Άρθρο
Το Καταλανικό ζήτημα

φωτό Guy Smallman

 

 

Η Ισπανία και μαζί της η ΕΕ μπαίνει στη δίνη της κρίσης που άνοιξε το δημοψήφισμα στην Καταλωνία. 
Ο Νίκος Λούντος στέκεται στις ρίζες του ζητήματος και δείχνει το νήμα για την αντιμετώπιση της Αριστεράς.

Το καταλανικό ζήτημα έσκασε σαν τριπλή βόμβα στην καρδιά της Ευρώπης στα τέλη του Σεπτέμβρη. Επανήλθε το “καταραμένο” εθνικό ζήτημα, όχι στα Βαλκάνια ή στα βουνά του Κουρδιστάν, αλλά στα γαλλοϊσπανικά σύνορα. Η ΕΕ βρέθηκε με μια καυτή πολιτική αντιπαράθεση στα χέρια της, ενώ ακόμη δεν έχει βγει από το τούνελ του Μπρέξιτ. Και τρίτον, μπαίνει σε μια αχαρτογράφητη κρίση η ίδια η Ισπανία, η 4η μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης. Για όσους παρακολουθούσαν λίγο πιο προσεκτικά τις εξελίξεις στην Καταλωνία, η έκπληξη δεν ήταν τόσο μεγάλη. Αντίθετα, τα τελευταία χρόνια τα δυο τρένα όδευαν προς τη σύγκρουση σε αργή κίνηση. Όμως οι ελίτ της ΕΕ είχαν πιστέψει τους εφησυχασμούς που διοχέτευε η Μαδρίτη, δηλαδή ότι το ζήτημα πήγαινε προς εκτόνωση και δεν θα συνέβαινε και τίποτα δραματικό. 

Η Ισπανία έχει μετατραπεί τον τελευταίο χρόνο σε θετικό παράδειγμα για την ΕΕ, κι έτσι ενισχυόταν η αξιοπιστία του Ραχόι. Τον Ιούλη τα διεθνή ΜΜΕ πανηγύρισαν ότι η οικονομία της χώρας επανήλθε στα προ κρίσης επίπεδα. Οι εξαγωγές είναι η ατμομηχανή, έχει μπει τάξη στις τράπεζες και η ανεργία πέφτει.1 Ο Ραχόι είχε ήδη πάρει ευρωπαϊκά συγχαρητήρια για την “υποδειγματική” διάσωση της τράπεζας Popular, μέσω εξαγοράς της από την Santander, χωρίς δημόσιο χρήμα, την ώρα που το Βερολίνο ήταν εξοργισμένο με τους αντίστροφους τραπεζικούς χειρισμούς στην Ιταλία.2 Η διαμάχη που άνοιξε στα πλαίσια του Brexit για το μέλλον του Γιβραλτάρ έδωσε ακόμη περισσότερους ευρωπαϊκούς πόντους στο Ραχόι, καθώς η κυβέρνησή του προσέφερε πλήρη στήριξη στους χειρισμούς των Βρυξελών και εισέπρατε πλήρη στήριξη από τις Βρυξέλες, οδηγώντας κύκλους της ισπανικής κυβέρνησης να ονειρεύονται ότι “ο άξονας Παρίσι-Βερολίνο μπορεί πλέον να μετατραπεί σε τρίγωνο Βερολίνο, Παρίσι, Μαδρίτη”.3 Δίπλα σ’αυτά, ο Ραχόι είχε ως έξτρα επιχείρημα ότι είναι ανάμεσα στους μεγάλους επιζήσαντες. Ανέλαβε πρωθυπουργός το 2011 και παραμένει στη θέση του, έχοντας περάσει τους κάβους και της διάσωσης των τραπεζών, και της προηγούμενης καταλανικής “πρόκλησης” το 2014 και των διπλών εκλογών του 2015-16, και της εκτόξευσης του Ποδέμος, και της μετάβασης από τον Χουάν Κάρλος στον Φίλιππο τον Στ’ και πολλές άλλες κρίσεις.4

Αντί όμως για την προαναγγελθείσα νηνεμία, ήρθε θύελλα. Η καταλανική κυβέρνηση είχε δεσμευτεί ότι θα προχωρήσει σε δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της περιοχής και δεν έκανε τελικά πίσω. Τα ισπανικά δικαστήρια κήρυξαν παράνομο το δημοψήφισμα και η Μαδρίτη εξαπέλυσε όλο τον κρατικό μηχανισμό για να βάλει φρένο στη δημοκρατική διαδικασία. Χωροφύλακες και Ισπανοί αστυνομικοί στάλθηκαν στην Καταλωνία κατά χιλιάδες, εισέβαλαν σε τυπογραφεία, κατάσχεσαν ψηφοδέλτια, εκλογικό και προεκλογικό υλικό, οι ιστοσελίδες της οργάνωσης του δημοψηφίσματος ελέγχθηκαν από τη Χωροφυλακή, οι δημόσιοι υπάλληλοι δέχθηκαν απειλές ότι θα χάσουν τις δουλειές τους αν στελεχώσουν τις εφορευτικές επιτροπές, το ίδιο και οι Δήμαρχοι αν διέθεταν χώρους. Οι δυνάμεις καταστολής εισέβαλαν στα Υπουργεία για να συλλάβουν στελέχη τους, σε μια τελευταία προσπάθεια να διαλύσουν τον μηχανισμό οργάνωσης του Δημοψηφίσματος. 

