Άρθρο
Εργασιακές σχέσεις και τρίτο Μνημόνιο

Απεργιακή φρουρά έξω από το Μαρινόπουλο Ν. Ιω

Μπορούμε και πρέπει να μην αφήσουμε κυβέρνηση και Τρόικα να “μεταρρυθμίσουν” τα συνδικαλιστικά δικαιώματα των εργαζόμενων. Ο Πάνος Γκαργκάνας εξηγεί γιατί και πώς.

Η επίθεση στις εργασιακές σχέσεις κατέχει κεντρική θέση στα προαπαιτούμενα της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου Μνημόνιου. Αν ισχύει γενικά ότι το τρίτο Μνημόνιο συγκεντρώνει όλες τις αντεργατικές «μεταρρυθμίσεις» που δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν οι κυβερνήσεις και συγκυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ-ΝΔ στα δυο προηγούμενα μνημόνια, αυτή η διαπίστωση ισχύει πολύ περισσότερο σε αυτή την περίπτωση.

Οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν ξεκινήσει τέτοιες αλλαγές με τη μείωση του κατώτατου μισθού, το χτύπημα των συλλογικών συμβάσεων και τη νόμιμη δυνατότητα των επιχειρήσεων να παρακάμπτουν το οκτάωρο. Και βέβαια η κατακόρυφη άνοδος της ανεργίας μεγάλωσε την πίεση πάνω στους εργαζόμενους για να αποδέχονται απασχόληση με χειρότερους όρους.

Η τελευταία κυβέρνηση των Σαμαροβενιζέλων ετοίμαζε νομοσχέδιο για επόμενο γύρο επιθέσεων σε αυτόν τον τομέα αλλά δεν πρόλαβε να το ψηφίσει πριν από την πτώση της το Δεκέμβρη του 2014. Η σκυτάλη πέρασε στην κυβέρνηση Τσίπρα-Καμένου που υποσχόταν ότι θα αποκαθιστούσε τις βλάβες στις εργασιακές σχέσεις αλλά τώρα έχει μπροστά της την προοπτική να τις επιδεινώσει.

Σύμφωνα με ένα κείμενο που ο Κατρούγκαλος χαρακτήρισε ως «υπόμνημα των δανειστών προς την Επιτροπή Ειδικών» που συστάθηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και το Κουαρτέτο για να υποβάλει προτάσεις για τις αλλαγές στα εργασιακά, οι επιδιώξεις είναι πολλαπλές.1

(α) Μεγαλύτερη ευελιξία για τις επιχειρήσεις στη διαμόρφωση του μισθολόγιου με καθορισμό του κατώτατου μισθού από το κράτος όπως προβλέπει ο νόμος 4172/13, περιορισμό των επιδομάτων και επέκταση των επιχειρησιακών συμβάσεων.

(β) Διευκόλυνση των απολύσεων με κατάργηση των περιορισμών για τις ομαδικές απολύσεις.

(γ) Αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου με δυσκολότερη την κήρυξη απεργίας και ευκολότερη την κήρυξη λοκάουτ. Εδώ η υποκρισία περισσεύει. Οι «δανειστές» που το 2011 έδωσαν με νόμο στην εργοδοσία τη δυνατότητα να αλλάζει τα ωράρια έχοντας εξασφαλίσει τη συμφωνία του 15% των εργαζομένων της επιχείρησης, τώρα απαιτούν από τα σωματεία να έχουν τη συμφωνία του 50% των εργαζόμενων για να κηρύξουν απεργία!

Η επίσημη αντιμετώπιση της κυβέρνησης είναι ότι αυτές οι θέσεις εκφράζουν «ακραίους νεοφιλελεύθερους κύκλους» του ΔΝΤ και ότι μέσα από τη διαπραγμάτευση η ίδια θα καταφέρει να τις αλλάξει απομονώνοντας αυτούς τους κύκλους με τη βοήθεια των «βέλτιστων πρακτικών της ΕΕ». Μάλιστα ο ίδιος ο Τσίπρας σε συνέντευξή του στην Εφημερίδα των Συντακτών είχε δηλώσει ότι θα υπερασπιστεί τα εργασιακά «όπως κάναμε για την πρώτη κατοικία και τις συντάξεις».2

Παρόμοιες διαβεβαιώσεις έχει επαναλάβει ο Κατρούγκαλος σε δικές του συνεντεύξεις, εξηγώντας ότι και για τις συντάξεις το ΔΝΤ δεν ήθελε μια μικρή αύξηση των εισφορών για να περιοριστούν οι περικοπές στις επικουρικές, αλλά τελικά η κυβέρνηση το πέτυχε! Καθώς το κύμα των περικοπών στις συντάξεις έχει ξεκινήσει, ο καθένας μπορεί να εκτιμήσει τι αξίζουν αυτές οι κυβερνητικές «δεσμεύσεις».

