Άρθρο
Δυο δρόμοι για την Αριστερά

Πανεργατική απεργία 3 Δεκέμβρη

 

Η δεύτερη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εφαρμόζει το νέο Μνημόνιο μέσα σε συνθήκες κρίσης, οικονομικής, πολιτικής και πολεμικής. Αλλά ο κόσμός που την ανέδειξε αντιστέκεται και ψάχνει μια άλλη Αριστερά, γράφει η Μαρία Στύλλου.

Τα αφιερώματα για το 2015 και οι προβλέψεις για το 2016 δεν είναι καθόλου αισιόδοξα για τον καπιταλισμό. Παραμονή Πρωτοχρονιάς το πρωτοσέλιδο της Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς είχε την είδηση ότι το ρούβλι γνωρίζει την μεγαλύτερη κατρακύλα - ότι η ρώσικη οικονομία αντιμετωπίζει κρίση αντίστοιχη με εκείνη του 1999, και ότι η πτώση της τιμής του πετρελαίου – που δεν έπιασε ακόμα πάτο, θα την χειροτερέψει.

Στην ίδια εφημερίδα μερικές μέρες πριν (Τρίτη 27 Δεκέμβρη), ο Γεδεών Ράχμαν – ένας από τους πολιτικούς συντάκτες της, εκτιμούσε ότι: «παγκόσμια το σύστημα μοιάζει με έναν άρρωστο που δεν έχει ξεπεράσει μια αρρώστια που ξεκίνησε το 2008 και ακόμα συνεχίζεται… Το 2015 η αίσθηση ανησυχίας και αδιεξόδου κυριαρχούσε σε όλες τις μεγάλες δυνάμεις παγκόσμια: Από το Πεκίνο μέχρι την Ουάσιγκτον, από το Βερολίνο μέχρι την Μπραζίλια, από τη Μόσχα μέχρι το Τόκιο, επικρατεί εκνευρισμός και αβεβαιότητα και φόβος. Αυτό κάνει όλες αυτές τις χώρες ευάλωτες σε οποιοδήποτε καινούργιο σοκ πρόκειται να συμβεί την καινούργια χρονιά, όπως μια νέα σοβαρή οικονομική ύφεση, ή μια νέα «τρομοκρατική» επίθεση…».

Οι πρώτες μέρες του 2016 έδειξαν αμέσως ότι και τα δυο ενδεχόμενα σοκ είναι ανοιχτά, με το νέο κραχ στα χρηματιστήρια της Κίνας και την ένταση μετά τις εκτελέσεις στη Σαουδική Αραβία.

Και για όσους υποστήριζαν ότι η ελίτ της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρ' όλα αυτά βγαίνει πιο δυνατή μέσα από τα Μνημόνια και τα προγράμματα λιτότητας, η εικόνα και των οικονομικών και των πολιτικών εξελίξεων τους διαψεύδει. Δείτε πώς τη βλέπει άλλος ένας αναλυτής των Φ.Τ.

«Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται στην πιο ευάλωτη θέση από το 1957. Τότε που δημιουργήθηκε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα με τη Συμφωνία της Ρώμης». Tony Barber, «Η παρακμή της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανησυχεί παγκόσμια». Τρίτη 22 Δεκέμβρη.

Από εκείνη την ίδρυση, πέρασαν 60 χρόνια με διευρύνσεις, με τα έξι ιδρυτικά μέλη να έχουν φτάσει τα 28, και όμως μπροστά της αντιμετωπίζει το φάσμα όχι μόνο περισσότερων ανταγωνισμών αλλά και διάλυσης. Η Βρετανία θα προχωρήσει την επόμενη χρονιά σε δημοψήφισμα για το μέσα ή έξω από την Ε.Ε., οι εκλογές σε Ισπανία, Πορτογαλία και το 2016 στην Ιρλανδία, επιβεβαιώνουν την κρίση των κομμάτων που στήριξαν τα μνημόνια και τα προγράμματα λιτότητας, ενώ αναδεικνύουν κόμματα και κινήματα που συγκρούστηκαν μαζί τους από τα αριστερά.

«Η κατάρρευση της Ε.Ε. δεν είναι κάτι που το εύχεται κανείς έστω κι αν έχει κουκούτσι μυαλό, αλλά δεν είναι – όπως νομίζαμε παλιότερα – αδύνατο να συμβεί». Έτσι κλείνει το άρθρο του T.B.

Η εικόνα τους χειροτερεύει όταν φτάσει κανένας στην Ελλάδα. Στην κυβέρνηση βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ και όχι οι Σαμαροβενιζέλοι που η κατάρρευση τους δεν έχει σταματήσει. Εδώ βρίσκονται συγκεντρωμένα όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το σύστημα και στην Ευρώπη και παγκόσμια. Η οικονομική ύφεση συνεχίζεται παρά τις “μεταρρυθμίσεις” και τα μνημόνια, η ανάκαμψη δεν προβλέπεται για την επόμενη χρονιά τουλάχιστον, η πολιτική κρίση καταστρέφει όλες τις εφεδρείες του συστήματος, και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν έχει καταφέρει να σταματήσει τους αγώνες και την εργατική αντίσταση. Αντίθετα με τον ευσεβή πόθο του Σαμαρά ότι η Αριστερά θα είναι παρένθεση, σε παρένθεση κινδυνεύει να εξελιχτεί όχι μόνο ο ίδιος αλλά και η Ν.Δ.