Όμως, η βία δεν έφερε αποτέλεσμα. Αντίθετα, όπως γράφαμε στην Εργατική Αλληλεγγύη εκείνες τις μέρες: “Στο άκουσμα των συλλήψεων και των εισβολών στα δημόσια κτίρια, ο κόσμος βγήκε στο δρόμο με την αίσθηση ότι αντιστέκεται σε ένα πραξικόπημα. Τα κτίρια όπου βρίσκονταν οι κρατούμενοι και αυτά που βρίσκονταν υπό κατάληψη και πολιορκία της Χωροφυλακής και της αστυνομίας, άρχισαν να περικυκλώνονται από δεκάδες χιλιάδες κόσμο. Οι πολιορκητές βρέθηκαν πολιορκημένοι. Τα αυτοκίνητα της Χωροφυλακής ντύθηκαν με την Εστελάδα, τη σημαία της καταλανικής ανεξαρτησίας και σιγά σιγά δεν ξεχώριζαν από τα πανό και τις σημαίες της διαδήλωσης. Οι εργαζόμενοι μέσα στα Υπουργεία έστελναν το μήνυμα της αντίστασης από τα μέσα, βγαίνοντας στα μπαλκόνια και τα προαύλια… κι οι δρόμοι στην Καταλωνία δεν άδειαζαν μέρα και νύχτα.”5 Ταυτόχρονα, οι φοιτητές και οι φοιτήτριες είχαν καταλάβει τα μεγάλα Πανεπιστήμια και έστηναν τις πρώτες Επιτροπές Υπεράσπισης του Δημοψηφίσματος.

Το ισπανικό κράτος ήδη βρισκόταν σε πανικό. Δεν εμπιστευόταν την καταλανική αστυνομία και οι φασίστες οργάνωναν κινητοποιήσεις “αποχαιρετισμού” στους μπάτσους που έφευγαν από κάθε γωνιά της Ισπανίας με προορισμό την Καταλωνία, για να τους ντοπάρουν. Οι λιμενεργάτες ανακοίνωσαν ότι δεν θα εξυπηρετούν τα κρουαζιερόπλοια που “φιλοξενούν” τους μπάτσους. Το κίνημα άρχισε να καταλαμβάνει τα εκλογικά κέντρα για να τα προστατεύσει από τις εισβολές. Ο κόσμος αντιστάθηκε ηρωικά ολόκληρη την Κυριακή, κρύβοντας κάλπες, αλλάζοντας πινακίδες στους δρόμους προς τα χωριά για να χαθούν τα αστυνομικά αυτοκίνητα, στήνοντας ανθρώπινες αλυσίδες έξω από τα κέντρα.6 

Ο Στιβ Σεντάρ από το Μπικ, στην επαρχία της Βαρκελώνης, περιγράφει: “Δυο μέρες πριν το δημοψήφισμα οργανώσαμε αυθόρμητα τοπικές επιτροπές υπέρ της ανεξαρτησίας, με ενώσεις καθηγητών, δημοτικών υπαλλήλων, συνδικαλιστών, με πολιτικά κόμματα που στηρίζουν την ανεξαρτησία. Κι αυτό έγινε σε όλη την Καταλωνία, σε όλες τις πόλεις. Ο κόσμος οργανώθηκε μόνος του σε 2.200 εκλογικά κέντρα. Ήταν εντυπωσιακό, τα καταλάβαμε για πάνω από 72 ώρες, με δύο-τρεις ώρες ύπνο το πολύ. Χιλιάδες ανταποκρίθηκαν και αυτοοργανώθηκαν. Την Κυριακή το πρωί, αυθόρμητα ο κόσμος ήταν απ' έξω, με ομάδες περιφρούρησης, να προστατεύει τις κάλπες και τα κέντρα από την αστυνομία. Ήταν μια έκρηξη δημοκρατίας από τα κάτω. Άνθρωποι που δεν τους ένοιαζε ποιανού κόμματος ήταν πρωτοβουλία, αλλά ήθελαν να παλέψουν και με την κινητοποίησή τους έσερναν τα κόμματα σε δράση.

Στην πόλη μου καταλάβαμε όλα τα σχολεία για δύο βράδια. Στις 5 το πρωί της Κυριακής καλέσαμε όλο τον κόσμο να έρθει. Στο σχολείο που ήμουν, 300 με 400 άτομα ήταν εκεί σχεδόν όλη μέρα και χιλιάδες σε όλη την πόλη. Στο πιο αδύναμο σημείο, μετά το μεσημεριανό, όταν ήμασταν περίπου 100-150 άτομα και υπήρχαν φήμες ότι θα έρθει η αστυνομία, κάλεσα από την ντουντούκα όποιον δε νιώθει άνετα να απομακρυνθεί. Μόνο δύο ηλικιωμένοι το έκαναν. Όλοι οι άλλοι έμειναν σαν ένα αδιαπέραστο τείχος. Κι αυτό έγινε παντού. Παντού, ο κόσμος σήκωνε τα χέρια ψηλά σε μια ειρηνική αντίσταση και ανυπακοή, ήταν συγκινητικό.

