Βιβλιοκριτική
Μενέλαος Χαραλαμπίδης - Δεκεμβριανά 1944, Η μάχη της Αθήνας

 

Ο ηρωϊσμός των μάχητων και ο “ρεαλισμός” της ηγεσίας

Μενέλαος ΧαραλαμπίδηςΔεκεμβριανά 1944, Η μάχη της Αθήνας
Τιμή 21,30€, 376 σελίδες Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2014
 
«Παπανδρέου παπατζή, χίτης ήσουνα και συ». Αυτό ήταν ένα από τα δημοφιλή συνθήματα των διαδηλωτών της 3 Δεκέμβρη 1944 ενώ πλημμύριζαν την πλατεία Συντάγματος. Ενάμιση μήνα πριν ο ίδιος περίπου κόσμος, άκουγε τον Γ. Παπανδρέου να υπόσχεται ότι «θα κάμωμεν και λαοκρατίαν» από μια εξέδρα στην ίδια πλατεία και τον χειροκροτούσε, αν όχι πεισμένος τουλάχιστον ικανοποιημένος.
 
Το «μυστικό» για τον Δεκέμβρη του 1944 πρέπει να το αναζητήσουμε στις διεργασίες και στις μετατοπίσεις στις ιδέες και τις διαθέσεις αυτών των ανθρώπων. Από την πανηγυρική ατμόσφαιρα της Απελευθέρωσης τον Οκτώβρη, μέχρι τα οργισμένα συλλαλητήρια και την Γενική Απεργία του Δεκέμβρη, μεσολάβησαν εξελίξεις και ρήξεις.
 
Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης, δίνει μια «γεύση» αυτής της διαδρομής. Επισημαίνει για παράδειγμα το σοκ που προκάλεσε στην οργανωμένη εργατική τάξη η νομισματική σταθεροποίηση που νομοθέτησε η κυβέρνηση με τους υπουργούς του ΕΑΜ να βάζουν φαρδιά πλατιά την υπογραφή τους στα μέτρα λιτότητας. Στις 25 Νοέμβρη η Λαοκρατία, η εφημερίδα της κλαδικής επιτροπής του ΕΑΜ Υπαλλήλων Εθνικής Τραπέζης έγραφε:
«Η Τράπεζα, που ωφελήθηκε επενδύοντας τις καταθέσεις με χρεόγραφα, ακίνητα και χρυσάφι, να υποστεί κι αυτή το βάρος μιας στοιχειώδικης αύξησης μισθών κατά 50% που βρίσκεται μέσα στα πλαίσια των δικών μας θυσιών». Το άρθρο κατέληγε: «η πλούσια πείρα των αγώνων μας δείχνει το δρόμο της επιτυχίας» και ακολουθούσε η προειδοποίηση ότι «ελπίζουμε πως οι αρμόδιοι δεν θα μας αναγκάσουν να φτάσουμε στα άκρα».
 
Τα πράγματα έφτασαν όντως στα άκρα, όχι στο «οικονομικό» αλλά στο πολιτικό μέτωπο της ταξικής πάλης. Η βάση του κινήματος μπορούσε να πειστεί να επιδείξει «αυτοσυγκράτηση» στις οικονομικές διεκδικήσεις του, αλλά όχι και να κλείσει τα μάτια στην προσπάθεια της άρχουσας τάξης και των εγγλέζων ιμπεριαλιστών να κρατήσουν ανέπαφους τους μηχανισμούς που είχαν συνεργαστεί με τους ναζί και είχαν πνίξει τις προσφυγικές-εργατικές συνοικίες στο αίμα.
 
Και σε αυτό το ζήτημα ο συγγραφέας μάς προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες: στις 4 Νοέμβρη 720 δωσίλογοι «απέδρασαν» από τις φυλακές Συγγρού, με συνεργασία της διεύθυνσης της φυλακής, στελεχών του υπουργείου και τη βοήθεια της Χ του Γρίβα. Έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι δεν βρίσκονταν εκεί με πρωτοβουλία των «επισήμων αρχών» αλλά επειδή συνελήφθησαν «αυθαίρετα» από τον ΕΛΑΣ και την Εθνική Πολιτοφυλακή (ΟΠΛΑ).
 
Μπορούσε το κίνημα να νικήσει στο Δεκέμβρη; Ο συγγραφέας απαντάει αρνητικά στο ερώτημα. Καταρχήν, αντιμετωπίζει τη ρήξη του Δεκέμβρη ως ένα δυσάρεστο, στην ουσία του, γεγονός. Είναι προφανώς με το ΕΑΜ και την Αριστερά, αλλά σε πολλά σημεία διατυπώνει την άποψη ότι αν υπήρχε μια «υπεύθυνη» αστική παράταξη, τότε τα πράγματα δεν θα φτάνανε «στα άκρα».
 
Επιγραμματικά η θέση του για τις δυνατότητες του κινήματος εκφράζεται με τη φράση: «Ο ΕΛΑΣ δεν μπορούσε να κερδίσει τη μάχη με τους Βρετανούς για πολιτικούς λόγους και τη μάχη με τις ελληνικές κυβερνητικές δυνάμεις, κυρίως την Ορεινή Ταξιαρχία, για στρατιωτικούς» (σελ. 288). Δηλαδή, πολιτικά δεν μπορούσε να βγει εκτός των πλαισίων της «μεγάλης αντιφασιστικής συμμαχίας» ενόσω συνεχιζόταν ο πόλεμος, οι διεθνείς συσχετισμοί ήταν απαγορευτικοί. Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, ως απόδειξη προβάλλεται η αποτυχία των επιθέσεων στα οχυρωμένα στρατόπεδα του Γουδιού και του Μακρυγιάννη.
 