Όσο για τις «βέλτιστες πρακτικές της ΕΕ», αυτά γράφονταν και λέγονταν την ίδια στιγμή που στη Γαλλία η κυβέρνηση μετέτρεπε σε νόμο τη «μεταρρύθμιση» για την παραπέρα ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων την τελευταία μέρα πριν κλείσει η Βουλή για το καλοκαίρι, χρησιμοποιώντας για τρίτη φορά το άρθρο 49.3 του Συντάγματος που επιτρέπει την επιβολή νόμου με διάταγμα χωρίς ψηφοφορία.3

Για την ακρίβεια, ο Τσίπρας έχει κάνει τη συνεργασία με τον Ολάντ σημαία των πολιτικών πρωτοβουλιών του αυτό το φθινόπωρο με την πρόσκληση για συνάντηση των ηγετών του «νότου» της ΕΕ στην Αθήνα στις 9 Σεπτέμβρη. Αν κάποιοι διατηρούν ελπίδες ότι αυτός ο «άξονας» με Ραχόι, Ρέντσι και Ολάντ θα αποτελέσει ασπίδα κατά του «ακραίου» ΔΝΤ και της Μέρκελ μάλλον έχουν τα μάτια ερμητικά κλειστά.

Ήδη στις 22 Αυγούστου, Ρέντσι, Ολάντ και Μέρκελ συναντήθηκαν με πρωτοβουλία του πρώτου στο νησί Βεντοτέντε της Ιταλίας για να στείλουν μήνυμα ότι η ΕΕ συνεχίζει απτόητη μετά το βρετανικό δημοψήφισμα για το Brexit. Η συνέντευξη τύπου των τριών έγινε πάνω σε αεροπλανοφόρο για να υπογραμμιστεί η αποφασιστικότητα αυτού του τριμερούς «διευθυντηρίου» και σύμφωνα με την Αυγή η ελληνική κυβέρνηση χαιρέτισε ως θετική αυτή την εξέλιξη.4

Μπορούμε να πούμε χωρίς αμφιβολία ότι η νέα επίθεση στα εργασιακά μεθοδεύεται με στήριξη «αεροπλανοφόρου»

«Δογματικός νεοφιλελευθερισμός»;

Οι προσδοκίες ότι η «ελαστικοποίηση» των εργασιακών σχέσεων θα φέρει οικονομική ανάπτυξη, γιατί οι «επενδυτές» θα τρέξουν να επωφεληθούν από το νέο πιο φιλικό γι’ αυτούς περιβάλλον, έχουν διαψευστεί ξανά και ξανά όλα τα τελευταία χρόνια.

Αυτό είναι εξόφθαλμο στην ελληνική περίπτωση. Από το 2010 συνεχώς, κάθε χρόνο και η Τρόικα και οι μνημονιακές κυβερνήσεις προβλέπουν ότι «του χρόνου η ανάπτυξη έρχεται» και κάθε χρόνο διαψεύδονται. Μόνοι τους περιαυτολογούν ότι πέτυχαν τη μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή «χάρη στις θυσίες του ελληνικού λαού» χτυπώντας μισθούς, συντάξεις και συνθήκες εργασίας, αλλά η ανταπόκριση των επενδυτών είναι μηδενική. Ο κατήφορος της οικονομίας συνεχίζεται για έβδομη χρονιά.

Η Ελλάδα μπορεί να είναι ακραία περίπτωση, αλλά δεν είναι εξαίρεση. Ίσως ο πιο απλός τρόπος για να το δούμε αυτό είναι να σταθούμε στην εμπειρία της πιο σημαντικής οικονομίας του παγκόσμιου καπιταλισμού και μητέρας του νεοφιλελευθερισμού, της αμερικάνικης.

Σύμφωνα με τους Financial Times, μια πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι «ένα 16,5% των εργαζόμενων είναι ‘ενεργά αποστασιοποιημένοι’ από την επιχείρηση στην οποία εργάζονται, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είναι απλά δυσαρεστημένοι αλλά υπονομεύουν τη δουλειά των συναδέλφων τους. Η μεγαλύτερη ομάδα, το 49,5%, είναι απλά αποστασιοποιημένοι. Έχουν πάρει νοητικά τις αποστάσεις τους και κινούνται ρουτινιάρικα».5

Ο αρθρογράφος θεωρεί ότι αυτή η εξέλιξη δεν πρέπει να μας εκπλήσσει με δοσμένους τους εξής παράγοντες: «Το θλιβερό τοπίο των συντάξεων είναι ένας τρόπος με τον οποίο η ζωή έχει χειροτερέψει για τους εργάτες των αναπτυγμένων χωρών. Οι πραγματικοί μισθοί για τους περισσότερους είναι στάσιμοι, ενώ οι απολαβές των διευθυντικών στελεχών έχουν απογειωθεί. Προσθέστε σε αυτά την επίδραση των τεχνολογικών αυτοματισμών, τις εργολαβίες και τις απώλειες θέσεων εργασίας».

