Άρθρο
Οι αντινομίες του ρεφορμισμού

Σκίτσο του George Grosz, που ειρωνέυεται τη σ

O Πάνος Γκαργκάνας εξηγεί γιατί η πολιτική των συμβιβασμών δεν μπορεί να αξιοποιήσει την δυναμική της εργατικής τάξης.

Η σύγκρουση ανάμεσα στο Όχι και στο Ναι στο δημοψήφισμα της 5 Ιούλη αποδείχθηκε μια τρομερά ταξικά πολωμένη αναμέτρηση. Στο στρατόπεδο των υποστηρικτών του Ναι δεν βρέθηκαν μόνο οι εκπρόσωποι όλων των θεσμών της ΕΕ, αλλά και όλοι οι εκπρόσωποι και οι εφεδρείες της άρχουσας τάξης στην Ελλάδα. Δίπλα στη ΝΔ, το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ βρέθηκαν ο ΣΕΒ, οι βαρόνοι των ΜΜΕ, οι τραπεζίτες, η Εκκλησία, οι Καμίνηδες και οι Μπουτάρηδες.

Αναπόφευκτα, μια τέτοια εξέλιξη ανοίγει τα μεγάλα ερωτήματα μέσα στον κόσμο της Αριστεράς. Πώς αντιμετωπίζεται μια τόσο πολωμένη ταξική επίθεση; 

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα από τη στιγμή που αναδείχθηκε και σε ηγεσία της κυβέρνησης, μπήκε σε αυτή την αντιπαράθεση με μια ανοιχτά ρεφορμιστική αντιμετώπιση: η καλύτερη στάση είναι η προσπάθεια κατευνασμού. Δεν χτυπάς γροθιά στο μαχαίρι, αναζητάς ρωγμές στο αντίπαλο στρατόπεδο, κάνεις υποχωρήσεις, επιδιώκεις συμβιβασμούς, ελίσσεσαι και προχωράς.

Όλα αυτά έμοιαζαν με τετράγωνη λογική για μεγάλο μέρος των στελεχών αλλά και των οπαδών του ΣΥΡΙΖΑ. Με βάση αυτή τη συλλογιστική υπήρξε αρχικά ανοχή για τις κινήσεις που έκανε ο Αλέξης Τσίπρας και το επιτελείο του.

Το πρώτο βήμα ήταν ο σχηματισμός κυβέρνησης παρέα με τους ΑΝΕΛ. Τότε, αυτό θεωρήθηκε ως υποχρεωτική κίνηση, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε συγκεντρώσει 151 βουλευτές. Η σκέψη ότι θα μπορούσαν να γίνουν νέες εκλογές που θα έδιναν αυτοδυναμία απορρίφθηκε, αφού υπήρχε η πίεση να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις με τους «θεσμούς» πριν από το τέλος Φλεβάρη. 

Εκ των υστέρων, δεν θα ήταν ισχυρότερη η διαπραγματευτική θέση της κυβέρνησης αν έκανε ξανά εκλογές τότε, αντί να φτάσει σε νέες κάλπες με το δημοψήφισμα τώρα, έχοντας στο μεταξύ ξοδέψει δισεκατομμύρια για τις δόσεις προς το ΔΝΤ; Και έχοντας χρεωθεί ως συνεταίρο ένα δεξιό κόμμα που οι βουλευτές του προτιμούν το Ναι είτε ανοιχτά είτε υπόγεια.

Ένα δεύτερο βήμα ήταν η επιλογή του Προκόπη Παυλόπουλου για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας. Τότε, αυτό προβλήθηκε ως έξυπνη κίνηση που κάνει άνοιγμα στην καραμανλική πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας, ενισχύει τη θέση της κυβέρνησης και αποδυναμώνει την ηγεσία Σαμαρά στο χώρο της δεξιάς. Τώρα ξέρουμε ότι ο Καραμανλής μπήκε μπροστά στο στρατόπεδο του Ναι και ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αξιοποιήθηκε στο έπακρο κατά του δημοψηφίσματος και του Όχι. Πρακτικά, η πολιτική του κατευνασμού χάρισε στο αντίπαλο στρατόπεδο τον έλεγχο ενός ακόμη θεσμού.

