Άρθρο
5 χρόνια από την επέμβαση στο Iράκ

Διαδηλωτές στην Kαμπούλ του Aφγανιστάν πετροβ

Στις 22 Mάρτη θα διαδηλώσουμε αντιπολεμικά στο Σύνταγμα καθώς θα κλείνει μια πενταετία κατοχής των HΠA. O Σωτήρης Kοντογιάννης παρουσιάζει το τοπίο που έφερε ο πόλεμος του Mπους.

“Μπορώ να προβλέψω ότι οι ιστορικοί θα λένε ότι ο Τζορτζ Μπους αναγνώρισε τις απειλές του 21ου αιώνα, τις όρισε με μεγάλη σαφήνεια και ... έβαλε τις βάσεις για την ειρήνη, παίρνοντας μερικές εξαιρετικά δύσκολες αποφάσεις”. Τζορτζ Μπους, 4 Ιανουαρίου 2008 σε συνέντευξη στην ισραηλινή τηλεόραση.

Φέτος, τον Μάρτη, κλείνουν πέντε χρόνια από την επέμβαση του  Τζορτζ Μπους και των συμμάχων του στο Ιράκ. Μέσα σε αυτά τα χρόνια ο πόλεμος και οι άμεσες συνέπειές του έχουν αφήσει πίσω τους πάνω από 650 χιλιάδες νεκρούς. Εκατοντάδες χιλιάδες Ιρακινοί -άνδρες και γυναικες, νέοι, γέροι και μικρά παιδιά- έχουν μείνει ανάπηροι από τις σφαίρες, τις οβίδες και τις βόμβες των αμερικανικών στρατευμάτων. Και παρά τον φοβερό σάλο που προκάλεσαν πριν από τέσσερα  χρόνια οι αποκαλύψεις για τα βασανιστήρια στο Αμπου Γράιμπ χιλιάδες Ιρακινοί εξακολουθούν να είναι φυλακισμένοι με την κατηγορία του “τρομοκράτη” -με την κατηγορία ότι προσπάθησαν να αντισταθούν στις δυνάμεις κατοχής της χώρας τους δηλαδή.

Εξομάλυνση;

Η αμερικανική κυβέρνηση προσπαθεί να ζωγραφίσει μια εικόνα “σταδιακής εξομάλυνσης”  της κατάστασης: η βία, έχει αρχίσει να κοπάζει. Οι πρόσφυγες έχουν αρχίσει να γυρίζουν πίσω. Η φυσιολογική ζωή έχει αρχίσει να επιστρέφει στο Ιράκ. “Το Ιράκ είναι τώρα πολύ διαφορετικό από ότι ήταν πριν από ένα χρόνο”, δήλωσε με στόμφο ο Μπους στις αρχές του Γενάρη, στην διάρκεια της τελευταίας του περιοδείας στη Μέση Ανατολή. “Πρέπει όλοι να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να εξασφαλίσουμε ότι το 2008 θα φέρει ακόμα μεγαλύτερη πρόοδο”.  Η αλήθεια απέχει φυσικά, όπως πάντα, έτη φωτός από τις ανακοινώσεις του προέδρου. Στις 10 Ιανουαρίου, το πρακτορείο Assosiated Press έστειλε την παρακάτω είδηση:

“Την Πέμπτη, σε μια από τις μεγαλύτερες αεροπορικές επιθέσεις του πολέμου, αμερικανικά βομβαρδιστικά και μαχητικά αεροπλάνα επέριψαν, μέσα σε 10 λεπτά,  40.000 λίβρες εκρηκτικών στα νότια προάστια της Βαγδάτης, ισοπεδώνοντας μια περιοχή που οι στρατιωτικοί ονόμαζαν “ζώνη ασφαλείας” της Αλ Κάιντα στο Ιράκ”. Πόσοι σκοτώθηκαν από την επίθεση; Πόσα παιδιά ακρωτηριάστηκαν; Ποιός νοιάζεται; Σίγουρα όχι το αμερικανικό Πεντάγωνο -που δεν μπαίνει καν στον κόπο να μετράει τις “απώλειες του εχθρού”. Ούτε ο Τζορτζ Μπους φυσικά. Η ισοπέδωση των φτωχογειτονιών της Βαγδάτης είναι υπόθεση ρουτίνας για τον πρόεδρο που, όπως θα λένε οι ιστορικοί του μέλλοντος, “έβαλε τις βάσεις για την ειρήνη...”. Σύμφωνα με τους διεστραμμένους ορισμούς του Λευκού Οίκου και του Πενταγώνου ο θάνατος που σκορπάνε οι δυνάμεις κατοχής και οι σύμμαχοί τους δεν είναι “βία”. Βία είναι οι πράξεις αντίστασης. Βία είναι οι σεχταριστικές επιθέσεις. Οι αμερικανικές βόμβες είναι “επιστροφή στην ομαλότητα”.

