Άρθρο
Η προεδρία Τραμπ – συνώνυμο της αποσταθεροποίησης;

Σκίτσο που δημοσιέυτηκε στους Financial Times

“Μεγάλη αναταραχή” είναι η εικόνα που έρχεται από τις ΗΠΑ. Ο Πάνος Γκαργκάνας εξετάζει τις αιτίες και αντλεί συμπεράσματα για την Αριστερά.

 

Ο χαρακτηρισμός της προεδρίας Τραμπ ως αποσταθεροποιητικής είναι ίσως ο ηπιότερος από αυτούς που κυκλοφορούν. Η λέξη χάος συνοδεύει συχνά-πυκνά τις ανταποκρίσεις από την Ουάσιγκτον. Ήδη ο πρώτος μήνας από την είσοδο του Τραμπ στον Λευκό Οίκο σημαδεύτηκε από αλλεπάλληλα επεισόδια που κάθε άλλο παρά σταθερότητα σηματοδοτούν.

Η αρχή έγινε με τις πρωτοφανείς διαδηλώσεις που συνόδεψαν την ορκωμοσία του και απλώθηκαν σε όλο τον κόσμο. Ακόμη και μια συνοπτική περιγραφή είναι συγκλονιστική:

“Κάθε πρόβλεψη ξεπέρασαν τα πλήθη των διαδηλωτών που συμμετείχαν στις πορείες κατά της ορκωμοσίας του Τραμπ στις ΗΠΑ την Παρασκευή 20 και το Σάββατο 21 Γενάρη.  (...) Στο Λονδίνο οι διαμαρτυρίες, που ξεκίνησαν από την Παρασκευή με 2000 διαδηλωτές έξω από την πρεσβεία των ΗΠΑ, κορυφώθηκαν το Σάββατο με πάνω από 100 χιλιάδες. Το πλήθος κατέληξε σε συγκέντρωση και ομιλίες σε μια ξεχειλισμένη πλατεία Τραφάλγκαρ.  (...) Η αρχή είχε γίνει στην Αυστραλία. Πάνω από 4000 βάδισαν στο αμερικανικό προξενείο στο Σίδνεϊ, ενώ 5.000 διαδήλωσαν στη Μελβούρνη. Οι διαδηλώσεις έφτασαν στην Ιαπωνία, την Ινδία, την Λατινική Αμερική, την Ανταρκτική, την Αφρική -από το Περού και τη Χιλή μέχρι την Κένυα και τη Γκάνα και από το Τορόντο μέχρι την πόλη του Μεξικό, το Δελχί και τη Μπανγκόγκ”.1

Η απόφαση του Τραμπ να επιβάλει με προεδρικό διάταγμα απαγορεύσεις στην είσοδο μουσουλμάνων από μια σειρά χώρες στις ΗΠΑ προκάλεσε κύμα διαδηλώσεων στα αεροδρόμια με εντυπωσιακά αποτελέσματα: οι αρχές υποχρεώθηκαν να επιτρέψουν την είσοδο σε περιπτώσεις που είχαν μπλοκαριστεί, ενώ οι διαδηλωτές πανηγύριζαν καθώς τα δικαστήρια αμφισβητούσαν τη νομιμότητα του διατάγματος Τραμπ.

Ο νέος πρόεδρος επιτέθηκε στους δικαστές που γνωμοδότησαν με αυτόν τον τρόπο, αλλά οι αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της αμερικάνικης άρχουσας τάξης δεν περιορίστηκαν εκεί, ούτε έμειναν στο επικοινωνιακό επίπεδο με τις συνηθισμένες πλέον επιθέσεις του Τραμπ στους δημοσιογράφους και τα ΜΜΕ. Αυτό που ακολούθησε ήταν ο εξαναγκασμός σε παραίτηση του Μάικλ Φλυν, του απόστρατου στρατηγού που  είχε αναλάβει καθήκοντα Συμβούλου Ασφαλείας μόλις πριν 24 μέρες. 

Η θέση αυτή είναι εξίσου σημαντική με τους υπουργούς που βρίσκονται επικεφαλής στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και στο Πεντάγωνο. Από το πόστο αυτό έχουν περάσει ο Χένρι Κίσιγκερ, ο Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι και η Κοντολίζα Ράις, αρχιτέκτονες της αμερικάνικης πολιτικής επί δεκαετίες. Ο Φλυν παραιτήθηκε ύστερα από αποκαλύψεις ότι συνομιλούσε με τον πρέσβη της Ρωσίας πριν ακόμη ορκιστεί ο Τραμπ και ότι παραπλάνησε τον αντιπρόεδρο σχετικά με το περιεχόμενο των συνομιλιών του. Ο Τραμπ κατηγόρησε τις αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες ότι διαρρέουν απόρρητες πληροφορίες στις εφημερίδες και τα κανάλια, αλλά δεν μπόρεσε να σώσει τον σύμβουλό του.