Εξίσου αποτυχημένη αποδείχθηκε η τακτική του συμβιβασμού και απέναντι στους εκπρόσωπους της Τρόικας. Η συμφωνία της 20 Φλεβάρη υπογράφηκε με μεγάλες υποχωρήσεις της κυβέρνησης, εγκαταλείποντας το αίτημα της διαγραφής του χρέους και αναλαμβάνοντας δεσμεύσεις κατά των «μονομερών ενεργειών». Τότε η δικαιολογία ήταν ότι η κυβέρνηση κέρδισε με αυτόν τον τρόπο χρόνο. 

Τώρα ξέρουμε ότι ο χρόνος οδήγησε σε σκλήρυνση της στάσης όλων των «θεσμών» και ότι οι ελπίδες για να αναδιπλωθούν οι εκβιαστές στηρίζονται σε ένα ισχυρό Όχι μέσα από το δημοψήφισμα. Δεν θα ήταν πιο αποτελεσματικό να είχε ειπωθεί αυτό το Όχι από την αρχή, χωρίς να έχουν ρημάξει στο μεταξύ τα νοσοκομεία από το στράγγισμα για να πληρώνονται οι δόσεις; Δεν αποδείχθηκαν λεφτά πεταμένα τα 8 δις που πήρε το ΔΝΤ όλο αυτό το διάστημα που υποτίθεται ότι κερδίζαμε χρόνο;

Ακολούθησαν ανοίγματα προς τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο. Στις αρχές Μάρτη ο πρωθυπουργός πήγε σε επίσημο γεύμα στην Αρχιεπισκοπή. Η Εκκλησία θα βοηθούσε στην αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, υποτίθεται. Τώρα ξέρουμε ότι τάχθηκε ανοιχτά με το Ναι που συνεχίζει την ανθρωπιστική καταστροφή.

Οι προσπάθειες για να δημιουργηθούν μέσα από φιλικούς εναγκαλισμούς ρήγματα στις πολιτικές δυνάμεις στα δεξιά του ΣΥΡΙΖΑ απέτυχαν ακόμη και στα πιο κοντινά του τμήματα. Η υπουργοποίηση του Πανούση, εκτός από χειρονομία με στόχο να καθησυχάσει την ιεραρχία της Αστυνομίας ήταν και άνοιγμα προς το χώρο της ΔΗΜΑΡ και όλου του βάλτου που βρέχεται από το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ. Ο Τσίπρας έχει επιμείνει πεισματικά σε αυτή την κίνηση. Όταν η νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ ζήτησε την παραίτηση Πανούση για την προκλητική στάση που κρατούσε, ο πρωθυπουργός τον αναβάθμισε δίνοντάς του τον έλεγχο και της ΕΥΠ. 

Πού κατέληξαν όλα αυτά; Ο Κουβέλης και η ΔΗΜΑΡ στήριξαν ανοιχτά το Ναι και ο Πανούσης ήταν ο πρώτος υπουργός που αναγκάστηκε να διαψεύσει (χωρίς να πείθει κανέναν) τα δημοσιεύματα ότι τάχθηκε κατά του δημοψηφίσματος και του Όχι.

Δυστυχώς, δεν ήταν ο μόνος υπουργός για τον οποίο κυκλοφόρησαν πληροφορίες ότι προτιμούσε το συμβιβασμό ακόμη και όταν προκηρύχθηκε το δημοψήφισμα. Ο Δραγασάκης και ο Σταθάκης κατονομάστηκαν από τους Financial Times και το δημοσίευμα είχε αξιοπιστία γιατί στη μέση της πιο κρίσιμης βδομάδας, το βράδυ της Τρίτης 30 Ιούνη, ο Δραγασάκης εμφανίστηκε σε συνέντευξη στην ΕΡΤ να αναπτύσσει όλη την επιχειρηματολογία για το πόσο κοντά βρίσκονται οι κυβερνητικές θέσεις με τις προτάσεις των «θεσμών». Μέχρι που να βγει ο Τσίπρας στην τηλεόραση την επόμενη μέρα και να ανακοινώσει ότι το δημοψήφισμα θα γίνει, οργίαζε το παρασκήνιο ότι η κυβέρνηση ταλαντεύεται ακόμη και να ακυρώσει την απόφασή της.