Το «μικρό» Ψυχικό και το «μεγάλο» Περιστέρι ή ποιος καθορίζει την τύχη της δεξιάς

Μετά τις εκλογές που έγιναν στις 20 Δεκέμβρη πανελλαδικά για να βγει ο καινούργιος αρχηγός της Ν.Δ., υπήρχε άρθρο στην Καθημερινή 25/12 με τίτλο «Η ακτινογραφία της ψήφου της περασμένης Κυριακής». Το σχόλιο του δημοσιογράφου είναι ότι στην Αττική, στις πυκνοκατοικημένες περιοχές με λαϊκά χαρακτηριστικά όπως Δυτική Αθήνα, Δυτικό υπόλοιπο Αττικής, Β’ Πειραιά, πρώτος έρχεται ο Μεϊμαράκης, ενώ στα Βόρεια Προάστια, Ψυχικό, Κηφισιά, Παπάγου, και στις νότιες περιοχές (Βάρη, Βουλιαγμένη, Γλυφάδα) πρώτος έρχεται ο Μητσοτάκης. Όμως το πιο ενδιαφέρον κομμάτι απ’ αυτή την καταγραφή είναι ότι Μεϊμαράκης και Μητσοτάκης ισοψήφησαν στην Αττική γιατί οι ψήφοι «στο μικρό Ψυχικό» για τη Ν.Δ. ήταν περισσότεροι απ’ ότι οι ψήφοι της στο «μεγάλο Περιστέρι». Κοινώς οι πρωτιές του Μεϊμαράκη ήταν στις αριστερές περιοχές που ο κόσμος αγνόησε τη μάχη των «γαλάζιων» αρχηγών και αυτοί που ψήφισαν ήταν πολύ περιορισμένοι. Είναι οι περιοχές που στις εκλογές του 2009 το ΠΑΣΟΚ πήρε 44%, και μαζί με τη Ν.Δ. έφταναν συνολικά στο 66%, ενώ στις εκλογές του 2015 (και στις 25 Γενάρη και στις 20 Σεπτέμβρη) το σύνολο της Αριστεράς πλησίασε αυτά τα ποσοστά, ανατρέποντας συσχετισμούς που ίσχυαν για δεκαετίες.

Αυτή η μετακίνηση, αυτή η αριστερόστροφη περίοδος που έκανε το 2015 στην Ελλάδα μια εξαιρετική χρονιά για την Αριστερά όλης της Ευρώπης, όχι μόνο δεν τελείωσε, αλλά συνεχίζεται. Εκεί βρίσκεται και το υπόβαθρο της κρίσης όχι μόνο του ΠΑΣΟΚ αλλά και της Ν.Δ. Το κόμμα της κυρίαρχης τάξης έλπιζε ότι «η Αριστερά θα ήταν παρένθεση» και συνειδητοποίησε ότι έχει δυσκολίες να αντιμετωπίσει όχι μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και το ίδιο το κίνημα.

Σ’ αυτό το σημείο χρειάζεται να αναφέρουμε απόψεις που έχουν εμφανιστεί μετά τις εκλογές στην Πορτογαλία και την Ισπανία και που προσπερνάνε τα ζητήματα με το επιχείρημα ότι «ο καπιταλισμός τρώει τα παιδιά του» - ότι η κρίση των κομμάτων της δεξιάς είναι χαρακτηριστικό του Νότου, γιατί αυτές οι χώρες μπήκαν στην μεγαλύτερη κρίση και είχαν να εφαρμόσουν μνημόνιο. Είναι ένα επιχείρημα που παρόλο που έχει δόση από πραγματικότητα, περιορίζει τις αιτίες στα αντικειμενικά γεγονότα και όχι στον ρόλο της εργατικής αντίστασης και τις πολιτικές μετακινήσεις που αυτή γέννησε.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Ιρλανδία όπου, παρόλο που τώρα εμφανίζει ρυθμούς ανάκαμψης από τους μεγαλύτερους της Ευρώπης, η κυβέρνηση των παραδοσιακών κομμάτων δεν έχει πολλές ελπίδες να κερδίσει τις επόμενες εκλογές. Οι μεγάλες μάχες ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού, ενάντια στους πλειστηριασμούς των σπιτιών και το δημοψήφισμα για την αναγνώριση του γάμου των ομοφυλόφιλων έστρεψαν το κλίμα αριστερά. Και αυτή η στροφή δεν τελείωσε όταν τελείωσαν και οι μάχες. Η εμπειρία της συλλογικής δράσης της εργατικής τάξης, απέναντι σε μνημόνια, λιτότητα, ρατσισμό, και πόλεμο, δεν ήταν μια “προσωρινή” αντίσταση, αλλά αλλαγή, προχώρημα στις ιδέες της. Μέσα σ’ αυτή την περίοδο από το 2008 μέχρι σήμερα, έπαψαν πια οι ιδέες (και οι θεσμοί) της κυρίαρχης τάξης να είναι κυρίαρχες όπως πιο πριν. Μπήκαν σε κρίση. Αυτή είναι η εξέλιξη που έσπρωξε σε μια σειρά από χώρες της Ευρώπης και όχι μόνο, την άνοδο αριστερών κομμάτων και την προοπτική για «αριστερές κυβερνήσεις” εκεί που πριν ένα χρόνο έμοιαζε αδιανόητο.

Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ

Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έχει να συγκρουστεί με το εργατικό κίνημα που του έδωσε τη νίκη στις 25 Γενάρη, που ψήφισε ΟΧΙ στο δημοψήφισμα, που ψήφισε σε ένα μεγάλο κομμάτι ξανά ΣΥΡΙΖΑ στις 20 Σεπτέμβρη και οργάνωσε δυο πανεργατικές απεργίες στις 12 Νοέμβρη και στις 3 Δεκέμβρη.

Ο Τσίπρας, μαζί με Σταθάκη και Δραγασάκη, έκαναν δηλώσεις για τη νέα χρονιά, όπου υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα θα βγει στις αγορές στο τέλος του 2016, ότι μαζί με τα τελευταία προαπαιτούμενα που θα ψηφίσει η Βουλή τον Γενάρη (ασφαλιστικό, φορολογία, κόκκινα δάνεια) συμπληρώνεται το 70% του Μνημονίου, και ότι αυτό που θα ακολουθήσει είναι μια περίοδος ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Κάπως έτσι προσπάθησε και ο Σαμαράς να χρυσώσει το χάπι πριν πάνε για το mail Χαρδούβελη που τελικά ανατράπηκε λόγω εκλογών και ήττας των Σαμαροβενιζέλων. Τα ροζ συννεφάκια του Τσίπρα θα καταρρεύσουν πάνω σε τρεις πραγματικότητες. Η πρώτη είναι η οικονομική ύφεση της Ευρώπης και η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Η δεύτερη, η εργατική αντίσταση με το καλημέρα της νέας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και το τρίτο, η αριστερή αντιπολίτευση.

Στο προηγούμενο τεύχος του ΣΑΚ (113) έγραφε ο Πάνος Γκαργκάνας: «Μια κυβέρνηση που επιμένει ότι έχει «αριστερό πρόσημο», αλλά κλείνει τα μάτια της μπροστά στο βάθος και τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του συστήματος διεθνώς και στηρίζει τις ελπίδες της για να πάρει ανάσα σε «προβλέψεις ανάκαμψης», θα βρεθεί το ίδιο ξεκρέμαστη όπως βρέθηκε το success story του Σαμαρά το περασμένο φθινόπωρο. Φαίνεται ότι ξεχνούν πως ο Σαμαράς, ο Στουρνάρας και ο Χαρδούβελης στοιχημάτιζαν σε όλη την διάρκεια του 2014 ότι τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων πέφτουν και άρα «βγαίνουμε στις αγορές», για να ανακαλύψουν τον Οκτώβρη ότι ένας διεθνής πανικός στις χρηματαγορές τίναξε στον αέρα αυτά τα σενάρια». Σήμερα τα αντίστοιχα σενάρια κινδυνεύουν από τα σοκ της λεγόμενης «πετρελαϊκής» κρίσης.

«Απογοητευτική» για την καινούργια χρονιά κρίνει την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη η Κριστίν Λαγκάρντ σε άρθρο της στη γερμανική εφημερίδα Handelsblatt. Η ίδια αναφέρεται στην οικονομική κατάσταση της Κίνας και στην αύξηση έστω και μικρή (0,25%) των αμερικάνικων επιτοκίων. Και οι δυο αυτοί παράγοντες, κατά τη γνώμη της, μπορεί να μειώσουν τον ρυθμό των επενδύσεων και να δημιουργήσουν πρόβλημα στις τράπεζες.

Ο Μάρτιν Γουλφ στις προβλέψεις που έχουν οι Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς για το 2016, θεωρεί πιθανόν ότι ακόμα και χώρες που συμμετέχουν στους G20 μπορεί να αναγκαστούν να προσφύγουν στο ΔΝΤ για να καλύψουν τα ελλείμματα τους. «Οι 10 ανερχόμενες οικονομίες που συμμετέχουν στους G20 έχουν αντιμετωπίσει προβλήματα από την πτώση των τιμών των πρώτων υλών. Η Αργεντινή, η Ρωσία, η Σαουδική Αραβία είναι τα πιο κτυπητά παραδείγματα. Κάποιες όπως η Νότια Αφρική, η Σαουδική Αραβία και η Βραζιλία, έχουν πολύ μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, και τα κράτη που συγκεντρώνονται όλες οι προϋποθέσεις για νέα οικονομική αστάθεια είναι η Αργεντινή, η Νότια Αφρική και η Βραζιλία».