Μετά από αυτό, άνοιξε δημόσια συζήτηση για το αν η έρευνα για τις δραστηριότητες του Φλυν μπορεί να φτάσει μέχρι και σε εξαναγκασμό του ίδιου του Τραμπ σε παραίτηση – ένα νέο Γουότεργκεϊτ σε χρόνο ρεκόρ. Η εφημερίδα Ιντιπέντεντ του Λονδίνου έφτασε στο σημείο να γράψει ότι σύμφωνα με τον καθηγητή Ρόναλντ Φέινμαν, ο Τραμπ θα γίνει ο πρόεδρος με τη δεύτερη μικρότερη θητεία στην ιστορία των ΗΠΑ.2 Ένα άρθρο στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς ενημερώνει ότι το θέμα έχει απασχολήσει τα γραφεία στοιχημάτων που δίνουν 50-50 τις πιθανότητες να ολοκληρώσει ο Τραμπ τη θητεία του!3

Προφανώς, το ζήτημα που πρέπει να μας απασχολήσει δεν είναι το αν θα επαληθευθούν αυτές οι προβλέψεις, αλλά το γιατί επικρατεί μια τέτοια αναταραχή στα ανώτερα πατώματα του πιο ισχυρού καπιταλισμού του πλανήτη.

Η κρίση της αμερικάνικης ηγεμονίας

Το υπόβαθρο πρέπει να το αναζητήσουμε στη μακρόχρονη υποχώρηση της αμερικάνικης υπεροχής. Όπως έγραφε ο Σωτήρης Κοντογιάννης πριν από λίγους μήνες σε αυτό το περιοδικό: “Οι ΗΠΑ θυμίζουν σήμερα τη Βρετανία την εποχή του Μεσοπολέμου: τυπικά ήταν ακόμα η ισχυρότερη "υπερδύναμη" του πλανήτη. Αλλά η οικονομία της και η στρατιωτική της μηχανή ήταν, παρά τη νίκη στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, πολύ αδύναμη για να επιβάλλει την "τάξη" και να αποτρέψει τις επιβουλές των ανταγωνιστών της πάνω στο αχανές της βασίλειο”.4

Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η διάβρωση της αμερικάνικης ηγεμονίας είχε καλυφθεί πίσω από τη νίκη των ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεμο. Όμως ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, η ίδια η αμερικάνικη άρχουσα τάξη αναζητούσε τρόπους για να εξασφαλίσει την υπεροχή της στον 21ο αιώνα. Η στρατηγική των “νεοσυντηρητικών” του Τζορτζ Μπους επιδίωκε έναν “νέο αμερικάνικο αιώνα” αξιοποιώντας την στρατιωτική υπεροχή των ΗΠΑ για να εξαπολύσει τους πολέμους “κατά της τρομοκρατίας”.5

Στο στόχαστρο εκείνης της εξόρμησης δεν ήταν απλά ο Μπιν Λάντεν ή τα ανύπαρκτα (όπως αποδείχθηκε) όπλα μαζικής καταστροφής του Σαντάμ Χουσείν, ούτε καν μια απλή επίδειξη ισχύος των ΗΠΑ απέναντι σε χώρες όπως το Αφγανιστάν και το Ιράκ. Το πραγματικό επίδικο ήταν η απόδειξη της ικανότητας των ΗΠΑ να διαμορφώνουν (οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά, θεσμικά) το διεθνές περιβάλλον στο οποίο είναι υποχρεωμένοι να κινούνται όλοι οι άλλοι, μικροί και μεγάλοι. 

Αυτή η εκστρατεία απέτυχε, όπως επίσης απέτυχε η προσπάθεια του Ομπάμα να συγκαλύψει τις επιπτώσεις της αποτυχίας με τη βοήθεια της αμερικανικής διπλωματικής ισχύος. Υπήρξε πολλή φιλολογία για την αξία του “soft power” απέναντι στα αδιέξοδα της εκστρατείας του Μπους, αλλά τα αποτελέσματα από τη σκοπιά της αμερικάνικης άρχουσας τάξης ήταν ανεπαρκή. Η Χίλαρι Κλίντον ως απολογητής αυτής της πορείας είχε να παρουσιάσει μόνο αποτυχίες, στη Λιβύη, στην Ουκρανία, στη Συρία.

