Άρθρο
Δυο χρόνια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ

Καμμένος, Βίτσας και βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ παρ

Ο Θανάσης Καμπαγιάννης παρεμβαίνει στη συζήτηση για τις αιτίες της συνθηκολόγησης του ΣΥΡΙΖΑ.

Τον Ιανουάριο του 2017 κλείνουν δύο χρόνια από την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Η εικόνα του Τσίπρα να πηγαίνει στην Καισαριανή, ως νεοεκλεγμένος πρωθυπουργός, για να τιμήσει τους κομμουνιστές που δολοφονήθηκαν από τους ναζί, αλλά και οι απανωτές δηλώσεις των υπουργών της πρώτης “κυβέρνησης της Αριστεράς” που εξήγγελλαν στις εκδηλώσεις παράδοσης-παραλαβής την υλοποίηση των αιτημάτων του κινήματος, μοιάζουν σήμερα τόσο μακρινές. Η πρόσφατη διαφωνία με τους “θεσμούς” για τη διανομή του πλεονάσματος, με τη μορφή εφάπαξ επιδόματος στους συνταξιούχους, μοιάζει με φάρσα μπροστά στις υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 για κατάργηση των μνημονίων.

Το ερώτημα του τί έφταιξε για τη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ απασχόλησε και απασχολεί χιλιάδες αγωνίστριες και αγωνιστές. Το καλοκαίρι του 2015, μέσα στη ζέση του δημοψηφίσματος και της στροφής του Τσίπρα στην υπογραφή του 3ου Μνημονίου, οι αναλύσεις έμεναν περισσότερο στη συγκυρία και τους άμεσους χειρισμούς: πολλοί, ιδίως μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, θεωρούσαν ότι κάποιοι διαφορετικοί χειρισμοί – είτε από την πλευρά του Τσίπρα είτε από την εσωκομματική αντιπολίτευση – θα μπορούσαν να αλλάξουν τη ροή των πραγμάτων. Μετά όμως από τις εκλογές του Σεπτέμβρη, που σημαδεύτηκαν όχι μόνο από την εκ νέου επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και από την αποτυχία της ΛΑΕ να μπει στη Βουλή, οι αναλύσεις γίνονται πιο κριτικές.

Σήμερα, έχει γίνει κοινός τόπος – και ορθά – ότι η συνθηκολόγηση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν κρίθηκε το καλοκαίρι του 2015. Δεν κρίθηκε καν τον Φλεβάρη του 2015, με την υπογραφή από τον Βαρουφάκη της ενδιάμεσης συμφωνίας, όπου η ελληνική κυβέρνηση αποδέχτηκε το χρέος, το μνημόνιο και τις δανειακές συμφωνίες. Ο κοινός τόπος – και μάλιστα ανάμεσα στους τότε εσωκομματικούς πρωταγωνιστές του ΣΥΡΙΖΑ – είναι πλέον ότι η αναμέτρηση κρίθηκε τα προηγούμενα χρόνια, με διαφορετικές εμφάσεις ανάλογα με τον γράφοντα: άλλοι δίνουν έμφαση στην πίεση για κυβερνησιμότητα της περιόδου 2013-2014, άλλοι εντοπίζουν την τομή λίγο μετά τις εκλογές του Ιούνη του 2012 ή λίγο πριν και ούτω καθεξής. Πρόκειται για αναμφισβήτητο προχώρημα. Προχώρημα, όμως, ανεπαρκές.

Αντιπολιτεύσεις

Μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ εκδηλώθηκαν δύο είδους αντιπολιτεύσεις στην ηγεσία Τσίπρα. Τα στελέχη που σήμερα αποτιμούν κριτικά την πορεία του προέρχονται είτε από το κομμάτι της προεδρικής πλειοψηφίας που αποχώρησε προς διάφορες κατευθύνσεις είτε απο το κομμάτι της Αριστερής Πλατφόρμας που κατά βάση συγκροτεί σήμερα τη Λαϊκή Ενότητα (ΛΑΕ).

