Άρθρο
Η ανάκαμψη της κρίσης

Συνάντηση του Τσίπρα με την Ελληνική Ένωση Τρ

Το πρώρο δίμηνο του 2016 ήταν “η χειρότερη έναρξη χρονιάς” για την οικονομία. Ο Πάνος Γκαργκάνας εξηγεί τα γιατί και τις συνέπειες αυτής της επιδείνωσης.

Οι διεθνείς οικονομικές εξελίξεις μέσα στο πρώτο δίμηνο του 2016 ήταν πυκνές και όλες προς την ίδια κατεύθυνση: ενδείξεις και αποδείξεις ότι η κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας χειροτερεύει και οι ανησυχίες για νέα δραματικά επεισόδια όπως η κατάρρευση της Λίμαν Μπράδερς το 2008 εντείνονται.

Τη Δευτέρα 4 Γενάρη τα Χρηματιστήρια άνοιξαν μετά τις Γιορτές κατρακυλώντας. Ήταν ο μεγαλύτερος γενικευμένος πανικός από το Τόκιο μέχρι τη Νέα Υόρκη περνώντας από Σαγκάη και Ευρώπη, από τον Αύγουστο του 2015 όταν το κραχ στο Χρηματιστήριο της Σαγκάης είχε στείλει την προειδοποιητική βολή. Τις επόμενες μέρες, το εθνικό νόμισμα της Κίνας συνέχισε την καθοδική του πορεία παρά τις προσπάθειες της Κεντρικής Τράπεζας του Πεκίνου να το συγκρατήσει. Την Πέμπτη 7 Γενάρη ο πανικός στα διεθνή χρηματιστήρια επαναλήφθηκε και οι Financial Times του Σαββατοκύριακου 9-10/1 διαπίστωναν ότι μέσα στη βδομάδα χάθηκαν 2,3 τρισεκατομμύρια δολάρια- «η χειρότερη έναρξη χρονιάς εδώ και δεκαετίες».

Είχαν προηγηθεί δυσάρεστα νέα μέσα στις τελευταίες μέρες του 2015, με τη Σαουδική Αραβία να ανακοινώνει έλλειμμα στον προϋπολογισμό της, ύψους 97,9 δις δολάρια και το ρούβλι να κλείνει τη χρονιά με πτώση 26%. Στην Κίνα, ο πλουσιότερος δισεκατομμυριούχος Λι Χετζούν που είχε δει την χρηματιστηριακή αξία της εταιρίας του να φτάνει στα 40 δις δολάρια την περασμένη άνοιξη, διαπίστωνε ότι η τρέχουσα αξία είχε πέσει στο 1,16 δις.

Ακολούθησαν περισσότερες δυσάρεστες ειδήσεις. Στις 13 Γενάρη η ΒΡ ανακοίνωσε 4.000 απολύσεις και η Petrobras της Βραζιλίας μείωσε κατά 32 δις δολάρια (-25%) το επενδυτικό της πρόγραμμα.

Την Πέμπτη 21 Γενάρη μια νέα πτώση στα Χρηματιστήρια επισημοποίησε ότι η διαφορά από το προηγούμενο υψηλό έφτασε στο –20%, δηλαδή και με τους τεχνικούς όρους των χρηματαγορών τερματίστηκε η φάση ανόδου και μπήκαμε σε καθοδική φάση. Στη Σαγκάη, μια νέα βουτιά –6,4% στις 27 Γενάρη, οδήγησε τις κινεζικές αρχές να καταγγείλουν τον Τζορτζ Σόρος ότι έχει βάλει στο στόχαστρο της κερδοσκοπίας το νόμισμα της Κίνας, όπως είχε κάνει το 1992 με τη βρετανική στερλίνα. Τότε, η θατσερική κυβέρνηση της Βρετανίας είχε αναγκαστεί να αποδεσμεύσει το νόμισμά της από το ECU (τον πρόδρομο του Ευρώ) και ο Σόρος που είχε στοιχηματίσει στην υποτίμηση κέρδισε ένα δισεκατομμύριο.

Πιο πριν, είχαν ανακοινωθεί στοιχεία για την κατρακύλα ενός άλλου δείκτη, του Baltic Dry Index που παρακολουθεί τις τιμές των ναύλων για τις θαλάσσιες μεταφορές. Στα μέσα Γενάρη έπεσε κάτω από τις 400 μονάδες για πρώτη φορά από το 1985. Το καλοκαίρι του 2015 βρισκόταν στις 1.000 μονάδες και το 2010 στις 4.000.

Στις 28 Γενάρη, το Αζερμπαϊτζάν, μια χώρα πλούσια σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο έπεσε στα νύχια του ΔΝΤ ζητώντας δάνειο 4 δις δολάρια και δυο μέρες αργότερα ακολούθησε η Νιγηρία που ζήτησε 2,5 δις. Ενδιάμεσα, στις 29 Γενάρη, ανακοινώθηκε η παραίτηση του υπουργού Οικονομικών της Ιαπωνίας Ακίρα Αμάρι. Τυπικά, η παραίτηση οφειλόταν σε κατηγορίες για παράνομη χρηματοδότηση της εκλογικής του εκστρατείας, αλλά επειδή ο Αμάρι ήταν ο αρχιτέκτονας της οικονομικής πολιτικής των abenomics, ο διεθνής τύπος διαπίστωνε πλήγμα για τις προσπάθειες της ιαπωνικής κυβέρνησης να οδηγήσει τη χώρα σε ανάκαμψη.

