Άρθρο
70 χρόνια Άρης

O λόγος του Άρη Βελουχιώτη στη Λαμία, στις 18

Ο Ιάσωνας Χανδρινός τοποθετεί το θρύλο του Άρη Βελουχιώτη στον χώρο και στο χρόνο, κρατώντας ατόφιο το επαναστατικό μήνυμα του.

 

«Τ’ όνομά σου ποιος θα το ξεχάσει / γραμμένο πάνω σ’ όλα μας τ’ αλέτρια / γραμμένο σ’ όλα τα σφυριά και σ’ όλα τα δρεπάνια / απάνω σ’ όλες τις καρδιές και σ’ όλα τα χείλη..». Με αυτούς και πολλούς ακόμα στίχους αποχαιρετούσε τον Ιούλιο του 1945 τον Άρη Βελουχιώτη ένας νεαρός και σχετικά άσημος τότε κομμουνιστής ποιητής, ονόματι Γιάννης Ρίτσος. Στα ποιήματα που –σύμφωνα και με τον τίτλο της συλλογής– αποτελούσαν τα «Υστερόγραφα της Δόξας» του αρχηγού του ΕΛΑΣ, καθρεφτίζονται δύο σοβαρές παραδοχές, που κοιτούν παράλληλα και στο τότε και στο σήμερα: Πρώτον, οι σχεδόν μυθικές διαστάσεις που είχε προσλάβει στη λαϊκή συνείδηση ο Άρης Βελουχιώτης ήδη από την εποχή της Αντίστασης (και ιδίως από τη στιγμή του θανάτου του) και δεύτερον, η αδιαπραγμάτευτη πρόσληψή του από την εαμική και κομματική βάση ως ενός αυθεντικού επαναστάτη ηγέτη, του οποίου η ζωή ήταν και θα παρέμενε άρρηκτα συνδεμένη με τις κορυφαίες στιγμές του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος.

Οι προαναφερθείσες διαστάσεις δεν ήταν τεχνητές. Δεν κατασκευάστηκαν από μια κομματική ιεραρχία που επιλέγει τα «σωστά» σύμβολα. Ο Άρης Βελουχιώτης –Θανάσης Κλάρας το πραγματικό του όνομα- ήταν κεντρική φυσιογνωμία στο αντάρτικο με το σπαθί του (κυριολεκτικά). Ο ΕΛΑΣ θα εμφανιζόταν (με το ίδιο ή άλλο όνομα) και χωρίς τον Άρη, αλλά το βέβαιο είναι ότι δεν θα έπαιρνε τα χαρακτηριστικά που πήρε στα μέσα του ’42, στα πρώτα σκληρά βήματα, στα βουνά της Ρούμελης χωρίς την «σφραγίδα» του Βελουχιώτη. Δεν «ρίζωσε» μόνο στα χωριά αλλά τα άλλαξε κιόλας. Τα πρώτα σπέρματα της «Ελεύθερης Ελλάδας» που θα αναπτύσσονταν με αλματώδεις ρυθμούς στις συνθήκες του 1944, ρίχτηκαν εκείνη την εποχή. Και ο χαρακτήρας τους ήταν ριζοσπαστικός και επαναστατικός από την αρχή –όπως μαρτυρούν οι αναμνήσεις των συγγραφέων του πρώτου κώδικα «λαϊκής αυτοδιοίκησης» που ρητά εμπνέονταν από τις αναφορές στο 1917.

