Άρθρο
Οι σταθερότητες κλονίζονται, η Αριστερά χρειάζεται επαναστατικές απαντήσεις

Με φόντο τον Οκτώβρη του 1917, συγκέντρωση απ

“Ο κόσμος έχει αλλάξει μέσα σε αυτά τα εκατό χρόνια, οι επαναστάσεις ανήκουν στο παρελθόν”- γύρω από αυτό το μοτίβο κινούνται οι προσπάθειες της κυρίαρχης προπαγάνδας να μας πείσουν ότι η επέτειος της νικηφόρας επανάστασης στη Ρωσία δεν σημαίνει κάτι για σήμερα. 

Κι'όμως, η φετινή χρονιά είναι γεμάτη από εξελίξεις που διαλύουν τις βεβαιότητες των από πάνω όχι μόνο για τη σταθερότητα του συστήματος αλλά και για την δυνατότητά τους να ελέγχουν την οργή των από κάτω. Η πολιτική κρίση απλώνεται σε πολλά σημεία και ανοίγει προ(σ)κλήσεις για την Αριστερά. 

Πρώτα απ' όλα, η αβεβαιότητα χαρακτηρίζει τις οικονομικές εξελίξεις. Επιφανειακά, βρισκόμαστε σε φάσης ανάκαμψης σε όλες τις μεγάλες οικονομίες διεθνώς. Ταυτόχρονα, όμως, όλες οι Κεντρικές Τράπεζες δεν είναι σε θέση να αποφασίσουν αν η ανάκαμψη αυτή αντέχει σε έναν πιθανό τερματισμό των έκτακτων μέτρων στήριξης (“ποσοτικής χαλάρωσης”). Έχει έρθει η ώρα για να ανεβάσουν τα επιτόκια και να τερματίσουν την πολιτική φθηνού χρήματος για τις τράπεζες που όλοι πλέον ανησυχούν ότι καταλήγει σε φούσκες; Ή μήπως ο τερματισμός είναι πρόωρος και θα προκαλέσει νέα βουτιά στην οικονομία; Ο γνωστός μαρξιστής οικονομολόγος Μάικλ Ρόμπερτς είναι κατηγορηματικός: οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν ξέρουν. 

“Τα μοντέλα των κεντρικών τραπεζών για την οικονομία, τα οποία στηρίζονται σε ένα συνδυασμό της μονεταριστικής κλασικής οικονομικής θεωρίας με τον Κεϋνσιανισμό, μοιάζουν να μην είναι σε θέση να προσφέρουν προσανατολισμό σχετικά με το σε ποια φάση βρίσκονται οι σημαντικότερες οικονομίες και συνεπώς τι πρέπει να γίνει. Πρέπει οι κεντρικές τράπεζες να συγκρατηθούν και να μην ανεβάσουν τα επιτόκια επειδή οι οικονομίες είναι ακόμη πολύ αδύναμες- ή πρέπει να δράσουν άμεσα για να αποφύγουν μια τεράστια κρίση χρέους το επόμενο διάστημα; Δεν ξέρουν”.1

Με άλλα λόγια, η απειλή μιας νέας κρίσης με τη μορφή οικονομικής ύφεσης ή/και υποτροπής της κρίσης χρέους κρέμεται στον ορίζοντα. 

Οι αβεβαιότητες όμως δεν σταματούν εδώ. Η όποια οικονομική ανάπτυξη σήμερα μεγαλώνει τις ταξικές ανισότητες αντί θα θεραπεύει τις πληγές από τα χτυπήματα της μακρόσυρτης λιτότητας. Όλες οι μελέτες, ακόμη και των διεθνών οργανισμών, δείχνουν ότι τα εισοδήματα του πλουσιότερου 1% εκτοξεύτηκαν, ενώ για όλους τους άλλους είτε έμειναν στάσιμα είτε έπεσαν. Ο νεοφιλελευθερισμός ξεκίνησε την επέλασή του πριν από τριάντα και πλέον χρόνια με την υπόσχεση ότι ο πλούτος των από πάνω “θα κατρακυλήσει” προς τα κάτω. Αυτό αποδείχθηκε μύθος και πάνω στη διάψευσή του ήρθε η κρίση των τελευταίων εννιά χρόνων να διευρύνει το χάσμα.  

Υπάρχει μια τεράστια συσσωρευμένη πικρία και οργή μέσα στην εργατική τάξη παντού. Και γίνεται ακόμη πιο έντονη όταν η οικονομία υποτίθεται ότι ανακάμπτει αλλά οι θυσίες δεν παίρνουν τέλος. Το παραμύθι ότι “οι θυσίες πιάνουν τόπο” ακούγεται όλο και πιο προκλητικό, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά μέσα στα κάστρα του παγκόσμιου καπιταλισμού. 
Αυτό είναι το υπόβαθρο για τα πολιτικά σοκ που πέφτουν σαν το χαλάζι όλο το τελευταίο διάστημα. Στην αρχή ήταν το δημοψήφισμα στη Βρετανία που έδωσε την πλειοψηφία στο Brexit, αλλά αυτό θεωρήθηκε αρχικά μια βρετανική παραξενιά. Ύστερα ήρθε η νίκη του Τραμπ στις αμερικάνικες εκλογές, αλλά τα ευρωπαϊκά επιτελεία θεώρησαν ότι η δυναμική εκείνου του αποτελέσματος ανακόπηκε με τη νίκη του Μακρόν στη Γαλλία. Οι εκλογές στη Γερμανία με την πτώση του εκεί “δικομματισμού” στα χειρότερα ποσοστά από το 1949 ξαναέφεραν το ζήτημα στο προσκήνιο. Και τώρα η Καταλωνία προκαλεί παροξυσμό. 