Ακολούθησαν χειρότερα. Στις 5 Φλεβάρη ανακοίνωσε ζημιές η τράπεζα Credit Suisse και οι τραπεζικές μετοχές στις ΗΠΑ έκαναν βουτιά –11%. Τη Δευτέρα 8 Φλεβάρη χτυπήθηκε η μετοχή της μεγαλύτερης γερμανικής τράπεζας, της Deutsche Bank με πτώση -9,5% μέσα σε μια μέρα προκαλώντας πανικό σε όλο τον τραπεζικό τομέα σε Ευρώπη και ΗΠΑ. Η Διοίκηση της DB αναγκάστηκε να προχωρήσει σε επαναγορά δικών της ομολόγων ύψους 5,4 δις δολάρια για να ηρεμήσει τις αγορές τις επόμενες μέρες.

Στις 19 Φλεβάρη ο ΟΟΣΑ έδωσε στη δημοσιότητα προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία αναθεωρημένες προς το χειρότερο και με το σχόλιο ότι «οι αναπτυξιακές προοπτικές έχουν πρακτικά ισοπεδωθεί». Ακολούθησε στις 25 Φλεβάρη το ΔΝΤ, το οποίο έστειλε μήνυμα στους υπουργούς οικονομικών των G20 που είχαν Σύνοδο στη Σαγκάη, να συντονίσουν μέτρα ανάκαμψης γιατί η κατάσταση εμπνέει ανησυχίες. Στις 26 Φλεβάρη ανακοινώθηκαν στοιχεία για την πορεία του διεθνούς εμπορίου που δείχνουν μείωση κατά 13,8% σε δολάρια, για πρώτη φορά μετά το 2009. Ο πρωτοσέλιδος τίτλος των Financial Times εκείνη τη μέρα ήταν «Το παγκόσμιο εμπόριο επιστρέφει σε επίπεδα κρίσης, καθώς η ζήτηση των Αναδυόμενων Αγορών κατρακυλάει».

Όλα τα σημάδια, λοιπόν, χτυπούν κόκκινο και τα ερωτήματα είναι αμείλικτα. Τι φταίει και η κρίση αντί να ξεπερνιέται, σχεδόν οχτώ χρόνια μετά τη βουτιά του 2008, επιδεινώνεται ξανά; Τι σημαίνει αυτό για την ελληνική οικονομία και την τρίτη απόπειρα μνημονιακής «διάσωσης»; Και τέλος, ποια μπορεί να είναι η εναλλακτική διέξοδος από αυτό το φαύλο κύκλο;

Ας κάνουμε μια προσπάθεια να δούμε τις απαντήσεις.

Μια σειρά από λάθη;

Ας αρχίσουμε από τις κυρίαρχες απόψεις που αρνούνται ότι υπάρχει κάποιο δομικό πρόβλημα με το σύστημα. Σχεδόν παντού, οι κυβερνήσεις, οι κεντρικές τράπεζες και οι φιλικοί τους οικονομικοί σχολιαστές επιμένουν ότι το υπόβαθρο της πραγματικής οικονομίας παραμένει υγιές, ότι οι όποιοι κραδασμοί οφείλονται σε επιμέρους λανθασμένους χειρισμούς και ότι είναι σε θέση «να κάνουν ό,τι χρειαστεί» για να μην προκύψει ύφεση και να ενισχυθεί η ανάκαμψη.

Ωστόσο, το κοινό αυτό μοτίβο παίρνει διαφορετικές συγκεκριμενοποιήσεις από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα. Είδαμε ήδη ότι στο Πεκίνο βλέπουν ως πηγή της κακοδαιμονίας τα κερδοσκοπικά παιχνίδια του Σόρος. Στις ΗΠΑ, αντίθετα, επικρατεί η άποψη ότι οι κινεζικές αρχές έχουν χειριστεί αδέξια τα προβλήματά τους με παλινωδίες ως προς την επιβολή περιορισμών στις χρηματιστηριακές συναλλαγές, άλλοτε σταματώντας τελείως τις συναλλαγές και εντείνοντας τον πανικό και άλλοτε απαγορεύοντας επιμέρους πρακτικές όπως το «σορτάρισμα». Στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες το μεγαλύτερο λάθος αποδίδεται στην κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ και στην απόφασή της να αρχίσει να ανεβάζει τα επιτόκια, προκαλώντας έτσι προβλήματα στις αναδυόμενες αγορές και αστάθεια στις αναπτυγμένες.

Κάθε μια από αυτές τις παρατηρήσεις έχει δόση αλήθειας, αλλά δεν εντοπίζει τα βαθύτερα αίτια των προβλημάτων.