Η «στρογγυλή» επέτειος των 70 χρόνων από το τραγικό τέλος του Άρη Βελουχιώτη συμπίπτει τόσο με τον απόηχο της έντονης ανάπτυξης του πολιτικού και ιστορικού ενδιαφέροντος για τα γεγονότα της «μακράς» δεκαετίας του ’40, όσο και με τις σημερινές πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες στη χώρα που έχουν ωθήσει (και συνεχίζουν να ωθούν) σε μια συνολική αναδιαπραγμάτευση της στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος. Τα βασικά παράγωγα αυτής της μεγάλης δημόσιας συζήτησης που ανατέμνει τις στρατηγικές και ιδεολογικές επιλογές της Αριστεράς μεταξύ του 1936 και του 1949, είναι αφενός η διάδοση της ιστορίας της Αντίστασης και των αγώνων του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ σε ευρύτερα ακροατήρια, αφετέρου η συνειδητοποίηση πως στη δεκαετία του ’40 μάλλον κρύβονται τα «κλειδιά» μιας συνολικότερης κατανόησης της μεταπολεμικής πολιτικής εξέλιξης της χώρας.

Στα κρίσιμα ιδεολογικά και γεωστρατηγικά διλήμματα που διαμορφώθηκαν μέσα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τέθηκαν κατά την χάραξη του μεταπολεμικού κόσμου εντοπίζεται μια σειρά έντονων προβληματισμών για το χτες και το σήμερα της Αριστεράς στην Ελλάδα. Σε αυτό το πλαίσιο, θα ήταν μάλλον αδύνατο να μην καταστεί το κομμουνιστικό κίνημα της δεκαετίας του ’40 και η τελική του ήττα, τεράστιο πεδίο αναλύσεων, προβολής ερωτημάτων, άντλησης διδαγμάτων και διατύπωσης κρίσεων που –αλίμονο–, δεν είναι πάντοτε εύστοχες, παραγωγικές ή πολιτικά ωφέλιμες.

Πολλοί από τους προβληματισμούς που επιχειρούν να συγκεράσουν το τότε και το τώρα σε μια κατανόηση των ιδεολογικών αγώνων, της εξέλιξης και των προοπτικών τους, συμπυκνώνονται στο πρόσωπο του Άρη Βελουχιώτη. Πέρα από την αδιαπραγμάτευτη αναγνώρισή του (από το σύνολο της Αριστεράς), ως του ανθρώπου που πραγματοποίησε και τελικά προσωποποίησε την «έφοδο στον ουρανό», η πολιτική του στάση έχει γίνει, ήδη από τα χρόνια της δόξας του, αντικείμενο σοβαρής ιδεολογικής διαπάλης, δεδομένου ότι ο Βελουχιώτης εμβληματοποιεί έναν διπλό συμβολισμό με διπλή αναφορά στην πολιτική-κομματική του δράση: Η πρώτη αναφορά είναι η ιδιότητά του ως φυσικού ηγέτη της ένοπλης επανάστασης στην ελληνική ύπαιθρο η οποία κατέληξε στη δημιουργία του ΕΛΑΣ. Χωρίς να μπούμε σε αναλύσεις σχετικά με προσωπικές, οργανωτικές και πολιτικές πρωτοβουλίες και την (άσκοπη και άκαιρη εδώ) συζήτηση περί της αμφιλεγόμενης κομματικής γραμμής γύρω από το αντάρτικο, ο Βελουχιώτης πράγματι ενσαρκώνει το απώτατο σημείο μαζικοποίησης και ριζοσπαστικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας, την εκρηκτική ανάπτυξη του ΚΚΕ, την εμπέδωση επαναστατικών και σοσιαλιστικών αιτημάτων στις μάζες, και –κυρίως– τον εξοπλισμό του λαού σε μια περίοδο που θα κρίνονταν οι τύχες της χώρας και του κόσμου συνολικά.

Η δεύτερη (και πιο σημαντική) αναφορά της πολιτικής-κομματικής του δράσης ήταν η απόφασή του να απειθαρχήσει στην ηγεσία του ΚΚΕ και να συνεχίσει μόνος του την ένοπλη δράση θεωρώντας τη Βάρκιζα αδιαμφισβήτητη προδοσία και αρχή της τελειωτικής συντριβής του κινήματος το οποίο ήδη είχε φθαρεί πολιτικά από τη Μάχη του Δεκέμβρη. Η «ανταρσία» του Βελουχιώτη οδήγησε στον φυσικό του θάνατο, απαθανάτισε όμως οριστικά την «σκληρή» πολιτική του στάση ως το «χαμένο πεπρωμένο» της Αριστεράς στην Ελλάδα.

