Άρθρο
H Eργατική Tάξη σήμερα

Eργάτριες σε αμερικάνικο εργοστάσιο στις αρχέ

O Λέανδρος Mπόλαρης εξηγεί γιατί η εργατική τάξη στις αρχές του 21ου αιώνα συνεχίζει να είναι η μόνη “πραγματικά επαναστατική τάξη” στον καπιταλισμό.

Ο Μαρξ κι ο Ενγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο το 1847 γράφουν ότι οι εργάτες «Δεν έχουν να χάσουν τίποτα άλλο παρά τις αλυσίδες τους» αντίθετα «έχουν να κερδίσουν ένα κόσμο ολόκληρο». Κάνουν και μια άλλη διαπίστωση: «Από όλες τις τάξεις που αντιτίθενται σήμερα στην αστική τάξη μόνο το προλεταριάτο είναι πραγματικά επαναστατική τάξη. Οι υπόλοιπες φθείρονται και εξαφανίζονται από τη μεγάλη βιομηχανία, το προλεταριάτο είναι το αναγκαίο της προϊόν». 

Ο Ενγκελς, γράφοντας το 1888 σε μια υποσημείωση της αγγλικής έκδοσης του Κομμουνιστικού Μανιφέστου έδινε τον εξής ορισμό για τις δυο βασικές τάξεις της καπιταλιστικής κοινωνίας: «Με τη λέξη αστική τάξη εννοούμε τη τάξη των σύγχρονων καπιταλιστών που είναι κάτοχοι των κοινωνικών μέσων παραγωγής και εκμεταλλεύονται μισθωτή εργασία. Με τη λέξη προλεταριάτο εννοούμε τη τάξη των σύγχρονων μισθωτών που επειδή δεν κατέχουν καθόλου δικά τους μέσα παραγωγής είναι αναγκασμένοι να πουλάνε την εργατική τους δύναμη για να ζήσουν» .1

Για τον Μαρξ και τον Ενγκελς, η έννοια της τάξης είναι αντικειμενική, δεν ορίζεται από το που κατατάσσει ο καθένας ή η καθεμιά τον εαυτό του. Η σχέση ομάδων ανθρώπων με τα μέσα παραγωγής, η «θέση σ’ ένα ιστορικά καθορισμένο σύστημα κοινωνικής παραγωγής»2 για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Λένιν, είναι ο παράγοντας που διαμορφώνει τις τάξεις κι όχι οι ιδέες κι οι πολιτικές του προτιμήσεις, ο τρόπος που ντύνεται, διασκεδάζει κάποιος, το μορφωτικό του επίπεδο και –με κάποια όρια προφανώς- το εισόδημά του. Μπορεί κάποιος ή κάποια, να ψηφίζει δεξιά ή σοσιαλδημοκρατία, να είχε παίξει στο χρηματιστήριο –όταν ήταν στις δόξες του- ή να είναι ιδιοκτήτης του σπιτιού που μένει. Όμως, από τη στιγμή που πρέπει να πουλάει την ικανότητά του για εργασία (την εργατική του δύναμη) για να ζήσει αλλιώς όλα πάνε στο βρόντο, είναι κομμάτι της εργατικής τάξης. 

Όμως, γιατί ο Μαρξ κι ο Ενγκελς επέμεναν ότι η εργατική τάξη είναι η μοναδική «πραγματικά επαναστατική τάξη»; Φαίνεται παράξενο. Οι περισσότεροι εργάτες, τον περισσότερο καιρό κάθε άλλο παρά επαναστάτες νιώθουν κι αυτό ίσχυε τόσο την εποχή του Μαρξ όσο ισχύει για τη σημερινή.

Η φτώχεια, τα εξαντλητικά ωράρια και για μικρά παιδιά ήταν ο κανόνας για την εργατική τάξη της εποχής της Βιομηχανικής Επανάστασης και μετά και μαζί τους ο πρόωρος θάνατος από κάθε λογής αρρώστιες. Ο Μαρξ γράφοντας για τους αγώνες των εργατών για τη μείωση της εργάσιμης μέρας, περιγράφει πως στα μέσα του 19ου αιώνα οι εργοστασιάρχες των μεταξουργείων της Βρετανίας φούσκωναν τα κέρδη τους βάζοντας «να κλώθουν κάθε μέρα 10 ώρες συνέχεια μετάξι από το αίμα μικρών παιδιών που, για να εκτελέσουν την εργασία που τους έδιναν, έπρεπε να τα βάζουν να στέκονται πάνω σε καρέκλες».3