Συνολικά η αστυνομία απέτρεψε 700 χιλιάδες περίπου από το να ψηφίσουν. 2,2 εκατομμύρια άνθρωποι ψήφισαν. 900 τραυματίστηκαν, αναμέσά τους ο πεθερός μου, 85 χρονών, που πήγε να ψηφίσει στη Βαρκελώνη, δέχτηκε επίθεση της αστυνομίας, πέρασε τέσσερις ώρες στο νοσοκομείο όπου του τοποθέτησαν κολάρο και μετά γύρισε να ψηφίσει και όλοι τον χειροκροτούσαν. Γενικά σε πάρα πολλούς, ιδιαίτερα ηλικιωμένους, ξύπνησε η ιστορική μνήμη από το φασισμό. Στις συναντήσεις μοιράζονταν τέτοιες εμπειρίες από όταν ήταν παιδιά. Έτσι δεν ήταν πια μόνο θέμα ανεξαρτησίας αλλά και ενάντια στην καταπίεση και την καταστολή, ενάντια στην απειλή του φασισμού.”7

Η απεργία στις 3 του μήνα ήταν ένα άλμα προς τα εμπρός. Με τη μαζική συμμετοχή των μαθητών, κινητοποιήθηκαν συνολικά περισσότεροι άνθρωποι από ό,τι τη μέρα του δημοψηφίσματος. Παρότι οι ηγεσίες των συνδικάτων προσπάθησαν να μετατρέψουν τη μέρα σε ολιγόωρο κλείσιμο των επιχειρήσεων με τη συμμετοχή και των αφεντικών, η κατάσταση έφυγε από τα χέρια τους.8

Πολιτική κρίση

Πώς εξηγείται όλη αυτή η ορμή; Κάποιοι τολμάνε να βάζουν το καταλανικό κίνημα σε ένα γενικό τσουβάλι περί επιστροφής των εθνικισμών στην Ευρώπη. Με λίγα λόγια το κίνημα στην Καταλωνία που συνδέθηκε με τις μαζικές διαδηλώσεις υποδοχής των προσφύγων μπαίνει στην ίδια κατηγορία με το AfD, την Εναλλακτική για τη Γερμανία που στηρίζει τις φασιστικές συγκεντρώσεις ενάντια στους πρόσφυγες.

Αντίστοιχα, υπάρχουν προσεγγίσεις που θέλουν να κριτικάρουν τον καταλανικό εθνικισμό ως “εθνικισμό των πλούσιων” ενάντια στις φτωχότερες περιοχές του ισπανικού κράτους. Αυτό που κάνουν και τα δυο τσουβαλιάσματα είναι να αναπαράγουν την προπαγάνδα της Μαδρίτης.

Η έκρηξη του κινήματος στην Καταλωνία εντάσσεται στη συνολικότερη περίοδο που άνοιξε η οικονομική κρίση, και στο πώς αυτή η κρίση μετατράπηκε σε πολιτική κρίση συγκεκριμένα στην Καταλωνία. Το ζήτημα της ανεξαρτησίας είναι ένας από τους τρόπους με τον οποίο ο κόσμος βρήκε τρόπο να έρθει στο προσκήνιο, να απαιτήσει και να αλλάξει τα πράγματα μέσα στην ευκαιρία που άνοιξε αυτή η κρίση.

Το αίτημα για ανεξαρτησία της Καταλωνίας έφτασε να γίνει πλειοψηφικό ιδιαίτερα πρόσφατα. Δεν ήταν παρόν σε οποιαδήποτε μεγάλης κλίμακας συζήτηση τα τελευταία 80 χρόνια. Μέσα στην Καταλωνία ως τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας οι δημοκοπήσεις της καταλανικής κυβέρνησης ανέβαζαν σε 25% το ποσοστό όσων ήθελαν ανεξαρτησία9, για να φτάσουμε στο 50% που καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις λίγο πριν το δημοψήφισμα10.

Ανεξάρτητα από το αίσθημα που καταγραφόταν στις δημοσκοπήσεις, δεν υπήρχαν μεγάλες πολιτικές δυνάμεις στο καταλανικό σκηνικό που να διεκδικούν ανεξαρτησία. Αντίθετα με την περιγραφή της “προαιώνιας διαμάχης” μεταξύ Μαδρίτης και Βαρκελώνης, το κόμμα του Πουτζντεμόν- η Convergencia- υπήρξε βασικό στήριγμα της πολιτικής σταθερότητας του ισπανικού κράτους επί δυο τουλάχιστον δεκαετίες, δίνοντας κρίσιμες ψήφους εμπιστοσύνης τόσο στη Δεξιά (Λαϊκό Κόμμα) όσο και στη σοσιαλδημοκρατία (PSOE) για να σχηματίσουν κυβερνήσεις. Η “Ντιάδα” (εθνική μέρα της Καταλωνίας στις 11 Σεπτέμβρη) μετατράπηκε σε μαζική εκδήλωση του αιτήματος για ανεξαρτησία για πρώτη φορά το 2012.