Ταξικές συγκρούσεις

Για 70 χρόνια, η «απειθαρχία» απέναντι στην επιλογή του συμβιβασμού αντιπροσωπεύει διαγενεακά για την Αριστερά την χαμένη ευκαιρία μιας επαναστατικής ρήξης η οποία θα διευθετούσε οριστικά τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα του νέου ελληνικού κράτους από την εποχή της ίδρυσής του: η σύγκρουση ανάμεσα στο εαμικό κίνημα και τον χρεωκοπημένο πολιτικό κόσμο ενσωμάτωνε διαδοχικά και αλυσιδωτά όλες τις ταξικές συγκρούσεις που είχε πυροδοτήσει η κοινωνική και οικονομική εξέλιξη της χώρας από το 19ο αιώνα. Το 1944 δεν ήταν μόνο η στιγμή δικαίωσης (ή όχι) ενός σκληρού αγώνα από τον οποίον προέκυπτε ανεξίτηλη η ελπίδα για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση. Ήταν η στιγμή της αλήθειας απέναντι στον βρετανικό ιμπεριαλισμό. Ήταν η θρυαλλίδα των ταξικών συγκρούσεων, η αποφασιστική μάχη ανάμεσα στον αγροτικό κόσμο και το κράτος που εκπροσωπούσε τα συνασπισμένα συμφέροντα των τραπεζών, των εμπόρων, και των γαιοκτημόνων, ανάμεσα στην εργατική τάξη και τους αστούς που βαρύνονταν με πολύ περισσότερα από τη συνεργασία με τους Γερμανούς.

Το γεγονός ότι αυτή η πολύπλευρη μάχη δε δόθηκε (ή καλύτερα δε δόθηκε ώστε να κερδηθεί), το ότι ο ενδοτισμός επικράτησε της ρήξης και ότι η ηγεσία είτε υποτίμησε είτε συνειδητά παραγνώρισε τις επαναστατικές συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα μετά το τέλος της ναζιστικής κατοχής, έχει αποτυπωθεί στο ελληνικό αριστερό υποσυνείδητο μέσα από το δίπολο «καλοί αγωνιστές – κακή ηγεσία», με τον Βελουχιώτη να εκπροσωπεί το πρώτο σκέλος αυτής της εξίσωσης. Το ότι η διαγραφή και ο θάνατός του προσλαμβάνονται λίγο-πολύ ως πολιτική δολοφονία από την ηγεσία του ΚΚΕ και προσωπικά του Νίκου Ζαχαριάδη είναι μόνο μία απόδειξη για τη διαχρονική ισχύ αυτού του συμβολισμού.

Η μονοσήμαντα ηρωική πολιτική φιλολογία γύρω από τον Άρη Βελουχιώτη έχει τις ρίζες της σε μια μαοϊκού τύπου ανάγνωση της δεκαετίας του ’40 στην Ελλάδα η οποία τόνισε υπερβολικά (και εκτός πλαισιού τις περισσότερες φορές) την αυθύπαρκτη πολιτική σημασία του ένοπλου κομματιού του κινήματος, δηλαδή του Αντάρτικου. Οι «καπετάνιοι» (σύμφωνα με το ομώνυμο βιβλίο του Γάλλου Ντομινίκ Εντ που εξέφρασε αυτή την τάση) θεωρήθηκαν ο απόλυτος φορέας μιας γραμμής που θα οδηγούσε μαθηματικά (αν δεν την «φρέναρε» η ηγεσία) στην κατάληψη της εξουσίας και ο Άρης Βελουχιώτης φυσικός εκφραστής αυτής της εναλλακτικής στρατηγικής.