Στις ΗΠΑ η Κεντρική Τράπεζα ανέβασε κατά 0,25% το επιτόκιο, με το σκεπτικό ότι η οικονομία ανεβαίνει. Δεν είναι αυτή η πραγματικότητα. Μια σειρά από οικονομολόγοι διαφώνησαν με την αύξηση των επιτοκίων επειδή πίστευαν ότι αυτό θα επηρεάσει αρνητικά την οικονομία όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά παγκόσμια.

«Η οικονομική ανάπτυξη εξαρτάται από μεγάλες και διαρκείς επενδύσεις στην παραγωγή αλλά αυτό δεν συμβαίνει τώρα γιατί η κερδοφορία στις μεγάλες οικονομίες είναι πολύ χαμηλή (στην πραγματικότητα πλησιάζει αυτή αμέσως μετά το 1945), ενώ τα χρέη, ιδιαίτερα τα χρέη των επιχειρήσεων, είναι πολύ ψηλά. Και τώρα θα κοστίζει ακόμα περισσότερο η εξόφληση τους λόγω του ανεβάσματος των επιτοκίων». Μάϊκλ Ρόμπερτς (17 Δεκέμβρη 2015).

Σύμφωνα με άρθρο της Καθημερινής (25/12), το 16,5% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι επιχειρήσεις zombies. Είναι εταιρίες που έχουν αρνητική κερδοφορία, δεν πληρώνουν τα δάνεια τους στις τράπεζες και η προοπτική είναι το «λουκέτο». Αυτό θα σημάνει όχι μόνο κανόνι στις τράπεζες αλλά και μαζικές απολύσεις. Οι “απογοητευτικοί” ρυθμοί ανάπτυξης διεθνώς είναι άμεση απειλή για την ελληνική οικονομία.

Η Ελλάδα μπαίνει στην καινούργια χρονιά με χρέος διπλάσιο απ’ αυτό του Εθνικού Εισοδήματος. (194,8% του ΑΕΠ – σύμφωνα με την εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής). Αυτό ανοίγει μπροστά τρία ενδεχόμενα: ή θα σταματήσει να το πληρώνει, ή θα εξασφαλίσει τη μείωση του ή θα καταρρεύσει η οικονομία.

Η κυβέρνηση Τσίπρα έχει παραιτηθεί τελείως από το πρώτο. Ακόμα και το 5% του χρέους που υποστήριζε ο Σταθάκης ότι μπορεί να διαγραφεί, έχει ξεχαστεί. Το δεύτερο, δηλαδή η αναδιάρθρωση του χρέους, εξαρτάται από το πόσο σκληρές «μεταρρυθμίσεις» θα κάνει. Όχι μόνο τι θα περάσει σαν προαπαιτούμενα αλλά και πόσο θα τα εφαρμόσει χωρίς παρεκκλίσεις. Και επειδή αυτό δεν είναι εύκολο, γιατί οι θυσίες που θα απαιτήσει είναι τεράστιες και θα έχει να συγκρουστεί με το εργατικό κίνημα, επικρατέστερο σενάριο είναι το τρίτο. Μια ύφεση χωρίς σταματημό, που βάζει από τώρα πιο ανοιχτά το δίλημμα: «Σύγκρουση με το σύστημα μέχρι την ανατροπή του ή η βαρβαρότητα μιας μεγαλύτερης ανεργίας και φτώχειας»;

Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα που έχει μπροστά της η κυβέρνηση είναι ο πόλεμος στη Μ. Ανατολή. Το 2015 άνοιξε με δηλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ για αλληλεγγύη στους μετανάστες και στους λαούς της Μέσης Ανατολής και έκλεισε με στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους πρόσφυγες, μαζικές απελάσεις των μεταναστών, και με τη θάλασσα του Αιγαίου να ξεβράζει πτώματα κόσμου που του απαγορεύεται να περάσει από τον Έβρο. Στενούς συμμάχους σ’ αυτή την επιχείρηση έχει ο Τσίπρας τον Ερντογάν που δολοφονεί τους Κούρδους, τον Σίσι που φυλακίζει και δολοφονεί τους πρωταγωνιστές της πλατείας Ταχρίρ και τον Νετανιάχου που βομβαρδίζει τη Γάζα και σκοτώνει παιδιά στη Ιερουσαλήμ.