Πριν από ένα χρόνο ο Λευκός Οίκος αποφάσισε να αυξήσει τον αριθμό των αμερικανικών στρατευμάτων στο Ιράκ, με την απόστολή 38.000 ακόμα πεζοναυτών και φαντάρων. Τον Νοέμβρη υπήρχαν 180 χιλιάδες αμερικάνοι στρατιωτικοί στο Ιράκ -ένας αριθμός ρεκόρ. Ο Μπους υποστηρίζει τώρα ότι η νέα αυτή στρατηγική έχει αποδώσει καρπούς – αυτή είναι η “πρόοδος” την οποία θέλει να συνεχίσει μέσα στο 2008. 

Eίναι αλήθεια, ότι σε κάποιες από τις παλιές “θερμές” περιοχές οι επιθέσεις της αντίστασης σε βάρος των δυνάμεων κατοχής,  έχουν μειωθεί. Στο Ραμάντι, μια Σουνίτικη πόλη 110 χιλιόμετρα δυτικά της Βαγδάτης, το 2006 σημειώνονταν κατά μέσο όρο 25 επιθέσεις την ημέρα. Το 2007 έπεσαν στις τέσσερις. Στην Βασόρα οι επιθέσεις έχουν μειωθεί κατά 90%: διόλου παράξενο αφού οι βρετανικές δυνάμεις που “φρουρούσαν” την πόλη έχουν αποσυρθεί. Σε άλλες, πάλι, περιοχές, ο αριθμός των επιθέσεων έχει αυξηθεί. Στην Ντιγιάλα, μια ανατολική επαρχία στα σύνορα με το Ιράν, για παράδειγμα, αυξήθηκαν μέσα στο 2007 κατά 70%. 

Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για την σεχταριστική βία: στην Βαγδάτη, για παράδειγμα -την “πρωτεύουσα” των σεχταριστικών επιθέσεων ανάμεσα σε Σιίτες και Σουνίτες- οι Aμερικάνοι έχουν χωρίσει, πρακτικά την πόλη σε θύλακες με ψηλούς τοίχους και ένοπλους φρουρούς. Ο αριθμός των επιθέσεων έχει φυσικά ελαττωθεί -αλλά η Βαγδάτη θυμίζει τώρα μια τεράστια φυλακή. Διόλου παράξενο, η κατοχή είναι σήμερα πιο μισητή στο Ιράκ από ότι ήταν οποιαδήποτε άλλη στιγμή μέσα στα προηγούμενα πέντε χρόνια.

Η αμερικανική εφημερίδα Washington Post δημοσίευσε πρόσφατα τα αποτελέσματα μια έρευνας που έγινε για λογαρισμό του ίδιου του αμερικανικού στρατού από ιδιωτικές εταιρείες σε διάφορες περιοχές του Ιράκ. Τα αποτελέσματα ήταν καταπέλτης: η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων απάντησε ότι μέχρι το 2003 οι Σουνίτες και οι Σιίτες συνυπήρχαν ειρηνικά. Οι Ιρακινοί, από όλες τις εθνικές ομάδες δήλωσαν ότι η βασική αιτία πίσω από τις βίαιες συγκρούσεις αναμεταξύ τους είναι η αμερικανική επέμβαση. Η πλειοψηφία δήλωσε, επίσης, ότι η εθνική συμφιλίωση θα έρθει “φυσιολογικά” μόλις αποχωρήσουν τα στρατεύματα κατοχής.