Όμως, δεν ήταν αυτές οι φρικιαστικές εικόνες που έπεισαν τον Μαρξ και τον Ενγκελς ότι οι εργάτες είναι επαναστατική τάξη. Υπήρχαν εκείνη την εποχή κι υπάρχουν και σήμερα, πολυάριθμα στρώματα ανθρώπων που ζουν στην ανέχεια κι η ζωή τους είναι ένας ατέλειωτος αγώνας, ενίοτε μοναχικός, για την επιβίωση. 

Το πρώτο στοιχείο που έκανε τη διαφορά για τους κλασσικούς του μαρξισμού, είναι ότι η εργατική τάξη βρίσκεται στην καρδιά της παραγωγής, του μηχανισμού που παράγει τα κέρδη των καπιταλιστών. Δεν υπάρχει κεφάλαιο χωρίς εργατική τάξη. Ο καπιταλισμός μπορεί ν’ αλλάζει, την ατμομηχανή να την αντικαθιστά η μηχανή εσωτερικής καύσης, το ίντερνετ τον τηλέγραφο. Όμως σε κάθε φάση εξέλιξης του συστήματος, η «ζωντανή εργασία», η δουλειά του συλλογικού εργάτη είναι ο αναγκαίος παράγοντας για να δημιουργηθεί η αξία των προϊόντων και να παραχθεί η υπεραξία που είναι η βάση του κέρδους των καπιταλιστών. 

Τα συμφέροντα της εργατικής τάξης δεν συμπίπτουν πουθενά με τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Αντίθετα η σύγκρουση ανάμεσα στις δυο βασικές τάξεις της καπιταλιστικής κοινωνίας γεννιέται αντικειμενικά. Οι καπιταλιστές κατέχουν τα μέσα παραγωγής και οι εργάτες μόνο την εργατική τους δύναμη. Για να ανταγωνιστούν οι καπιταλιστές χρειάζεται να αυξήσουν την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, να τη διαιρέσουν για να αδυνατίσουν την αντίστασή της. Οι εργάτες δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα από αυτό. Μόνο με τη πάλη τους μπορούν να εξασφαλίσουν τα συμφέροντά τους.

Το προλεταριάτο είναι μια συλλογική τάξη. Τη συλλογικότητα την επιβάλλει αντικειμενικά το κεφάλαιο, συγκεντρώνοντας τους εργάτες και τις εργάτριες σε μεγάλα εργοστάσια και άλλους χώρους δουλειάς που οργανώνονται με βάση το «εργοστασιακό σύστημα.» Είναι η τάξη που εργάζεται συλλογικά και γι’ αυτό παλεύει συλλογικά. Δεν έχει άλλη επιλογή. Μια απεργία σε ένα χώρο ή σε ένα ολόκληρο κλάδο στην οποία συμμετέχει η μειοψηφία θα οδηγηθεί στην ήττα αν δεν αντιμετωπίσει αυτή τη αδυναμία. 

Οι αγρότες ήταν (και σε πολλές χώρες παραμένουν) ικανοί για μεγάλα επαναστατικά ξεσπάσματα, λυσσώδεις «Πολέμους των Χωρικών» όπου καίγονταν οι πύργοι και τα αρχοντικά των αφεντάδων. Όπου το κατάφερναν, έπαιρναν τη γη και μετά ο καθένας γαντζωνόταν στο κτήμα του. Αυτό δεν μπορεί να ισχύσει για την εργατική τάξη: δεν μπορεί να ανατρέψει τη κυρίαρχη τάξη κι ο κάθε εργάτης να πάρει ένα κομματάκι από την επιχείρηση και να το διαχειριστεί σαν αφεντικό. 

Ο Μαρξ κι ο Ενγκελς γράφουν στο Μανιφέστο: «Όλα τα προηγούμενα κινήματα ήταν κινήματα μειοψηφιών ή για το συμφέρον μειοψηφιών. Το προλεταριακό κίνημα είναι το ανεξάρτητο κίνημα της τεράστιας πλειοψηφίας για το συμφέρον της τεράστιας πλειοψηφίας».4 Κι επισημαίνουν και κάτι άλλο. Ότι όλες οι προηγούμενες τάξεις που έπαιρναν το τιμόνι της κοινωνίας στα χέρια τους αλλάζοντάς την κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους, αντικαθιστούσαν τη μια άρχουσα τάξη με μια άλλη. Αυτό έγινε με την ανατροπή της φεουδαρχίας από τις αστικές επαναστάσεις. 

