετατρέπει απλά και μόνο σε πιο απόλυτους και αδιάλλακτους υπερασπιστές της κυρίαρχης τάξης. 

 Αυτό συμβαίνει μέχρι και σήμερα. Η δικαστική εξουσία είναι η πιο αυθαίρετη εξουσία, αυτή που έχει τα μεγαλύτερα στεγανά, που δεν εκλέγεται από κανέναν, που είναι μακριά από την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων. Με άλλα λόγια, είναι βασικός μηχανισμός του σκληρού πυρήνα του αστικού κράτους, ο οποίος δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί αλλά  μόνο να ανατραπεί. 

Υπάρχουν βέβαια και αντιφάσεις που προκύπτουν μέσα σε αυτό το μηχανισμό και ιδιαίτερα σε μια περίοδο ανόδου των κινημάτων, όπως η σημερινή. Για παράδειγμα, ο πρόεδρος της Ένωσης Εισαγγελέων, Σωτήρης Μπάγιας που είπε –και αμέσως διώχθηκε πειθαρχικά- ότι δεν είναι δυνατόν να αρχειοθετούνται υποθέσεις όπως οι υποκλοπές. Το κίνημα μπορεί και πρέπει να εκμεταλλεύεται αυτού του είδους τις αντιφάσεις. Σίγουρα όμως δεν είναι αυτές στις οποίες μπορεί να βασιστεί.

Τη δύναμη να σταματήσει την καταστολή την έχει η εργατική τάξη, όχι οι μονοθεματικές καμπάνιες. Εχουμε δει πολλά παραδείγματα όπου οι εργαζόμενοι παίρνουν στα χέρια τους τη μάχη κατά της καταστολής: τους εναερίτες της ΔΕΗ όταν κατέβασαν τις κάμερες συνδέοντας έμπρακτα την πάλη ενάντια στην εκμετάλλευση με την πάλη ενάντια στην καταστολή, τους εργαζόμενους στα λιμάνια, στην Τράπεζα της Ελλάδος να συγκρούονται με την αστυνομία έξω από τα δικαστήρια και να καταγγέλλουν το δικαστικό σύστημα. 

Στο επόμενο διάστημα θα πρέπει να συνεχίσουμε να είμαστε στην πρώτη γραμμή για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών μας. Ο ορίζοντάς μας, ωστόσο, πρέπει να πηγαίνει πολύ πιο πέρα. Να φτάνει μέχρι την ανατροπή του συστήματος με την διάλυση των θεσμών του αστικού κράτους και τη δημιουργία ενός εργατικού κράτους, το οποίο, ακριβώς επειδή θα είναι  εργατικό, δεν θα βασίζεται στην καταστολή αλλά στην άμεση δημοκρατία των παραγωγών. 

1. Παρατίθενται αυτολεξεί σε Ν. Παρασκευόπουλου, «Ο εισαγγελέας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης», περιοδ. Ενώπιον, τ. 43, 2008, σελ. 9.

2. Βλ. Πρακτικά Ολομέλειας Βουλής 21-23/11/2007 σε περιοδ. Ενώπιον, τ. 37, 2007, σελ. 24-42.

3. Βλ. τελείως ενδεικτικά Μαρά, Ροβεσπιέρος, Σαιν Ζυστ, Κείμενα, (επιμ. Μ. Βερέτα), Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1989.

4. Βλ. Στούτσκα Π., Ο επαναστατικός ρόλος του δικαίου και του κράτους, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1989.