Άρθρο
Mπορεί να αλλάξει το ΠAΣOK;

Συνέλευση εργαζόμενων στην EΘEΛ το 2005

H ηγεσία του ΠAΣOK δεν διδάχτηκε τίποτα από την μαζική φυγή στα αριστερά, γράφει ο Θανάσης Kαμπαγιάννης.

Η ήττα του ΠΑΣΟΚ στις 16 Σεπτέμβρη, που σημαδεύτηκε από την πτώση των ποσοστών του στα χαμηλότερά τους επίπεδα από το 1977, και η κούρσα της διαδοχής κατακλύζουν τα πρωτοσέλιδα και τα τηλεοπτικά δελτία. Ενώ, όμως, το 2004 η κυρίαρχη εξήγηση της ήττας ήταν η αποτυχία του ΠΑΣΟΚ να κερδίσει τον μεσαίο χώρο (το περίφημο «κέντρο»), αυτή τη φορά τα αποτελέσματα δεν επιτρέπουν τέτοιου είδους λαθροχειρίες. Το ζητούμενο στη σημερινή συγκυρία είναι η «στροφή αριστερά», φανερή τόσο στα εκλογικά αποτελέσματα, όσο και σε δημοσκοπήσεις που δείχνουν τη βάση του ΠΑΣΟΚ να επιθυμεί μια αριστερή στροφή σε ποσοστό πάνω από 75%. Μπορεί όμως σήμερα το ΠΑΣΟΚ, πέρα από τις λεκτικές μετατοπίσεις των στελεχών του, να στρίψει αριστερά; Για να απαντήσουμε σωστά, πρέπει, πριν δούμε την πολιτική των υποψήφιων αρχηγών του, να απαντήσουμε σε ένα βασικότερο ερώτημα: τι είδους κόμμα είναι το ΠΑΣΟΚ;

Ας δούμε ποια μέθοδο επέλεγε ο Λένιν, όταν ήθελε να εκτιμήσει τη φύση των πολιτικών κομμάτων της Ρωσίας το 1912. Έγραφε: «Πιο καθαρά ακόμη φαίνεται ο χωρισμός κάθε κοινωνίας σε πολιτικά κόμματα, όταν υπάρχουν βαθειές κρίσεις που συγκλονίζουν όλη την χώρα… Τα κόμματα εντείνουν όλες τις δυνάμεις τους, απευθύνονται στις μάζες του λαού και οι μάζες, οδηγούμενες από το σίγουρο ένστικτό τους, φωτισμένες από την πείρα της ανοιχτής πάλης, ακολουθούν τα κόμματα εκείνα που εκφράζουν τα συμφέροντα της μιας ή της άλλης τάξης. Οι εποχές τέτοιων κρίσεων καθορίζουν πάντα για πολλά χρόνια, ακόμη και για δεκαετίες, το χωρισμό σε κόμματα των κοινωνικών δυνάμεων μιας δοσμένης χώρας. Στη Γερμανία, λ.χ., τέτοια κρίση ήταν οι πόλεμοι του 1866 και 1870. Στη Ρωσία, τα γεγονότα του 1905. Δεν μπορεί να καταλάβει κανείς την ουσία των πολιτικών μας κομμάτων, δεν μπορεί να ξεκαθαρίσει ποιές τάξεις αντιπροσωπεύει το άλφα ή το βήτα κόμμα της Ρωσίας, αν δεν γυρίσει πίσω στα γεγονότα εκείνου του χρόνου» (Άπαντα Λένιν, τόμος 21, εκδ. ΣΕ, σελ. 288). Δεν υπάρχει αμφιβολία πως, αν θέλουμε να εφαρμόσουμε τη μέθοδο του Λένιν στην ελληνική περίπτωση, πρέπει να γυρίσουμε πίσω στη Μεταπολίτευση, στα χρόνια δηλαδή μετά την ανατροπή της Χούντας. 