Η προοπτική της εργατικής τάξης πάει πολύ πιο μακριά. Ο ιστορικός της ορίζοντας είναι η πλήρης κατάργηση όλων των εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής και του καταπιεστικού εποικοδομήματος που τις προστατεύει. Όπως γράφει ο Ενγκελς, πρόκειται για τη τάξη που «σύμφωνα με τη κοινωνική της θέση μπορεί να απελευθερωθεί μόνο με τη κατάργηση κάθε ταξικής κυριαρχίας, κάθε δουλείας και κάθε εκμετάλλευσης».5 Ο ιστορικός ορίζοντας του προλεταριάτου είναι να καταργήσει τον ίδιο τον εαυτό του σαν τάξη.

Ο Μαρξ κι ο Ενγκελς δεν κατέβασαν από το μυαλό τους την επαναστατική δυναμική της εργατικής τάξης. Ζούσαν σε μια περίοδο όπου το εργατικό κίνημα έκανε γιγάντια βήματα, η εργατική τάξη, ή έστω ένα μεγάλο τμήμα της αποκτούσε συνείδηση των ξεχωριστών συμφερόντων της και οργανωνόταν για να τα διεκδικήσει: από τις απεργίες για τους μισθούς και τα όρια της εργάσιμης μέρας στους πολιτικούς αγώνες, από την αντίσταση στους καπιταλιστές στην πάλη για την ανατροπή τους, βλέπουμε μια αλυσίδα κινημάτων και οργανώσεων, από τους Χαρτιστές της Βρετανίας μέχρι τις επαναστάσεις του 1848 και από κει στην Πρώτη Διεθνή και στην Παρισινή Κομμούνα. 

Για κάμποσα χρόνια στα τέλη του 19ου αιώνα και στην αυγή του 20ου αιώνα, αυτές οι μέρες έμοιαζαν ότι ανήκαν οριστικά στο παρελθόν. Ήδη από την εποχή του Μαρξ, ο Μπακούνιν από το ρεύμα των αναρχικών καταδίκαζε την «αστικοποίηση» του «προλεταριάτου γερμανικού τύπου». Στην άλλη άκρη του φάσματος, ο Μπερνστάϊν, ο θεωρητικός εκπρόσωπος του ανοιχτού ρεφορμισμού στο γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κίνημα, το 1899 υποστήριζε με τη σειρά του ότι οι εργάτες δεν είχε κανένα συμφέρον από την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού, ο σοσιαλισμός ήταν «ηθικό πρόταγμα». Μέχρι που ήρθαν οι επαναστάσεις του 1905 και του 1917 στη Ρωσία, η Γερμανική Επανάσταση και το επαναστατικό κύμα που σάρωσε «ανεπτυγμένο» και «υπανάπτυκτο» κόσμο τα επόμενα χρόνια, για να «απαντήσει» σε αυτές τις απόψεις. 

Από την εποχή του Μαρξ, ξανά και ξανά, έχει διακηρυχτεί από πολλούς η εξάντληση του επαναστατικού ρόλου της εργατικής τάξης, η ίδια η εξαφάνισή της. Στη δεκαετία του ’60 αυτές οι θεωρίες μεσουρανούσαν μέχρι που ο Μάης του ’68 στη Γαλλία, το «Καυτό Φθινόπωρο» του 1969 στην Ιταλία και όλο αυτό το κύμα των αγώνων και των εξεγέρσεων, έφερε ξανά την εργατική τάξη και τη δυναμική της στο προσκήνιο, για την ακρίβεια η εργατική τάξη μπήκε στο προσκήνιο αγνοώντας αυτές τις θεωρίες. 

Σήμερα πρέπει να εξετάσουμε κατά πόσο στον καπιταλισμό των αρχών του 21ου αιώνα η εργατική τάξη κατέχει τη θέση που τις έδινε ο Μαρξ κι οι επαναστάτες του 20ου αιώνα. 