Αυτή η εξέλιξη, συμπυκνωμένη σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, έχει ξεσηκώσει μια τεράστια αντίδραση που παίρνει πια όλο και περισσότερο τις διαστάσεις ενός κινήματος. Στην αρχή ξεκίνησε σαν πρωτοβουλία αλληλεγγύης στους πρώτους πρόσφυγες, αλλά πολύ γρήγορα μετατράπηκε σε καμπάνια για να ανοίξουν τα σύνορα και να πέσει ο φράχτης στον Έβρο, για στέγη και άσυλο σε πρόσφυγες και μετανάστες, για ανοιχτά σύνορα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλη την Ευρώπη. Αυτή ήταν και είναι μια σκληρή πολιτική μάχη όχι μόνο ενάντια στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αλλά και ενάντια στην προσπάθεια της κυρίαρχης τάξης να κερδίσει πολιτικά και ιδεολογικά απ’ αυτές τις εξελίξεις.

Στη Γαλλία κερδισμένος βγήκε ο Σαρκοζί μέσα από το δεύτερο γύρο των περιφερειακών εκλογών, εδώ δεν τόλμησε ούτε ένας από τους υποψήφιους αρχηγούς της Ν.Δ. να χρησιμοποιήσει την ισλαμοφοβία και τον ρατσισμό απέναντι στους αντιπάλους του. Ο Γεωργιάδης που πρωτοστατεί σ’ αυτή την χυδαιότητα (αν και ακόμη και αυτός απέφυγε να ανοίξει τέτοιο θέμα στις εσωκομματικές εκλογές της ΝΔ) πήρε μόλις 10% των ψήφων.

Παρ' όλα αυτά, αυτή η μάχη δεν βρίσκεται στο τέλος. Όταν ο Μουζάλας έχει καταντήσει να στέλνει ΜΑΤ ενάντια στους πρόσφυγες στην Ειδομένη και να παπαγαλίζει ότι “η Ελλάδα δεν αντέχει όλη την προσφυγιά”, δίνει συνεχώς εικαιρίες στη ρατσιστική δεξιά. Μόλις ξεκινάει ένας νέος πόλεμος στη Μέση Ανατολή με τη συμφωνία των ΗΠΑ, Ρωσίας, Γαλλίας, Βρετανίας και στήριξη από τη Γερμανία, πολύ πιο φονικός και καταστροφικός από τον προηγούμενο. Η Ελλάδα δεν είναι ουδέτερη σ’ αυτή την εξέλιξη. Θα χρειαστεί αρκετά γρήγορα να ξαναπάρει η αριστερά την πρωτοβουλία όπως το 2003, για ένα κίνημα ενάντια στον πόλεμο στη Μέση Ανατολή.

Η Αριστερά πέρα από τον ΣΥΡΙΖΑ

Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις 25 Γενάρη με ένα πρόγραμμα αντιμνημονιακό και αντιρατσιστικό και η κατάντια του σήμερα να εφαρμόζει ακριβώς αντίθετο, ανοίγει τη συζήτηση για το τι πραγματικά έγινε. Μέσα σε κόσμο που έφυγε από τον ΣΥΡΙΖΑ και συνεχώς φεύγει (αλλά όχι μόνο εκεί), υπάρχει η άποψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μετατραπεί σε αστικό κόμμα. Ήταν ριζοσπαστικό, αλλά μια μικρή ομάδα γύρω από τον Τσίπρα και τη σημερινή ηγεσία πήρε τον έλεγχο με πραξικόπημα και άλλαξε τον χαρακτήρα του. Η υπογραφή του τρίτου μνημονίου στις 13 Ιούλη ήταν η κρίσιμη καμπή, η προκήρυξη των εκλογών πριν από το συνέδριο ήταν η τελευταία πράξη του πραξικοπήματος. Οι εκλογές στις 20 Σεπτέμβρη ήταν η επισφράγιση.

Μια τέτοια ανάλυση έχει δυο προβλήματα. Το πρώτο, δεν εξηγεί πώς έγινε αυτή η αναστροφή μέσα σε λίγους μήνες, το δεύτερο και εξίσου σημαντικό, γιατί συνεχίζεται η κρίση του ΣΥΡΙΖΑ μετά τις δεύτερες εκλογές. Πώς εξηγούνται οι δυσκολίες που έχει να περάσει τα μέτρα στο εσωτερικό του, και η συμμετοχή του κόσμου που τον ψήφισε στις μάχες που ξετυλίγονται ενάντια στην κυβέρνηση. Χρειάζεται να αναζητήσουμε τις ρίζες της αναστροφής στον ίδιο τον ρεφορμιστικό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ και στα όρια της στρατηγικής του κοινοβουλευτικού δρόμου.