Αυτό που εξελίχθηκε στην Καταλωνία τα τελευταία χρόνια είναι ότι διαλύθηκε με πάταγο η πολιτική γεωμετρία που είχε διαμορφωθεί μετά την πτώση της φρανκικής δικτατορίας και κρατούσε τα πράγματα αμετακίνητα. Όπως σε ολόκληρη την Ευρώπη η κρίση έφερε ανατροπές στους παραδοσιακούς “δικομματισμούς”, το ίδιο έγινε και στην Καταλωνία, αλλά ακόμη πιο έντονα. Από τις πρώτες εκλογές για την Τζενεραλιτάτ (την καταλανική κυβέρνηση) το 1980 ως και το 2010, η Convergencia και το PSOE (PSC στην καταλανική του εκδοχή) ήταν τα δυο πρώτα κόμματα. Οι δυο μαζί είχαν φτάσει και στο 75%. Στις δυο τελευταίες αναμετρήσεις το PSOE μετατράπηκε σε 3ο κόμμα. Από 38% και πρώτο κόμμα το 1999, έφτασε στο 18,5% το 2010, στο 14,5% το 2012 και κάτω από 13% το 2015. Ακόμη πιο δραματικά, στις κοινοβουλευτικές εκλογές συνολικά του ισπανικού κράτους, αν κοιτάξουμε τις ψήφους στην Καταλωνία καταγράφονται βαθύτερες ανατροπές. Το 2011 κρατούσε ακόμη ο συνήθης δικομματισμός. Στις τελευταίες εκλογές του 2016, πρώτο κόμμα ήρθε το Ποδέμος, δεύτερη η (ανεξαρτησιακή) Ρεπουμπλικανική Αριστερά (ERC) και τρίτο το PSOE με 10% λιγότερο από το 2011. Το κόμμα του Πουτζντεμόν ήρθε τέταρτο. Ένα χρόνο νωρίτερα, τις δημοτικές εκλογές στη Βαρκελώνη τις είχε κερδίσει η Άδα Κολάου, με μια συμμαχία που ξεκινούσε από το κίνημα κατά των εξώσεων, περνούσε από το Ποδέμος, την Ενωμένη Αριστερά και έφτανε στις παρυφές του κινήματος για την ανεξαρτησία.

Δεν υπήρξε συνεπώς καμιά “εκτόξευση του εθνικισμού”. Αντίθετα υπήρξε στροφή αριστερά, ριζοσπαστικοποίηση που εκφράστηκε μέσα από το δυνάμωμα όλων των κινημάτων και τεράστια κρίση του PSOE. Η πολιτική κρίση όμως έφτασε ακόμη πιο βαθιά, μέσα στην καταλανική δεξιά, στην Convergencia. Τα πρώτα μέτρα λιτότητας με την κρίση τα πέρασε η τρικομματική κεντροαριστερή κυβέρνηση του PSOE ως το 2010, αλλά μετά ανέλαβε ξανά η Convergencia με πρωθυπουργό τον Αρτούρ Μας, πολιτικό παιδί του Πουζόλ, του πατριάρχη του κόμματος. Η Καταλωνία ποσοστιαία υπέστη από τις μεγαλύτερες περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες (υγεία, παιδεία, κοινωνικές υπηρεσίες) λόγω (ή με δικαιολογία) της κρίσης. Μια μέτρηση τις ανεβάζει σε 26% μεταξύ 2009 και 2015.11 

Σήμερα ο Μας για τα κόμματα της Μαδρίτης είναι ο διάβολος της ανεξαρτησίας. Αλλά τα πρώτα χρόνια της πρωθυπουργίας του χωρίς τη βοήθεια του PSOE και του Λαϊκού Κόμματος δεν θα είχε επιβιώσει. Η Convergencia έβλεπε να χάνει έδαφος από τα αριστερά της (υπέρ της ERC και του CUP), και ιδιαίτερα μετά το 2012 είδε να μαζικοποιείται ένα κίνημα από τα κάτω υπέρ της Ανεξαρτησίας. Το κίνημα εκφράστηκε κυρίως μέσα από τη μαζικοποίηση της “Καταλανικής Εθνοσυνέλευσης” (ANC).

Παραδόξως, ο παράγοντας που βοήθησε να δέσει από τη μια μεριά η οργή απέναντι στις περικοπές και τη Δεξιά με το ζήτημα της αυτοδιάθεσης ήταν η ανοιχτή επιθετικότητα που είχε ακολουθήσει το Λαϊκό Κόμμα και τα δικαστήρια απέναντι στην καταλανική αυτονομία. Το 2000 η ERC μετά από χρόνια στήριξης στην Convergencia, συμφώνησε να σχηματίσει κυβέρνηση στην Καταλωνία με το PSOE και την αριστερή Iniciativa. Αντάλλαγμα εκείνης της στήριξης ήταν η μεταρρύθμιση του Θεσπίσματος της Αυτονομίας της Καταλωνίας που ίσχυε από το 1979. Ο Αθνάρ του Λαϊκού Κόμματος που κυβερνούσε την Ισπανία ηγήθηκε της εθνικιστικής καμπάνιας κατά οποιασδήποτε αλλαγής προς περισσότερη αυτονομία. Το αντιπολεμικό κίνημα τον έστειλε σπίτι του το 2004 και ο Θαπατέρο του PSOE ήρθε υποσχόμενος ότι θα αποδεχθεί το νέο Θέσπισμα, το οποίο τελικά εγκρίθηκε (αρκετά κουτσουρεμένο) το 2006 από τη βουλή και από δημοψήφισμα. Όμως το Λαϊκό Κόμμα συνέχιζε την εκστρατεία και κατάφερε το 2010 το ανώτατο δικαστήριο να βγάλει παράνομα άρθρα του Θεσπίσματος, με πιο συμβολικό αυτό που αναγνώριζε τους Καταλανούς ως έθνος. Πλέον επιστρέφαμε στη “νομιμότητα” του ισπανικού Συντάγματος που ορίζει ως ενιαίο έθνος όλη την Ισπανία, κάνοντας λόγο για “εθνότητες”, αλλά και για το στρατό που διαφυλάττει την ενότητα της πατρίδας.