Υπάρχουν τρεις κατηγορίες αντιρρήσεων σχετικά με αυτό. Η πρώτη είναι οι αναλύσεις που μιλάνε για την αριθμητική συρρίκνωση της εργατικής τάξης, ιδιαίτερα στις οικονομίες της βόρειας Αμερικής και της Ευρώπης. Στην ακραία τους εκδοχή αυτές οι αναλύσεις περιγράφουν έναν κόσμο που επικρατεί η «άϋλη» εργασία και οικονομία. Άλλες θεωρίες μιλάνε για το κατακερματισμό της τάξης. Υπάρχει, λένε, μια «εργατική αριστοκρατία» που είναι δεμένη με το σύστημα και από την άλλη ο κόσμος της «ανασφαλούς εργασίας». Επίσης τίθεται με διάφορους τρόπους το ζήτημα των ιδεών. Η εργατική τάξη δεν μπορεί να διαδραματίσει το ρόλο που της είχε αποδώσει ο Μαρξ, γιατί για διάφορους λόγους έχει γίνει «μεσόστρωμα» ή σκέφτεται σαν τέτοιο: λόγω της εργασίας που κάνει για παράδειγμα.  

Υπάρχει ένας όγκος στοιχείων που δείχνει ότι η εργατική τάξη είναι μεγαλύτερη από κάθε άλλη στιγμή στην ιστορία του καπιταλισμού παγκόσμια. Καταρχήν δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ακόμα κι η άποψη ότι στις ανεπτυγμένες χώρες η βιομηχανική εργατική τάξη εξαφανίζεται. Το 1998 υπήρχαν 112 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στο βιομηχανικό τομέα στις χώρες του ΟΟΣΑ, 25 εκατομμύρια περισσότερες από ότι το 1951 και μόλις 7.4 εκατομμύρια λιγότερες από το 1971. 

Αυτή η ελαφρά πτώση δεν έχει σαν αιτία ότι η βιομηχανία έχει γίνει λιγότερο σημαντική για τον καπιταλισμό, αλλά ότι λόγω των πιέσεων της κρίσης και του ανταγωνισμού, έχει αυξηθεί η παραγωγικότητά της: λιγότεροι (βιομηχανικοί) εργάτες παράγουν πολύ περισσότερα προϊόντα. Δίπλα στα εκατομμύρια εργατών στη βιομηχανία, εργάζονται επίσης δεκάδες εκατομμύρια συνάδελφοί τους στο λεγόμενο τομέα των υπηρεσιών. Είτε σε «παραδοσιακούς» κλάδους είτε σε νέους, είναι κομμάτι της τάξης που η δουλειά της είναι απαραίτητη για τη λειτουργία του συστήματος. 

Ας εξετάσουμε τι γίνεται στην Ελλάδα. Στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών οι μισθωτοί έχουν γίνει η μεγάλη πλειοψηφία του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Σύμφωνα με τις απογραφές της ΕΣΥΕ, το 1981 ανέρχονταν σε 1.730.298 άτομα και στην απογραφή του 2001 έφτασαν τα 2.890.496 άτομα.6 Μέσα σε 20 χρόνια, ένα εκατομμύριο προστέθηκαν στη «στρατιά της μισθωτής εργασίας». Σε ποιους τομείς κατευθύνεται αυτή η αύξηση; 

Αντίθετα με τον διαδεδομένο περί «αποβιομηχάνισης» μύθο στην αριστερά, οι θέσεις εργασίας στη βιομηχανία έχουν μειωθεί ανεπαίσθητα σε σχέση με το 1998: μόλις κατά 28.800 ενώ εξακολουθεί να απασχολεί 562.400 άτομα.7

Σίγουρα, δεν είναι όλοι οι μισθωτοί κομμάτι της εργατικής τάξης. Ένα –απειροελάχιστο- τμήμα τους μπορεί να είναι «καπιταλιστές με μισθό» όπως ένας μάνατζερ μιας ιδιωτικής ή «δημόσιας» επιχείρησης. Ένα άλλο τμήμα κατατάσσεται στα «νέα μεσαία στρώματα». Πάντως, ένας υπολογισμός για το μέγεθος της εργατικής τάξης στην Ελλάδα επισημαίνει ότι «το 1981 ήταν 1.470.000 άτομα, το 1991 ήταν 2.026.956 και το 2001 ήταν 2.685.953» δηλαδή το 58,64% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.8