Το πρόβλημα δεν περιορίζεται στα υψηλά επίπεδα οργής των εργαζόμενων απέναντι στους εργοδότες τους. Η παραγωγικότητα της εργασίας παρουσιάζεται στάσιμη έως πτωτική. Μια πρόσφατη έρευνα του ΔΝΤ συνδέει αυτή την εξέλιξη με τη γήρανση του εργατικού δυναμικού.6 Συγκεκριμένα αναφέρει: «μια αύξηση κατά 5% του ποσοστού των εργαζομένων ηλικίας 55-64 ετών στο σύνολο του εργατικού δυναμικού συνδέεται με πτώση της παραγωγικότητας κατά 3%». Τι προκαλεί την αύξηση του ποσοστού των εργαζόμενων μεγάλης ηλικίας αν όχι οι «μεταρρυθμίσεις» του ασφαλιστικού που αυξάνουν τα όρια ηλικίας για τη συνταξιοδότηση;

Με μεγάλη καθυστέρηση οι ίδιοι οι γκουρού του νεοφιλελευθερισμού έρχονται να ομολογήσουν ότι οι «μεταρρυθμίσεις» τους έχουν αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνο για τους εργαζόμενους αλλά για την οικονομία συνολικά. Βέβαια ακόμη και με τέτοιες διαπιστώσεις, εξακολουθούν να χάνουν από τα μάτια τους ότι ο πιο σημαντικός παράγοντας για τη στασιμότητα στην παραγωγικότητα της εργασίας είναι ο χαμηλός ρυθμός των επενδύσεων.

Δείτε το διάγραμμα από το blog του Michael Roberts για τις ΗΠΑ. Οι επενδύσεις έκαναν βουτιά με την κρίση του 2008, ανέκαμψαν στη συνέχεια με τη διάσωση του τραπεζικού συστήματος, αλλά η πορεία από τότε είναι πτωτική.7 Οι καπιταλιστές δεν βλέπουν μπροστά τους ικανοποιητικές προοπτικές κερδοφορίας για να προχωρήσουν σε νέες επενδύσεις.

Ουσιαστικά αυτό που βλέπουμε είναι ότι οι νεοφιλελεύθερες επιθέσεις σε βάρος της εργατικής τάξης αδυνατούν να βγάλουν την καπιταλιστική οικονομία από την κρίση και μάλιστα φτάνουν να έχουν αρνητικές επιπτώσεις.8

Τότε γιατί επιμένουν; Πρόκειται για κάποιου είδους δογματική τύφλα ή υπάρχουν πιο χειροπιαστοί λόγοι;

Η απειλή του συνδικαλισμού

Μέσα από τις σελίδες του «Σοσιαλισμός από τα κάτω», έχουμε αναφερθεί ξανά στις αιτίες για την επίθεση κατά των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων:

«Οι απολογητές των Μνημονίων προσπαθούν να εμφανίσουν αυτή την επίθεση ως «οικονομική μεταρρύθμιση». Η ευελιξία στην αγορά εργασίας, λένε, είναι απαραίτητη για την ανάκτηση της χαμένης ανταγωνιστικότητας που βρίσκεται στη ρίζα της κρίσης. Πρόκειται για πολλαπλό ψέμα.

Κατ’ αρχή, η κρίση δεν ήρθε μέσα από την πτώση της ανταγωνιστικότητας. Τα χρέη του ελληνικού καπιταλισμού έγιναν μη διαχειρίσιμα όταν έσκασαν οι κερδοσκοπικές φούσκες του τραπεζικού συστήματος διεθνώς και όχι επειδή ξαφνικά το 2008 γίναμε «μη ανταγωνιστικοί» εξαιτίας δήθεν των συνδικάτων που επιβαρύνουν τις επιχειρήσεις. 

Αλλά πέρα από αυτό το γενικότερο πλαίσιο της κρίσης, υπάρχει και η συγκεκριμένη εικόνα της συνεχούς ανόδου της παραγωγικότητας και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων στην Ελλάδα στα χρόνια πριν από το 2008, χρόνια όπου κυριαρχούσε η πολιτική των «κοινωνικών εταίρων», ο εναγκαλισμός της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας από τον ΣΕΒ και τις κυβερνήσεις.

 Επί δεκαετίες η άρχουσα τάξη του ελληνικού καπιταλισμού υιοθέτησε ένα μοντέλο συνεργασίας με τις κορυφές του συνδικαλισμού, το οποίο της εξασφάλισε σταθερότητα και ευελιξία για τις οικονομικές και πολιτικές επιλογές της. Από μια στιγμή και πέρα η τακτική του διαλόγου με τις συνδικαλιστικές ηγεσίες επικράτησε όχι μόνο όταν είχαμε κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ αλλά και με κυβερνήσεις ΝΔ. Με τέτοιες συναινέσεις ο ελληνικός καπιταλισμός εξασφάλισε τις σταδιακές ιδιωτικοποιήσεις («μετοχοποιήσεις») στον εκτεταμένο δημόσιο τομέα, την εξάπλωση της ευελιξίας σε μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης («συμβασιούχοι», «ωρομίσθιοι», «μπλοκάκια» κλπ), τη διατήρηση του εργατικού κόστους σε επίπεδα που ακόμη και ο ΣΕΒ, το ΔΝΤ και η ΓΣΕΕ συμφωνούν ότι δεν έπληξε την ανταγωνιστικότητα.