Ασφαλώς και η Κίνα βρίσκεται αντιμέτωπη με φυγή κερδοσκοπικών κεφαλαίων. Αλλά το πρόβλημα δεν περιορίζεται σε παιχνίδια του Σόρος ή έστω «ξένων κερδοσκόπων». Οι ίδιοι οι νεόπλουτοι-αναδυόμενοι καπιταλιστές της Κίνας συμμετείχαν και συμμετέχουν σε εκτεταμένη κερδοσκοπία που στη σημερινή φάση οδηγεί στην αναζήτηση καταφυγίων στο εξωτερικό. Στις αρχές Φλεβάρη αποκαλύφθηκε σκάνδαλο-«αεροπλανάκι» (ή «πυραμίδα» όπως έλεγαν παλιότερα) 7,6 δις δολάρια από μια εταιρία με το όνομα Ezubao που συγκέντρωνε κεφάλαια και τα τοποθετούσε σε κατασκευαστικά πρότζεκτ που ήταν «κατά 95% ψεύτικα». Είτε πρόκειται για απατεώνες που συνειδητά έπαιζαν με ψεύτικες «επενδύσεις» είτε πρόκειται για καπιταλιστές που επένδυσαν σε φούσκες (κατασκευαστικές, χρηματιστηριακές ή άλλες) οι οποίες τώρα σκάνε, η αντίδρασή τους είναι παρόμοια: να μεταφέρουν κεφάλαια σε σκληρό νόμισμα, κυρίως στο δολάριο. Η φυγή κεφαλαίων από την Κίνα έφτασε σε ρυθμούς που αγγίζουν τα 100 δις δολάρια το μήνα!

Οι ισχυρισμοί ότι μια τέτοια εξέλιξη είναι «διαχειρίσιμη», αρκεί οι κινεζικές αρχές να επιδείξουν ψυχραιμία και να μην πανικοβάλουν τους κερδοσκόπους με αιφνιδιαστικές απαγορεύσεις στα χρηματιστήρια και απότομες μεταβολές στην ισοτιμία του νομίσματος, είναι αστείοι. Η αντιστροφή των ροών κεφαλαίων από και προς τις «αναδυόμενες αγορές» συμβαίνει σε παγκόσμια κλίμακα και δεν εξαρτάται από επιμέρους «ιδιαιτερότητες». Όλα τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι στο διάστημα 2009-2014 υπήρχε εισροή κεφαλαίων που έτρεχαν να τοποθετηθούν σε αυτές τις αγορές, ενώ από το καλοκαίρι του 2014 υπάρχει μαζική έξοδος που συγκλονίζει ολόκληρες χώρες όπως η Βραζιλία και η Νότια Αφρική.

Για την ακρίβεια, όσο πιο πολύ είχαν ανοιχτεί στη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία αυτές οι χώρες απελευθερώνοντας τις αγορές για να διευκολύνουν την προσέλκυση επενδύσεων, τόσο πιο ευάλωτες αποδεικνύονται στη σημερινή φυγή των κερδοσκόπων. Καμιά «ψύχραιμη» επιμονή στους κανόνες των αγορών δεν τις σώζει και αυτό είναι ασφαλώς σημαντικό κρατούμενο και για την ελληνική περίπτωση, όπως θα δούμε πιο κάτω.

Αυτή η αντιστροφή των ροών κεφαλαίου είναι σίγουρα χαρακτηριστικό στοιχείο της νέας αστάθειας και σε αυτή τη διαπίστωση στηρίζονται οι απόψεις που εντοπίζουν το πρόβλημα στην απόφαση της αμερικάνικης κεντρικής τράπεζας να αρχίσει να ανεβάζει τα επιτόκια. Η ισχυροποίηση του δολάριου γίνεται κράχτης για κεφάλαια που αναζητούν «ασφαλές καταφύγιο» και επιδεινώνει τα προβλήματα σε ένα ολόκληρο κομμάτι της παγκόσμιας οικονομίας που ήταν ανοδικό την προηγούμενη περίοδο.

Ωστόσο, ούτε αυτό το «λάθος» είναι αρκετό σαν εξήγηση. Ο προσανατολισμός της Fed, της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ, σε άνοδο των επιτοκίων και περιορισμό του φθηνού χρήματος είχε σαν στόχο να προλάβει τα κερδοσκοπικά φαινόμενα πριν αρχίσουν ξανά να σπάνε φούσκες που προκαλούν χρεοκοπίες όπως έγινε το 2007-8. Αλλά οι φούσκες ωρίμασαν πιο γρήγορα. Χαρακτηριστικό και πιο σημαντικό παράδειγμα οι τιμές του πετρέλαιου και άλλων πρώτων υλών.

Η πτώση της τιμής του πετρέλαιου πήρε δραματικές διαστάσεις και έχει πολλαπλές επιπτώσεις. Από τα ύψη των προηγούμενων χρόνων, είχε πέσει τα Χριστούγεννα του 2015 στα 36 δολάρια το βαρέλι και ο ΟΠΕΚ έκανε την εκτίμηση ότι δεν θα ανέβει ξανά πάνω από τα 100 δολάρια πριν από το …2040. Μέσα στους πανικούς του πρώτου δίμηνου της φετινής χρονιάς έπεσε κάτω από τα 30.