Οι Καταλανοί λοιπόν είχαν ακολουθήσει το δρόμο της “νομιμότητας” και βρήκαν απέναντί τους τη Δεξιά και τα δικαστήρια να τους εκδικούνται. Δεν ήταν παράλογο που συμπυκνώθηκαν οι μάχες ενάντια στη λιτότητα και ενάντια στο κεντρικό ισπανικό κράτος. Ένα τμήμα της καταλανικής δεξιάς βαφτίστηκε “ανεξαρτησιακό” για να ακολουθήσει τις εξελίξεις - προβάλλοντας συνθήματα ότι “Η Ισπανία μάς κλέβει”, και αναλύσεις ότι για την κρίση φταίει η “αλληλεγγύη” προς τις φτωχότερες περιοχές της Ισπανίας. Όμως, η στιγμή και ο τρόπος με τον οποίο μαζικοποιήθηκε το κίνημα καθόρισε ότι δεν ήταν ποτέ αυτό το κεντρικό περιεχόμενο. Αντίθετα η καταλανική “ιδιαιτερότητα” βρήκε προοδευτικούς τρόπους να εκφραστεί: από τον αντιρατσισμό, την παράδοση των συνελεύσεων γειτονιάς, την αναγνώριση των ΛΟΑΤΚΙ δικαιωμάτων και την αντίθεση σε βάρβαρες παραδόσεις όπως οι ταυρομαχίες. Αυτό δεν σημαίνει ότι το κίνημα ήταν με οποιοδήποτε τρόπο “ξεκάθαρο”. Στις εργατογειτονιές των μεγάλων πόλεων, η πλειοψηφία συνέχιζε να βλέπει με καχυποψία τους παραδοσιακούς πολιτικούς εκπροσώπους της καταλανικής αστικής τάξης να μετατρέπονται σε οργισμένους διαδηλωτές.

Το κράτος της Καστίλης

Η εθνική ανομοιογένεια του ισπανικού κράτους έχει τις ρίζες της στην ιστορία. Είναι ένα από τα αποτελέσματα του ιδιαίτερου τρόπου με τον οποίο η ισπανική αυτοκρατορία μετατράπηκε στο σύγχρονο ισπανικό καπιταλισμό με συνδυασμένο αλλά πολύ ανισόμερο τρόπο. Η Ισπανία μπήκε στην εποχή του καπιταλισμού μεσαιωνική και ηττημένη, αλλά ερχόταν από έναν μεσαίωνα στον οποίο είχε κυριαρχήσει στον πλανήτη μέσω της αυτοκρατορίας της. Δεν ήταν “καθυστερημένη” με την έννοια που ήταν η Ρωσία ή η Ιαπωνία, ήταν παρακμασμένη.

Η διαδικασία γλωσσικής ομογενοποίησης η οποία στις πιο ανεπτυγμένες περιοχές της Ευρώπης είχε εξελιχθεί “φυσικά”, μέσω της ενσωμάτωσης όλο και μεγαλύτερου πληθυσμού σε μία ενιαία αγορά, στην Ισπανία έγινε βίαια και καθυστερημένα -στα τέλη του 18ου αιώνα. Καταλανοί, Βάσκοι και Γαλικιανοί αποτελούσαν ήδη σταθεροποιημένες μεγάλες γλωσσικές κοινότητες και αποτελούσαν βάση για ιδιαίτερα δίκτυα συμφερόντων. Όμως αυτό δεν σήμανε αυτόματα τάση προς τη ρήξη, γιατί οι τοπικές άρχουσες τάξεις έβλεπαν πιο πρόσφορη τη δράση τους μέσα στην αυτοκρατορία, έστω κι αν ήταν σε παρακμή.12

Η Καστίλλη είχε επιβάλει στη διάρκεια των αιώνων ότι έχει αναμφισβήτα το πάνω χέρι μέσα στην ιβηρική χερσόνησο - και η καστιλλιάνικη γλώσσα αυτοχρίστηκε σε “ισπανική”. Το 1659 το ισπανικό στέμμα τσάκισε την “Εξέγερση των Θεριστών”13 και το 1714 κατάργησε οριστικά την “Τζενεραλιτάτ”, την αυτοκυβέρνηση των Καταλανών. Ο Καταλανικός εθνικισμός γυρεύει εκεί τις ρίζες του. Ο ύμνος των θεριστών είναι ο εθνικός ύμνος και η 11η Σεπτέμβρη (από το 1714) είναι η εθνική γιορτή. Πρόκειται για κατασκευασμένες παραδόσεις εκ των υστέρων. Πραγματική συνέχεια ο καταλανικός εθνικισμός έχει από τα τέλη του 19ου αιώνα.

Τα αφεντικά της Καταλωνίας στο μεταξύ βρίσκονται στην πρωτοπορία μιας άλλης μάχης, ενάντια στο εργατικό κίνημα που θεριεύει σε βαθμό ασύγκριτο με υπόλοιπες περιοχές της χώρας. Βλέπουν τα εργοστάσιά τους και τους δρόμους να μετατρέπονται σε εργαστήρια παραγωγής επαναστατικών ιδεών και οργανώσεων. Έτσι η “Καταλανική Λίγκα”14 ενώ ζητάει εκσυγχρονισμό και αυτονομία, θα ταχθεί με τα πιο συντηρητικά στοιχεία της ισπανικής πολιτικής, με τη σκληρότερη καταστολή και θα υποστηρίξει σε πρώτο στάδιο και τη δικτατορία του Πρίμο ντε Ριβέρα (1923). Αυτή η πορεία εξηγεί γιατί η πλειοψηφία της Αριστεράς, και ιδιαίτερα οι αναρχοσυνδικαλιστικές οργανώσεις, είχαν αλλεργία σε οτιδήποτε “καταλανικό”, αρνούνταν να υιοθετήσουν τα εθνικά αιτήματα και προτιμούσαν να δημοσιεύουν τα έντυπά τους στα ισπανικά.