Αποχώρηση;

Η αποχώρηση, όμως, δεν βρίσκεται στα σχέδια Μπους. Ούτε στα σχέδια της Χίλαρι Κλίντον, ούτε του Μπαράκ Ομπάμα, ούτε κανενός άλλου από τους “σοβαρούς” υποψήφιους της αμερικανικής προεδρίας. Ο πόλεμος είναι στρατηγική επιλογή της αμερικάνικης άρχουσας τάξης που πασχίζει με τις στρατιωτικές απειλές και την βία να διατηρήσει την κυριαρχία της στην παγκόσμια ακηνή παρόλο που οι “αντικειμενικές” συνθήκες που την έφεραν, εξήντα περίπου χρόνια πριν, σε αυτή τη θέση έχουν πια αντιστραφεί.

Το όραμα για έναν “αμερικανικό αιώνα” πρωτοδιατυπώθηκε το 1941 από τον Χένρι Λιούκ, τον εκδότη του περιοδικού Τάιμ. Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος έβαλε τις βάσεις για να γίνει, λίγα χρόνια αργότερα, πραγματικότητα: οι ΗΠΑ διέθεταν πάνω από το 50% της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγικής δυνατότητας. Οι άλλοτε αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης και της Ασίας είχαν μετατραπεί σε σωρούς από ερείπια. Η Αμερική έγινε η ντε φάκτο “αυτοκρατορία” της Δύσης: το δολάριο αντικατέστησε τον χρυσό σαν βάση για το παγκόσμιο νομισματικό σύστημα, οι ΗΠΑ έστησαν παντού στρατιωτικά σύμφωνα (το ΝΑΤΟ στην Ευρώπη και τα μικρά του “αδελφάκια” σε διάφορες άλλες περιοχές του πλανήτη), γέμισαν τον κόσμο με στρατιωτικές βάσεις και άρχισαν να αποθηκεύουν πυρηνικά όπλα για να αντιμετωπίσουν, υποτίθεται, τον “σοβιετικό κίνδυνο”. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 η Ρωσία υπέκυψε στην πίεση του Ψυχρού Πολέμου και οι ΗΠΑ έμειναν η μοναδική υπερδύναμη του πλανήτη.

Εξι δεκαετίες, όμως, μετά το όραμα του Λιούκ, οι βάσεις που ανέδειξαν την Αμερική στην κορυφή του πλανήτη έχουν πάψει πια να υπάρχουν. Οι ΗΠΑ, πρώτα απ' όλα έχουν πάψει προ πολλού να είναι “το εργοστάσιο του πλανήτη”. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 η αμερικάνικη άρχουσα τάξη ανακάλυψε έντρομη ότι τα προϊόντα της είχαν αρχίσει να εκτοπίζονται από τις διεθνείς αγορές κυρίως από τα φθηνότερα και καλύτερα γερμανικά και ιαπωνικά προϊόντα. Η προσθήκη των νέων μεγάλων βιομηχανικών δυνάμεων -κυρίως της Κίνας- στα τέλη της δεκαετίας του 1990 έκανε τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα. Το δολάριο έχει πάψει εδώ και πολλά χρόνια να είναι η βάση του παγκόσμιου νομισματικού συστήματος. Τώρα η αξία του πέφτει συνεχώς. Οι ίδιες οι ΗΠΑ έχουν μετατραπεί σε μια βαθειά υπερχρεωμένη χώρα. Πολλοί οικονομολόγοι δεν αποκλείουν τον κίνδυνος μια απότομης κατάρρευσης της αξίας του δολαρίου. Η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ δεν φοβάται απλά και μόνο τον υποβιβασμό στην δεύτερη ή την τρίτη θέση: φοβάται ότι η ιστορία της επιφυλάσει την ίδια ακριβώς μοίρα που επιφύλαξε 18 χρόνια πριν στον μεγάλο της αντίπαλο -την “σοβιετική” άρχουσα τάξη της Ρωσίας. Το “μήνυμα” που έστειλαν ο Γούλφοβιτς, ο Ράμσφελντ, ο Κάγκαν και τα άλλα γεράκια της οργάνωσης “Για έναν νέο αμερικανικό αιώνα” που στελέχωσαν -και στελεχώνουν- τις κυβερνήσεις του Μπους ήταν απλό: για να παραμείνουν οι ΗΠΑ στην κορυφή του κόσμου, θα πρέπει να αξιοποιήσουν το δυνατό τους ατού -τα όπλα. Η 11η Σεπτέμβρη, ο Οσάμα Μπιν Λάντεν, οι Ταλιμπάν, τα όπλα μαζικής κατστροφής του Σαντάμ Χουσεϊν ή το πυρηνικό πρόγραμμα του Αχμαντινεζάντ είναι απλές δικαιολογίες: αυτό που παίζεται στον πόλεμο “κατά της τρομοκρατίας” είναι η παγκόσμια κυριαρχία.