Αυτό επηρεάζει αρνητικά και τις χρηματαγορές και την πραγματική οικονομία. Πλούσιες πετρελαιοπαραγωγές χώρες όπως η Σαουδική Αραβία και η Νορβηγία απέσυραν μέσα στο 2015 κεφάλαια ύψους 46,5 δις δολάρια από τις χρηματοπιστωτικές εταιρίες διαχείρισης κεφαλαίων. Μέσα στον Γενάρη του 2016, οι εταιρίες αμοιβαίων κεφαλαίων είδαν να αποσύρονται 60 δις δολάρια. «Δεν αντιμετωπίσαμε προβλήματα ρευστότητας» δηλώνουν. Ωστόσο, όπως έξυπνα παρατηρεί ένας αρθρογράφος των Financial Times, o John Authers, όταν υπάρχουν πιέσεις ρευστότητας αυτοί οι κύκλοι καταφεύγουν στο «παγκόσμιο ΑΤΜ», στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης για να αντλήσουν ρευστότητα πουλώντας μετοχές και προεξοφλώντας έτσι τον ερχομό οικονομικής ύφεσης μέσα στις ίδιες τις ΗΠΑ. (Financial Times 12 Φλεβάρη 2016).

Η ύφεση είναι ήδη γεγονός σε πετρελαιοπαραγωγές χώρες με μεγαλύτερα προβλήματα. Αναφέραμε ήδη τη Νιγηρία και το Αζερμπαϊτζάν που κατέφυγαν στο ΔΝΤ. Η Ρωσία ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων που περιλαμβάνει τα «ασημικά» της, εταιρίες όπως η Αεροφλότ, η Ροσνέφτ, οι σιδηρόδρομοι, η κρατική τράπεζα VTB, τα ναυπηγεία Sovcomflot και το ορυχείο διαμαντιών Alcosa. Αλλά οι επιπτώσεις φτάνουν μέσα στις ίδιες τις ΗΠΑ, όπου πολλές εταιρίες εξόρυξης με τη νέα τεχνολογία fracking που ήταν βιώσιμες όταν η τιμή βρισκόταν στα 100 δολάρια τώρα ζορίζονται και τα δάνειά τους κοκκινίζουν. Όπως έγινε και με προηγούμενες φούσκες που έσκασαν, οι συνέπειες ακουμπούν ξανά το τραπεζικό σύστημα. Δεν ήταν τυχαίος ο πανικός σε κολοσσούς όπως η JP Morgan, η Goldman Sachs και η Deutsche Bank.

Δεν είναι μόνο τα δάνεια των πετρελαιοπαραγωγών που κοκκινίζουν. Το ίδιο ισχύει για τις εφοπλιστικές εταιρίες που είχαν ανοιχτεί σε κατασκευές νέων πλοίων για τους στόλους τους και τώρα βλέπουν τους ναύλους να κατρακυλούν καθώς το διεθνές εμπόριο πέφτει. Στις 22 Γενάρη η συντηρητική εφημερίδα Daily Telegraph του Λονδίνου είχε ένα ρεπορτάζ που μιλούσε για «πλοία-ζόμπι», πλοία που με δυσκολία πληρώνουν τους τόκους για το δάνειο με το οποίο κατασκευάστηκαν, αλλά δεν έχουν καμιά προοπτική να ξεπληρώσουν το ίδιο το δάνειο. (http://www.telegraph.co.uk /finance/12108453/Zombie-ships-send-maritime-freight-into-worst-crisis-in-living-memory.html).

Παράλληλα, η Κίνα που έχει γίνει η χώρα με τα μεγαλύτερα ναυπηγεία ξεπερνώντας την Κορέα και την Ιαπωνία, αντιμετωπίζει κλεισίματα όχι μόνο σε αυτόν τον κλάδο αλλά και στη χαλυβουργία όπου μιλάνε για ενάμισι εκατομμύριο απολύσεις! Οι Financial Times στο δικό τους σχετικό ρεπορτάζ μιλούσαν επίσης για επιχειρήσεις-ζόμπι. (http://www.ft.com/intl/cms/s/0/253d7eb0 -ca6c-11e5-84df-70594b99fc47.html# axzz41vCml4b0). Αν ζούσε ο Κρις Χάρμαν, θα ήταν περήφανος γιατί η ζωή δικαιώνει ακόμη και τον τίτλο του τελευταίου βιβλίου του: «Καπιταλισμός ζόμπι».

Το κριτήριο του κέρδους

Φεύγοντας από τις επιφανειακές ερμηνείες των «λαθεμένων χειρισμών», πρέπει να αναζητήσουμε τις αιτίες της νέας επιδείνωσης της κρίσης στο φρενάρισμα των επενδύσεων μέσα από τα προβλήματα κερδοφορίας στις ίδιες τις ατμομηχανές του καπιταλισμού. (εδώ πίνακας3 global corporate profits).