Μοιραία αυτή η ανάλυση μεταφέρει το κέντρο βάρους από την πόλη στην ύπαιθρο και απαιτεί ένα σχετικό σχολιασμό. Υποτιμά τις οξυμμένες ταξικές συνθήκες και την ιδεολογική και οργανωτική ζύμωση των εργατικών στρωμάτων στα αστικά κέντρα. Υποτιμά μεταξύ άλλων και μια από τις λίγες σωστές αποφάσεις του ΚΚΕ στην αρχή του αγώνα: να σταθεροποιήσει πυρήνες, γκρούπες και τελικά οργανώσεις βάσης σε χώρους δουλειάς, υπηρεσίες και εργοστάσια, να διεγείρει τις μάζες στις πόλεις, να ρίχνει συνεχώς συνθήματα διεκδίκησης και κατεβάσματος στο δρόμο. Από τις κατεχόμενες πόλεις και κυρίως την πρωτεύουσα που μέχρι το 1943 είχε στην κυριολεξία αλωθεί από τον εαμικό συνδικαλισμό, έβγαιναν μαζικά στην ανταρτοκρατούμενη Ελλάδα πληροφορίες, δίκτυα, εθελοντές, εφόδια, τρόφιμα, όπλα και πυρομαχικά. Και ήταν οι ίδιοι οι γενειοφόροι καπετάνιοι που, υποτίθεται, θα εγγυόνταν την τελική νίκη που θαύμαζαν απεριόριστα τους απεργούς και τους διαδηλωτές της Αθήνας οι οποίοι έφταναν να αντιπαρατίθενται με γερμανικά άρματα μάχης. Να το πούμε διαφορετικά: χωρίς τις απεργίες και τις διαδηλώσεις του 1942-43 –με αποκορύφωμα τις γενικές απεργίες που ακύρωσαν την πολιτική επιστράτευση- δεν θα είχε συγκροτηθεί το ίδιο κίνημα που έφτασε να συγκρουστεί με τους Εγγλέζους και την αστική τάξη τον Δεκέμβρη του 1944.

Ο έκδηλος ρομαντισμός της αγροτικής επανάστασης (και το Αντάρτικο είχε σε πολύ μεγάλο βαθμό τέτοια χαρακτηριστικά) και της ακαταμάχητης δύναμης του «στρατολαού» (όπως θα έλεγαν τον 19ο αιώνα) είναι ανεπαρκής ως μέσο κατανόησης και του ριζοσπαστισμού που έκφραζε ο Βελουχιώτης αλλά και των αντιφάσεών του, ως πολιτικού προσώπου. Παρά τις μεταγενέστερες εξιδανικεύσεις και τους λίγο-πολύ αναπόφευκτους αναχρονισμούς, η ρήξη του Άρη Βελουχιώτη με την ηγεσία του ΚΚΕ δεν υπερέβαινε αυτό το σταθερό πλαίσιο οργανωτικής και ιδεολογικής αναφοράς που λέγεται «κόμμα» σύμφωνα με το οποίο είχαν ανατραφεί, αγωνιστεί και θυσιαστεί έως τότε χιλιάδες κομμουνιστές, και μάλιστα ένα κόμμα σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Ο Άρης Βελουχιώτης ήταν ένας κομμουνιστής της εποχής του, με οξύ πολιτικό αισθητήριο, τεράστιες οργανωτικές ικανότητες και ακλόνητη πίστη στην υπόθεση του λαϊκού κινήματος, αλλά και διαμορφωμένος πολιτικά από την κυρίαρχη αντίληψη στο κομμουνιστικό κίνημα της εποχής με τις στρατηγικές επιλογές του. Θεωρούσε τον εαυτό του από την αρχή έως το τέλος, πιστό μέλος του ΚΚΕ, με τις εγγενείς αντιφάσεις αυτής της δέσμευσης: και την αποφασιστικότητα «να φτάσουμε ως το τέλος» και την αδυναμία να διατυπώσει μια συνεκτική στρατηγική που θα μετέφραζε στο επίπεδο της πολιτικής και της οργάνωσης αυτή τη διάθεση. Οι αντιρρήσεις και οι διαφωνίες του δεν εκφράστηκαν ξαφνικά το 1945, ήδη από τον Σεπτέμβρη του 1943 έλεγε σε επιστολή του στο ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ ότι «χειρότεροι από τους Άγγλους δεν είναι ούτε οι Γερμανοί». Και σε αυτές τις ανησυχίες δεν ήταν μόνος –και μόνο η θύελλα των αντιδράσεων που προκάλεσε στο κόσμο του κινήματος αλλά και στο στελεχικό δυναμικό του ΕΑΜ και του ΚΚΕ η υπογραφή της Συμφωνίας του Λιβάνου, το επιβεβαιώνει.