Επί δεκαετίες, κολώνα της πολιτικής σταθερότητας ήταν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Ακριβώς επειδή μπορούσαν να συνδυάζουν το γεγονός ότι υπηρετούσαν την κυρίαρχη αστική πολιτική ενώ ταυτόχρονα συγκρατούσαν τις προσδοκίες της εργατικής βάσης τους σε ανεκτά επίπεδα. Αυτή η κολώνα αλλού καταρρέει και αλλού ραγίζει- πουθενά δεν μπορεί να παίξει τον παραδοσιακό της ρόλο. Το ξέρουμε καλά στην Ελλάδα όπου το ΠΑΣΟΚ που έφτιαχνε αυτοδύναμες κυβερνήσεις με ποσοστά πάνω από 40% τώρα προσπαθεί να γίνει συνιστώσα μιας κεντροαριστεράς στην οποία οι δημοσκοπήσεις δίνουν μονοψήφια ποσοστά. Ίδια εικόνα στη Γαλλία και έντονες ανησυχίες ότι τον ίδιο δρόμο έχουν πάρει τα αδελφά κόμματα στην Ισπανία και στη Γερμανία. 

Η απογοήτευση από τα παραδοσιακά κυβερνητικά κόμματα δεν πηγαίνει αυτόματα προς τα δεξιά. Οι αστοί αναλυτές βαφτίζουν αυτές τις εξελίξεις “στροφή προς το λαϊκισμό”, τσουβαλιάζουν την ακροδεξιά και τους φασίστες μαζί με την Αριστερά και ευνοούν με αυτόν τον τρόπο την προσαρμογή των κυβερνήσεων στην ρατσιστική ατζέντα της ακροδεξιάς. Καλλιεργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος. Το ζήτημα είναι τι κάνει η Αριστερά. 

Τα κόμματα που έβαλαν πλώρη να γίνουν μια νέα σοσιαλδημοκρατία στη θέση της παλιάς αποδεικνύονται απογοητευτικά με γοργούς ρυθμούς. Ο ΣΥΡΙΖΑ και το Ποδέμος ήταν τα κόμματα που εκτοξεύτηκαν μέσα από τις ελπίδες του κόσμου που έδωσε μάχες και βγήκε στις πλατείες πριν από μια πενταετία. Ήταν ένα παράδειγμα ότι η οργή μπορεί να εκφράζεται μαζικά προς τα αριστερά. Αλλά ο ρεφορμιστικός χαρακτήρας αυτών των σχηματισμών έκανε τις ελπίδες θρύψαλα. 

Στην Ισπανία, το Ποδέμος έχει φτάσει να στηρίζει την ενεργοποίηση του άρθρου 155 του συντάγματος από τον Ραχόι απέναντι στην Καταλωνία. Μαζί τους και η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα που στηρίζει την εδαφική ακεραιότητα του ισπανικού κράτους. Όσοι νόμισαν ότι οι εναγκαλισμοί με τον Τραμπ ήταν το τέλος του κατήφορου για τον ΣΥΡΙΖΑ, βλέπουν με τρόμο ότι ο Τσίπρας φτάνει μέχρι να τοποθετείται στο ίδιο στρατόπεδο με τους νοσταλγούς του Φράνκο! 

Αυτές οι εξελίξεις δεν σημαίνουν ότι οι άρχουσες τάξεις βρήκαν μια κάποια λύση για τις πολιτικές και οικονομικές ανασφάλειές τους μέσα από τους συμβιβασμούς του Τσίπρα ή του Ιγκλέσιας. Οι αστάθειες του συστήματος είναι πολύ μεγάλες για να μπαλωθούν με κάτι τέτοιο και οι δυνατότητες της εργατικής τάξης να αναζητήσει διέξοδο προς τα αριστερά εξακολουθούν να είναι ο εφιάλτης για τα επιτελεία σε όλη την Ευρώπη.  

Εκατό χρόνια μετά τον Οκτώβρη, το φάντασμα της εργατικής επανάστασης εξακολουθεί να πλανιέται. Οι δυνάμεις της επαναστατικής αριστεράς μπορούν και πρέπει να αναδείξουν αυτή την προοπτική όχι σαν νοσταλγία ή ουτοπία, αλλά σαν ενεργή επικαιρότητα μέσα στις σημερινές συνθήκες. Μόνον έτσι μπορούν να διεκδικήσουν ότι θα γίνουν οι οργανωτές της εργατικής αντίστασης ώστε να βρει το δρόμο που της αξίζει. 

Μ. Σ. 


Σημειώσεις 

(1) https://thenextrecession.wordpress. com/2017/10/13/the-monetary-dilemma/