Δείτε το διάγραμμα που παρουσιάζει ο μαρξιστής οικονομολόγος Michael Roberts για την πορεία των κερδών των μεγάλων εταιριών (σταθμισμένος μέσος όρος ΗΠΑ, Γερμανίας, Βρετανίας, Κίνας και Ιαπωνίας). Βρίσκονται σε καθοδική πορεία και αυτό προοιωνίζεταιμείωση των επενδύσεων και νέα οικονομική ύφεση στην καρδιά του καπιταλισμού. Όπως τονίζει ο ίδιος, ακόμη και οι οικονομολόγοι της JP Morgan καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι αυτό σημαίνει πιθανότητες 92% για ύφεση στις ΗΠΑ μέσα στα επόμενα τρία χρόνια και πιθανότητες 67% μέσα στα επόμενα δυο. (https://thenextrecession.wordpress .com/2016/02/16/is-the-us-economy-headed-into-recession/).

Αυτό είναι το πραγματικό υπόβαθρο για τους πανικούς που ήδη είδαμε να εκδηλώνονται και για την αποτυχία όλων των προσπαθειών για ανάκαμψη μετά την κρίση του 2008.

Οι καπιταλιστές δεν επενδύουν με κριτήριο τις ανθρώπινες ανάγκες ούτε στη βάση του απόλυτου όγκου των κερδών τους μια προηγούμενη περίοδο. Μπορεί να κάθονται πάνω σε βουνά από κέρδη και να μην προχωρούν σε νέες επενδύσεις αν υπολογίζουν ότι η απόδοσή τους δεν θα είναι ικανοποιητική. Το ποσοστό κέρδους είναι το υπέρτατο κριτήριό τους. Και όπως μας δίδαξε ο Μαρξ, το δομικό πρόβλημα του καπιταλισμού είναι ότι έχει την τάση να υπονομεύει αυτό το ζωτικό κριτήριο του συστήματος μειώνοντας το μέσο ποσοστό κέρδους.

Κάθε νέος κύκλος καπιταλιστικής ανάπτυξης και επενδύσεων οδηγεί σε αύξηση του επενδυμένου κεφάλαιου, αύξηση του παρονομαστή στο κλάσμα που μετράει το ποσοστό κέρδους. Μέχρι που φτάνει η στιγμή όπου η προσδοκώμενη κερδοφορία είναι τόσο χαμηλή ώστε οι επενδύσεις σταματούν και η ανάπτυξη δίνει τη θέση της στην ύφεση.

Η έξοδος από τέτοιες κρίσεις μέσα στον καπιταλισμό γινόταν πάντα με καταστροφή κεφαλαίου, με το κλείσιμο των λιγότερο ανταγωνιστικών επιχειρήσεων ώστε αυτές που επιβιώνουν να ανακτήσουν περιθώρια ανάκαμψης της κερδοφορίας. Ωστόσο, όσο το σύστημα γερνάει, η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφάλαιου που επέρχεται μέσα από την επανάληψη τέτοιων κύκλων κρίσης-χρεοκοπίας και απορρόφησης ανταγωνιστών, δημιουργεί μονάδες πολύ μεγάλες για να αφεθούν από τα κράτη τους να χρεοκοπήσουν. Έτσι φτάσαμε σε γιγαντιαίων διαστάσεων υφέσεις όπως της δεκαετίας του 1930.

Όλοι συμφωνούσαν το 2008 ότι η σημερινή κρίση είναι η μεγαλύτερη από τότε. Ωστόσο οι πολιτικές διάσωσης που εφάρμοσαν συντονισμένα όλες οι κυβερνήσεις αγνόησαν αυτή τη βασική αλήθεια. Τρομοκρατημένες από τις επιπτώσεις της χρεοκοπίας της Λίμαν Μπράδερς, επικεντρώθηκαν στη διάσωση χρεοκοπημένων τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων εφαρμόζοντας το δόγμα «too big to fail»- οι κολοσσοί δεν έπρεπε να αφεθούν να κλείσουν.

Τα πακέτα διάσωσης με φτηνό χρήμα για το τραπεζικό σύστημα συγκράτησαν το βάθεμα της κρίσης αλλά εξασφάλισαν τη μακρόσυρτη διάρκειά της. Η κερδοφορία ποτέ δεν γύρισε στα προηγούμενα επίπεδα και συνακόλουθα οι επενδύσεις ποτέ δεν έδωσαν μια ορμητική ανάκαμψη. Αντίθετα, μια νέα κάμψη της σήμερα απειλεί να φέρει νέα βουτιά με μεγαλύτερες συνέπειες.

Οι κυβερνήσεις και οι καπιταλιστές προσπάθησαν να ξεφύγουν από αυτή την αντίφαση επιχειρώντας να ανεβάσουν την κερδοφορία μέσα από την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης. Όλα τα προγράμματα λιτότητας, περικοπών στις κοινωνικές δαπάνες και στους μισθούς μαζί με ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, τα οποία εφαρμόστηκαν όχι μόνο σε χώρες που έπεσαν στα νύχια μνημονίων αλλά σχεδόν παντού, σε αυτό αποσκοπούσαν και αποσκοπούν. Μείωση του εργατικού κόστους και του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης ώστε να ανέβει ο ρυθμός άντλησης υπεραξίας και να βελτιωθεί το κλάσμα «υπεραξία διαιρεμένη με το άθροισμα σταθερού και μεταβλητού κεφάλαιου».