Ο Γιάννης Μηλιός, που προέρχεται από το μπλοκ της πάλαι ποτέ προεδρικής πλειοψηφίας και στη συνέχεια αποχώρησε από τον ΣΥΡΙΖΑ, έχει δώσει τη δική του αποτίμηση αυτής της πορείας στο περιοδικό Θέσεις.1 Ο Μηλιός περιγράφει τον ΣΥΡΙΖΑ σαν αποτέλεσμα μιας “αριστερής στροφής” του Συνασπισμού και μιας ανασύνθεσης του χώρου της ριζοσπαστικής αριστεράς που ξεκινάει από το 2004 και φτάνει μέχρι το 2012-2013. Την περίοδο αυτή, ο ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με τον Μηλιό, αποκτά καθαρά αριστερό και αντικαπιταλιστικό στίγμα που είναι και ο λόγος της εκλογικής του επιτυχίας. Από τα τέλη όμως του 2012 μέχρι το 2014, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αντικαθιστά τις ταξικές αιχμές που την ανέδειξαν, με κυβερνητικές πολιτικές υπέρ μιας εθνικής καπιταλιστικής “ανάπτυξης”, στα πλαίσια μιας “βίαιης ωρίμανσης” σύμφωνα με την περίφημη διατύπωση του Γιάννη Δραγασάκη. (Ως άλλη όψη αυτής της πολιτικής αντιμετωπίζει ο Μηλιός και τις θεωρίες εξάρτησης και παραγωγικής ανασυγκρότησης της αριστερής πτέρυγας του κόμματος).

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μηλιός θεωρεί πως η διαδικασία της “μετάλλαξης” του ΣΥΡΙΖΑ έχει “ολοκληρωθεί” τον Μάιο του 2014, στις περιφερειακές και ευρωπαϊκές εκλογές. Ωστόσο, “παρά τη μετάλλαξη που περιγράψαμε, δινόταν η εντύπωση σε όσους αντιλαμβανόμασταν αυτή τη μετάλλαξη αλλά και επιδιώκαμε να την αντιστρέψουμε, ότι κάποια ενδεχόμενα παρέμεναν ανοικτά”. Έτσι όμως, και με την πίεση της προσέγγισης της κυβερνητικής εξουσίας να μεγαλώνει στην πορεία προς το τέλος του 2014, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να κατασιγάσει την εσωκομματική αμφισβήτηση και να μετατρέψει σε ουρά της ένα ολόκληρο δυναμικό αγωνιστριών και αγωνιστών που “αντιλαμβανόταν” την κυβερνητική του “μετάλλαξη”. Η πορεία που περιγράφει ο Μηλιός από εκεί κει πέρα ήταν προδιαγεγραμμένη και δυστυχώς καθόλου “ανοικτή”, ακόμα και αν μεσολάβησε ένα γεγονός κολοσσιαίας ταξικής πόλωσης όπως ήταν το 62% του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του Ιούλη του 2015.

Ο Μηλιός, όπως και άλλοι αναλυτές από την ίδια εσωκομματική δεξαμενή, δεν θεωρεί πρωτεύουσα την ανυπαρξία “Plan B” απέναντι στην αδιαλλαξία των δανειστών, καθώς πιστεύει ότι το “Plan A”, το πρόγραμμα δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ, ποτέ δεν δοκιμάστηκε. Είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν προχώρησε ποτέ στη νομοθέτηση των περιορισμένων υποσχέσεων του “προγράμματος της Θεσσαλονίκης”, ούτε καν των ρυθμίσεων για τις εργασιακές σχέσεις, την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, κλπ. Ωστόσο, το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν ότι έχασε τα κοινωνικά του ερείσματα κατά το πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησης λόγω της πολιτικής του παράλυσης (αυτο φάνηκε πανηγυρικά στο δημοψήφισμα). Αν η κυβέρνηση νομοθετούσε, τότε η σύγκρουση με τους δανειστές θα ερχόταν απλώς μιαν ώρα αρχύτερα, αντί να σέρνεται μέχρι την εξάντληση των αποθεματικών των δημόσιων ταμείων. Και τότε, θα ανέκυπταν πάλι τα ίδια διλήμματα, της σύγκρουσης δηλαδή με την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, που ανέκυψαν το καλοκαίρι του 2015.