Ωστόσο, υπάρχει κι άλλη πλευρά. Τη βλέπουμε για παράδειγμα στον ιστορικό του λόγο μετά την απελευθέρωση της Λαμίας. Η φράση του: «Μα εμείς υποσχεθήκαμε στο λαό και κάτι άλλο: Ότι δεν θ’ αφήσουμε το όπλο από το χέρι μας αν δεν πετύχουμε και τη διπλή λευτεριά: τη λαοκρατία» είναι ίσως η πιο γνωστή που στις μεταπολεμικές δεκαετίες έχει πάρει διαστάσεις θρύλου στο κόσμο της Αριστεράς. Όμως, στον ίδιο λόγο ο Βελουχιώτης απορρίπτει με πάθος κάθε κατηγορία ότι ο ΕΛΑΣ δεν είναι με τους «συμμάχους μας» φτάνοντας στο σημείο να λέει: «Στην Πελοπόννησο προτείναμε στους τσολιάδες να καταθέσουν τα όπλα κι εμείς θα τους αφήσουμε ελεύθερους. Μα οι Άγγλοι το απέρριψαν αυτό και συνέλαβαν όλους τους τσολιάδες, τους έκλεισαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και τους παραπέμπουν να δικαστούν από τα στρατοδικεία. Στο κάτω-κάτω, να τώρα οι Άγγλοι μπροστά σας. Διαβαίνουν τους δρόμους της Λαμίας και πάνε να χτυπήσουν τους Γερμανούς μαζί με μας. Μαζί τους θα πολεμήσουμε εμείς κι όχι αυτοί, μέχρι την ολοκληρωτική συντριβή του φασισμού». Για να πει στην συνέχεια: «Εμείς είμαστε υπέρ της ενότητας και χάρη στις προσπάθειες τις δικές μας οφείλεται κατά 95% η δημιουργία της εθνικής κυβερνήσεως, κάτω από την οποία αγωνιζόμαστε σήμερα».

Η συνέχεια είναι λίγο-πολύ γνωστή. Ο Δεκέμβρης, η υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας (με την υπογραφή του Βελουχιώτη στη διαταγή αποστράτευσης του ΕΛΑΣ) και η επιλογή του να μην ακολουθήσει και να βγει στο βουνό ζητώντας από την ηγεσία να χρησιμοποιήσει την ένοπλη δύναμη που διέθετε για να υπερασπίσει τον κόσμο της από τη βία της δεξιάς. Η επιστολή του στα μέλη της ΚΕ του ΚΚΕ στις 24 Μάρτη 1945 είναι και καταγγελία και κραυγή αγωνίας:

«Η «διαφώτιση» του λαού, των οπαδών του ΕΑΜ και των οπαδών και μελών του ΚΚΕ επί της «αναγκαιότητας» της πολιτικής της Βάρκιζας είναι αστεία κυριολεκτικά και κανένα μέλος του ΚΚΕ δεν την πιστεύει. Μα και τι διαφώτιση να γίνει; Κατά ποιο ταχυδακτυλουργικό τρόπο θα μπορούσε το άσπρο να γίνει μαύρο; Αφήνω τους οπαδούς του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, δεν υπάρχει κανένα μέλος απλό, γραμματέας βάσης, αχτιδικός ή περιφερειακός, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων στους τελευταίους αυτούς, που η δύναμη της συνήθειας και η ρουτίνα δεν τους αφήνει να δούνε, που να μην έρχεται να με συναντήσει με λαχτάρα σε κάθε χωριό που περνάω και να μου ρίχνει βροχή τα ερωτήματα: Γιατί το κάνατε αυτό; Για πού πάμε, γιατί χύσαμε το αίμα μας και κάψαμε τα σπίτια μας επί τρία χρόνια; Γιατί μας παραδίνετε αμαχητί; Τί θα κάνουμε τώρα; Πού είναι η λαϊκή μας δικαιοσύνη και η αυτοδιοίκηση; Γιατί και πάλι θα μας χαρακτηρίζουν το βιός μας ως λαθραίο και θα ξαναπληρώνουμε 2.000 δραχμές για ένα τσιγάρο χωριάτικο καπνό με εφημερίδα; Τί θα κάνουμε με τους εθνοφύλακες – μπουραντάδες που άρχισαν τις έρευνες, του ξυλοδαρμούς, τις απαγορεύσεις συγκεντρώσεων, συνελεύσεων κλπ; Τί θα κάνουμε με την αντίδραση των χωριών μας που σήκωσε κεφάλι και μας απειλεί ανοιχτά ότι θα μας σφάξουν όλους; Με τι να προστατευθούμε; Με τον «εθνικό στρατό»; Μα πώς θα γίνει τέτοιος αφού εμάς δεν μας δέχονται χαρακτηρίζοντάς μας ανίκανους οι επιτροπές με χίλιες ψεύτικες δικαιολογίες; Δεν το βλέπετε πως στην περιοχή Καρδίτσας από την κλάση του 1939 δεν πήραν ούτε 20% από τους αμαρκάριστους ως δικούς των;» Αλλά στο συγκεκριμένο σημείο καταλήγει τείνοντας χέρι συμφιλίωσης στην ηγεσία: «Όλα αυτά θα ήταν ένας σίφουνας ενάντιά σας, αν εγώ για να αποφύγω διασπάσεις κλπ δεν έκανα την πρόταση να πάω έξω και να θέσω τις απόψεις μου, μη τυχόν και λυθεί κομματικά το ζήτημα, κι έβγαζα από τα χωριά τους τους 200 και πλέον αντάρτες που είχα καταγράψει στο βουνό και άρχιζα τον πόλεμο».

Η ρήξη του Άρη με την πολιτική της ηγεσίας του κινήματος είχε όλα τα χαρακτηριστικά μιας προσωπικής και πολιτικής τραγωδίας. Ο ριζοσπαστισμός που χαρακτήριζε τις επιλογές του θα πρέπει να αποτελεί την πρώτη ύλη για άντληση σοβαρών πολιτικών συμπερασμάτων και όχι για αγιογραφικές απεικονίσεις που θέλουν στο πρόσωπό του να παίρνει σάρκα και οστά η ελληνική (μεταγενέστερη ή πρωθύστερη) εκδοχή του Πάντσο Βίλλα, του Εμιλιάνο Ζαπάτα ή του Τσε Γκεβάρα. Αντί για αγιογραφίες, πιο παραγωγικό θα ήταν να θέσουμε την ανταρσία του στο ιστορικό της πλαίσιο. Η εικόνα του μοναχικού καπετάνιου που παίρνει τα βουνά, κινδυνεύει να γίνει η άλλη όψη του νομίσματος μιας θεώρησης που εκτιμά ότι το 1945 ο μόνος ανοιχτός ορίζοντας για την Αριστερά στην Ελλάδα και σε όλη την Ευρώπη ήταν η επιλογή της συμμετοχής στις κυβερνήσεις της «εθνικής ενότητας» και η αποδοχή ως «ρεαλιστικών» τετελεσμένων των συμφωνηθέντων στη Διάσκεψη των «Τριών Μεγάλων» στη Γιάλτα.