Όμως ποτέ ο καπιταλισμός δεν βγήκε από κρίση με αυτόν τον τρόπο ούτε και σήμερα μπορεί. Δεν τους είναι αρκετό να γυρίσουν πίσω την εργατική τάξη στην εποχή της παιδικής εργασίας και του δωδεκάωρου, ακόμη και αν μπορούσαν να επιβάλουν μια τέτοια καταστροφή κόντρα στους εργατικούς αγώνες που αντιστέκονται. Θα έπρεπε παράλληλα να υποβιβάσουν και τα μέσα παραγωγής που κινεί η εργατική τάξη πίσω στα επίπεδα που βρίσκονταν στις αρχές του 19ου αιώνα. Μόνο τότε ο παρονομαστής θα μειωνόταν αρκετά και το κλάσμα του ποσοστού κέρδους θα ανορθωνόταν ικανοποιητικά.

Αυτό δεν είναι εφικτό για καμιά από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις του σύγχρονου καπιταλισμού, γιατί πολύ απλά μια τέτοια τεχνολογική οπισθοδρόμηση θα την έκανε ευάλωτη στους ανταγωνιστές της όχι μόνο οικονομικά αλλά και στρατιωτικά. Καμιά πολυεθνική δεν πιστεύει ότι θα γίνει πιο ανταγωνιστική φτιάχνοντας ένα εργοστάσιο με παλιά μηχανήματα σε κάποια τριτοκοσμική χώρα, αντίθετα φυτεύει τα πιο σύγχρονα συστήματα στις πιο απόμακρες γωνιές του πλανήτη. Μεγαλώνει μόνη της τον παρονομαστή την ίδια ώρα που κυνηγάει τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση. Και οι άρχουσες τάξεις επίσης δεν κινούνται με τη συλλογιστική του πισωγυρίσματος της τεχνολογίας στα επίπεδα ενός φτηνού εργατικού δυναμικού άλλων εποχών. Οι πιέσεις του γεωπολιτικού ανταγωνισμού συμπληρώνουν τις πιέσεις του οικονομικού ανταγωνισμού. Τα κράτη πιέζονται να κρατούν ανοιχτή την επιλογή να κάνουν πόλεμο κατά των ανταγωνιστών τους και γι’ αυτό δεν θέλουν να δουν τα εργοστάσιά τους να γυρίσουν τεχνολογικά πίσω διακόσια χρόνια. Όλες οι τυφλές πιέσεις αυτού του συστήματος κάνουν το επενδυμένο κεφάλαιο να μεγαλώνει και η εντατικοποίηση των εργατών δεν αρκεί για να ανεβάσει το ποσοστό κέρδους.

Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν τα χρόνια μετά το 2009 έχουν φτάσει σε αδιέξοδο.

Αυτό είναι κρατούμενο όχι μόνο σαν εξήγηση για το πώς φτάσαμε ως εδώ αλλά και για τις δυσκολίες μπροστά σε μια νέα επιδείνωση. Οι κεντρικοί τραπεζίτες και οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα ίδια μέτρα όπως το 2009. Βρίσκονται σε αμηχανία μπροστά στο δεύτερο γύρο της κρίσης.

Αυτό φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά από τις αντιφάσεις των προσπαθειών των κεντρικών τραπεζών να προεκτείνουν την πολιτική της μείωσης των επιτοκίων μπαίνοντας σε αρνητικά επιτόκια. Η Ελβετία ξεκίνησε αυτό το πείραμα, ακολούθησαν σκανδιναβικές χώρες και τώρα έχει μπει και η ΕΚΤ και η Ιαπωνία. Η συλλογιστική τους είναι ότι αρνητικό επιτόκιο σημαίνει πως οι τράπεζες πληρώνουν την κεντρική τράπεζα για να κρατούν χρήματα σαν κατάθεση εκεί. Αυτό είναι ασύμφορο, άρα οι τράπεζες θα αναγκαστούν να δώσουν δάνεια στην πραγματική οικονομία αντί να κρατάνε τα λεφτά τους παρκαρισμένα με αρνητικό επιτόκιο.

Κάποιοι αναλυτές προεκτείνουν τη συλλογιστική ένα βήμα πιο πέρα λέγοντας ότι και οι εμπορικές τράπεζες θα μπορούσαν να καθιερώσουν αρνητικά επιτόκια για να σπρώξουν τον κόσμο να ξοδέψει τις καταθέσεις του αντί να υποστεί αρνητικό επιτόκιο-χαράτσι πάνω στα λεφτά του. Έτσι θα αυξηθεί η κατανάλωση και η ζήτηση στην αγορά βοηθώντας την οικονομία να ανακάμψει.

Στην πράξη όμως αυτά λειτουργούν σαν αντικίνητρα. Έρευνες μεταξύ καταθετών δείχνουν ότι η πιο δημοφιλής απάντηση στην ερώτηση «τι θα κάνετε αν η τράπεζα επιβάλει αρνητικό επιτόκιο» είναι η απόσυρση καταθέσεων. Στο Τόκιο, η μόνη ζήτηση που αυξήθηκε όταν ανακοινώθηκαν αρνητικά επιτόκια ήταν για…χρηματοκιβώτια.

Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο φαίνεται ότι οι Κεντρικές Τράπεζες έχουν χάσει τα εργαλεία που παλιότερα ονόμαζαν «μπαζούκας», είναι οι ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση χρεοκοπημένων τραπεζών. Ισχύει ήδη η ευρωπαϊκή οδηγία που προβλέπει ότι σε τέτοιες περιπτώσεις δεν γίνεται διάσωση με ανακεφαλαιοποίηση όπως το 2009-15, αλλά με κούρεμα καταθέσεων. Αυτή δεν είναι πλέον μια οδηγία για μελλοντικές περιπτώσεις, ούτε μια «προειδοποίηση-πίεση» στους τραπεζίτες να είναι προσεκτικοί. Είναι μια σκληρή δοκιμασία που πλησιάζει καθώς οι τριγμοί στο τραπεζικό σύστημα έγιναν κάτι παραπάνω από ορατοί μέσα στους πανικούς το πρώτο δίμηνο του 2016.

Ένα μνημόνιο στον αέρα

Στα τέλη της περασμένης χρονιάς, οι κυβερνήσεις στην Ιταλία και την Πορτογαλία αναγκάστηκαν να επέμβουν στο τραπεζικό τους σύστημα γιατί ορισμένες τράπεζες είχαν φτάσει σε αδιέξοδο. Η ευρωπαϊκή οδηγία δεν είχε αρχίσει να ισχύει ακόμη, αλλά οι δράσεις τους ήταν κάπου ανάμεσα στις παλιές και τις νέες ρυθμίσεις προκαλώντας κατακραυγή. Στην Ιταλία υπήρξε και μια αυτοκτονία συνταξιούχου που έχασε τις οικονομίες μιας ολόκληρης ζωής. Ο πρωθυπουργός Ρέντσι αναγκάστηκε να υπερασπιστεί το ιταλικό τραπεζικό σύστημα και σε μια συνέντευξη στους Financial Times δήλωσε ότι «δεν θα το αντάλλασε με το γερμανικό». Αποδείχθηκε προφητικός, αφού στον πανικό του Γενάρη-Φλεβάρη, αυτή που βρέθηκε στο στόχαστρο ήταν η Deutsche Bank.

Αν η συγκυρία εμπνέει ανησυχίες για τέτοια τραπεζικά μεγαθήρια, τι πρέπει να σκεφτούμε για την ελληνική περίπτωση; Οι τραπεζικές μετοχές στην Αθήνα έσπασαν αρνητικά ρεκόρ τριακονταετίας μέσα στον πανικό, παρόλο που θεωρητικά «είχαν ανακεφαλαιοποιηθεί με επιτυχία» πριν από λίγους μήνες. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Ένας πρώτος λόγος έχει να κάνει με το γεγονός ότι η ανακεφαλαιοποίηση έγινε με τους όρους των αρπακτικών που είχαν ήδη μπει σαν μέτοχοι από τον καιρό του Σαμαρά. Γράφαμε στο τεύχος του «Σοσιαλισμός από τα κάτω» Νο 113 που είχε κυκλοφορήσει στις αρχές Νοέμβρη, ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ πιεζόταν να συμβιβαστεί με αυτά τα funds, κάτι που τελικά έγινε.

Όπως εξηγούσε ο Σωτήρης Κοντογιάννης στην Εργατική Αλληλεγγύη στις 15 Δεκέμβρη 2015 «οι “ιδιώτες” -τα “ταμεία όρνεα” δηλαδή που έτρεξαν να πάρουν μέρος στην τελευταία ανακεφαλαιοποίηση- πλήρωσαν για κάθε μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς  που πήραν 3 χιλιοστά του Ευρώ. Της Eurobank ένα ολόκληρο λεπτό. Της Εθνικής δυο. Της Alpha Bank, της ακριβότερης από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, τέσσερα. Με τα 6,5 δις που έδωσαν συνολικά απέκτησαν ουσιαστικά τον έλεγχο ολόκληρου του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. (…) Οι “ιδιώτες” που έσπευσαν να πάρουν μέρος στην ανακεφαλαιοποίηση δεν ελπίζουν στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Ούτε έχουν κανένα σκοπό να βοηθήσουν αυτή την ανάκαμψη. Η συμμετοχή τους έχει καθαρά κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Παίζουν με την τιμή των μετοχών. Οι τιμές στο Χρηματιστήριο βρέθηκαν από 5 ως 10 φορές πάνω σε σχέση με τις πενταροδεκάρες που έδωσαν για να τις αγοράσουν. Κάποιοι από τους «επενδυτές» έχουν ήδη αρχίσει τις πωλήσεις  -για αυτό πέφτει συνεχώς το χρηματιστήριο». Και βέβαια όταν άρχισε ο πανικός στις διεθνείς χρηματαγορές και οι μετοχές των τραπεζών έσπασαν το αρνητικό ρεκόρ, τα αρπακτικά μπορούσαν ακόμη να βγάζουν κέρδος αφού είχαν πάρει μετοχές με έκπτωση 50-90%. Οι ανακεφαλαιοποιήσεις που έκαναν οι μνημονιακές κυβερνήσεις και τώρα και η «νεομνημονιακή» κυβέρνηση Τσίπρα αποτελούν μια κλασική περίπτωση νεοφιλελεύθερης ηλιθιότητας, όπου οι ρυθμίσεις για την «προσέλκυση επενδυτών» γυρίζουν μπούμεραγκ όταν επικρατεί πανικός.