 Ήταν τότε που το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου κατάφερε να εκφράσει και να ηγεμονεύσει στη ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης και της νεολαίας, που συγκρούστηκε φουριόζικα με τον «ελεγχόμενο» εκδημοκρατισμό του πρεσβύτερου Καραμανλή. Ήταν ένα κίνημα που έχτισε εργοστασιακά σωματεία, ξαναζωντάνεψε τους φοιτητικούς συλλόγους και έσπασε την τρομοκρατία στους χώρους δουλειάς και σπουδών. Η παραδοσιακή Αριστερά βάφτιζε τότε το ΠΑΣΟΚ ριζοσπαστικό μικροαστικό κόμμα, αλλά η αλήθεια είναι ότι, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τις αρχές του ’80, η πλειοψηφία των μισθωτών του ιδιωτικού και, λιγότερο, του δημόσιου τομέα είχε κατασταλάξει στο ΠΑΣΟΚ. Αν θέλει κανείς να εξηγήσει την ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ στα συνδικάτα και τις εργατικές συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά, πρέπει να γυρίσει πίσω σ’ αυτή την περίοδο. 

Αν ο κορμός της βάσης του ΠΑΣΟΚ είναι εργατικός, τι γίνεται όμως με την ηγεσία του; Υπάρχουν πολλές αναλύσεις που προσπαθούν να εντοπίσουν τη νίκη της «αστικής τάσης» του ΠΑΣΟΚ σε διάφορα σημεία της ιστορίας του: στο 1981 με την ορκωμοσία της πρώτης κυβέρνησης, στο 1985 με το πρώτο πρόγραμμα λιτότητας του Σημίτη, στο 1989 και ούτω καθεξής. Η αλήθεια είναι ότι η «αστική τάση» ήταν ηγεμονική στο ΠΑΣΟΚ από την ίδρυσή του. Ήταν μόνο λόγω του εκρηκτικού κλίματος της Μεταπολίτευσης που επαναστάτες σοσιαλιστές μπορούσαν να είναι οργανωμένοι στο ΠΑΣΟΚ, και φυσικά οι διαγραφές δεν άργησαν να έρθουν. Η στρατηγική της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ ήταν εξαρχής ο εκσυγχρονισμός του ελληνικού καπιταλισμού, η «ανεξάρτητη» εθνική ανάπτυξη με κοινωνική δικαιοσύνη, με όχημα μια διαταξική συμμαχία. Το γεγονός ότι καλόπιστοι σοσιαλιστές αγωνιστές συμβίωναν στο ίδιο κόμμα με κεντρώους πολιτικούς και καριερίστες δεν θα πρέπει να μας ξεγελάει. Η «πολυσυλλεκτικότητα» σε κόμματα σαν το ΠΑΣΟΚ είναι η εγγύηση ότι οι εργάτες θα ψηφίζουν «σωστά», την ίδια ώρα που οι Σημίτηδες θα μπορούν να αλωνίζουν.

Έτσι, ήδη από τη δεκαετία του ’70, το ΠΑΣΟΚ έχει όλες τις ιδιότητες αυτού που ο Λένιν αποκαλούσε «αστικό εργατικό κόμμα», ορισμός που χρησιμοποιήθηκε για το Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας το 1921: δηλαδή, κόμμα αστικό στην ηγεσία του και τη στρατηγική του, αλλά εργατικό στη βάση και την ταξική του σύνθεση. Ο χαρακτηρισμός αυτός εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα, διαφοροποιώντας κομβικά το ΠΑΣΟΚ από το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, γεγονός που δεν περνάει απαρατήρητο και από αναλυτές πιστούς στη θεωρία του δικομματισμού. Έτσι, «η Νέα Δημοκρατία είναι αστικό κόμμα κυρίως μικροαστικής υποστήριξης και η πίεση της λαϊκής της βάσης, στο βαθμό που τείνει να πάρει ριζοσπαστικό χαρακτήρα, προσανατολίζεται σε ακροδεξιές, ρατσιστικές ή και φασίζουσες κατευθύνσεις. Το ΠΑΣΟΚ είναι αστικό κόμμα κυρίως εργατικής-λαϊκής βάσης και η ριζοσπαστικοποίηση τμήματος των δυνάμεών του έχει την τάση να προσανατολισθεί προς το μαχητικό ρεφορμισμό-«πατριωτικό» αντιιμπεριαλισμό» (Π. Παπακωνσταντίνου, ΠΡΙΝ, 22-07-2007).

Βέβαια, πολύ νερό έχει κυλήσει από τότε που το ΠΑΣΟΚ κατηγορούσε τη σοσιαλδημοκρατία ως «όργανο της διεθνούς μπουρζουαζίας». Τα όρια στα οποία μπορεί να κινηθεί σήμερα ένα αστικό εργατικό κόμμα, και ιδιαίτερα το ΠΑΣΟΚ, έχουν στενέψει, και υπάρχουν γι’ αυτό τρεις, χοντρικά, εξηγήσεις. Ο εντοπισμός τους θα μας βοηθήσει να απαντήσουμε πλέον συγκεκριμένα στο ερώτημα αν το ΠΑΣΟΚ μπορεί να στρίψει αριστερά. 