Η αύξηση της απασχόλησης πάντως εντοπίζεται στο λεγόμενο τομέα των υπηρεσιών. Για παράδειγμα, ο κλάδος της «διαχείρισης ακίνητης περιουσίας εκμισθώσεις κι επιχειρηματικές δραστηριότητες» μετράει 109.600 νέες θέσεις εργασίας αυτή τη δεκαετία. Στον ίδιο κλάδο, από 84,6 χιλιάδες μισθωτούς το 1998 φτάσαμε τις 160,7 χιλιάδες το 2007.9

Αυτό που συμβαίνει με γοργούς ρυθμούς στον καπιταλισμό παγκόσμια και στην Ελλάδα είναι ότι ολόκληρες κατηγορίες απασχολούμενων που πριν ανήκαν ή θεωρούνταν ότι ανήκαν στα «μεσοστρώματα», μαζικοποιούνται και «προλεταριούνται». Παλιότερα για παράδειγμα ο τίτλος του μηχανικού σε κατέτασσε σχεδόν αυτόματα στα εύπορα μεσαία στρώματα. Σήμερα, αυτό έχει αλλάξει. Τώρα η συζήτηση για τις εξελίξεις στο κλάδο ασχολείται με το φαινόμενο του «οιονεί μισθωτού» που ενώ τυπικά κατατάσσεται στους ελεύθερους επαγγελματίες αυτό που τον ξεχωρίζει είναι «η οικονομική εξάρτησή του από έναν βασικό εργοδότη καθώς κι ο έλεγχος που ο εργοδότης ασκεί στην εκτέλεση της εργασίας του». 

Αυτή η κατηγορία επεκτείνεται εντυπωσιακά «…ένας στους πέντε μηχανικούς που δηλώνουν ελεύθεροι επαγγελματίες είναι στην πραγματικότητα οιονεί μισθωτός…Ενώ την περίοδο 1967-1976 ένας στους δέκα μηχανικούς άρχιζε τη σταδιοδρομία του ως οιονεί μισθωτός την περίοδο 1997-2002 η αντίστοιχη αναλογία είχε ανέλθει σε έναν στους τρεις (32,6%). Η παραπάνω εξέλιξη είναι ακόμα πιο εντυπωσιακή στους νέους απόφοιτους του ΕΜΠ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της τελευταίας έρευνας του ΕΜΠ (ΕΒΕΟ-ΓΕΦΝΑ 2005) το ποσοστό των οιονεί μισθωτών στην αρχική απασχόληση όσων απέκτησαν άδεια άσκησης επαγγέλματος μεταξύ 1996 και 2001 ανέρχεται σε 43,3%»10. Δεν είναι κάτι καινούργιο για τον καπιταλισμό. Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι «χαρτογιακάδες» υπάλληλοι του λογιστηρίου της επιχείρησης, ή απλά ο λογιστής της, ήταν έμπιστοι του αφεντικού, κι ένας κόσμος χωριστά από τους εργάτες. Το ίδιο ίσχυε για τους τραπεζοϋπαλλήλους. Σήμερα, οι «οικονομικές διευθύνσεις» και οι μεγάλες τράπεζες είναι κανονικά «υπαλληλικά εργοστάσια». Το ίδιο ισχύει για τις δημόσιες υπηρεσίες. Πυραμιδωτές ιεραρχικές δομές, με τη βάση τους να ανήκει στην εργατική τάξη, οι κορυφές τους να είναι κομμάτι της αστικής τάξης έστω κι αν θεωρούνται «δημόσιοι λειτουργοί» και μια σειρά ενδιάμεσα στρώματα. 

Μήπως όμως, η εργατική τάξη έχει κοπεί στα δυο, στον «κόσμο της ανασφαλούς» χαμηλά αμειβόμενης εργασίας –τη «γενιά των 700 ευρώ» και σε μια προνομιούχα «αστικοποιημένη» μερίδα; Αυτή η άποψη βρίσκει στήριξη στη θεωρία της «εργατικής αριστοκρατίας». Ο Κ. Κάππος για παράδειγμα έγραφε στο βιβλίο του το 2004 ότι «η εργατική αριστοκρατία κατ’ αρχήν είναι ένα κομμάτι της εργατικής τάξης των ιμπεριαλιστικών χωρών που πουλούν την εργατική τους δύναμη πάνω από την αξία της, αποσπώντας ουσιαστικά ένα μέρος από τα υπερκέρδη των μονοπωλίων»11 και υποστήριζε ότι υπάρχει και στην Ελλάδα. 