Η στροφή από τις «συναινέσεις» προς τις επιθέσεις κατά των συνδικάτων μόνο εν μέρει μπορεί να εξηγηθεί από οικονομικούς λόγους. Η έκταση της λεηλασίας σε βάρος των εργατικών εισοδημάτων που απαιτείται για να γίνει «βιώσιμο» το χρέος είναι ασφαλώς το υπόβαθρο αυτής της στροφής. Ωστόσο, υπάρχουν χώρες όπως η Ιρλανδία, όπου αυτή η λεηλασία επιχειρείται σε συνεργασία με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Η οικονομική ένταση της επίθεσης δεν συνεπάγεται αυτόματα τη ρήξη της πολιτικής των «κοινωνικών εταίρων».

Οι καθοριστικοί λόγοι είναι πολιτικοί: η έκταση και η ένταση της εργατικής αντίστασης που βρήκαν απέναντί τους τα Μνημόνια στην Ελλάδα είναι το στοιχείο που έσπρωξε και σπρώχνει τις Τρόικες εσωτερικού και εξωτερικού προς αυτή την κατεύθυνση. Να το πούμε διαφορετικά: τα τροϊκανά επιτελεία είχαν υποτιμήσει τη δύναμη του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα, νόμιζαν ότι το έχουν στη τσέπη, δεν υπολόγιζαν ότι θα βρεθούν μπροστά σε πάνω από είκοσι πανεργατικές απεργίες ενάντια στις επιθέσεις τους και ότι η λαϊκή οργή θα έπαιρνε ξανά και ξανά σχήμα και μορφή μέσα από τις απεργίες των συνδικάτων. Διάφορες απόψεις μέσα στην Αριστερά υποτιμούν τη δύναμη των απεργιών και προτιμούν άλλοι τη δύναμη της κάλπης και άλλοι της “πλατείας”. Η άρχουσα τάξη όμως δεν έχει αμφιβολίες για την αναγκαιότητα να σπάσει τη συλλογικότητα των εργατών στο κρίσιμο σημείο – στο χώρο δουλειάς. Γι’ αυτό επιχειρούν αυτή τη στροφή».9

Κοντεύουν τέσσερα χρόνια από τότε που κάναμε αυτές τις διαπιστώσεις. Οι αυταπάτες ότι η ψήφος θα αποδεικνυόταν πιο δυνατό όπλο από τις απεργίες βρίσκονται σε κρίση. Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στην κυβέρνηση εδώ και είκοσι μήνες και όλο και περισσότεροι εργατικοί χώροι και κλάδοι διαπιστώνουν ότι χρειάζεται να συγκρουστούν με τις απόπειρες του Τσίπρα να επιβάλει τα μέτρα του τρίτου Μνημόνιου. Αλλά και αντίστροφα, οι εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης που μπορεί να έλπιζαν ότι με μια κυβέρνηση της «πρώτη φορά αριστεράς» οι εργατικές αντιστάσεις θα εξαφανίζονταν, διαπιστώνουν ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά.

Μια ματιά στο «Χρονικό των αγώνων μιας εξαετίας- Η εργατική αντίσταση στα Μνημόνια»10 είναι αρκετή για να μας θυμίσει πόσο γρήγορα βρήκε η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμένου τέτοια προβλήματα μπροστά της.

Ήδη την άνοιξη του 2015 είχαμε κινητοποιήσεις στα Νοσοκομεία για να πληρωθούν οι απλήρωτες εφημερίες καθώς η κυβέρνηση μάζευε τα αποθεματικά για να πληρώνει τις δόσεις προς τους δανειστές. Οι εργαζόμενοι στα Νοσοκομεία έχουν μείνει στην πρώτη γραμμή από τότε με απεργιακό ανταρτοπόλεμο σε όλο αυτό το διάστημα.

Τον Ιούλη του 2015, αμέσως μετά την προδοσία του ΟΧΙ από τον Τσίπρα είχαμε την πρώτη απεργία της ΑΔΕΔΥ ενάντια στο τρίτο Μνημόνιο που ήταν ακόμη στα σκαριά. Ακολούθησαν Πανεργατικές απεργίες μετά τη δεύτερη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις 12 Νοέμβρη και 3 Δεκέμβρη 2015 με κορύφωση την Πανεργατική στις 4 Φλεβάρη 2016 που θύμισε τις κινητοποιήσεις ενάντια στα προηγούμενα Μνημόνια και σήμανε ότι το Ασφαλιστικό τελικά ψηφίστηκε μέσα στις μέρες των γιορτών του Πάσχα. Με αυτή την εμπειρία, παραμένει άγνωστο ποια ημερομηνία θα επιλέξει η κυβέρνηση για να ψηφίσει νόμο για τα εργασιακά- ίσως με τη συνταγή Ολάντ τα Χριστούγεννα.