Αν η αξιοποίηση της συντριπτικής στρατιωτικής υπεροχής του είχε περιορισμένα αποτελέσματα για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, οι εξελίξεις στο οικονομικό πεδίο δημιουργούσαν επίσης ανησυχίες για την άρχουσα τάξη. Όταν ξέσπασε η μεγάλη οικονομική κρίση το 2008, ο αμερικάνικος καπιταλισμός ήταν αναμφισβήτητα ο συντονιστής της αντιμετώπισής της σε διεθνές επίπεδο. Συσπείρωσε γύρω του όχι μόνο την ομάδα των G8, των πλουσιότερων κρατών, αλλά και την ομάδα των G20, των “αναδυόμενων” οικονομιών, σε μια κοινή στάση που μπορούμε να τη συνοψίσουμε ως εξής: οι Κεντρικές Τράπεζες παντού ρίχνουν χρήμα για τη διάσωση του τραπεζικού συστήματος και οι κυβερνήσεις φροντίζουν να επιβάλουν την “απαραίτητη” δημοσιονομική πειθαρχία ώστε το κόστος της διάσωσης να μεταφραστεί σε περικοπές για τους από κάτω. Η “παγκοσμιοποίηση” και οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές του ανοίγματος των αγορών δεν μπήκαν σε αμφισβήτηση από κανέναν από τους μεγάλους παίκτες του παγκόσμιου καπιταλισμού. Το αντίθετο μάλιστα. Και οι ΗΠΑ και οι ανταγωνιστές τους συμφωνούσαν ότι δεν πρέπει να υπάρξει επανάληψη της επιστροφής στον προστατευτισμό που συνόδεψε την κρίση της δεκαετίας του 1930.

Σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα, αυτή η συναίνεση σπάει καθώς δεν έχει καταφέρει να εξασφαλίσει το ξεπέρασμα της κρίσης. Ο ρυθμός ανάπτυξης του παγκόσμιου εμπόριου γνωρίζει κάμψη. Ο μύθος ότι εκεί υπάρχει μια πίτα που διαρκώς μεγαλώνει και όλοι μπορούν να επωφεληθούν αρκεί να κάνουν τις κατάλληλες νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις ώστε να κάνουν τις εξαγωγές τους ανταγωνιστικές, μπαίνει σε αμφισβήτηση.  

Η αμερικάνικη κεντρική τράπεζα επιδιώκει πολιτική ανόδου των επιτοκίων,  ενώ οι ομόλογοί της στη Φρανκφούρτη και στο Τόκιο επιμένουν στην ποσοτική χαλάρωση και “πειραματίζονται” με αρνητικά επιτόκια. Οι “αναδυόμενες” οικονομίες αντιμετωπίζουν με δέος την προοπτική ότι μπορεί να χρειαστεί να ξεπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους σε ακριβότερο δολάριο. Πουθενά οι ρυθμοί οικονομικής ανάκαμψης δεν είναι αρκετοί ώστε να καθησυχάσουν τις ανησυχίες για το δημόσιο χρέος και για τα “κόκκινα δάνεια” που κουβαλάνε ακόμη οι τράπεζες. 

Δεν είναι μόνο η Ελλάδα που βολοδέρνει ανάμεσα στο τρίτο και στο τέταρτο μνημόνιο. Είναι η Ιταλία που δεν ξέρει αν μπορεί να σώσει τις τράπεζές της μέσα στα πλαίσια των κανόνων που απαιτεί η Ευρωζώνη, είναι η Γαλλία που βλέπει τα spread των ομολόγων της να ανεβαίνουν παραμονές των εκλογών της. Ακόμη και η Κίνα που έχει την πιο ανοδική πορεία της οικονομίας της όλα αυτά τα χρόνια, αναγκάζεται να ξοδεύει τα τεράστια συναλλαγματικά αποθέματα που έχει συσσωρεύσει για να υπερασπίσει το νόμισμά της από τις απειλές της σημερινής περιόδου.

Τα εργαλεία με τα οποία οι άρχουσες τάξεις αντιμετώπισαν την κρίση το προηγούμενο διάστημα φτάνουν στα όριά τους παντού και οι αναζητήσεις για νέες πολιτικές δεν είναι πια συγκλίνουσες. Οι ανταγωνισμοί μοιραία οξύνονται και ο πλανητάρχης δεν είναι σε θέση όπως παλιά να επιβάλει τη σύγκλιση. Η κραυγή του Τραμπ “Να κάνουμε την Αμερική Μεγάλη ξανά” συμπυκνώνει αυτή την αγωνία του ηγεμόνα που διολισθαίνει και προσπαθεί να την μετατρέψει σε αντεπίθεση.