Προς υποστήριξή τους τέτοιες απόψεις επικαλούνται τον ίδιο τον Λένιν. Ο Λένιν σε μια σειρά κείμενά του στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως στο «Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» προσπάθησε να εξηγήσει γιατί επικράτησε ο ρεφορμισμός στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Β’ Διεθνούς με αποτέλεσμα να ταχτούν με την αστική τάξη «τους» στο σφαγείο του πολέμου. Εντοπίζει οικονομικές ρίζες στο ρεφορμισμό, και συγκεκριμένα, στη «δωροδοκία» τμημάτων της εργατικής τάξης των ιμπεριαλιστικών χωρών –των «ανώτερων στρωμάτων της εργατικής αριστοκρατίας»- από τα υπερκέρδη της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης των αποικιών. Αυτή ήταν η κοινωνική βάση της γραφειοκρατίας των συνδικαλιστικών και σοσιαλιστικών ηγεσιών που πρόδωσαν τα συμφέροντα των εργατών. 

Ο Λένιν είχε δίκιο στο ότι αυτές οι ηγεσίες υπηρετούν τον καπιταλισμό στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος. Όμως είχε λάθος όταν μιλούσε για την «εργατική αριστοκρατία» σαν τη κοινωνική τους βάση. Στην πράξη, οι «αριστοκράτες» ειδικευμένοι εργάτες της εποχής, έπαιξαν πρωτοπόρο ρόλο στα αντιπολεμικά κινήματα και τις επαναστάσεις της περιόδου, από τη Γλασκόβη μέχρι τη Πετρούπολη και από το Βερολίνο μέχρι το Τορίνο της «κόκκινης διετίας». 

Ακόμα περισσότερο λάθος είναι να επιστρατεύονται τέτοιοι ορισμοί σήμερα ενάντια στα τμήματα της εργατικής τάξης που επειδή είναι πιο οργανωμένα και δυνατά, έχουν καταφέρει να κερδίσουν τις κατακτήσεις σε μισθούς, σχέσεις εργασίας κλπ, που βάζουν τώρα στο στόχαστρο οι νεοφιλελεύθερες επιθέσεις των καπιταλιστών. 

Τι γίνεται με τους υπόλοιπους; Αυτός ο κόσμος έχει δώσει μάχες χρησιμοποιώντας τα κλασσικά εργαλεία της «βολεμένης» εργατικής τάξης. Για παράδειγμα, τα σωματεία των συμβασιούχων που έχουν συγκρουστεί με την κυβέρνηση του Καραμανλή είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, όπως οι καθαρίστριες των δημόσιων σχολείων ή του υπουργείου Οικονομίας, οι συμβασιούχοι των δήμων και πολλοί-πολλοί άλλοι. 

Στην πραγματικότητα, πρόκειται για  τμήματα της εργατικής τάξης τα οποία παρά τη τυπική σχέση εργασίας δουλεύουν για χρόνια συλλογικά και οι εμπειρίες αυτής της κατάστασης τους δίνουν την ώθηση –και τον τρόπο- να οργανωθούν και να παλέψουν. Όπως δήλωνε το 2004 μια συμβασιούχος από το Δήμο Περιστεριού «Η ελπίδα μας τώρα πια δεν βρίσκεται στους πολιτικούς αλλά μόνο στους αγώνες μας».12

Ποτέ το είδος κι ο τρόπος οργάνωσης της εργασίας δεν καθόριζε αυτόματα και «γραμμικά» τη ταξική συνείδηση και τη μαχητικότητα της εργατικής τάξης. 

Το πρώτο σωματείο που υιοθέτησε καθαρά σοσιαλιστικές αρχές στο καταστατικό του ήταν το σωματείο των γκαρσονιών και των ξενοδοχοϋπάλληλων της Αθήνας το 1911.13 Το είχαν οργανώσει οι σοσιαλιστές του «Σοσιαλιστικού Κέντρου». Στο μεσοπόλεμο, η εμπροσθοφυλακή του εργατικού κινήματος και της αριστεράς ήταν οι καπνεργάτες. Οι καπναποθήκες της Θεσσαλονίκης και της Β. Ελλάδας δεν θύμιζαν σε τίποτα τις γραμμές παραγωγής του σύγχρονου εργοστασίου, περισσότερο τη «μανιφατούρα» της αυγής του καπιταλισμού θύμιζαν.14