Η πρώτη εξήγηση έχει να κάνει με τις εξελίξεις στον ίδιο τον καπιταλισμό. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μεσουράνησαν στην εποχή της μεταπολεμικής ανάπτυξης και ταυτίστηκαν με το χτίσιμο του κοινωνικού κράτους, τις εργατικές κατακτήσεις και τις παροχές στα πλαίσια του καπιταλισμού. Τότε, οι «αριστερές πτέρυγες» μπορούσαν να επιβάλλουν τις πολιτικές τους στον μηχανισμό, σε συνθήκες που ο κεϋνσιανισμός (κρατικός παρεμβατισμός) ήταν ορθοδοξία. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, τα πράγματα αλλάζουν. Η αδυναμία του συστήματος να συντηρήσει τους ψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης των προηγούμενων δεκαετιών σηματοδοτεί τη στροφή στο νεοφιλελευθερισμό. Η στρατηγική αποδοχή του καπιταλισμού και της αγοράς από μέρους της σοσιαλδημοκρατίας σήμανε την ολοένα και πιο δεξιά συμμόρφωση στις απαιτήσεις των καπιταλιστών. Έτσι, οι νέες σοσιαλδημοκρατικές ηγεσίες είναι όλο και πιο συντηρητικές, ο «εκσυγχρονισμός» γίνεται η νέα μόδα, ενώ οι αριστερές πτέρυγες των κομμάτων αυτών δίνουν μάχες οπισθοφυλακών. Οι πολιτικές της «Κεντροαριστεράς» γίνονται πλέον δυσδιάκριτες από τις αντίστοιχες των δεξιών κομμάτων σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Το ΠΑΣΟΚ δεν αποτέλεσε την εξαίρεση.

Η δεύτερη εξήγηση είναι ότι το ΠΑΣΟΚ βίωσε αυτή τη διαδικασία όχι ως κόμμα αντιπολίτευσης, αλλά ως κόμμα διακυβέρνησης. Ούτως ή άλλως, η καθυστερημένη εμφάνιση της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας σήμανε ότι το ΠΑΣΟΚ είχε λίγο χρόνο για να «γράψει» τις αριστερές του περγαμηνές. Ήδη από το 1983 ξεκίνησε η αντισυνδικαλιστική νομοθεσία, που προετοίμασε την ανοιχτή αντεργατική επίθεση του 1985 με το σταθεροποιητικό πρόγραμμα του Σημίτη. Από τότε, η ιστορία των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ είναι συνώνυμη με την κατεδάφιση των πολιτικών που το ίδιο ξεκίνησε (δημόσια υγεία, παιδεία, κοινωνικό κράτος, αντιιμπεριαλισμός, κλπ), φτάνοντας μέχρι την κραυγαλέα φιλελεύθερη πολιτική των κυβερνήσεων Σημίτη, με υπουργό Οικονομικών τον Παπαντωνίου. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει το ΠΑΣΟΚ σήμερα είναι ότι όλα του τα πολιτικά στελέχη έχουν εμπλακεί και έχουν εφαρμόσει μια πολιτική που στα μάτια μεγάλων τμημάτων της βάσης του κόμματος είναι συμβιβασμένη, διεφθαρμένη και δεξιά. 

 Η τρίτη, τέλος, εξήγηση για τα στενά περιθώρια μιας αριστερής στροφής είναι ότι στη διάρκεια αυτών των τριάντα χρόνων, ανεξαιρέτως όλες οι ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ επιτέθηκαν συστηματικά στη δυνατότητα της εργατικής βάσης του κόμματος να επηρεάζει τις αποφάσεις και την πορεία του μηχανισμού. Αν σήμερα η ξεκάθαρη απαίτηση της βάσης για αριστερή στροφή μοιάζει αντιφατική μπροστά στο βυζάντιο των βαρώνων της ηγεσίας, είναι γιατί η τελευταία φρόντισε να σπάσει κάθε δυνατότητα από τα κάτω να την ελέγξουν. Σταθμοί σε αυτή τη διαδικασία ήταν: οι αλλεπάλληλες διαγραφές τη δεκαετία του ’70 και του ’80, η σύγκρουση με την ΠΑΣΚΕ το 1985, η επίθεση στον μαχητικό συνδικαλισμό τη δεκαετία του ’90, η διάλυση των τοπικών οργανώσεων και η ριζική δεξιά στροφή από το 1996 και μετά. 