Στρατηγικές επιλογές

Όλα αυτά δεν αφορούν μόνο το παρελθόν, αλλά και το μέλλον. Κανένας δεν μπορεί να πιστέψει ότι αυτά ήταν κάποια «λάθη» που επανορθώνονται με το δημοψήφισμα. Πρώτα απ’ όλα γιατί σύσσωμη η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ βλέπει το Όχι σαν εργαλείο διαπραγμάτευσης και όχι σαν βήμα ρήξης. Στην ίδια τη μεγάλη συγκέντρωση στο Σύνταγμα την παραμονή του δημοψηφίσματος, ο Αλέξης Τσίπρας φρόντισε να δηλώσει ότι η πόλωση τελειώνει από Δευτέρα και θα προχωρήσουμε «όλοι ενωμένοι». Από τη μεριά της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ η πόρτα παραμένει ανοιχτή για να επαναληφθούν οι ίδιες κατευναστικές ταχτικές.

Αυτή η αντιμετώπιση είναι ριζωμένη σε μια ρεφορμιστική στρατηγική που αναγορεύει τον «αμοιβαία επωφελή συμβιβασμό» σε κορυφαία εναλλακτική επιλογή απέναντι στη στρατηγική της ανατροπής. Όταν ο Βαρουφάκης έγραφε ότι καθήκον της Αριστεράς είναι «να σώσει τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό από τον εαυτό του» δεν έκανε απλά ένα λογοπαίγνιο ή έστω μια αναφορά στον Κέινς. Διατύπωνε με σημερινούς όρους μια αντίληψη που έρχεται από παλιά.

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς αναγκάστηκαν να κάνουν σκληρή κριτική σε ανάλογες αντιλήψεις από τα πρώτα βήματα της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος στη Γερμανία. Στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα επικρίνουν τις εκσυγχρονιστικές αντιλήψεις της εποχής τους που ήθελαν να «απελευθερώσουν» το κράτος και να το χρησιμοποιήσουν για να προσφέρει βοήθεια στους συνεταιρισμούς ως βήμα προς το σοσιαλισμό.

Αργότερα, αυτή η στρατηγική πήρε πιο ολοκληρωμένη μορφή με τις θεωρίες του Μπερνστάιν και του Κάουτσκι. Ο πρώτος ήταν ο πατέρας του κοινοβουλευτικού δρόμου προς την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη, προτρέποντας την Αριστερά να ξεχάσει την προοπτική μιας επανάστασης στις αρχές του 20ου αιώνα, τότε ακριβώς που ξεκινούσε η πιο θυελλώδης περίοδος επαναστάσεων. 

Ο Κάουτσκι, που αρχικά στάθηκε απέναντι στον Μπερνστάιν, ακολούθησε τον ίδιο κατήφορο μέσα από άλλη διαδρομή: διαμόρφωσε τη θεωρία του υπεριμπεριαλισμού που εκτιμούσε ότι οι καπιταλιστές δεν έχουν συμφέρον από τον πόλεμο, ακριβώς τις παραμονές του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου. Έγινε έτσι ο πρώτος μιας σειράς ρεφορμιστών που νόμιζαν ότι μπορούν να σώσουν τον καπιταλισμό από τον κακό εαυτό του.

Αυτές οι αντιλήψεις έχασαν σε μεγάλο βαθμό το κύρος τους μέσα στο εργατικό κίνημα μετά τη νίκη της επανάστασης στη Ρωσία το 1917. Αλλά επανήλθαν μετά τη σταλινική αντεπανάσταση και μάλιστα όχι μόνο μέσα από τα σοσιαλιστικά κόμματα αλλά και από τα κομμουνιστικά που παρέμειναν πιστά στη Μόσχα του Στάλιν. Οι αυταπάτες για διάσπαση της άρχουσας τάξης μέσα από μια πολιτική συμμαχιών με τα «προοδευτικά» τμήματά της κόστισαν ακριβά στη Γαλλία και στην Ισπανία στη δεκαετία του 1930, όπως και οι αυταπάτες ότι ο βρετανικός και ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός ήταν «αντιφασίστες σύμμαχοι» των κινημάτων αντίστασης ενάντια στους Ναζί.

Μια νέα ώθηση δόθηκε αργότερα στις ρεφορμιστικές αντιλήψεις με την άνθηση του ρεύματος του Ευρωκομμουνισμού, με τον Μπερλιγκουέρ στην Ιταλία και τις θεωρίες του Νίκου Πουλαντζά που άσκησαν επιρροή στην Αριστερά όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλη την Ευρώπη. Η ορμή των κινημάτων μετά την έκρηξη του Μάη του 1968 θα μπορούσε να διοχετευθεί στην κατάκτηση ερεισμάτων σε τομείς του κράτους, ανοίγοντας νέες δυνατότητες για τον κοινοβουλευτικό δρόμο, έλεγε ουσιαστικά εκείνη η αντιμετώπιση. 