Αν πάμε στη δεκαετία του ’60, η αιχμή του δόρατος του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς ήταν οι οικοδόμοι. Κι όμως, οι οικοδόμοι δούλευαν σε μικρές ομάδες μαστόρων, σε πολλούς και διάφορους εργολάβους που ήταν ζήτημα αν έχτιζαν πέντε πολυκατοικίες ταυτόχρονα.15

Οι περίοδοι που τα σημερινά δυνατά και «προνομιούχα» κομμάτια της εργατικής τάξης κέρδιζαν τις κατακτήσεις τους ήταν περίοδοι αγώνων όλης της εργατικής τάξης. Για παράδειγμα οι κατακτήσεις των εργαζόμενων στις ΔΕΚΟ, στις τράπεζες, στα λιμάνια κερδήθηκαν στη Μεταπολίτευση τη περίοδο της ορμητικής ανάπτυξης των αγώνων στα εργοστάσια, στη νεολαία, παντού. 

Υπάρχουν κομμάτια εργαζόμενων που ο «ιδεολογικός» τους ρόλος τα κάνει να «θέτουν εαυτόν» εκτός εργατικής τάξης, λεει μια άλλη άποψη. Για παράδειγμα στο αφιέρωμα που έκανε πρόσφατα στην εργατική τάξη το περιοδικό «Διάπλους» αναφέρεται ότι «…κατηγορίες εργαζομένων είναι δυνατόν –και συνήθως έτσι γίνεται- να απωλέσουν τα ίδια τα όργανα διαμόρφωσης της ταξικής συνείδησης, το μυαλό και την ψυχή τους!»16. Στα παραδείγματα συγκαταλέγονται οι εκπαιδευτικοί, οι γιατροί του ΕΣΥ, οι εργαζόμενοι δημοσιογράφοι.  

Σίγουρα δεν επιλέγουν οι εκπαιδευτικοί τι θα διδάξουν, ιδιαίτερα στις δυο πρώτες βαθμίδες της δημόσιας εκπαίδευσης, και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η παιδεία δεν βρίσκεται στα χέρια των εργατών αλλά των καπιταλιστών. Όμως, αυτό δεν λέει τίποτα για τους εκπαιδευτικούς. Στον σύγχρονο καπιταλισμό, η εξασφάλιση μιας κοινωνικά καθορισμένης «μίνιμουμ» μόρφωσης της εργατικής τάξης είναι απαραίτητος όρος για την «ομαλή» αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. 

Όσο περισσότερο, επαναληπτική, ρουτινιάρικη, «αποειδικευμένη» γίνεται η εργασία για κάθε χωριστό εργαζόμενο, για κάθε κλάδο της βιομηχανίας και των υπηρεσιών, τόσο περισσότερο ο καπιταλισμός έχει ανάγκη από το ανέβασμα του γενικού μορφωτικού επιπέδου στο εργατικό δυναμικό του. 

 Οι εκπαιδευτικοί και των τριών βαθμίδων της εκπαίδευσης συμβάλλουν στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, με ανάλογο τρόπο που συμβάλλουν κι οι εργάτες ενός εργοστασίου τροφίμων. Γι’ αυτό οι συγκεκριμένοι κλάδοι έχουν μαζικοποιηθεί τις τελευταίες δεκαετίες, 50.000 στην πρωτοβάθμια και 11.000 στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, με συνθήκες δουλειάς που τείνουν να «εξισώνονται» με της υπόλοιπης εργατικής τάξης. Το ίδιο κάνουν οι γιατροί του ΕΣΥ «επιδιορθώνουν» τους «χαλασμένους» εργάτες για να δουλέψουν την επόμενη μέρα. Η «βιομηχανία της διασκέδασης» εξυπηρετεί σε μεγάλο βαθμό την ίδια ανάγκη.17

Η άλλη πλευρά, είναι οι αγώνες αυτών των κλάδων. Το 2006 η απεργία των δασκάλων πρόβαλε το αίτημα για «1.400 ευρώ για όλο το λαό». Βρέθηκαν στην αιχμή του δόρατος της σύγκρουσης με την πολιτική της λιτότητας και των επιθέσεων σε βάρος όλης της εργατικής τάξης. Η απεργία των πανεπιστημιακών έπαιξε κρίσιμο ρόλο στο κίνημα που τσάκισε την συνταγματική αναθεώρηση πέρσι. Κι αμφισβήτησαν με το «μυαλό και τη ψυχή τους» όλα τα ιδεολογήματα του καπιταλισμού για την «παιδεία της αγοράς». 