Στο μέτωπο των ιδιωτικοποιήσεων, είχαμε απεργίες σε κάθε μια από τις δημόσιες επιχειρήσεις που βγαίνουν στο σφυρί. Ο ΟΛΠ πέρασε στην COSCO ύστερα από απεργία είκοσι ημερών που έληξε με έναν άδοξο συμβιβασμό της συνδικαλιστικής ηγεσίας. ΟΛΘ, ΟΣΕ, ΔΕΗ, ΕΥΑΘ, ΕΥΔΑΠ έχουν τέτοιες μάχες μπροστά τους. Και βέβαια, η υπογραφή της μεταβίβασης μιας δημόσιας επιχείρησης σε άλλα κεφάλαια δεν τερματίζει τα ζητήματα, αντίθετα ανοίγει την περίοδο όπου κρίνεται αν το νέο διευθυντικό δικαίωμα θα βρει μπροστά του τους εργαζόμενους συνδικαλισμένους ή διαλυμένους. Εκτός από τη σύγκρουση π.χ. για το αν θα πουληθεί το λιμάνι στη Θεσσαλονίκη όπως στον Πειραιά, είναι μπροστά μας και η σύγκρουση για το αν η COSCO θα περάσει τις αναδιαρθρώσεις που θέλει στη δομή του ΟΛΠ σε βάρος των εργαζόμενων.

Η άρχουσα τάξη έχει χίλιους δυο λόγους να ανησυχεί και να προσπαθεί να συνεχίσει την επίθεση στο συνδικαλισμό πιέζοντας τον ΣΥΡΙΖΑ να ολοκληρώσει τη «μεταρρύθμιση» που άφησε στη μέση ο Σαμαράς. Και έναν λόγο παραπάνω: μετά την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, οι εκλογές στα συνδικάτα δείχνουν μια στροφή προς τα αριστερά να συνεχίζεται με ενίσχυση των δυνάμεων της Αριστεράς πέρα από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ενδεικτικός είναι ο κατάλογος που δημοσίευσε ο Ριζοσπάστης προβάλλοντας τις επιτυχίες δυνάμεων που στηρίχτηκαν από το ΠΑΜΕ μέσα στο πρώτο οχτάμηνο του 2016.11 Οι πραγματικές διαστάσεις της αριστερής μετατόπισης είναι μεγαλύτερες καθώς ο Ριζοσπάστης με τη γνωστή σεχταριστική αντιμετώπιση δεν αναφέρεται σε επιτυχίες των Παρεμβάσεων στους εκπαιδευτικούς, σε συνδικαλιστές του ΣΥΡΙΖΑ που σπάνε προς τη ΛΑΕ, ούτε σε κινήσεις που συνδέονται με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι αναφέρει την πρωτιά της ΔΗΠΑΚ στην ΟΕΝΓΕ αλλά δεν λέει ότι δεύτερη δύναμη με διαφορά μιας (!) ψήφου ήταν σχήμα που στηρίχτηκε από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Αυτή η τάση είναι καρπός της αριστερόστροφης δυναμικής που αναπτύχθηκε όλο το προηγούμενο διάστημα και δεν ανακόπηκε ξαφνικά επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ άρχισε να δείχνει τα όριά του. Αντίθετα, τμήματα από αυτό το ποτάμι συνεχίζουν πέρα από τον ΣΥΡΙΖΑ. Εκτός από τις απεργιακές κινητοποιήσεις έχουμε και πολιτικές δράσεις των συνδικάτων που επιβεβαιώνουν αυτή την τάση, όπως τη συμμετοχή της ΑΔΕΔΥ στην αντιφασιστική κινητοποίηση τη μέρα που ξεκινούσε η δίκη της Χρυσής Αυγής και στην αντιρατσιστική δράση στον Έβρο ενάντια στον φράχτη στις 23-24 Γενάρη 2016. Απέραντος είναι ο κατάλογος των οργανωμένων χώρων δουλειάς που στάθηκαν έμπρακτα στο πλευρό των προσφύγων. Όλα αυτά είναι ανησυχητικά σημάδια για την άρχουσα τάξη ενός καπιταλισμού που βλέπει μπροστά της πολλές ακόμα συγκρούσεις με την εργατική τάξη.

Πώς απαντάμε;

Η μάχη για να μην περάσει η «μεταρρύθμιση» στα εργασιακά που ετοιμάζουν στα πλαίσια της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου Μνημόνιου, είναι λοιπόν μια κρίσιμη καμπή.