Αντεπίθεση ή αυτογκόλ;

Όσο υπαρκτή είναι, όμως, η ανάγκη του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού να ανακτήσει χαμένο έδαφος, άλλο τόσο υπαρκτές είναι οι ανησυχίες στα επιτελεία του για τις συνταγές του Τραμπ. Ο μαρξιστής οικονομολόγος Μάικλ Ρόμπερτς σε μια ανάρτησή του μάς ενημερώνει ότι το Γραφείο του Διευθυντή Εθνικών Πληροφοριών (DNI) των ΗΠΑ δημοσίευσε μια μελέτη με τίτλο “Παγκόσμιες Τάσεις: τα Παράδοξα της Προόδου” που εξετάζει σενάρια για τα επόμενα είκοσι χρόνια.6 

Εκεί διαπιστώνεται αρχικά ότι έχουν υπάρξει ανησυχαστικές εξελίξεις-σοκ όπως “η Αραβική Άνοιξη, η Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση του 2008 και η άνοδος διεθνώς ενός λαϊκισμού κατά του κατεστημένου, οι οποίες ...προμηνύουν ένα σκοτεινό και δύσκολο εγγύς μέλλον”. Και η μελέτη συνεχίζει: “Τα επόμενα πέντε χρόνια θα δούμε αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ χωρών αλλά και στο εσωτερικό τους. Η παγκόσμια ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί ακριβώς τη στιγμή που έρχονται περίπλοκες διεθνείς προκλήσεις. (...) Θα είναι δελεαστική η σκέψη να επιβάλουμε την τάξη σε αυτό το επερχόμενο χάος, αλλά κάτι τέτοιο θα είναι πολύ δαπανηρό βραχυπρόθεσμα και θα οδηγούσε σε αποτυχία μακροπρόθεσμα. Η προσπάθεια να επιβληθούμε σε πολλαπλούς ενδυναμωμένους παίκτες σε πολλά πεδία θα απαιτούσε υπερβολικούς πόρους σε μια περίοδο χαμηλής ανάπτυξης, δημοσιονομικών περιορισμών και επιβαρύνσεων από χρέη. Στο εσωτερικό, μια τέτοια προσπάθεια θα ήταν το τέλος της δημοκρατίας, οδηγώντας σε αυταρχισμό ή αστάθεια ή και στα δυο”.

Μέσα από αυτές τις γραμμές βλέπουμε έστω υπαινικτικά τις σκέψεις που διχάζουν την αμερικάνικη άρχουσα τάξη μπροστά στην προεδρία Τραμπ.

Ο Τραμπ είναι δισεκατομμυριούχος και δεν έχει τον παραμικρό δισταγμό να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της τάξης στην οποία ανήκει. Έστω και αν στην προεκλογική εκστρατεία του χρησιμοποίησε κατά κόρο τη δημαγωγία για τους δεσμούς της Χίλαρι Κλιντον με την Γκόλντμαν Σακς, τόσο ο νέος υπουργός Οικονομικών που διόρισε όσο και ο νέος επικεφαλής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου προέρχονται από τις κορυφές της Γκόλντμαν Σακς. Συνεχίζει μια παράδοση που τήρησε και ο Κλίντον έχοντας τον Ρούμπιν της Γκόλντμαν ως σύμβουλο και ο Μπους με τον Πόλσον για υπουργό. Επιβεβαιώνει ένα λογοπαίγνιο που θυμίζουν οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς ότι η Γκόλντμαν Σακς μεταγλωτίζεται σε Γκάβερνμεντ Σακς. Από τις πρώτες ενέργειες της νέας κυβέρνησης είναι η δέσμευση να χαλαρώσει τους περιορισμούς που είχε επιβάλει στις επενδυτικές τράπεζες ο νόμος Ντοντ-Φρανκ σε μια προσπάθεια να ελεγχθεί η κερδοσκοπία με κεφάλαια που προέρχονται από καταθέσεις. Και μόνο η υπόσχεση αυτή του Τραμπ έχει οδηγήσει σε άνοδο της μετοχής της Γκόλντμαν Σακς κατά 37% από το Νοέμβρη.7

Ωστόσο η άνοδος του Χρηματιστήριου δεν σημαίνει και άνοδο της οικονομίας και αυτό το ξέρουν όλοι μετά τις εμπειρίες από τόσες σκασμένες φούσκες. Στο ίδιο άρθρο στους Φαϊνάσιαλ Τάιμς που αναφέραμε πιο πάνω, η Τζίλιαν Τετ παρατηρεί ότι “ο λόγος της χρηματιστηριακής αξίας προς το ακαθάριστο προϊόν και ο λόγος της προς την αύξηση της προσφοράς χρήματος βρίσκονται σε επίπεδα που σημειώθηκαν όταν οι προηγούμενες φούσκες βρίσκονταν στο απώγειό τους”.8

Τέτοιες παρατηρήσεις δεν περιορίζονται σε δημοσιογράφους που διαφωνούν με τον Τραμπ. Με πιο διπλωματικές διατυπώσεις την ίδια ανησυχία εκφράζει και η πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας Τζάνετ Γιέλεν στην κατάθεση της στο Κογκρέσο στις 14 Φλεβάρη, όπου τόνισε ότι θα επιμείνει στην πολιτική ανόδου των επιτοκίων (προφανώς με την ελπίδα ότι θα συγκρατήσει την προσφορά χρήματος πριν σκάσει η φούσκα).