Όμως η δεκαετία του ‘30 θα φέρει τα πάνω κάτω στην Ισπανία σε όλα τα επίπεδα. Καταρρέει η δικτατορία, και μέσα σε ένα χρόνο κηρύσσεται η Δεύτερη αβασίλευτη δημοκρατία. Η περίοδος ριζοσπαστικοποίησης που άνοιξε, πέρασε από την Κομμούνα στις Αστούριες το 1934 από τη νίκη του Λαϊκού Μετώπου και έφτασε στην επανάσταση το ‘36, ταλάνισε και τον καταλανικό εθνικισμό. Η Λίγκα φυλλορροεί και την πρωτοκαθεδρία παίρνει η Ρεπουμπλικανική Αριστερά (ERC) που η ηγεσία της είχε αντισταθεί στη δικτατορία και στο βασιλιά. Με ηγεσία την ERC, κερδίζεται η Τζενεραλιτάτ (η αυτοκυβέρνηση της Καταλωνίας) το 1932 με ένα δημοψήφισμα όπου το Ναι συγκεντρώνει 99%. Αυτός ο νέος, “αριστερός” καταλανικός εθνικισμός είναι και συνέχεια και ρήξη με τον εθνικισμό της Λίγκας. Είναι συνέχεια με την έννοια ότι αφενός κληροδοτεί το εθνικιστικό αφήγημα που θεωρεί την Τζενεραλιτάτ αναγέννηση του θεσμού του 1714, αλλά και τον στόχο της καλύτερης ανάπτυξης του καπιταλισμού μέσα από την καταλανική αυτονομία. Είναι ρήξη γιατί προσπαθεί να εκφράσει και τα καταπιεσμένα στρώματα - όχι τόσο την εργατική τάξη που συνέχισε να δίνει μεγαλύτερη σημασία σε άλλες μάχες, αλλά αγρότες, μικροαστούς και άλλες ομάδες του πληθυσμού που είδαν το δρόμο προς την πολιτική μέσα από την πάλη για τα εθνικά δικαιώματα. Για παράδειγμα, για το δημοψήφισμα του ‘31, γυναικείες οργανώσεις κατάφεραν να συγκεντρώσουν 400 χιλιάδες υπογραφές γυναικών15 που ακόμη δεν είχαν δικαίωμα ψήφου. Τον Οκτώβρη του 1934 ο ηγέτης της ERC, Λιουίς Κομπάνς, θα κηρύξει την ανεξαρτησία της Καταλωνίας, κάτω από την πίεση της αλληλεγγύης στους εξεγερμένους ανθρακωρύχους στις Αστούριες. Η “Δημοκρατία” θα στείλει τον Κομπάνς στη φυλακή, και τον άγνωστο ακόμη στρατηγό Φρανθίσκο Φράνκο να βομβαρδίσει τους εργάτες στο Οβιέδο16. Ο Κομπάνς θα επανέλθει στην ηγεσία της Τζενεραλιτάτ και η Αυτονομία της Καταλωνίας θα αποκατασταθεί μετά τη νίκη του Λαϊκού Μετώπου το ‘36. Η νίκη των φασιστών του Φράνκο στον εμφύλιο θα ανοίξει την περίοδο της πιο μεγάλης καταπίεσης σε βάρος των καταλανικών εθνικών δικαιωμάτων, όπως και όλων των δικαιωμάτων γενικά.

Η Καταλωνία ήταν το κέντρο της επανάστασης και γι’αυτό μετατράπηκε σε βασικό στόχο της αντεπανάστασης. Από θάνατο ή από εξορία εξαφανίστηκαν μέχρι και 150.000 άνθρωποι στα πρώτα χρόνια της καταστολής. Ο Κομπάνς παραδόθηκε στο Φράνκο από τη Γκεστάπο το 1940, και εκτελέστηκε. Η “πολιτισμική” και γλωσσική ομογενοποίηση της χώρας έγινε βασικός στόχος. Όλες οι γλώσσες πλην των καστιλιάνικων εξορίστηκαν από το δημόσιο χώρο. Απολύθηκαν όλοι οι υπάλληλοι της Τζενεραλιτάτ και τα σώματα ασφαλείας στελεχώθηκαν από βετεράνους φασίστες.