Στο σημείο όμως αυτό, η αντιπολίτευση εντός της προεδρικής πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν βοήθησε στη μάχη ενάντια στην προσαρμογή του, αλλά ουσιαστικά την συγκάλυψε υπονομεύοντας την προγραμματική θωράκιση του κόμματος στη θέση του για το ευρώ. Οι εξισορροπιστικές διατυπώσεις του τύπου “καμία θυσία για το ευρώ, καμία αυταπάτη για τη δραχμή” ήταν βούτυρο στο ψωμί της ηγεσίας, προκειμένου αυτή να αποφύγει το ξεκαθάρισμα της αναγκαιότητας ρήξης στην επερχόμενη σύγκρουση. Έτσι, η σωστή έμφαση στην ανάγκη ταξικών αιχμών και διεθνιστικής προοπτικής έγινε προκάλυμμα για αποδοχή του ευρωενωσιακού πλαισίου, που το πρώτο εξάμηνο του 2015 δεν ήταν τίποτα άλλο από την μοναδική υπαρκτή άμυνα της ελληνικής άρχουσας τάξης μετά την κατάρρευση της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου. Ακόμα και στη σημερινή αποτίμησή του, ο Μηλιός δείχνει να υποτιμά την ανάγκη ρήξης με την ευρωζώνη, επιμένοντας ότι οι δανειστές δεν θα τη διακινδύνευαν αν η κυβέρνηση επέμενε στο πρόγραμμά της.

Η κριτική της 

Αριστερής Πλατφόρμας

Από αυτή την άποψη, η εσωκομματική αντιπολίτευση που συσπειρωνόταν στην Αριστερή Πλατφόρμα (μια διευρυμένη εκδοχή του Αριστερού Ρεύματος του Παναγιώτη Λαφαζάνη) φάνταζε πολύ πιο προετοιμασμένη για τις αναγκαιότητες της επερχόμενης σύγκρουσης, κάτι που φάνηκε εξάλλου και από τη συγκρότηση της ΛΑΕ μετά τη συνθηκολόγηση Τσίπρα. Η επιμονή της Αριστερής Πλατφόρμας στην ανάγκη σύγκρουσης και εν τέλει ρήξης με το ευρώ ήταν απαραίτητη συνθήκη οποιασδήποτε νικηφόρας στρατηγικής στη σύγκρουση με τους δανειστές. Δεν ήταν όμως από μόνη της ικανή.

Ο Στάθης Κουβελάκης, πανεπιστημιακός και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ με το Αριστερό Ρεύμα, έχει δώσει τη δική του αποτίμηση αυτής της πορείας σε πλήθος κειμένων και συνεντεύξεων.2 Ο Κουβελάκης έχει δώσει μια παρόμοια περιγραφή με αυτή του Μηλιού όσον αφορά τη συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως η ενθουσιώδης υποστήριξη του ΣΥΡΙΖΑ (τον οποίο ο Κουβελάκης είχε χαρακτηρίσει κατα καιρούς κόμμα “αντικαπιταλιστικό” και “στρατηγικά ανοιχτό”) συνοδευόταν πάντα από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Σε ένα χαρακτηριστικό κείμενό του το 2012, με σκοπό την υποστήριξη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιούνη, ο Κουβελάκης έγραφε:

“Είναι αλήθεια ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κατά της εξόδου από την ευρωζώνη, αν και σημαντικά ρεύματα εντός τόσο του Συνασπισμού όσο και άλλες συνιστώσες του πολιτικού μετώπου (που, μάλιστα, αποτελούν πολλές σημαντικές οργανώσεις της ελληνικής άκρας αριστεράς, ιδίως με μαοϊκές και τροτσκιστικές καταβολές) είναι υπέρ μιας τέτοιας εξόδου... Μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ άμεσα, ως “ιδρυτική της πράξη” όπως ο Αλέξης Τσίπρας συνεχώς επαναλαμβάνει, θα καταργούσε με μια ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο όλο το πλαίσιο των διαβόητων Μνημονίων... Αν η απαίτηση για επαναδιαπραγμάτευση του χρέους απορριφθεί, τότε η Ελλάδα θα σταματήσει την αποπληρωμή του... Ο ΣΥΡΙΖΑ λέει ότι αυτές οι κινήσεις δεν συνεπάγονται μια έξοδο από την ευρωζώνη... Είναι όμως αλήθεια ότι μοιάζει εξαιρετικά απίθανο πως η ΕΕ... δεν θα αντιδράσει σε μια μονομερή έξοδο από το πλαίσιο της μνημονιακής λιτότητας... Κάτι τέτοιο θα επιβεβαιώσει ένα αρκετά συχνό ιστορικό μοτίβο στις διαδικασίες της κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής, όπου η δυναμική της κατάστασης, σπρωγμένη φυσικά και από την πίεση της λαϊκής κινητοποίησης, ωθεί τα υποκείμενα (ή τουλάχιστον κάποια από αυτά) πέραν από τις αρχικές τους προθέσεις”.3

Επρόκειτο για μια πολιτική γραμμή που υποκαθιστούσε την αναγκαία στρατηγική καθαρότητα της δικής μας πλευράς, με έναν συνδυασμό αδιαλλαξίας του ταξικού αντιπάλου και λαϊκής κινητοποίησης, που θα ωθούσε “θέλοντας και μη” την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πέρα από τον πολιτικό και στρατηγικό της ορίζοντα. Στο όνομα μάλιστα της κατάκτησης της κυβερνητικής εξουσίας και της προσέγγισης του συμβάντος της ρήξης, η αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ προσπέρασε (όταν δεν δικαιολόγησε) εντυπωσιακές υποχωρήσεις της ηγεσίας του τα έτη 2012-2014 που προϊδέαζαν για το τι θα επακολουθούσε: η πιο ακριβής προσομοίωση της σύγκρουσης του καλοκαιριού του 2015 δεν ήταν άλλη από την μεγάλη απεργία των καθηγητών το 2013, όταν στο κλαδικό “δημοψήφισμα” η πλειοψηφία στήριξε την προοπτική της απεργίας διαρκείας για να δει την ηγεσία του κλάδου να αντιστρέφει σε μια νύχτα την απόφαση και να αναστέλλει την απεργιακή δράση.

Η εξέλιξη των πραγμάτων έδειξε πόσο εσφαλμένη ήταν η εγκατάλειψη της αυτοτελούς πολιτικής και οργανωτικής οικοδόμησης της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στο όνομα της αναμονής μιας απροσδιόριστης “δυναμικής” της ρήξης. Παρά τα αντιθέτως λεγόμενα, η επαναστατική Αριστερά, και ιδιαίτερα η πλέον οργανωμενη έκφρασή της, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αποδείχτηκε πολύ πιο συγκεκριμένη τόσο στις εκτιμήσεις όσο και τα καθήκοντα που έθετε. Ποιά είναι όμως η βαθύτερη αιτία τόσο της συνθηκολόγησης του ΣΥΡΙΖΑ όσο και των αδυναμιών των αναλύσεων που την κριτικάρουν;