Οι ανησυχίες δεν περιορίζονται στο εσωτερικό. Πλήθος αναλυτές ανησυχούν για τις επιπτώσεις ενός εμπορικού πολέμου που μπορεί να πυροδοτηθεί από τις απειλές Τραμπ ότι θα επιβάλει δασμούς στις εισαγωγές από την Κίνα ή άλλες χώρες. Είναι αλήθεια ότι στον τομέα αυτό ο Τραμπ ως πρόεδρος κινείται πολύ πιο προσεκτικά από όσα έλεγε προεκλογικά και ήδη έχει κάνει αναδιπλώσεις. 

Αποδέχθηκε, παραδείγματος χάρη, την παραδοσιακή θέση περί “Μιας Κίνας” που ακολουθεί η αμερικάνικη διπλωματία από τότε που ο Νίξον συνάντησε τον Μάο στο Πεκίνο πριν από σαράντα και πλέον χρόνια. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα αρχικά του ανοίγματα αναβάθμισης της Ταϊβάν από φόβο ότι κλιμακώνουν απότομα την αντιπαράθεση με το Πεκίνο. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι εξαφανίστηκαν οι ανησυχίες για εμπορικό πόλεμο ή/και θερμά επεισόδια στη Νότια Σινική Θάλασσα. 

Μεγάλες αμερικάνικες πολυεθνικές έχουν διαρθρώσει τα παγκόσμια δίκτυα παραγωγής και διανομής των προϊόντων τους στη βάση των συμφωνιών απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου και το κόστος αναγκαστικής αναδιάρθρωσης λόγω επιβολής δασμών θα είναι τεράστιο. Η εργατική τάξη δεν έχει να κερδίσει τίποτε από μια πολιτική δασμών στις εισαγωγές. Αλλά και οι καπιταλιστές διχάζονται για αυτό το ζήτημα. Η μεγαλύτερη αλυσίδα σούπερμάρκετ του κόσμου, η Walmart έχει ήδη εκφράσει τις αμφιβολίες της για το αν συμφέρει να μπλοκαριστούν φτηνά ρούχα και παπούτσια από την Κίνα. Οι πολυεθνικές που έχουν εργοστάσια παραγωγής εξαρτημάτων σε κάποιες χώρες, εργοστάσια συναρμολόγησης σε κάποιες άλλες και δίκτυα διανομής στις μεγάλες αγορές της Ευρώπης και της Αμερικής δεν θέλουν πισωγύρισμα της απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου. Πολλοί καπιταλιστές και πολιτικοί αμφιβάλλουν για την έκβαση ενός εμπορικού πολέμου με την Κίνα που είναι πλέον η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη.

Αντίστοιχα, οι στρατιωτικές απειλές από υπουργούς του Τραμπ ότι οι ΗΠΑ είναι σε θέση να εμποδίσουν την Κίνα να χρησιμοποιεί τα τεχνητά νησιά που έχει δημιουργήσει στη Νότια Σινική Θάλασσα, προκαλούν ρίγη σε κύκλους του αμερικάνικου κατεστημένου. Φοβούνται ότι η Κίνα κερδίζει συμμάχους στην περιοχή που παραδοσιακά στηρίζονταν στις ΗΠΑ (πχ Φιλιππίνες). Ανησυχούν επίσης για την εξασθένηση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας σε άλλα καυτά σημεία του πλανήτη (προφανώς στη Μέση Ανατολή) που συνεπάγεται μια στρατιωτική κλιμάκωση στον Ειρηνικό. Η στρατιωτική “στροφή προς την Ασία” είναι μια πολιτική που ξεκίνησε από τον Ομπάμα, αλλά δεν έχει αποδώσει καρπούς για τις ΗΠΑ σε κανένα σημείο. Μια παραπέρα κλιμάκωσή της από τον Τραμπ αμφισβητείται έντονα από στρατηγούς και διπλωμάτες.

Αναδίπλωση ήταν επίσης η πρώτη κίνηση της προεδρίας Τραμπ στις σχέσεις με την Ευρώπη. Οι προεκλογικές δηλώσεις που υποτιμούσαν το ΝΑΤΟ και υποδήλωναν βελτίωση των σχέσεων με τη Μόσχα μετατράπηκαν σε όρκους πίστης προς τους Ευρωπαίους συμμάχους από τους υπουργούς  του Τραμπ που πήγαν στο Μόναχο για τη διεθνή συνάντηση “ασφαλείας” εκεί.

Σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters : “Ο αντιπρόεδρος Μάικ Πενς, ο υπουργός άμυνας Τζιμ Μάτις και ο υπουργός εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον μετέφεραν το Σάββατο (18 Φλεβάρη) καθησυχαστικά μηνύματα στο πρώτο τους ταξίδι στην Ευρώπη. (...) αλλά δεν κατάφεραν να καθησυχάσουν πλήρως τους συμμάχους. (...) Ο αμερικανός γερουσιαστής Κρις Μέρφι σχολίασε ότι βλέπει να αναδύονται δυο αντίπαλες κυβερνήσεις μέσα στην προεδρία Τραμπ”.9

Οι εντάσεις ΗΠΑ-Ευρώπης, όμως, δεν περιορίζονται στο επίπεδο της “ασφάλειας”. Ο Τραμπ χαιρέτισε το Brexit και οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας απαιτούν ξεκαθάρισμα της θέσης του απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ούτε αυτό είναι μια εύκολη υπόθεση. Η πρωθυπουργός της Βρετανίας Τερέζα Μέι έτρεξε πρώτη στην Ουάσιγκτον και ο Τραμπ την υποδέχθηκε θερμά θυμίζοντας ότι πάντα οι δυο χώρες είχαν “ιδιαίτερη σχέση” (φρόντισε μάλιστα να αποκαταστήσει την προτομή του Τσόρτσιλ στο Λευκό Οίκο). Αλλά η ιδέα ότι η “ιδιαίτερη σχέση” ΗΠΑ-Βρετανίας μπορεί να γίνει μοντέλο που θα υποκαταστήσει τη σχέση ΗΠΑ-ΕΕ δεν ενθουσιάζει το κατεστημένο και στις δυο όχθες του Ατλαντικού ούτε οικονομικά ούτε πολιτικά. Σε οικονομικό επίπεδο κανένα δίκτυο διμερών σχέσεων (με Βρετανία ή Ιταλία ή Γαλλία) δεν μπορεί να αντικαταστήσει την αξία της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς για τις πολυεθνικές. Αλλά και πολιτικά ανοίγουν προβλήματα.

Στη Βρετανία, η Μέι βρέθηκε αντιμέτωπη με τεράστια οργή επειδή προσκάλεσε τον Τραμπ να επισκεφθεί. Εκατομμύρια υπέγραψαν το αίτημα να ακυρωθεί η επίσκεψη. Ο πρόεδρος της βουλής των κοινοτήτων αναγκάστηκε να δηλώσει ότι ο Τραμπ δεν θα γινόταν δεκτός να μιλήσει από το βήμα της. Η κοινοβουλευτική συζήτηση για το θέμα αυτό έγινε στη σκιά διαδηλώσεων κατά του Τραμπ.10

Αυτό μας φέρνει στον τελευταίο και πιο σημαντικό λόγο για τον οποίο η προεδρία Τραμπ διχάζει την αμερικάνικη άρχουσα τάξη: τις ανησυχίες για την ταξική πόλωση που οξύνει. Η νίκη του Τραμπ έχει βγάλει κόσμο στους δρόμους των ΗΠΑ σε μια κλίμακα και με μια ένταση που είναι πρωτοφανέρωτη εδώ και δεκαετίες. Σε άλλες σελίδες αυτού του τεύχους μπορείτε να διαβάσετε για το υπόβαθρο αυτών των κινητοποιήσεων τόσο στην ιστορία των αγώνων της αμερικάνικης εργατικής τάξης, όσο και στο άμεσο παρελθόν με τα κινήματα στην περίοδο της οκταετίας Ομπάμα.

Ο ίδιος ο Τραμπ και οι σύμβουλοί του προωθούν την ιδέα ότι αυτές οι διαμαρτυρίες θα περιθωριοποιηθούν καθώς κέρδισε την προεδρία με την υποστήριξη της “λευκής εργατικής τάξης” τη θέση της οποίας θα βελτιώσει μέσα από την ανάκαμψη της οικονομίας και τον προστατευτισμό. Αλλά αυτή η προοπτική δεν πατάει στην πραγματικότητα για δυο λόγους. 