Ο νόμος 1264 του 1982 για τον συνδικαλισμό δεν ήταν κάποια «παραχώρηση» του ΠΑΣΟΚ όταν είχε έρθει για πρώτη φορά στην κυβέρνηση. Ήταν καρπός ενός ολόκληρου κινήματος της Μεταπολίτευσης που έχτισε τα συνδικάτα μετά την κατάρρευση της Χούντας και συγκρούστηκε με τον νόμο 330 του παλιού Καραμανλή που περιόριζε τις συνδικαλιστικές ελευθερίες.12

Οι ίδιες οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ άρχισαν από πολύ νωρίς τις προσπάθειες να πάρουν πίσω κάποιες από τις κατακτήσεις εκείνου του κινήματος που είχαν αναγκαστεί να νομοθετήσουν. Η πρώτη απόπειρα είχε γίνει από τον Γεράσιμο Αρσένη ήδη το 1983 με ρυθμίσεις για την κήρυξη απεργίας στις επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας όπως λέγονταν τότε, ανάλογες με αυτές που προωθούνται τώρα για όλα τα συνδικάτα. Σκόνταψε σε ένα μαχητικό απεργιακό ξέσπασμα.

Την πιο σκληρή παρέμβαση την έκανε ο Ανδρέας Παπανδρέου λίγο αργότερα, το 1985 όταν χρησιμοποίησε τα δικαστήρια για να διορίσει την ηγεσία της ΓΣΕΕ κόντρα στην πλειοψηφία που σχημάτιζαν οι συνδικαλιστές του ΚΚΕ μαζί με τους τότε αντάρτες του ΠΑΣΟΚ, τη ΣΣΕΚ. Έφτιαξε έτσι ένα «οχυρό» της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας σαν κυματοθραύστη απέναντι στις κατακτήσεις και τις ανταρσίες της βάσης του συνδικαλιστικού κινήματος. Αργότερα, με τη δημιουργία των μηχανισμών της ΔΑΚΕ από τη Νέα Δημοκρατία, αυτά τα «οχυρά» ενισχύθηκαν και οι εναλλασσόμενες κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ απέφυγαν να ακουμπήσουν το νόμο 1264/82.

Σήμερα, ένα πρώτο ζήτημα που μπαίνει είναι η ανάγκη να απαντήσουμε στις δεξιές υποκρισίες ότι η αλλαγή στο νόμο επιβάλλεται τάχα για να περικοπούν τα προνόμια της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Πιο προκλητικός, όπως πάντα ο Κατρούγκαλος, δήλωσε σε συνέντευξη του στη Realnews ότι προβληματίζεται καθώς «Τα συνδικάτα θα πρέπει να αυτοχρηματοδοτούνται ώστε να είναι αυτόνομα από το κράτος».13 Συμπλήρωσε μάλιστα γενναιόδωρα ότι η χρηματοδότηση δεν πρόκειται να περικοπεί φέτος.

Κανένας δεν θα πρέπει να πιστέψει ούτε για μια στιγμή ότι στις συναντήσεις ανάμεσα στον υπουργό Εργασίας και τους εκπρόσωπους του Κουαρτέτου ασχολούνται με το πώς να εξασφαλίσουν την ανεξαρτησία των συνδικάτων από το κράτος. Η κριτική στη διαχείριση των χρημάτων που παρακρατούνται από τους εργαζόμενους (παλιότερα από τον ήδη καταργημένο Οργανισμό Εργατικής Εστίας και τώρα από τον ΟΑΕΔ) και ανήκουν στα συνδικάτα είναι αποκλειστικά υπόθεση των ίδιων των συνδικαλισμένων εργατών και εργατριών. Τυχόν στέρηση της χρηματοδότησης με νόμο στα πλαίσια του τρίτου Μνημόνιου δεν θα είναι «απελευθέρωση» από κρατικές παρεμβάσεις και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, θα είναι ωμή κρατική επέμβαση σε βάρος του συνδικαλισμού.

Ωστόσο η μάχη δεν περιορίζεται σε μια αμυντική προσπάθεια για να αποκρούσουμε τις εργασιακές «μεταρρυθμίσεις» που μεθοδεύονται. Υπάρχει άλλωστε και η πρόσφατη αρνητική εμπειρία από την τακτική της αναμονής μέχρι «να φτάσει το νομοσχέδιο στη Βουλή» που επέβαλαν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες στη μάχη του Ασφαλιστικού και χαράμισαν τη δυναμική της πανεργατικής της 4 Φλεβάρη φέτος.

Ο αγώνας ενάντια στο νομοσχέδιο που επεξεργάζονται οι «θεσμοί» και η κυβέρνηση στα πλαίσια της δεύτερης αξιολόγησης πρέπει να συνδέεται με τις τρέχουσες εργατικές αντιστάσεις που ξεδιπλώνονται ενάντια στις περικοπές στο δημόσιο, στα κλεισίματα στον ιδιωτικό τομέα, στις ιδιωτικοποιήσεις και σε όλα τα χτυπήματα που φέρνουν πίσω τους: τις απολύσεις, την επιδείνωση των συνθηκών στο χώρο δουλειάς, τις εργοδοσίες που αφήνουν κόσμο απλήρωτο.