Σύμφωνα με την εφημερίδα Το Κεφάλαιο του Σαββάτου 5 Μάρτη “Το ΔΝΤ επισημαίνει ότι οι τράπεζες αδυνατούν να χρηματοδοτήσουν την ανάκαμψη της οικονομίας. Το Ταμείο «υπενθυμίζει» ότι εξαρχής υποστήριζε τη χρήση ολόκληρου του ποσού του δανείου που είχε δεσμευθεί για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, ήτοι των 20-25 δισ. ευρώ, αντί του ελάχιστου ποσού που χρησιμοποιήθηκε, προκειμένου οι τράπεζες να στηρίξουν με δάνεια την οικονομική δραστηριότητα. Η «ανεπάρκεια» αυτή οδηγεί, σύμφωνα με το ΝΤ, σε αυξημένες απαιτήσεις για περικοπές δαπανών στο ασφαλιστικό”. Πραγματικά αυτογκόλ δηλαδή.

Αλλά το πρόβλημα δεν περιορίζεται εκεί. Η μείωση στο διεθνές εμπόριο και η συνακόλουθη πίεση πάνω στις εφοπλιστικές εταιρίες χτυπάει το «καμάρι» του ελληνικού καπιταλισμού. Στις 21 Φλεβάρη, η κυριακάτικη Καθημερινή είχε στις ροζ σελίδες της ρεπορτάζ για το δέσιμο πλοίων στον κόλπο της Ελευσίνας που θυμίζει εικόνες από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τις αρχές του 1980. «Πλοία-ζόμπι» δεν υπάρχουν μόνο στο Σίτι του Λονδίνου αλλά και στον Πειραιά. Και βέβαια οι δεσμοί των εφοπλιστών με τις τράπεζες, ιδιαίτερα την Πειραιώς και την Εθνική, είναι μια ιστορία τόσο παλιά όσο και ο ίδιος ο ελληνικός καπιταλισμός.

Στο ίδιο φύλλο της Καθημερινής που αναφέραμε πιο πάνω υπήρχε άρθρο για τη συρρίκνωση του τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα με τα εξής στοιχεία. Το 2008 υπήρχαν 19 ελληνικές και 22 ξένες τράπεζες που απασχολούσαν 64.500 εργαζόμενους, είχαν καταθέσεις 240 δις ευρώ και χορηγούσαν δάνεια 249 δις. Σήμερα έχουν απομείνει 4 ελληνικές και 5 ξένες με 44.000 εργαζόμενους, 122 δις καταθέσεις και δάνεια 204 δις από τα οποία τα 100 δις δεν εξυπηρετούνται.

Η νέα διεθνής επιδείνωση της κρίσης βρίσκει τον ελληνικό καπιταλισμό πιο ευάλωτο από πολλές απόψεις, οικονομικά, πολιτικά, γεωπολιτικά. Στις άλλες σελίδες αυτού του τεύχους μπορείτε να διαβάσετε για τα προβλήματα μιας άρχουσας τάξης που προσπαθεί να διαχειριστεί ταυτόχρονα πολιτικά τις επιπτώσεις του πολέμου στη Μέση Ανατολή, το τρίτο μνημόνιο και την κρίση στην Ευρωπαϊκή Ένωση με τη βοήθεια μιας κυβέρνησης της ρεφορμιστικής αριστεράς που αντιμετωπίζει ανταρσίες από τον κόσμο που την ψήφισε.

Σε αυτή την εικόνα πρέπει να προσθέσουμε τη διάσταση ότι ακόμη και αν περνούσαν όλα τα θηριώδη μέτρα του τρίτου μνημόνιου- η λεηλασία του Ασφαλιστικού, μια νέα φορολογική επιδρομή, το ξεπούλημα όλων των φιλέτων που βρίσκονται στην ατζέντα των ιδιωτικοποιήσεων, και πάλι δεν θα έφερναν ένα έστω μνημονιακό οικονομικό success story τύπου Ιρλανδίας μέσα στη σημερινή συγκυρία.

Κάθε μέρα που περνάει, η αναγκαιότητα για ριζικά αντικαπιταλιστικές λύσεις γίνεται μεγαλύτερη. Πρέπει να βάλουμε χέρι στον πλούτο και στα προνόμια των καπιταλιστών για να σώσουμε τις συντάξεις και τα νοσοκομεία, πρέπει να επιβάλουμε εργατικό έλεγχο στις τράπεζες και στο νόμισμα για να ξεφύγουμε από τους εκβιασμούς της ΕΕ, των δανειστών και της φυγής κεφαλαίων, πρέπει να διαγράψουμε το χρέος για να αφιερώσουμε πόρους για δουλειές στους άνεργους και στη νεολαία χωρίς «πεντάμηνα», «ωφελούμενους» και απληρωσιές. Τα περιθώρια για «έντιμους συμβιβασμούς» έχουν ήδη εξαντληθεί.