Ο καπιταλισμός του 21ου αιώνα συνεχίζει να γεννάει σε γιγάντια κλίμακα τον «ιστορικό νεκροθάφτη» του, την εργατική τάξη. Είναι ένα σύστημα που συνταράσσεται από κρίσεις, πολιτικές και οικονομικές. Μέσα στους αγώνες που δίνουν οι εργάτες για να απαντήσουν σε αυτές τις επιθέσεις ανοίγει ο δρόμος για να αμφισβητήσουν συνολικά το σύστημα και τις κυρίαρχες ιδέες, τα ρεφορμιστικά κόμματα που τις μεταφέρουν στις γραμμές τους και να στραφούν στην επαναστατική πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού. Δεν είναι μια αυτόματη διαδικασία. Οι επαναστάτες χρειάζεται να παλέψουν επίμονα για να πάρει σάρκα και οστά αυτή η δυνατότητα, παρεμβαίνοντας στην πρώτη γραμμή των μαχών που δίνει αυτή η τάξη σήμερα. 

 

 1. «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» εκδόσεις Θεμέλιο, σελ 93 και 43

2.  Β.Ι Λένιν «Η Μεγάλη Πρωτοβουλία» Άπαντα, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή Τόμος 39 σελ 15

3.  Κ. Μαρξ «Το Κεφάλαιο» εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Τόμος Πρώτος, σελ. 306 (κεφ όγδοο «Η εργάσιμη μέρα»)

4.  «Μανιφέστο» ο.π σελ 57

5.  Φ. Ενγκελς «Για τον Μαρξ» στο «Αναμνήσεις για τον Κ. Μαρξ» εκδόσεις Gutenberg σελ. 49. Έχει ενδιαφέρον ότι αυτή την παρατήρηση τη κάνει κι ο Μαρξ το 1874 στις σημειώσεις του για το βιβλίο του Μπακούνιν «Κρατισμός κι Αναρχία». “Marx The First International and After” Penguin, σελ 335.

6.  Κ. Κάππος «Ταξική Διάρθρωση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας» εκδόσεις Αλήθεια 2004, σελ 38-39. 

7.  Έρευνα εργατικού δυναμικού γ΄ τριμήνου 2007 της ΕΣΥΕ, στοιχεία στο www.statistics.gr/workforce.asp

8.  Κ. Κάππος, σελ. 43. 

9.  ΕΣΥΕ γ’ τρίμηνο 2007

10.  Γ. Λιάγκουρα «Το επαγγελματικό προφίλ του μηχανικού στην ελληνική οικονομία: Παρούσα κατάσταση, διαχρονική εξέλιξη και προοπτικές» http://library.tee.gr/digital/m2135/m2135_liagouras.pdf 

11.  Κάππος, σελ 56-58

12.  Στο τεύχος 49 Μάης-Ιούνης  2004 του «Σοσιαλισμός από τα Κάτω», αφιέρωμα για το κίνημα των συμβασιούχων.

13.  Γ. Κορδάτου «Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος» εκδόσεις Μπουκουμάνη, σελ. 181-82

14.  Για τα χαρακτηριστικά της εργασίας σε αυτό το κλάδο αλλά και τους αγώνες του  βλέπε  Κ. Φουντανόπουλου «Εργασία και εργατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη 1918-1936» εκδόσεις Νεφέλη 2005, σελ 129-155 και 238-40. Επίσης Δ. Λιβιεράτου «Κοινωνικοί Αγώνες στην Ελλάδα 1932-36» εκδόσεις Κομμούνα, σελ 66-69, 121-23.

15.  Για το κίνημα των οικοδόμων χρήσιμο είναι το βιβλίο του Η. Στάβερη «Οικοδόμοι» εκδόσεις Παρασκήνιο 2003. 

16.  Απ. Παλιούρας «Σχετικά με τη ‘χαμένη’ συνείδηση της εργατικής τάξης» Διάπλους 21, Αύγουστος-Σεπτέμβρης 2007, σελ. 39

17.  Η οποία περιλαμβάνει έναν τεράστιο αριθμό χειρωνακτών και άλλων εργατών κι εργατριών που παράγουν άμεσα υπεραξία για τους καπιταλιστές.