Ηττα

Ο πόλεμος, όμως, δεν πηγαίνει καλά για τις ΗΠΑ. Για την ακρίβεια, πηγαίνει πολύ άσχημα -από το κακό στο χειρότερο. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στο άλλο μεγάλο μέτωπο, στο Αφγανιστάν. Πριν από λίγες εβδομάδες ο Ρόμπερτ Γκέιτς, ο υπουργός Αμυνας του Μπους αποφάσισε την αποστολή 3.200 ακόμα  πεζοναυτών στο Αφγανιστάν. Ταυτόχρονα η Κοντολίζα Ράις, η υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, πιέζει ασφυκτικά τους συμμάχους των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ όχι μόνο να αυξήσουν αριθμητικά την δική τους παρουσία στο Αφγανιστάν αλλά και να αναλάβουν μια πιο ενεργή στρατιωτική δράση, στέλνοντας περισσότερες δυνάμεις στα πολεμικά μέτωπα.

Το καλοκαίρι του 2006 ο πόλεμος στο Αφγανιστάν πέρασε στα χέρια του ΝΑΤΟ. Η απόφαση ήταν μια έμμεση αναγνώριση της αδυναμίας του αμερικανικού στρατού -του ισχυρότερου στρατού του κόσμου- να ανταποκριθεί στις ανάγκες που έβαζαν τα ανοιχτά μέτωπα. Με τις στρατιωτικές τους εφεδρείες σχεδόν εξαντλημένες και τους φαντάρους και τους πεζοναύτες να καλούνται, μέσα σε λίγους μήνες, σε δεύτερη και τρίτη θητεία στο μέτωπο, οι ΗΠΑ αποφάσισαν να στηρίξουν το μέτωπο του Ιράκ αποσύροντας σταδιακά τις δυνάμεις τους από το Αφγανιστάν. Το κενό που θα έμενε πίσω θα καλυπτόταν από την συνδρομή των βορειοατλαντικών τους συμμάχων -ανάμεσά τους και από την Ελλάδα.

Η στρατηγική αυτή όμως απέτυχε. Σήμερα το ΝΑΤΟ διατηρεί έναν στρατό 41.500 στο Αφγανιστάν. Από αυτούς οι 15.000 είναι Αμερικάνοι. Το ΝΑΤΟ έχει αναλάβει τις νότιες επαρχίες της χώρας που, πίσω από τα ψέμματα για τις “επιτυχίες” των συμμάχων, βρίσκεται στην ουσία κάτω από τον έλεγχο τηα αντίστασης -των “τρομοκρατών Ταλιμπάν” σύμφωνα με τα ΜΜΕ της Δύσης. Ταυτόχρονα οι ΗΠΑ διατηρούν και έναν δικό τους, αυτόνομο στρατό, 11.000 στρατιωτών που έχει αναλάβει το ανατολικό μέτωπο. 

Στις αρχές του Γενάρη αντάρτες “Ταλιμπάν” επιτέθηκαν στο ξενοδοχείο Σερένα, το πιο διάσημο ξενοδοχείο στο κέντρο της Καμπούλ. Η επίθεση άφησε πίσω της, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της “κυβέρνησης”, πέντε νεκρούς και δεκάδες τραυματίες -ανάμεσά τους και δυο συνοδούς του υπουργού Εξωτερικών της Νορβηγίας που βρισκόταν στο Αφγανιστάν επίσημα προσκεκλημένος από τον “πρόεδρο” Xαμίντ Καρζάι. Η επίθεση προκάλεσε πανικό στους συμμάχους: μέχρι τώρα η Καμπούλ θεωρείτο “ασφαλής” περιοχή. Τώρα αρχίζει να θυμίζει έντονα Βαγδάτη. 