Δεν αρκεί να διαπιστώνουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πούλησε το πρόγραμμα του και τις υποσχέσεις του γιατί είχε οργάνωση γραφειοκρατική, είχε ηγεσία συμβιβασμένη, και μια κοινοβουλευτική ομάδα έτοιμη να συμβιβαστεί με την πρώτη κωλοτούμπα. Έχει περάσει ενάμισης αιώνας από τότε που ο Μαρξ προειδοποιούσε ότι “μια αριστερά που το οπλοστάσιό της περιορίζεται στη διαπίστωση ότι ο κύριος τάδε (ο Τσίπρας στην προκειμένη περίπτωση) είναι συμβιβασμένος, είναι πολύ φτωχή”. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε όλα αυτά τα κουσούρια, αλλά αυτό που είχε πάνω απ’ όλα σαν ελάττωμα ήταν η στρατηγική του κοινοβουλευτικού δρόμου. Η αυταπάτη ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν γιατί θα αλλάξει η κυβέρνηση. Η αναζήτηση μιας αριστεράς ικανής να πάει πέρα από τα όρια που κόλησε ο ΣΥΡΙΖΑ απαιτεί να ξεπεράσουμε αυτή τη στρατηγική.

Τρία ζητήματα ανοίγουν σ’ αυτή τη συζήτηση. Το πρώτο, ο ρόλος της εργατικής τάξης στη σύγκρουση με τα μνημόνια και πώς αυτός καθορίζει μέχρι πού μπορεί να φτάσει η σύγκρουση με τον ίδιο τον καπιταλισμό και την κρίση. Το δεύτερο, ποια η τακτική σου απέναντι στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Και το τρίτο, ποια μορφή οργάνωσης είναι η πιο αποτελεσματική.

Η κυρίαρχη άποψη, ιδιαίτερα από τα ίδια του τα μέλη, ήταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εκτινάχτηκε από το 5% στο 17% και στη συνέχεια στο 26% στις εκλογές του 2012, όταν ο Τσίπρας έκανε την δήλωση «Μπορούμε να σχηματίσουμε κυβέρνηση». Θεωρήθηκε ιστορική τότε αυτή η δήλωση, και γι’ αυτό, ακόμα και κομμάτια που έχουν αποχωρήσει σήμερα από τον ΣΥΡΙΖΑ, συνεχίζουν να θεωρούν ότι η «κυβέρνηση της Αριστεράς» ήταν και είναι σωστή στρατηγική προοπτική.

Όμως, ο πρωταγωνιστής των εξελίξεων στα χρόνια των πρώτων μνημονίων και της κατάρρευσης των παραδοσιακών κυβερνητικών κομμάτων δεν ήταν ο Τσίπρας και οι δηλώσεις του, ήταν η δράση και η αλλαγή στις ιδέες των εργατών. Αυτό είναι που καθορίζει αν οι εργάτες που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ είναι απλά μετακινούμενοι ψηφοφόροι ή έχουν μια διαφορετική σχέση μ’ αυτό το κόμμα και πόσο αντιφατική είναι αυτή η σχέση.

Πώς ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να γίνει κυβέρνηση; Επειδή πιστεύουμε ότι ο Μαρξ είχε δίκιο όταν έλεγε ότι «οι άνθρωποι κάνουν την ιστορία, αλλά σε συνθήκες που δεν ορίζουν πάντα», κατανοούμε ότι η εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ από το 5% στο 36% έγινε γιατί ένα μεγάλο κομμάτι, το πιο οργανωμένο και το πιο μαχητικό της εργατικής τάξης, εγκατέλειψε μαζικά το ΠΑΣΟΚ και προχώρησε στα αριστερά. Μπορούσε εάν ήταν απλά αντιμνημονιακό να στηρίξει τη Ν.Δ., δεδομένου ότι ο Σαμαράς μέχρι να μπει στην συγκυβέρνηση Παπαδήμου, ήταν ενάντια στο Μνημόνιο. Όμως δεν το έκανε γιατί οι ιδέες του, η συνειδητοποίηση του ήταν πέρα από αντιμνημονιακή.

Ο Αντόνιο Γκράμσι εξηγεί πώς οι περισσότεροι εργάτες έχουν «αντιφατική συνείδηση». Από τη μια επηρεάζονται από τις κυρίαρχες ιδέες και από την άλλη από τις εμπειρίες τους από τη συλλογική τους δράση. Οι άνθρωποι που αρχίζουν να πιστεύουν ότι μπορούν να αλλάζουν την κοινωνία, γίνονται ένα κομμάτι που μεγαλώνει ραγδαία σε περίοδο μεγάλων αγώνων. Μέσα στην περίοδο των μεγάλων απεργιών ενάντια στο ΠΑΣΟΚ που έφερε το πρώτο Μνημόνιο η αλλαγή ήταν ραγδαία και προς τα αριστερά. Μαζική η αποχώρηση από το ΠΑΣΟΚ (η αρχή του τέλους του) και μαζική προσχώρηση στην Αριστερά. Η δύναμη αυτής της τάξης δημιούργησε το μεγαλύτερο πολιτικό γεγονός στην πρόσφατη ιστορία της Ευρώπης. Γι’ αυτό όχι τυχαία έγινε το παράδειγμα για τους από κάτω και δημιούργησε πανικό για τους από πάνω. Ήταν πραγματικός σεισμός και συνεχίζει.