Στρατηγική

Η διαιρετική τομή ανάμεσα στην μεταρρυθμιστική και την επαναστατική στρατηγική έχει ιστορία μεγαλύτερη του ενός αιώνα μέσα στο εργατικό κίνημα και την Αριστερά. Ωστόσο ο τρόπος που εμφανίζεται έχει κάθε φορά τη δική του ιστορία. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν γέννημα της αντινεοφιλελεύθερης στρατηγικής των αρχών της δεκαετίας του 2000, πατώντας πάνω στο κίνημα κατά της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης του Σηάτλ και της Γένοβας. Στις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στον αντικαπιταλισμό και τον αντινεοφιλελευθερισμό, που εκφράστηκαν τόσο στο μαζικό κίνημα στους δρόμους όσο και στις μεγάλες συζητήσεις στα Ευρωπαϊκά Κοινωνικά Φόρουμ, προτάθηκε η στρατηγική οικοδόμησης αριστερών πολιτικών κομμάτων με βάση τον αντινεοφιλελεύθερο “μέσο όρο”.

Ο Συνασπισμός, με ηγεσία τον Νίκο Κωνσταντόπουλο, προσέφερε την πολιτική και οργανωτική ραχοκοκκαλιά για αυτού του τύπου την ανασύνθεση στην Ελλάδα: έτσι οι πιο δεξιές τάσεις της ανανεωτικής πτέρυγας του Συνασπισμού (που μετέπειτα συγκρότησαν τη ΔΗΜΑΡ) συνυπήρχαν επί χρόνια με οργανώσεις της άκρας αριστεράς με αναφορά στον επαναστατικό μαρξισμό. Η “αριστερή στροφή” της ηγεσίας Αλαβάνου και μετέπειτα Τσίπρα μπορεί να απομόνωσε τις πιο δεξιές φωνές συνεργασίας με την Κεντροαριστερά, δεν έδωσε όμως ποτέ διαφορετικές απαντήσεις στα βασικά ζητήματα στρατηγικής από αυτές ενός αριστερού ρεφορμισμού με ευρωκομμουνιστικές καταβολές. Αυτές ήταν: η αποδοχή του αστικού κράτους ως εργαλείου που μπορεί να χρησιμοποιηθεί φιλολαϊκά μετά την κατάκτηση της κυβέρνησης από ένα αριστερό κόμμα, ο αποχαιρετισμός της κεντρικότητας της εργατικής τάξης στο όνομα πλατιών, διαταξικών, αντιμνημονιακών μετώπων, η προτεραιοποίηση του έθνους (και μαζί της “εθνικής οικονομίας”, του “εθνικού συμφέροντος” κλπ) σε σχέση με την κοινωνική τάξη, η αποδοχή του ιμπεριαλιστικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης παρόλες τις κριτικές για τον “αντιλαϊκό” τους χαρακτήρα, κοκ.

Ο Μηλιός έχει δίκιο όταν λέει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να εκτοξευτεί στο κέντρο του πολιτικού σκηνικού, εξαιτίας της αριστερής του στροφής και της απόρριψης εκ μέρους του της παλιότερης κεντροαριστερής στρατηγικής. Ήταν ο ριζοσπαστισμός των εργατικών αγώνων ενάντια στα Μνημονια το 2010-2015 που μετέτρεψε ένα κόμμα του 4% σε πολιτική επιλογή της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης. Ωστόσο, όταν η κυβερνητική προοπτική ξεπρόβαλε, η στρατηγική της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ήταν εκ των προτέρων να στομώσει και να συμβιβάσει αυτόν τον ριζοσπαστισμό. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν “μεταλλάχθηκε”, όπως ομονοούν συνήθως οι αναλύσεις των πρώην εσωκομματικών πρωταγωνιστών του. Η στρατηγική του δοκιμάστηκε και εφαρμόστηκε, με τα γνωστά σε όλους αποτελέσματα.