Ήταν οι αγώνες που ξανακέρδισαν ένα βαθμό αυτονομίας για την Καταλωνία μετά την πτώση της δικτατορίας. Και όχι μόνο οι “εθνικοί αγώνες”. Οι απεργίες που ξέσπασαν από τις αρχές της δεκαετίας του ‘70 προκαλούν τριγμούς στο καθεστώς17. Μετά το θάνατο του Φράνκο το ‘75, τα στελέχη του φρανκισμού έχουν πλέον δει την εμπειρία στην Ελλάδα, αλλά ακόμη περισσότερο την επανάσταση στην Πορτογαλία και ήθελαν να αποφύγουν κάτι ανάλογο. Ο Αδόλφο Σουάρεθ ήταν ο υπουργός του Φράνκο που ανέλαβε να αναβαπτίσει το καθεστώς. Τον Οκτώβρη του 1977 κατάφερε να χτίσει μια πολιτική συμμαχία με όλα σχεδόν τα κόμματα, τις λεγόμενες Συμφωνίες της Μονκλόα18, με τις οποίες θα γινόταν άνοιγμα προς τη δημοκρατία, αλλά με όλο το φρανκικό καθεστώς ανέγγιχτο και με ένα Σύνταγμα που θα ήταν γραμμένο από τα ίδια τα παιδιά του Φράνκο. Ο βασιλιάς Χουάν Κάρλος που τον είχε βάλει στο θρόνο του ο ίδιος ο Φράνκο θα μετατρεπόταν σε αρχηγό του δημοκρατικού κράτους. Το Κομμουνιστικό Κόμμα και το PSOE έβαλαν την υπογραφή τους, εγγυώμενα ότι τα συνδικάτα που έλεγχαν δεν θα προκαλούσαν καμιά αναστάτωση, ενώ η ΕΟΚ, όπως τώρα η ΕΕ, έδινε όλων των ειδών τη στήριξη ώστε η μετάβαση να γίνει χωρίς καμιά ρήξη. Τα κόμματα της καταλανικής δεξιάς έβαλαν με προθυμία την υπογραφή τους στη συμφωνία. Το ισπανικό κράτος τους εγγυόταν τάξη, πειθαρχία για την εργατική τάξη, ευρωπαϊκή προοπτική και μερίδιο στην εξουσία. Η μαζική διαδήλωση της 11ης Σεπτέμβρη του ‘77, λίγο πριν τις συμφωνίες, είχε βάλει το ζήτημα της Αυτονομίας αναγκαστικά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. To ‘80 έγιναν οι πρώτες εκλογές στην Καταλωνία. 

Το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση

Οι επαναστάτες σοσιαλιστές είμαστε πάντα υπέρ του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση για όλους τους λαούς. Αυτό δεν σημαίνει ότι από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης η ανεξαρτησία είναι πάντα η καλύτερη επιλογή. Όμως, είναι ζήτημα δημοκρατικής αρχής ότι ένας λαός μπορεί να αποφασίζει μόνος του, χωρίς εκβιασμούς, αν θέλει να αποτελεί τμήμα ενός κράτους ή όχι. Ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι πάλεψαν για αυτή τη γραμμή μέσα στο σοσιαλιστικό κίνημα από τις αρχές του 20ου αιώνα. Ήταν μια ιδεολογική μάχη απέναντι σε ρεύματα που υποστήριζαν ότι τα εθνικά ζητήματα δεν πρέπει να αφορούν τους επαναστάτες, είτε γιατί ηγεσία των εθνικών κινημάτων ήταν αντιδραστικές τάξεις (καπιταλιστές, γαιοκτήμονες), είτε γιατί σε τελευταία ανάλυση μόνο στο σοσιαλισμό μπορούν να δοθεί πραγματική αυτοδιάθεση στους λαούς.

Ο Λένιν άσκησε πολεμική απέναντι σε αυτές τις αφηρημένες απόψεις. Πρώτα απ’όλα γιατί θεωρούσε τη μάχη ενάντια στον εθνικισμό της “δικής μας πατρίδας” βασικό ιδεολογικό ζήτημα για να μην γίνεται η εργατική τάξη φερέφωνο της ιδεολογίας των αφεντικών της. Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου, οι Μπολσεβίκοι δεν μένουν μόνο στο γενικό δημοκρατικό δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Γίνεται πιο κατανοητό, ότι στην εποχή του ιμπεριαλισμού, τα εθνικά κινήματα μπορούν να μετατραπούν σε φιτίλι αποσταθεροποίησης ολόκληρων των αυτοκρατοριών. Το κριτήριο για τους επαναστάτες δεν είναι αν η ηγεσία ενός κινήματος είναι προοδευτική ή οπισθοδρομική. Το κριτήριο είναι από τη σκοπιά των γενικών συμφερόντων της εργατικής τάξης, δηλαδή αν η νίκη αυτού του κινήματος κάνει τα πράγματα δυσκολότερα για τους από πάνω και ανοίγει δυνατότητες για την εργατική τάξη: “Η σοσιαλιστική επανάσταση μπορεί να ανάψει όχι μόνο από μια μεγάλη απεργία ή διαδήλωση του δρόμου… αλλά και από οποιαδήποτε πολιτική κρίση, σαν την υπόθεση Ντρέιφους… ή σε σύνδεση με ένα δημοψήφισμα για τον αποχωρισμό ενός καταπιεζόμενους έθνους”.19

Αυτό είναι και το κριτήριο για το οποίο υποστηρίζουμε την ανεξαρτησία της Καταλωνίας. Το ισπανικό κράτος έχει βασίσει την ύπαρξή του στο Σύνταγμα του ‘78, στον τρόπο με τον οποίο “έλυσε” το πρόβλημα της πολυεθνικότητας στο εσωτερικό του μετά την πτώση της δικτατορίας. Οι περιορισμοί στα δικαιώματα των “ιστορικών εθνοτήτων” της Ισπανίας ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της επιβολής πειθαρχίας στην εργατική τάξη ολόκληρης της χώρας, σε συνεργασία με το ρεφορμισμό, τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, και τα δεξιά εθνικιστικά κόμματα, συμπεριλαμβανομένων αυτών της καταλανικής άρχουσας τάξης.