Εδώ χρειάζεται προσοχή, γιατί υπάρχουν απόψεις που λένε ότι τα όρια του ΣΥΡΙΖΑ είναι τα όρια της πολιτικοποίησης του κόσμου που τον ψήφισε. Είναι λάθος η θεωρία ότι η αντιφατική συνείδηση των εργατών καθόρισε τη δεξιά πορεία και προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ. Η Πασοκοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν έγινε γιατί επηρεάστηκε από τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ που πέρασε μαζικά αριστερά, αλλά τουναντίον γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ με τη στρατηγική της κυβερνητικής διαχείρισης περιορίζει τη δυναμική αυτής της στροφής, κλείνει τις δυνατότητες επικοινωνίας με τις προσδοκίες και τους αγώνες του κόσμου της εργατικής τάξης που προχωράει αριστερά. Η επικοινωνία με αυτόν τον κόσμο από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν πάντοτε εκλογική: εθνικές εκλογές, εκλογές στα συνδικάτα, εκλογές εσωκομματικές (πολύ σπάνια), δημοψήφισμα. Ποτέ η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αριστερά και δεξιά, δεν απευθύνθηκε σ’αυτόν τον κόσμο σαν τάξη αλλά πάντοτε σαν ψηφοφόρο. Η προσπάθεια ακόμα και από τις αριστερές συνιστώσες ήταν ο έλεγχος του κομματικού μηχανισμού και όχι η κινητοποίηση της τάξης που ανέβασε και στήριξε αυτήν την κυβέρνηση.

Η απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα δεν είναι για να ξεκαθαρίζουμε με το παρελθόν, αλλά για το τι θα κάνουμε στο μέλλον. Και αυτό δεν αφορά μόνο την επαναστατική αριστερά και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά χιλιάδες εργάτες/ τριες που σπάσανε με τον ΣΥΡΙΖΑ, που άλλοι συνεχίζουν να είναι και μέσα και έξω, αλλά που το κύριο είναι τι κάνει και τι προτείνει η έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ αριστερά.

Η ρήξη με τον ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται να φτάνει μέχρι τη συνειδητοποίηση ότι έχουμε ανάγκη από επαναστατικό κόμμα της αριστεράς. Η διάκριση σε ρεφορμιστικό και επαναστατικό κόμμα  καθορίζεται από τους στόχους και τη στρατηγική του. Ένα κόμμα που πιστεύει ότι η κοινωνία αλλάζει μέσα από τον κοινοβουλευτικό δρόμο, ακόμα και αν ήταν επαναστατικό στις απαρχές του, όπως το SPD στη Γερμανία, καταλήγει στο τέλος να στηρίζει και να εφαρμόζει τις επιλογές του συστήματος. Η δομή του – γραφειοκρατική, ο αρχηγικός της χαρακτήρας και τα πραξικοπήματα είναι αποτέλεσμα της πολιτικής και των επιλογών του και όχι το ανάποδο. Σίγουρα υπήρχε μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ ένα κομμάτι που πίστευε ότι μπορούσε να αποφύγει τους συμβιβασμούς που ξεκίνησαν αμέσως με τον σχηματισμό της κυβέρνησης. Όμως αυτό ποτέ δεν βγήκε προς τα έξω και πάνω απ’ όλα δεν οργανώθηκε με αναφορά τη βάση, τους εργάτες/τριες των μεγάλων απεργιών, ρευμάτων που ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ. Τα όρια της ΛΑΕ επηρεάζονται από τον προσανατολισμό ότι μπορεί να επαναλάβει το εγχείρημα μιας κυβέρνησης της αριστεράς απλά προσθέτοντας ότι την επόμενη φορά θα είναι «πραγματική».  

Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει τεράστια δυσκολία να περάσει και να εφαρμόσει το τρίτο μνημόνιο σήμερα. Οι δυο πανεργατικές απεργίες, στις 12 Νοέμβρη και στις 3 Δεκέμβρη, οι απεργίες στα νοσοκομεία και τους δήμους για προσλήψεις και χρηματοδότηση, στα λιμάνια και στα τρένα ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, στα καράβια για να μην διαλυθεί το ΝΑΤ, παράλληλα με το τεράστιο κύμα αλληλεγγύης στους πρόσφυγες, δείχνουν ότι οι εργάτες δεν πάνε πίσω, ότι η απογοήτευση δεν κυριάρχησε, ότι η αριστερόστροφη περίοδος συνεχίζεται.