Υπάρχουν αναλύσεις που αποδίδουν τη δεξιά στροφή του μηχανισμού του ΠΑΣΟΚ στην ύφεση των εργατικών αγώνων. Πρόκειται για πλήρη αντιστροφή της πραγματικότητας. Το 2001, η παρουσία της ΠΑΣΚΕ και της βάσης του ΠΑΣΟΚ στις κινητοποιήσεις για το ασφαλιστικό ήταν αποφασιστικής σημασίας για την ήττα της μεταρρύθμισης Γιαννίτση. Πολλοί τότε πίστεψαν ότι το ΠΑΣΟΚ θα έστριβε αριστερά, όμως ο Σημίτης έκανε περίπατο στο συνέδριο που ακολούθησε. Το συμπέρασμα εκείνου του μαζικού εργατικού κινήματος ήταν σαφές: στο πεζοδρόμιο η βάση του ΠΑΣΟΚ μπορεί να συγκρουστεί και να νικήσει την ηγεσία της, στους μηχανισμούς του κόμματος όχι.

 Έχοντας κατά νου αυτό το τρίπτυχο (εξελίξεις στον καπιταλισμό και σοσιαλδημοκρατία – κυβερνητισμός – οργανωτική αδυναμία της βάσης να ελέγξει την ηγεσία), καταλαβαίνει κανείς ότι τα περιθώρια της «αριστερής στροφής» είναι πολύ στενά για όποιον την επιδιώξει. Πόσο μάλλον που, στη σημερινή συγκυρία, κανείς από τους βασικούς διεκδικητές της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ δεν έχει τέτοια πρόθεση. Μια ματιά στην πορεία του Γ. Παπανδρέου και του Ευ. Βενιζέλου αρκεί για να δώσουμε αρνητική απάντηση σε οποιοδήποτε σενάριο αριστερής στροφής. 

Ο Γ. Παπανδρέου εκλέχτηκε το 2004 με την προσδοκία της βάσης του ΠΑΣΟΚ «να τ’ αλλάξει όλα», πρώτα και κύρια τη δεξιά κυβερνητική πολιτική του Σημίτη. Αυτό που ακολούθησε ήταν ψυχρολουσία. Στην καλύτερη περίπτωση, ο Γ. Παπανδρέου στόχευε στο μετασχηματισμό του ΠΑΣΟΚ σε ένα είδος κεντροαριστερής Ελιάς, με ανοίγματα προς τον φιλελεύθερο (Μάνος, Ανδριανόπουλος) και τον «αριστερό» χώρο (Δαμανάκη, Μπίστης, κ.α.). Στη χειρότερη περίπτωση, έβλεπε ως μοντέλο για το ΠΑΣΟΚ το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ: διάλυση των οργανώσεων και μετατροπή τους σε internet-cafe, άμεση εκλογή αρχηγού, δημοψηφίσματα (μόνο όταν βολεύει την ηγεσία), διάρρηξη των προνομιακών σχέσεων με τα συνδικάτα και την εργατική βάση. Μπορεί μετά τις εκλογές να υψώνει τους τόνους ενάντια στην οκταετία Σημίτη, αλλά όταν ο Γ. Παπανδρέου λέει ότι σε κρίσιμες επιλογές έπρεπε να είναι πιο αποφασιστικός κόντρα στις αντιδράσεις, εννοεί το ΝΑΙ στην αναθεώρηση του Αρθρου. 16, το ΝΑΙ στο Ευρωσύνταγμα, το ΝΑΙ στο σχέδιο Ανάν και ούτω καθεξής. 