Η συνέχεια του κράτους

Αντίθετα μάλιστα από τα γραφόμενα, η ίδια η συγκρότηση της κυβέρνησης τον Γενάρη του 2015 ήταν η μεγαλύτερη επιβεβαίωση ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να έρθει σε ρήξη με τους δανειστές. Η πολιτική συμμαχία με τους ΑΝΕΛ ήταν η πρώτη ψυχρολουσία για τους ψηφοφόρους της Αριστεράς και τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ την επομένη των εκλογών, δικαιολογήθηκε ωστόσο ως κίνηση εξαναγκασμένη από την μη επίτευξη απόλυτης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και την ανάγκη να σχηματιστεί σταθερή κυβέρνηση.

Όμως η συνεργασία με τους ΑΝΕΛ ήταν αποτέλεσμα μιας βαθύτερης στρατηγικής της ηγεσίας Τσίπρα. Αυτό φάνηκε εμφατικά με την απόδοση όλων των κρίσιμων υπουργείων για τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού σε πολιτικούς αυστηρά έξω από τον κομματικό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ: Καμμένος στο Υπουργείο Άμυνας (στρατός), Πανούσης στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (αστυνομία), Κοτζιάς στο Υπουργείο Εξωτερικών (διπλωματία). Ήταν ένα μήνυμα ταξικής συνδιαλλαγής της ηγεσίας Τσίπρα προς το βαθύ κράτος ότι η συνέχειά του δεν θα θιγεί από την κυβέρνηση της “πρώτης φοράς Αριστερά”.

Φυσικά σε αυτή την πρώτη φάση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η παρουσία μέσα στο κυβερνητικό σχήμα υπουργών τόσο από την Αριστερή Πλατφόρμα όσο και από όλες τις πτέρυγες της προεδρικής πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ, σε συνδυασμό με την διαπραγμάτευση Βαρουφάκη, θόλωνε το μήνυμα της συνδιαλλαγής και επέτρεπε την αίσθηση μιας “ανοικτής” ακόμα διαδικασίας. Η θεώρηση της σύγκρουσης με τους δανειστές ως διαδικασίας κατά βάση εθνικής (“η Ελλάδα ενάντια στους ξένους”) και όχι ταξικής (η εργατική τάξη και η Αριστερά ενάντια στην ελληνική κυρίαρχη τάξη και τους διεθνείς της συμμάχους) τιθάσευε τις εσωκομματικές αντιδράσεις και απέκρυβε την επερχόμενη συνθηκολόγηση. Όταν αυτή συνέβη, παρά το συντριπτικό ΟΧΙ του δημοψηφίσματος που αποκάλυψε την απόλυτη ταξική πόλωση που διατρέχει την ελληνική κοινωνία, ο Τσίπρας έτρεξε να επισφραγίσει τον συμβιβασμό με μια νέα εκλογική αναμέτρηση, αξιοποιώντας το κλίμα της “σκληρής διαπραγμάτευσης” και την έλλειψη προετοιμασίας των εσωκομματικών του αντιπάλων.

Από τις εκλογές

του Σεπτέμβρη 2015 

μέχρι σήμερα

Τρία είναι τα σημαντικότερα στοιχεία για την αποτίμηση της πορείας του ΣΥΡΙΖΑ από τις δεύτερες εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015 μέχρι σήμερα.