Τέτοια χτυπήματα πέφτουν βροχή, όσο κι αν η κυβερνητική προπαγάνδα προσπαθεί να μας πείσει ότι η κατάσταση πάει προς το καλύτερο με συγκράτηση της ύφεσης στην οικονομία και αύξηση των θέσεων εργασίας. Η αλήθεια είναι ότι τα «κανόνια» και η απληρωσιά αυξάνονται, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τον Μαρινόπουλο και τον ΟΑΣΘ.14 Και οι τραπεζίτες που είναι στο κέντρο όλης αυτής της επίθεσης απαιτούν άλλες δέκα χιλιάδες απολύσεις πάνω στις 19.000 θέσεις εργασίας που χάθηκαν στις τράπεζες στα χρόνια των μνημόνιων.

Το ενθαρρυντικό είναι ότι οι εργαζόμενοι και σε αυτές τις περιπτώσεις διαψεύδουν τα δημοσιογραφικά κλισέ ότι «γυρίζουν την πλάτη στον συνδικαλισμό». Η Εφημερίδα των Συντακτών παραδείγματος χάρη χρησιμοποιεί το επιχείρημα ότι «ενώ μέσα σε τρεις δεκαετίες η μισθωτή εργασία αυξήθηκε από το 47% στο 64%, ο αριθμός των συνδικαλισμένων έμεινε στάσιμος στα        750.000 άτομα».15 Παραβλέπει ακόμη και τα στοιχεία που φιλοξενούνται στις δικές της σελίδες, όπως ότι ο αριθμός των ανέργων ανέβηκε κατά 800.000 άτομα περίπου, ενώ άλλες 250.000 πήραν το δρόμο της μετανάστευσης. Κανένας από αυτό το ένα εκατομμύριο ανθρώπους δεν «γύρισε την πλάτη» με τη θέλησή του. Πιο σημαντική από τις στατιστικές, όμως, είναι η δράση του κόσμου που δείχνει ότι δεν ξεχνάει τα όπλα του συνδικαλισμού και της απεργίας.

Οι εργαζόμενοι στο Άθενς Λήδρα οργάνωσαν την αντίσταση στο κλείσιμο του ξενοδοχείου συσπειρωμένοι στο συνδικάτο. Στον Μαρινόπουλο κατάφεραν να οργανώσουν από τα κάτω πετυχημένη απεργία στις 22 Ιούλη έστω κι αν η ηγεσία του σωματείου τους είχε συμφωνήσει με την εργοδοσία. Στον ΟΑΣΘ που χρόνια τώρα θεωρείται προπύργιο του εργοδοτικού συνδικαλισμού, όταν οι εργαζόμενοι έμειναν απλήρωτοι προχώρησαν σε μια επίσχεση εργασίας που άφησε τη Θεσσαλονίκη χωρίς συγκοινωνία και έκανε εργοδοσία και υπουργούς να τρέχουν και να μην φτάνουν.

Τέτοια μηνύματα δείχνουν ξεκάθαρα ότι είναι εφικτό να βγούμε αυτή την περίοδο με ενισχυμένο συνδικαλιστικό κίνημα και όχι λοβοτομημένο από την Τρόικα και τους ντόπιους φίλους ή συμβιβασμένους καλοθελητές της. Αλλά για να αξιοποιήσει η Αριστερά αυτές τις δυνατότητες χρειάζεται έναν διπλό ξεκάθαρο προσανατολισμό.

Πρώτο, προτεραιότητα στους χώρους δουλειάς, συστηματική σύνδεση, επικοινωνία και οργάνωση των προσπαθειών της βάσης σε κάθε χώρο. Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα δίνει το καλό παράδειγμα με τα συνεργεία της Εργατικής Αλληλεγγύης που κάνουν αυτή την επιλογή και σίγουρα θα εντείνει τις προσπάθειές του σε αυτή την κατεύθυνση αυτό το διάστημα. Αν όλη η Αριστερά έριχνε τις δυνάμεις της με αντίστοιχο τρόπο, οι δυνατότητες για να βρουν στήριξη οι εργατικές αντιστάσεις θα ήταν πολλαπλάσιες. Ο Συντονισμός ενάντια στα Μνημόνια είναι μια θετική πρωτοβουλία για να δικτυωθούν όλα αυτά τα νήματα.