Όμως, η ίδια η διήγηση των μαχών, στην οποία αφιερώνεται το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, δείχνει και τις στρατιωτικές δυνατότητες που δεν αξιοποιήθηκαν. Στις 11-12 Δεκέμβρη οι Άγγλοι επιτελείς συζήτησαν στα σοβαρά το ενδεχόμενο να αποτραβήξουν τις δυνάμεις τους στο Δέλτα Φαλήρου για να αντέξουν την ασφυκτική πίεση των μαχητών και μαχητριών του ΕΛΑΣ, παρόλο που είχαν αποτύχει να εκπορθήσουν το Γουδί και του Μακρυγιάννη.
 
Σε αυτό το ενδεχόμενο «αντέδρασε σθεναρά» ο Τσακαλώτος, διοικητής της Ορεινής Ταξιαρχίας (σελ. 157-158) επικαλούμενος τις «σφαγές» που θα έκαναν οι «κομμουνισταί». Πιθανότερο είναι να είχε χεστεί πάνω του για το συντριπτικό πλήγμα που θα επέφερε στο ηθικό των χωροφυλάκων και των πραιτωριανών του η υποχώρηση των Εγγλέζων.
 
Ξανά και ξανά στις σελίδες του βιβλίου αναδεικνύεται ο ηρωισμός των μαχητών και μαχητριών της Αθήνας και του Πειραιά, οι ικανότητές τους (και οι ανεπάρκειες ανεκπαίδευτων εργατών και νεολαίων) που ομολόγησαν ακόμα και οι Εγγλέζοι. Όμως, οι πολιτικές αποφάσεις της ηγεσίας πολλαπλασίαζαν τις επιπτώσεις των στρατιωτικών αδυναμιών του ΕΛΑΣ, αντί να τις περιορίζουν. Πολύ απλά, όπως δήλωσε ένας βρετανός λοχαγός από το σταθμό διοίκησης της εμπειροπόλεμης 23ης Ταξιαρχίας Αρμάτων Μάχης: «Αν είχαν τη στοιχειώδη λογική, θα μας διαπερνούσαν όπως το μαχαίρι μέσα από το βούτυρο, απευθείας στο κέντρο της Αθήνας» (σελ. 122). Το ότι αυτό δεν έγινε δεν οφείλεται σε «αντικειμενικές συνθήκες» αλλά στις πολιτικές και ιδεολογικές επιλογές μιας ηγεσίας που είχαν γίνει χρόνια πριν.
 
Ο Δεκέμβρης ήταν μια ταξική σύγκρουση. Πολλές από τις διαστάσεις της μένουν ακόμα ανεξερεύνητες. Για παράδειγμα το Περιστέρι, οι δυτικές συνοικίες γενικά, ήταν προπύργια και μετόπισθεν του ΕΛΑΣ μέχρι τέλους. Το ίδιο και οι «εργοστασιακές» γειτονιές της Ν. Ιωνίας. Ο συγγραφέας πολύ λίγα έχει να μας πει για αυτές τις γειτονιές και τον κόσμο τους στη διάρκεια του Δεκέμβρη. Η «δόξα» για τις ηρωικές οδομαχίες στα Εξάρχεια δεν ανήκει μόνο στους φοιτητές του Λόχου Μπάιρον. Η Νεάπολη-Αγ. Νικόλας ήταν η γειτονιά των φτωχών και των εργατών από τον 19ο αιώνα (στη σκιά του Λυκαβηττού και του Κολωνακίου). Το ίδιο του Γκύζη και τα «προσφυγικά» της Αλεξάνδρας.
 
Το τελευταίο τμήμα του βιβλίου είναι αφιερωμένο στην προσπάθεια του συγγραφέα να απαντήσει στην «πτωματολογία» της δεξιάς (που αναβιώνει στις μέρες μας) για τα «εγκλήματα» του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ τον Δεκέμβρη. Σωστά επισημαίνει ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος των εκτελεσθέντων δεν ήταν «αθώοι συντηρητικοί πολίτες» αλλά καθάρματα δωσίλογοι, χαφιέδες των ναζί και δολοφόνοι. Ανάμεσά τους για παράδειγμα συγκαταλέγονται οι «εθνικιστές» (ταγματασφαλίτες) που είχαν καταφύγει στα ξενοδοχεία της Ομόνοιας μετά την απελευθέρωση, επειδή δεν μπορούσαν να σταθούν στην Ελευσίνα μετά το ρόλο τους στα μπλόκα, από τα οποία είχαν ανοίξει πυρ στη διαδήλωση του ΕΑΜ στις 15 Οκτώβρη.
 
Όμως, είναι λάθος το συμπέρασμα: «Πιο έντονα από όλες τις άλλες εαμικές οργανώσεις, η δράση της Πολιτοφυλακής εξέφραζε την ταξική-επαναστατική διάσταση της μάχης των Δεκεμβριανών» (σελ. 293). Η δράση της Πολιτοφυλακής εντασσόταν στην προσπάθεια της ηγεσίας να διαχειριστεί μια ταξική μάχη που της επιβλήθηκε και την οποία δεν ήθελε να φτάσει μέχρι το τέλος.
Σήμερα η Αριστερά δεν έχει κανένα λόγο να απολογείται για εκτελεσμένους δωσιλόγους. Οι ιστορικοί της, αντίθετα, έχουν το καθήκον να αναδείξουν το μεγαλείο των «ανώνυμων» εργατών, προσφύγων, υπηρετριών και λούστρων που έκαναν τον Κόκκινο Δεκέμβρη. Τότε και σήμερα αυτή είναι η δύναμη που αλλάζει τον κόσμο.