Η καινούργια χρονιά θα είναι πολύ πιο δύσκολη για την κυβέρνηση. Αυτό το ξεκαθάρισμα χρειάζεται να το έχει όλη η αριστερά για το πρόγραμμα που βάζει και πώς θα νικήσει. Θα ανοίξουν μεγάλες και κρίσιμες οικονομικές μάχες – ενάντια στο ασφαλιστικό και τις ιδιωτικοποιήσεις, για τα εργασιακά δικαιώματα και τις μισθολογικές διεκδικήσεις, ενάντια στα κλεισίματα. Όλα αυτά που ο Τσίπρας τα ανέβαλε συνεχώς, αλλά που τώρα του κληρώνουν. Οι εργατικοί αγώνες, οι απεργίες, ο συντονισμός ανάμεσα στα δυνατά κομμάτια, το άνοιγμα και το κέρδισμα των πιο αδύνατων, έτσι όπως έγινε με τους εργαζόμενους με πεντάμηνα των δήμων θα καθορίσουν προς τα πού θα κλείνει η πλάστιγγα. Δεν πρέπει να έχουμε καμιά αυταπάτη ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ “έχει παράλληλο πρόγραμμα” και δεν θα προσπαθήσει να περάσει και να εφαρμόσει όλα τα μέτρα του μνημονίου. Αλλά ταυτόχρονα πρέπει να έχουμε καθαρή εικόνα ότι ο κόσμος που ακόμα μένει στον ΣΥΡΙΖΑ είναι αντίθετος και θέλει να αντιπαλέψει αυτή την επίθεση.

Η πρωτοβουλία ανήκει στην αριστερά πέρα από τον ΣΥΡΙΖΑ να μπει μπροστά και να οργανώσει την εργατική απάντηση: με μάχη μέσα στα συνδικάτα για τον έλεγχο της βάσης των συνδικάτων πάνω στους αγώνες σε σύγκρουση με την συνδικαλιστική γραφειοκρατία είτε είναι ΣΥΡΙΖΑ, είτε ΠΑΣΚΕ, είτε ΔΑΚΕ. Είναι λάθος η συμμετοχή της ΛΑ.Ε. στην ίδια συνδικαλιστική παράταξη με τον ΣΥΡΙΖΑ, μια παράταξη που όταν δεν λειτουργεί ανοιχτά απεργοσπαστικά, αφήνει τους αγώνες ανοργάνωτους. Η θέση όλων των αγωνιστών της πέρα από το ΣΥΡΙΖΑ αριστεράς είναι στην προσπάθεια να χτίσουμε συντονισμούς των συνδικάτων από τα κάτω, για τη στήριξη κάθε κομματιού που βγαίνει σε σύγκρουση με τις κυβερνητικές και εργοδοτικές επιθέσεις.

Είναι λάθος επίσης η αντίληψη ότι το μέλλον αυτής της κυβέρνησης δεν θα κριθεί από τις εργατικές μάχες αλλά από ένα νέο κίνημα πλατειών ή από κινήματα που δεν «λερώνονται» από την πολιτική. Αυτές οι παλιές θεωρίες της αυτονομίας είναι φυσιολογικό να βρίσκουν απήχηση σε τμήματα που απογοητεύτηκαν από το ΣΥΡΙΖΑ, σε μια περίοδο εκρηκτική όπου φαίνονται τα αδιέξοδα από τα ρεφορμιστικά κόμματα. Συνέβηκε το ’68, ξανασυνέβηκε το 2000 με την εμφάνιση του νέου αντικαπιταλιστικού κινήματος και ξανασυμβαίνει και σήμερα. Η σύγκρουση με την παλιά σοσιαλδημοκρατία το 2000, η σύγκρουση με τον «αριστερό ρεφορμισμό» σήμερα στην Ελλάδα (και με προοπτική να ανοίξει και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, αλλά και μέσα από την εμπειρία των αριστερών κυβερνήσεων σε χώρες της Λατινικής Αμερικής) δημιουργεί νέες κινήσεις που ψάχνουν για το «καινούργιο».

Το πιο καινούργιο και το πιο σύγχρονο είναι η ίδια η εργατική τάξη που μέσα από τις μάχες και την κίνηση της συγκρούεται με τα παλιά, αφήνει πίσω της τα εμπόδια και τις τρικλοποδιές που της βάζει η κυρίαρχη τάξη και συνεχίζει. Πάνω σ’ αυτή την εμπειρία μπορούσε ο Μαρξ και ο Έγκελς να γράψουν τόσο σίγουρα ότι ο νεκροθάφτης του καπιταλισμού είναι η εργατική τάξη και πάνω στις εμπειρίες των αγώνων της, από το 1848 μέχρι την Παρισινή Κομμούνα να ξεκαθαρίσουν ότι «η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας». Ο Λένιν, τριάντα χρόνια μετά την Παρισινή Κομμούνα, και με την εμπειρία μιας τάξης που μπορούσε να απελευθερώσει όχι μόνο τον εαυτό της αλλά όλη την κοινωνία από τα δεσμά της καταπίεσης στη Ρωσία του Τσάρου και της απολυταρχίας στις αρχές του εικοστού αιώνα, βάζει την ανάγκη της δημιουργίας επαναστατικού κόμματος σαν εναλλακτική στα αδιέξοδα του ρεφορμισμού. Αυτή τη σκυτάλη πρέπει να πάρουμε στα χέρια μας σήμερα.