Τον Ιούνιο του 1945, παρά την ήττα του Δεκέμβρη και τη Βάρκιζα, το κίνημα διατηρούσε την ακμή του και συνέχιζε να ελέγχει συνδικάτα, σωματεία, συλλόγους και οργανώσεις και να αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα στον συνδικαλισμό και τους μαζικούς αγώνες των πόλεων. Χαρακτηριστικό γεγονός η επικράτηση του ΕΡΓΑΣ, της παράταξης της Αριστεράς, στις εκλογές που γίνονταν στα συνδικάτα, με αποκορύφωμα την σαρωτική πλειοψηφία στο 8ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ στις αρχές του 1946. Ο αφοπλισμός της εαμικής υπαίθρου και η δυναμική εμφάνιση της παρακρατικής ακροδεξιάς τρομοκρατίας στα χωριά με την ολόπλευρη υποστήριξη του κράτους των Αθηνών, των σωμάτων ασφαλείας και των νέων επικυριάρχων ήταν μια υπενθύμιση πως όχι μόνο τίποτε δεν είχε τελειώσει, ενώ οι όροι της σύγκρουσης ήταν ακόμα ευνοϊκοί για τις δυνάμεις της κοινωνικής αλλαγής. Η κυβέρνηση της Αθήνας ήταν μια αφηρημένη έννοια που βασιζόταν σχεδόν αποκλειστικά στα βρετανικά στρατεύματα και τα εφόδια που κατέκλυζαν τα λιμάνια για να ταίσουν τον πληθυσμό και να σταθεροποιήσουν την κατάσταση προς όφελος φυσικά του βρετανικού ιμπεριαλισμού και των ελλήνων αστών .

Το παιχνίδι συνεχιζόταν, όπως και σε ολόκληρη την Ευρώπη η οποία ζούσε στον πυρετό αυτού του «απόλυτου σχεδόν», του ορίζοντα της ελπίδας για κοινωνικές και πολιτικές κατακτήσεις. Στην Ιταλία, την Γαλλία, το Βέλγιο, η πατριωτική ευφορία που συνόδευε την απελευθέρωση από τη ναζιστική κατοχή έδινε τη θέση της στην συναίσθηση της σκληρής –ταξικής- μεταπολεμικής πραγματικότητας.

Αν η «ανταρσία» του Βελουχιώτη έχει κάποια μήνυμα, αυτό ήταν πως, στις συνθήκες της ρευστότητας και του επαναστατικού ενθουσιασμού που δεν είχε κοπάσει, τίποτα δεν θα επέτρεπε στο αστικό σύστημα και τις ελίτ να παλινορθωθούν παρά μόνο η απόφαση του κινήματος να τους το επιτρέψει κάτι τέτοιο.

Αυτό που θα πρέπει να αναζητούν οι προσκυνητές (με ή χωρίς εισαγωγικά) στο σημείο που σκοτώθηκε ο αρχηγός του ΕΛΑΣ, στο φαράγγι του Φάγγου, στη Μεσούντα Άρτας, δεν είναι κάποια θρησκευτική του εικόνα αλλά ένα ισχυρό και διαχρονικό μήνυμα: πως οι παλινωδίες, ο πολιτικός συμπλεγματισμός (εμμονή στην κοινοβουλευτική νομιμοποίηση ή «σεβασμός στους θεσμούς» πάνω απ’ όλα) υποχώρηση ή αμφιταλάντευση μπορεί –σε τεταμένες συνθήκες ταξικής σύγκρουσης– να έχει ανυπολόγιστα καταστροφικές συνέπειες όχι μόνο για τα επαναστατικά κόμματα, αλλά και για το λαϊκό κίνημα και τις προοδευτικές δυνάμεις μιας χώρας στο σύνολό τους. Κι αν υπάρχει κάτι που δίδαξε ο Άρης, δίνοντας και τη ζωή του για να το υπερασπιστεί, χωράει σε ένα σύνθημα που ταξίδεψε από τις μέρες του για να κωδικοποιηθεί στις μέρες μας: Βάρκιζα τέλος.