Παράλληλα όμως με την ώθηση στην οργάνωση στη βάση στους χώρους δουλειάς, την αλληλεγγύη και το αγκάλιασμα όλων των πρωτοβουλιών από τα κάτω που δίνουν ζωή στο δέντρο του συνδικαλισμού που προσπαθούν να κόψουν οι επιθέσεις του τρίτου Μνημόνιου, χρειάζεται η πολιτική γενίκευση: Ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα που συνδέει τους αγώνες του ιδιωτικού τομέα ενάντια στα κλεισίματα και τις απολύσεις με την αντίσταση στις ιδιωτικοποιήσεις και τις περικοπές στο δημόσιο απαιτώντας κρατικοποιήσεις και επανακρατικοποιήσεις χωρίς αποζημίωση για τους επενδυτές-λαμόγια. Συνδέοντας το «κάτω τα χέρια από τα συνδικάτα» με τα αιτήματα για προσλήψεις και αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις. Και επιμένοντας ότι η μόνη εναλλακτική απέναντι σε εκβιαστές που αφήνουν κόσμο απλήρωτο και απαιτούν νέες θυσίες είναι η απαλλοτρίωσή τους και το πέρασμα του ελέγχου στα χέρια των εργατών. 

 

Σημειώσεις

1. βλέπε σχετικά στον Ριζοσπάστη της Τρίτης 12 Ιούλη 2016 και στο http://www.eleftherostypos.gr/oikonomia/18646-ekthesi-vomva-tis-troikas-gia-ta-ergasiaka/

2. Τοποθέτηση που επαναλαμβάνεται στην ΕφΣυν στις 11 Ιούλη 2016 στο άρθρο Η εργατική τάξη στο δρόμο για την κόλαση – Οι «βέλτιστες πρακτικές» και το πνεύμα του νεοφιλελευθερισμού: «Ο πρωθυπουργός ευελπιστεί ότι ‘η εμπλοκή του Ευρωκοινοβουλίου αλλά και του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας στις διαπραγματεύσεις θα διευρύνει τις συμμαχίες που έχουμε ήδη διαμορφώσει’. Ουσιαστικά εναποθέτει ελπίδες στις ‘βέλτιστες πρακτικές της ΕΕ’ για να σωθεί ό,τι σώζεται από το κρεβάτι του Προκρούστη στο οποίο έχουν τεθεί τα εναπομείναντα εργασιακά δικαιώματα».

3. Εφημερίδα των Συντακτών, 22 Ιούλη 2016, ανταπόκριση της Ηρας Φελουκατζή από το Παρίσι.

4. “…η ελληνική κυβέρνηση βλέπει ‘θετικά’ την προσπάθεια της Ιταλίας μετά το Brexit να αναβαθμιστεί στην τριάδα των τριών ισχυρότερων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μαζί με τη Γερμανία και τη Γαλλία». Αυγή 23 Αυγούστου 2016 σελίδα 3.

5. Michael Skapinger, How to work when your boss does not care, FT 18 August 2016.

6. ttp://www.avgi.gr/article/10951/7367814/problema-tes-epomenes-20etias-e-geranse-tou-ergatikou-dynamikou

7. https://thenextrecession.wordpress.com/, 15 August 2016

8. Πάνος Γκαργκάνας, «Η πολλαπλή αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού», Σοσιαλισμός από τα κάτω Νο 117, Ιούλης-Αύγουστος 2016, http://socialismfrombelow.gr/article.php?id=883

9. Πάνος Γκαργκάνας, «Συνδικάτα, ανασύνταξη από τα κάτω», Σοσιαλισμός από τα κάτω Νο 95, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2012, http://socialismfrombelow.gr/article.php?id=584

10. Λένα Βερδέ, Στέλιος Μιχαηλίδης, «Χρονικό των αγώνων μιας εξαετίας- Η Εργατική αντίσταση στα Μνημόνια», έκδοση του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου σε συνεργασία με τον Συντονισμό ενάντια στα Μνημόνια, Αθήνα 2016.

11. Ριζοσπάστης Πέμπτη 18 Αυγούστου, στο ένθετο «Εργαζόμενοι και Λαϊκή Συμμαχία»: Σύνθετη και απαιτητική η μάχη των αρχαιρεσιών στα συνδικάτα.

12. Βλέπε π.χ. http://ergatiki.gr/article.php?issue=1224 &id=13785, Συνέντευξη με τον Νίκο Γεωργίου: 40 χρόνια από την απεργία ενάντια στο Νόμο 330, Εργατική Αλληλεγγύη Νο 1224, 25 Μάη 2016.

13. http://www.real.gr/DefaultArthro.aspx?page= arthro&id=530580&catID=3

14. βλέπε σχετικά στην Εργατική Αλληλεγγύη Νο 1237, 24 Αυγούστου 2016, «Ετοιμάζουν νέα κανόνια» http://ergatiki.gr/article.php?issue=1237&id=14203 και «Κρατικοποιήσεις, όχι ιδιωτικοποιήσεις» http://ergatiki.gr/article.php?issue=1237&id=14196

15. «Μαύροι αριθμοί, πικρές αλήθειες», στο φύλλο της 11 Ιουλίου 2016.