Η ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων δείχνει ότι τις εκλογές περισσότερο τις έχασε η Χίλαρι Κλίντον παρά τις κέρδισε ο Τραμπ.11 Είναι μύθος ότι ο Τραμπ έχει πίσω του τη “λευκή εργατική τάξη”. Αλλά ακόμη και οι ψηφοφόροι που κέρδισε από τις παλιές βιομηχανικές ζώνες γιατί έδωσαν βάση στις υποσχέσεις του για επιστροφή των εργοστασίων στις πόλεις τους μόνο διάψευση των προσδοκιών τους έχουν μπροστά τους. Όπως είδαμε πιο πάνω, η πολιτική του προστατευτισμού είναι αμφίβολο αν θα προχωρήσει καθώς ταλαντεύεται το ίδιο το αμερικάνικο κατεστημένο. Αλλά ακόμη και αν κερδίσει έδαφος μια τέτοια στροφή, μόνο θυσίες θα φέρει για τους εργάτες με πολλούς τρόπους. Ο ένας είναι η ακρίβεια. Η πρώτη συνέπεια τυχόν εμπορικών πολέμων θα είναι η άνοδος του πληθωρισμού που πάντα χτυπάει πρώτα και κύρια τα λαϊκά στρώματα. Επιπλέον, η επίθεση στα μεροκάματα δεν θα περιοριστεί εκεί. Οι όποιες αναδιαρθρώσεις των παραγωγικών δικτύων των πολυεθνικών με μετακινήσεις εργοστασίων προς τις ΗΠΑ θα συνδυάζονται με χειρότερες εργασιακές συνθήκες: “αμερικάνικα εργοστάσια με μεξικάνικα μεροκάματα” είναι μια απλουστευμένη αλλά αιχμηρή περιγραφή για τις πολιτικές του Τραμπ.

Η προεδρία του Τραμπ είναι ασταθής και αποσταθεροποιητική ακριβώς γιατί κορόιδεψε και κοροϊδεύει οργισμένα τμήματα και δεν έχει πραγματική διέξοδο για την οργή τους. Το τι θα γίνει όταν αυτή η οργή αρχίσει να στρέφεται εναντίον του πλάι στις ήδη τεράστιες διαδηλώσεις που ξεσηκώνει είναι ένα αγωνιώδες ερώτημα για τους από πάνω και μια πρό(σ)κληση για την Αριστερά.

Ποιος θα τον σταματήσει;

Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι ο Τραμπ δεν αποτελεί κίνδυνο. Ο ρατσισμός και ο σεξισμός που προωθεί επιθετικά είναι τα εργαλεία με τα οποία προσπαθεί να διαιρέσει και να καταστείλει τις αντιστάσεις απέναντι στην πολιτική της αμερικάνικης αντεπίθεσης που φιλοδοξεί να κλιμακώσει. Η έξαρση της ισλαμοφοβίας που καλλιεργεί δεν είναι απλά κάποιο παραλήρημα ακροδεξιών συμβούλων. Είναι εργαλείο διχασμού μέσα στις ΗΠΑ αλλά και συκοφάντησης και απομόνωσης των αντιπολεμικών διαθέσεων ενάντια στις επεμβάσεις του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Και δίνει αέρα στην ακροδεξιά και τους φασίστες σε διεθνή κλίμακα.

Απέναντι σε αυτή την απειλή, είναι επείγον για την Αριστερά να διαμορφώσει τις απαντήσεις της ώστε να αξιοποιήσει τα πρώτα αυθόρμητα ξεσπάσματα κατά του Τραμπ και να τα βοηθήσει να γίνουν ισχυρό κίνημα που θα νικήσει.

Ένα πρώτο βήμα σε αυτή την κατεύθυνση είναι το ξεκαθάρισμα με τις αυταπάτες ότι το ίδιο το σύστημα θα εξοβελίσει τις ακρότητες του Τραμπ. Υπάρχουν τμήματα της Αριστεράς που στηρίζουν τις ελπίδες τους στο Δημοκρατικό κόμμα. Και υπάρχουν άλλες απόψεις που θεωρούν ότι οι Δημοκρατικοί έχουν ήδη καπελώσει τις αντιδράσεις. Και οι δυο αυτές τάσεις κάνουν λάθος, έστω από διαφορετικές αφετηρίες. Πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι ότι η έκρηξη του κόσμου που βγήκε στους δρόμους κατά του Τραμπ δεν είναι “υποκινούμενη” από το Δημοκρατικό κόμμα ούτε μπορεί να οδηγηθεί στη νίκη από αυτό. Οι ηγέτες των Δημοκρατικών έκαναν και κάνουν ό,τι μπορούν για να αποτρέψουν τις κινητοποιήσεις. Ο ίδιος ο Ομπάμα παρέδωσε την προεδρία δηλώνοντας ότι θα βοηθήσει να γίνει μια “ομαλή μετάβαση”. Η δική τους συλλογιστική είναι ότι το κατεστημένο θα αναγκάσει τον Τραμπ να “σοβαρευτεί” και να εγκαταλείψει τις “ακρότητες”. 