Από την άλλη μεριά, ο Ευ. Βενιζέλος επιχειρεί να παρουσιαστεί ως η αριστερή εναλλακτική λύση κόντρα στην ηγεσία Παπανδρέου: δεν είναι τυχαίο ότι επαναλαμβάνει ως κεντρική πολιτική του διαφορά την αρνητική του τοποθέτηση στην αναθεώρηση του Αρθρου 16. Όμως, το – ολοένα και πιο φανερό – πρόβλημα της υποψηφιότητας Βενιζέλου δεν είναι το πληθωρικό ταμπεραμέντο του, αλλά η επιλογή του να εκφράσει το «όλον ΠΑΣΟΚ». Πίσω από αυτή τη φαινομενικά ενωτική θέση, κρύβεται η ανασύνταξη του εκσυγχρονιστικού μπλοκ και η επανεμφάνιση του Σημίτη σε ρόλο «σωτήρα» της παράταξης, γεγονός που δικαιολογημένα απωθεί την αριστερόστροφη βάση του κόμματος. Ο Βενιζέλος συνηθίζει να παραπέμπει στα βιβλία του, για να αναδείξει την ιδεολογική του πλατφόρμα. Το γεγονός ότι πρόσφατα προλόγισε την ελληνική έκδοση του βιβλίου του Thomas Quinn με τίτλο «Ο εκσυγχρονισμός του Εργατικού Κόμματος στη Μ. Βρετανία» είναι ενδεικτικό των πολιτικών του προθέσεων. Έστω η σκέψη ότι η λύση στην κρίση του ΠΑΣΟΚ μπορεί να προέλθει από την υιοθέτηση του μοντέλου  Μπλερ, μόνον ανατριχίλα προκαλεί στον περισσότερο κόσμο.

Το τελευταίο σημείο που αξίζει να αναδειχθεί είναι ποιός μπορεί και πρέπει να είναι ο ρόλος της Αριστεράς στις εξελίξεις. Θα πρέπει σίγουρα να αποκλειστεί μια γραμμή παθητικότητας και αδιαφορίας για τα τεκταινόμενα στο ΠΑΣΟΚ. Μια τέτοια στάση κινδυνεύει να δικαιώσει όσους σπεύδουν να θεωρήσουν την αριστερή ψήφο της 16ης Σεπτέμβρη ως πρόσκαιρη διαμαρτυρία που σύντομα θα επαναπατριστεί. Το ιδεολογικό υπόβαθρο αυτής της γραμμής είναι η αδυναμία της να κατανοήσει ότι η σοσιαλδημοκρατία δεν θα καταρρεύσει αν απλώς διαλυθεί οργανωτικά (π.χ. διάσπαση του ΠΑΣΟΚ, κλπ). Ο ρεφορμισμός, εκτός από οργάνωση, αντανακλά το επίπεδο συνειδητοποίησης της εργατικής τάξης και δεν μπορεί να αλλάξει παρά μόνο με τη συνειδητή παρέμβαση των επαναστατών. Το 1989, η κοινοβουλευτική Αριστερά νόμιζε ότι, με τη μακιαβελική συμμαχία της με τη Νέα Δημοκρατία, θα «έκοβε δρόμο» από αυτό το αναγκαίο καθήκον, διαλύοντας οργανωτικά το ΠΑΣΟΚ και κληρονομώντας τον κόσμο του. Το αποτέλεσμα ήταν ένα ανέλπιστο «φιλί ζωής» για το ΠΑΣΟΚ, καθώς και 18 χρόνια αναμονή για να επανέλθει η Αριστερά από την κρίση που της προκάλεσε εκείνη η στρατηγική. 

Η Αριστερά σήμερα έχει να πρωτοστατήσει στις μάχες ενάντια στις επιθέσεις του Καραμανλή και των αφεντικών, εξασφαλίζοντας την ευρύτερη ενωτική δράση μέσα στο κίνημα. Αυτό σημαίνει, πρώτο, την κοινή δράση του κόσμου που ψήφισε Αριστερά με τη βάση του ΠΑΣΟΚ και, δεύτερον, το πολιτικό ξεκαθάρισμα ότι η εναλλακτική λύση σήμερα δεν μπορεί να είναι μια αριστερή συγκυβέρνηση, αλλά μια νέα Αριστερά που βάζει στην ημερήσια διάταξη γνήσιες αντικαπιταλιστικές λύσεις. Ένα πλατύ κίνημα κόντρα στις επιθέσεις της Δεξιάς και των εργοδοτών, μια νέα ενωτική και αντικαπιταλιστική αριστερά που μεγαλώνει, και ένας ισχυρός επαναστατικός πυρήνας στο κέντρο της είναι τα αγκωνάρια για να δώσουμε στον κόσμο του ΠΑΣΟΚ την ευκαιρία να αγωνιστεί και την ηγεσία που δεν πρόκειται να βρει στο ίδιο του το κόμμα.