Το πρώτο είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να ξανακερδίσει την εργατική και λαϊκή ψήφο, έστω και μειωμένη, παρά την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου. Στις εκλογές του Σεπτέμβρη θα ψηφίσουν 600.000 λιγότεροι ψηφοφόροι από ό,τι στο δημοψήφισμα και ο ΣΥΡΙΖΑ θα υποστεί μείωση περίπου 320.000 ψήφων.4 Ωστόσο, η πολιτική εκπροσώπηση της πλειοψηφίας των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων από τον ΣΥΡΙΖΑ και η κοινωνική πόλωση στα αποτελέσματα ΣΥΡΙΖΑ και Νέας Δημοκρατίας εξακολουθούν να είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε εκ νέου την πλειοψηφία της εργατικής τάξης με το φωτοστέφανο της σκληρής διαπραγμάτευσης και με την υπόσχεση ότι θα λειάνει τις επιπτώσεις του τρίτου Μνημονίου με ένα δικό του “παράλληλο πρόγραμμα”. Στην επιτυχία του αυτή, ήταν κρίσιμη η συγκράτηση στελεχών της “αριστερής πτέρυγας” της προεδρικής πλειοψηφίας, των περίφημων “53+”, και η υπόσχεση ότι η εφαρμογή του Μνημονίου δεν θα σταματήσει την κυβέρνηση από την νομοθέτηση δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων και αριστερών πολιτικών σε πεδία όπως είναι το προσφυγικό, τα δικαιώματα, η εκπαίδευση και ούτω καθεξής.

Το δεύτερο στοιχείο είναι η αποτυχία της στρατηγικής (ή καλύτερα της αφήγησης) του παράλληλου προγράμματος. Η εφαρμογή του Μνημονίου αποδεικνύεται αδυσώπητη και αφαιρεί κάθε αριστερό πρόσχημα από την κυβέρνηση: από το ξεπούλημα των δημόσιων αγαθών (ακόμα και του νερού), την διάλυση των δημόσιων υπηρεσιών (βλ. νοσοκομεία) λόγω υποχρηματοδότησης και τις ιδιωτικοποιήσεις μέχρι τη νέα μείωση των συντάξεων και την απόλυτη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Το “παράλληλο πρόγραμμα”, από οικονομικές πολιτικές “ανακούφισης” των λαϊκών στρωμάτων, μετατράπησε ταχύτατα στο θεατρικό δρώμενο της αντι-διαπλοκής με κέντρο τις τηλεοπτικές άδειες και τις σχετικές πρωτοβουλίες του Παππά. Αλλά η κρατική εξουσία στάθηκε αμείλικτη ακόμα και σε αυτό το πεδίο: η κυβέρνηση υπέστη δεινή ήττα μετά την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για την αντισυνταγματικότητα του διαγωνισμού για τις άδειες και η βασικότερη “αντισυστημική” πρωτοβουλία της κυβέρνησης είναι σήμερα στις καλένδες.

Το τελευταίο στοιχείο που καθορίζει τη σημερινή πολιτική συγκυρία είναι ο τελευταίος ανασχηματισμός. Η ηγεσία Τσίπρα εγκαταλείπει σήμερα όλο και περισσότερο την αφήγηση ότι η πολιτική που ασκεί είναι αποτέλεσμα “εξαναγκασμού των δανειστών” και διεκδικει την “ιδιοκτησία” του προγράμματος. Αυτό συνεπάγεται όλο και μεγαλύτερη ευθυγράμμιση με τις ορέξεις της κυρίαρχης τάξης να αρθούν τα “πολιτικά εμπόδια” για να έρθουν οι περιβόητες επενδύσεις. Αποτέλεσμα αυτής της στροφής είναι ότι ο Τσίπρας απομάκρυνε από την κυβέρνηση πολλά από τα αριστερά άλλοθι που του προσέφεραν νομιμοποίηση είτε εκδιώκοντας υπουργούς (Δρίτσας, Παρασκευόπουλος, Φίλης, Αναγνωστοπούλου) είτε αφαιρώντας τους κρίσιμα χαρτοφυλάκια (Κατρούγκαλος, Σκουρλέτης, Κοντονής).