Οι στρατηγοί του ΝΑΤΟ προβλέπουν ότι την άνοιξη οι “Ταλιμπάν” θα προχωρήσουν σε μια νέα μεγάλη επίθεση, μια επίθεση την οποία τα στρατεύματά τους δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν. Για αυτό στέλνει ο Γκέιτς νέες δυνάμεις στο Αφγανιστάν. Για αυτό πιέζει η Ράις τους “συμμάχους” να ακολουθήσουν το αμερικανικό παράδειγμα.

Αποσταθεροποίηση

Ο “πόλεμος κατά της τρομοκρατίας” έχει αρχίσει να θυμίζει την Λερναία Υδρα της μυθολογίας. Οι φωνές που λένε ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν να κερδίσουν τον πόλεμο αυτό έχουν πληθύνει -ακόμα και μέσα στην ίδια την αμερικάνικη άρχουσα τάξη. Πέρσι ο Μπους αναγκάστηκε να “απολύσει” όλο του το στρατιωτικό επιτελείο για να επιβάλλει την νέα του στρατηγική, για την “προσωρινή” αύξηση της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στο Ιράκ. Τώρα οι ήττες και τα ατέλειωτα ζικ-ζακ  έχουν αρχίσει να δημιουργούν ρήγματα και ανοιχτές συγκρούσεις ανάμεσα στους ίδιους τους συμμάχους. 

Στα τέλη Δεκέμβρη η κυβέρνηση του Καρζάι απέλασε δυο Ευρωπαίους, τον Μάρβιν Πάτερσον και τον Μίκαελ Σέμπλ από την χώρα. Ο Πάτερσον, ένας ειδικός των κοινοτικών σχέσεων, ήταν απεσταλμένος του ΟΗΕ. Ο Σέμπλ ήταν το δεύτερο σημαντικότερο στέλεχος της ΕΕ στο Αφγανιστάν. Ο Καρζάι τους απέλασε με την κατηγορία ότι έθεταν με τις πράξεις τους σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια. Το “έγκλημά” τους ήταν ότι είχαν ανοίξει συνομιλίες με τους “Ταλιμπάν” -με τον εχθρό. Φυσικά ούτε ο Σέμπλ ούτε ο Πάτερσον λειτουργούσαν με δική τους πρωτοβουλία. Οι ΗΠΑ τυπικά κάλυψαν τους δυο διπλωμάτες, λέγοντας ότι οι μυστικές συνομιλίες με στόχο την “εξαγορά” ηγετών των Ταλιμπάν είναι νόμιμα όπλα στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Λίγες μέρες αργότερα, όμως, ο στρατηγός ΜακΝέιλ, ο αρχηγός της “Διεθνούς Δύναμης” του Αφγανιστάν, επιτέθηκε στα σχέδια της Βρετανίας και της Δανίας που πιστεύουν ότι μπορούν να εξαγοράσουν τοπικούς πολέμαρχους χαρακτηρίζοντάς τα “ανεδαφικά”.

Οι διαφωνίες, οι διαμάχες και οι συγκρούσεις αυτές δείχνουν ανάγλυφα την απελπισία που κυριαρχεί στο στρατόπεδο των “συμμάχων”: όλα τους τα σχέδια δοκιμάστηκαν και απέτυχαν και τώρα θυμίζουν τον ασθενή, που αφού κατέφυγε σε όλους τους γιατρούς και πήρε όλα τα φάρμακα -χωρίς αποτέλεσμα- είναι τώρα έτοιμος να στραφεί στους κομπογιανήτες και την παρηγορία της καφεντζούς και της χαρτορήχτρας. 

Στο μεταξύ η ήττα στο μέτωπο του πολέμου κατά της τρομοκρατίας έχει ανοίξει τους ασκούς του Aιόλου: σε ολόκληρο τον πλανήτη οι φίλοι και οι σύμμαχοι του Μπους βλέπουν με τρόμο το χαλί να φεύγει κάτω από τα πόδια τους. Στο Πακιστάν, ο δικτάτορας Μουσάραφ βρίσκεται αντιμέτωπος εδώ και μήνες με μια μαζική εξέγερση που παρά την άγρια καταστολή δεν είναι σε θέση να ελέγξει. Στις αρχές του Γενάρη ο Μπους επισκέφθηκε τους φίλους του στη Μέση Ανατολή για να τους δηλώσει την “αμέριστη υποστήριξή” του: τον Βασιλιά Αμπντουλάχ, τον τύρανο της Σαουδικής Αραβίας, τον Μουμπάρακ, τον δικτάτορα της Αιγύπτου, τον Ολμέρ, τον χασάπη της Λωρίδας της Γάζας και φυσικά τον αλ-Μαλίκι, τον “πρωθυπουργό” του Ιράκ. Oι υποσχέσεις του όμως για στήριξη και βοήθεια μοιαζουν απλά και μόνο με κακόγουστη φάρσα. Και οι απειλές του να εξαπλώσει τον πόλεμο στο Ιράν -το οποίο κατηγορεί ότι χρηματοδοτεί και υποθάλπτει την τρομοκρατία- σαν μια καθαρή τρέλα που μπορεί να οδηγήσει μόνο σε πανωλεθρία.