Όμως, ξανά και ξανά αποδείχθηκε ότι το κράτος δεν είναι κρεμμύδι για να το ξεφλουδίζεις λίγο-λίγο, ούτε ο καπιταλισμός είναι μια τίγρη που μπορεί να δαμαστεί κόβοντας ένα-ένα τα νύχια της. Οι σύγχρονες κυβερνήσεις της αριστεράς που βγήκαν μέσα από συμμαχίες τέτοιας συλλογιστικής στη Γαλλία ή στην Ιταλία αποδείχθηκαν πιο αναποτελεσματικές και από τα ιστορικά προηγούμενα της δεκαετίας του 1930.

Και τώρα;

Οι ρεφορμιστικές ρίζες του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται σε αυτή την παράδοση. Όπως μετά τον Μάη του ‘68 ο Ευρωκομμουνισμός φάνηκε να ανανεώνει την Αριστερά, ο Συνασπισμός που προερχόταν από το ίδιο ρεύμα ανέλαβε να παίξει αντίστοιχο ρόλο μέσα στη νέα ριζοσπαστικοποίηση του 21ου αιώνα. Από τα πρώτα σκιρτήματά του νέου κινήματος στη Γένοβα το 2001 και στα Ευρωπαϊκά Κοινωνικά Φόρουμ του 2002-2006, η ηγεσία του ΣΥΝ και στη συνέχεια του ΣΥΡΙΖΑ πρόβαλε την αναγκαιότητα δημιουργίας ενός αντινεοφιλελεύθερου μετώπου σε αντιπαράθεση με την προοπτική της αντικαπιταλιστικής ανατροπής. 

Ο κορμός της στρατηγικής του ήταν και παραμένει η λογική της αλλαγής διαχείρισης: δεν μπορούμε και δεν χρειάζεται να τραβήξουμε τη σύγκρουση μέχρι τη ρήξη και την ανατροπή, είναι εφικτό να σπάσουμε τη λιτότητα αναζητώντας συμμαχίες μέσα κι έξω από την Ελλάδα σε αυτή τη βάση- αποδοχή του κυρίαρχου πλαίσιου και επιδίωξη «αμοιβαία επωφελών» συμβιβασμών. Αυτή ήταν η βάση του φαύλου κύκλου των υποχωρήσεων του πεντάμηνου που ζήσαμε μετά τις εκλογές.

Η πίσω όψη της ανάδειξης του ΣΥΡΙΖΑ σε ηγετικό τμήμα της Αριστεράς, ήταν η συστηματική επιμονή της ηγεσίας του ΚΚΕ ότι η ρήξη μπορεί να είναι θεωρητικά επιθυμητή, αλλά δεν βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη. Ανήκει στο μάξιμουμ πρόγραμμα που θα γίνει επίκαιρο αν και όταν αλλάξουν οι συσχετισμοί. Στο μεταξύ το μόνο που απομένει είναι η καταγγελία μέχρι να αλλάξουν οι συσχετισμοί. Ακραία κατάληξη αυτού του σεχταρισμού ήταν η θέση για άκυρο ή αποχή στο δημοψήφισμα.

Σήμερα, μέσα στις ραγδαίες εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος, έχουν αρχίσει να φαίνονται τα όρια και των δυο παραδοσιακών ηγεσιών της Αριστεράς. Ο σεχταρισμός δείχνει πόσο άχρηστο εργαλείο είναι για τα προχωρήματα του κινήματος. Απέναντι στις προσπάθειες του Αλέξη Τσίπρα να οδηγήσει τον κόσμο που έδωσε τη μάχη του Όχι πίσω στις ράγες των συμβιβασμών, χρειαζόμαστε την ενίσχυση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Όλοι και όλες που δώσαμε μαζί στο δημοψήφισμα τη μάχη του Όχι πρέπει να αντλήσουμε τα κατάλληλα συμπεράσματα για την ανεπάρκεια της ρεφορμιστικής στρατηγικής ώστε να αξιοποιήσουμε τη δυναμική της τάξης που αντιστέκεται στους εκβιαστές και πάτησε πόδι απέναντι στον κατήφορο των συμβιβασμών.