Το γεγονός αυτό απονομιμοποιεί περαιτέρω την κυβέρνηση στα μάτια των ψηφοφόρων της, ιδίως των αριστερών που επέλεξαν να της δώσουν “κριτική ψήφο” τον Σεπτέμβρη του 2015 παρά την μνημονιακή συνθηκολόγηση, με την ελπίδα (ή την αυταπάτη) ότι αυτή δεν θα επηρέασει την αριστερή ή δικαιωματική ατζέντα. Η αποπομπή Φίλη μετά τη συνέντευξη του Ιερώνυμου που ζήτησε την κεφαλή του “επί πίνακι” ήταν σοκ για αυτού του τύπου τις απόψεις. Γράφει ο Δημήτρης Ψαρράς στην ΕφΣυν: “Αυτό που διακυβεύτηκε με τον πρόσφατο ανασχηματισμό δεν είναι η αλλαγή ενός προσώπου... Το επίδικο ζήτημα υπήρξε σε ποιο βαθμό μια κυβέρνηση και ένας πρωθυπουργός είναι υποχρεωμένοι να «συγκυβερνούν» με θεσμούς (ή, καλύτερα, μηχανισμούς) όπως η Εκκλησία (και άλλες φορές ο Στρατός ή η Δικαιοσύνη) οι οποίοι δεν αντλούν τη νομιμοποίησή τους από την ψήφο των πολιτών αλλά από την ιστορική διαπλοκή τους με το κράτος... Και αυτή τη φορά δεν τηρήθηκαν ούτε τα προσχήματα... Μας αρκούσε, νομίζω, ο κ. Καμμένος. Δεν χρειαζόταν να μπει στον «πρωινό καφέ» και ο κ. Ιερώνυμος”.5

Η εμπειρία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε έτσι όχι μόνο πικρή, αλλά και πολλαπλά χρήσιμη για την στρατηγική συζήτηση στο εσωτερικό της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος. Απέδειξε την ανάγκη μιας σύγχρονης αντικαπιταλιστικής στρατηγικής για να προασπιστούν τα συμφέροντα και οι κατακτήσεις της εργατικής τάξης, όχι μόνο στο οικονομικό, αλλά και στο πολιτικό πεδίο. 

Μπορεί οι εχθροί της Αριστεράς να χρησιμοποιούν σήμερα την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ για να δυσφημήσουν κάθε αριστερό εγχείρημα. Ωστόσο, το εργατικό κίνημα δεν έπαψε να δίνει μάχες ανεξάρτητα – και πλέον ενάντια στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Η Ελλάδα είναι η χώρα όπου ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς κατέλαβε την εξουσία. Είναι όμως και η χώρα όπου η αριστερή αντιπολίτευση εκτός κυβέρνησης είναι μια υπαρκτή πολιτική και κοινωνική δύναμη. Η άντληση των σωστών διδαγμάτων από την εμπειρία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να δυναμώσει το εργατικό κίνημα και να αποτελέσει σταθμό στην εμφάνιση μιας μαζικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς. 

Σημειώσεις

1. Γιάννης Μηλιός, “ΣΥΡΙΖΑ 2004-2015: Από την «Ανατροπή» στο Μνημόνιο-3”, Θέσεις, Τεύχος 134, Ιανουάριος - Μάρτιος 2016.

2. Μια πλήρης αποτίμηση από πλευράς του στο: Stathis Kouvelakis, “Syriza's rise and fall”, New Left Review, vol. 97, January-February 2016.

3. Stathis Kouvelakis, An open letter regarding the greek Left, Socialist Worker (UK), issue 2305, 29 May 2012. Η επιστολή στάλθηκε σε απάντηση συνέντευξης του Πάνου Γκαργκάνα, διευθυντή της εφημερίδας Εργατική Αλληλεγγύη, στο προηγούμενο τεύχος του Socialist Worker.

4. Γιάννης Μαυρής, “Άνοδος και Πτώση. Η εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ πριν και μετά το Δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015”, Τετράδια, τεύχος 66-67, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2016-17.

5. Δημήτρης Ψαρράς, “Ποιος (συν)κυβερνά αυτόν τον τόπο;”, ΕφΣυν, 8/11/2016.