Οι ΗΠΑ ξοδεύουν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Τέντ Στήβενς, ενός σκληροπυρηνικού Pεπουμπλικάνου γερουσιαστή που ζητάει ακόμα μεγαλύτερα κονδύλια για τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, πάνω από 15 δισεκατομμύρια δολάρια κάθε μήνα για τα μέτωπα του Ιράκ και του Αφγανιστάν μόνο. Πρόκειται για ένα ιλλιγιώδες ποσό. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία είναι 20% μεγαλύτερο από την περασμένη χρονιά και 60% από την προπερασμένη. Και αυτά τα ποσά αφορούν μόνο τον “πόλεμο κατά της τρομοκρατίας”: οι ΗΠΑ διατηρούν βάσεις και στρατιωτικές μονάδες σε 140 διαφορετικά σημεία του πλανήτη!

Ο πόλεμος έχει αρχίσει να εξαντλεί τους πόρους της “αυτοκρατορίας” σε όλα τα επίπεδα. Το χειρότερο, όμως, για τον Μπους και τα γεράκια του είναι ότι έχει αρχίσει να εξαντλεί την υπομονή του κόσμου. Στα γκάλοπ πάνω από τα δυο τρίτα του πληθυσμού, σε ολόκληρο τον πλανήτη, δηλώνουν ότι είναι αντίθετοι με τους πολέμους. Στις ίδιες τις ΗΠΑ ο “πόλεμος κατά της τρομοκρατίας” έχει πάψει εδώ και πολύ καιρό να είναι δημοφιλής. Η συντριπτική πλειοψηφία των Αμερικάνων ζητάει να γυρίσουν τα στρατεύματα άμεσα πίσω από το Ιράκ.

Στα τέλη του Μάρτη ο πλανήτης ολόκληρος θα θυμηθεί την πέμπτη επέτειο της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ με μεγάλες διαδηλώσεις. Για το αντιπολεμικό κίνημα είναι μια κρίσιμη μάχη που μπορεί να καθορίσει το μέλλον όχι μόνο του Ιράκ, του Αφγανιστάν, του Πακιστάν και της Λωρίδας της Γάζας αλλά ολόκληρου του πλανήτη.

Σήμερα ακόμα και οι συντηρητικοί σχολιαστές αναγκάζονται να παραδεχτούν τις ομοιότητες που υπάρχουν ανάμεσα στον Νίξον -τον Aμερικάνο πρόεδρο που παραιτήθηκε τον Αυγουστο του 1974- και τον Μπους. Η δεκαετία του 1970 σημαδεύτηκε από την υποτίμηση του δολάριου, την εκτίναξη στα ύψη της τιμής του πετρελαίου, την ήττα στο Βιετνάμ, την πτώση των δικτατοριών που στήριζαν οι ΗΠΑ σε ολόκληρο τον κόσμο και την έκρηξη του κινήματος. Τα αφεντικά, σε ολόκληρο τον πλανήτη, κατάφεραν να ξεφύγουν από εκείνη την φοβερή οικονομική και πολιτική κρίση μόνο πολλά χρόνια αργότερα, χάρη στα “σιδερένια χέρια” της Θάτσερ και του Ρήγκαν. 

Τώρα το φάντασμα της δεκαετίας του 1970 επιστρέφει. Αλλά αυτή τη φορά το χαρτί του νεοφιλελευθερισμού και του νεοσυντηρητισμού το έχουν κάψει ήδη προκαταβολικά οι ΄άρχουσες τάξεις.