Το τι σημαίνει συγκεκριμένα αυτή η συλλογιστική φάνηκε από τη συνεργασία της ηγεσίας του Δημοκρατικού κόμματος με τις μυστικές υπηρεσίες και τους βαρόνους των μίντια για να χρησιμοποιήσουν τις αποκαλύψεις σαν μέσο πίεσης πάνω στον Τραμπ. Αυτό το κύκλωμα λειτουργούσε και στην προεκλογική περίοδο και δεν κατάφερε να σταματήσει την εκλογική επιτυχία του Τραμπ. Αλίμονο αν η Αριστερά στηριχτεί στις γέφυρες των Δημοκρατικών με τη CIA. Χρειάζεται ξεκάθαρη πολιτική αντιπαράθεση με τους νοσταλγούς του Ομπάμα, όχι μόνο μέσα στις ΗΠΑ αλλά παντού και ιδιαίτερα στην Ελλάδα όπου οι νοσταλγοί του Ομπάμα βρίσκονται στην κυβέρνηση και ψάχνουν τρόπους για να συνεργαστούν με τον διάδοχό του.

Αυτή η ξεκάθαρη τοποθέτηση, όμως, δεν πρέπει να φτάνει σε υποτίμηση των ξεσπασμάτων κατά του Τραμπ ή, ακόμη χειρότερα, σε αντιλήψεις ότι η Αριστερά μπορεί να αξιοποιήσει τους ανταγωνισμούς του Τραμπ με την ΕΕ και τη Γερμανία. Η Αριστερά στην Ελλάδα έχει πικρές εμπειρίες για τις βαρβαρότητες της Ευρώπης φρούριο της λιτότητας για τους εργάτες και του ρατσισμού για τους πρόσφυγες. Η αντίθεση στην ΕΕ γίνεται κτήμα όλο πιο μεγάλων τμημάτων και της Αριστεράς και της εργατικής τάξης στην Ελλάδα και όλο και περισσότερο στις άλλες χώρες της ΕΕ, όπως φάνηκε και στη Βρετανία και στην Ιταλία. Αλλά αυτό δεν μπορεί να μας οδηγεί σε αναζήτηση συμμαχιών με δυνάμεις σαν τον Τραμπ. Υπάρχουν τέτοιες απόψεις, ιδιαίτερα σε τμήματα της πατριωτικής αριστεράς που φαντασιώνονται συμμαχίες “κατά του Δ’΄Ράιχ” σε αναλογία με τον Β’΄Παγκόσμιο Πόλεμο και η φαντασία τους εξάπτεται και από τα υπονοούμενα για ανοίγματα του Τραμπ προς τον Πούτιν.

Τέτοιες αναζητήσεις είναι προς τη λάθος κατεύθυνση. Οι μάχες της Αριστεράς στην Ελλάδα και στην Ευρώπη ενάντια στην ΕΕ, στη λιτότητα, στο ρατσισμό και την απειλή της ακροδεξιάς μπορούν να αντλήσουν έμπνευση και δύναμη από τον κόσμο που βγαίνει στους δρόμους των ΗΠΑ κατά του Τραμπ και με τη σειρά τους να δώσουν προσανατολισμό στο κίνημα στην Αμερική: οι γυναίκες που ξεσηκώθηκαν ενάντια στον σεξισμό του νέου Πλανητάρχη μπορούν να γίνουν η αιχμή του δόρατος, όπως έχει ξαναγίνει στην ιστορία, και να ενώσουν όλη την οργή ενάντιά του χτίζοντας την Αριστερά στις ΗΠΑ σε συμμαχία με την αντικαπιταλιστική αριστερά παντού.

 

Σημειώσεις

1. Εργατική Αλληλεγγύη, 24 Γενάρη 2017, Λένα Βερδέ, “Ο πλανήτης ενάντια στον πλανητάρχη”. http://ergatiki.gr/article.php?id=15014&issue=1258

2. http://www.independent.co.uk/news/world/americas/ historian-says-donald-trumps-presidency-likely-to-be-second-shortest-in-history-a7583181.html?cmpid=facebook-post

3. Financial Times, 17 February 2017, Gillian Tett, “Complacent investors should heed political risks”.

4. Σοσιαλισμός από τα κάτω, Νο 118, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 2016, Σωτήρης Κοντογιάννης, “Ο ιμπεριαλισμός σήμερα”.  http://socialismfrombelow.gr/article.php?id=899

5. Alex Callinicos, The New Mandarins of American Power, Polity 2003

6. https://thenextrecession.wordpress.com/2017/02/14/ the-global-paradox/

7. Financial Times, 16 February 2017, John Gapper, Cohn's rule is embarrassing Goldman Sachs.

8. Όπου και στη σημείωση 3.

9. http://www.reuters.com/article/us-germany-security-usa-idUSKBN15X06Q

10. https://socialistworker.co.uk/art/44143/The+streets+ belong+to+the+rising+anti+Trump+movement 

11. Σοσιαλισμός από τα κάτω, Νο 120, Γενάρης-Φλεβάρης 2017, Σωτήρης Κοντογιάννης, Οι ΗΠΑ μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, http://socialismfrombelow.gr/article.php?id=943