Το κίνημα για την ανεξαρτησία δυναμιτίζει τα θεμέλια του καθεστώτος του 1978, δίνοντας δυνατότητες για να πάρει η εργατική τάξη πίσω όλα τα κλεμμένα των τελευταίων όχι μόνο 40 αλλά 80 ετών φτάνοντας πίσω ως την επανάσταση του 1936. Η Αριστερά στο ισπανικό κράτος κουβαλάει μια άσχημη παράδοση σεβασμού στην συνταγματική νομιμότητα και υποστήριξης της ενότητας του ισπανικού κράτους. Τα κινήματα της τελευταίας δεκαετίας έχουν βάλει δυσκολίες σε αυτό τον δύσκαμπτο αριστερό “Ισπανισμό”. Είναι προφανές ότι η επιβολή καθεστώτος έκτακτης ανάγκης στην Καταλωνία είναι κίνδυνος για τις κατακτήσεις των εργατών σε ολόκληρο το ισπανικό κράτος. Αντίθετα, κάθε ρωγμή που προκαλεί η Καταλωνία, σημαίνει ευκαιρίες για τους αγώνες παντού. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τακτική πρέπει να είναι απλός ακολουθητισμός του κινήματος για την ανεξαρτησία. Για να κερδίσει το κίνημα έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα η εργατική τάξη πρέπει να μπει μπροστά. Αν ο Ραχόι επιχειρήσει να πάρει τον έλεγχο της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου, το παράδειγμα της κατάληψης της ΕΡΤ θα πρέπει να “μεταφραστεί” στα καταλανικά και να πάει ακόμη παραπέρα. Αλλά η εργατική τάξη δεν μπορεί να βρεθεί στην πρώτη γραμμή κάτω από τις εθνικές σημαίες. Η στρατηγική του CUP, η οποία έλκει την παράδοσή της και από το μαοϊσμό, αποδέχθηκε σε μεγάλο βαθμό μια αντίληψη σταδίων, με βάση την οποία δόθηκε ψήφος εμπιστοσύνης στον Πουτζντεμόν διότι η ανεξαρτησία είναι το πρώτο και αναγκαίο βήμα για την αντικαπιταλιστική πάλη20. Όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι γραμμικά. Με την καταλανική δεξιά στο πλάι σου δεν μπορείς να κινητοποιήσεις την εργατική τάξη στο σύνολό της. Υπάρχει πολύς κόσμος με εμπειρία δεκαετιών μαχών απέναντι στην Convergencia. Πρόσφατα με ψήφους του κόμματος του Πουτζντεμόν ο Ραχόι πέρασε τον προϋπολογισμό αλλά και την ιδιωτικοποίηση των λιμανιών.

Οι επιτροπές υπεράσπισης του Δημοψηφίσματος που στήθηκαν το Σεπτέμβρη και πλέον ονομάζονται “Επιτροπές Υπεράσπισης της (καταλανικής Δημοκρατίας)” είναι κρίσιμος κρίκος. Ακριβώς γιατί απλώθηκαν σε σχολές, εργατικούς χώρους και γειτονιές μπορούν να μετατραπούν σε όργανα που μπορούν και να συζητάνε αλλά και να εφαρμόζουν τις αποφάσεις του κινήματος. Μπορούν να βοηθήσουν ώστε να σπάσουν τα στεγανά μεταξύ του κινήματος στο δρόμο και της συνδικαλιστικής δράσης, αλλά και για να ενταχθεί το κομμάτι της εργατικής τάξης που δεν υποστηρίζει ως τώρα την ανεξαρτησία, αλλά θέλει να παλέψει και ενάντια στην καταστολή και να εμπλουτίσει με τα δικά του αιτήματα. Σε όλη αυτή την προσπάθεια, είτε ανακηρυχθεί άμεσα είτε όχι η ανεξαρτησία της Καταλωνίας, η διεθνής αλληλεγγύη θα είναι πολύτιμη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα προσπαθεί αδιάκοπα να απομονώσει και το κίνημα αλλά και την πιθανή καινούργια Δημοκρατία που θα προκύψει. Είναι καθήκον των εργατών και των εργατριών σε όλη την Ευρώπη να μην τους αφήσουμε να οδηγήσουν στην ασφυξία το κίνημα που ξανάνοιξε την προοπτική της ριζοσπαστικής αλλαγής 40 χρόνια μετά την πτώση του Φράνκο. n

 

Σημειώσεις

(1) “Spanish economy back to pre-crisis size”, BBC News 27 Ιούλη

(2) “Berlin leads backlash against Italian bank rescue”, FT 26 Ιουνη

(3) “Rajoy se refugia en la política exterior para recomponer su imagen”, El Mundo 24 Απρίλη

(4) Για μία επισκόπηση, βλ. “Ισπανία: Κυβέρνηση ζόμπι”, Εργατική Αλληλεγγύη 1 Νοέμβρη 2016.

(5) “Στην Καταλωνία ζει η ανταρσία”, Εργατική Αλληλεγγύη 26 Σεπτέμβρη

(6) “Νίκησαν την καταστολή. Συνεχίζουν με γενική απεργία”, Εργατική Αλληλεγγύη 3 Οκτώβρη

(7) “Έκρηξη δημοκρατίας από τα κάτω”, συνέντευξη στη Λένα Βερδέ, Εργατική Αλληλεγγύη 18 Οκτώβρη

(8) “Η μάχη συνεχίζεται”, Εργατική Αλληλεγγύη 11 Οκτώβρη

(9) “Historia de un desafío en cinco actos”, El País 10 Ιούνη 2017

(10) El Español, 3 Σεπτέμβρη 2017

(11) “Cómo Cataluña lideró los recortes sociales”, Cinco Días, 28 Σεπτέμβρη 2017.

(12) Είναι ενδεικτικό ότι ο Eric Hobsbawm ξεκινάει το κλασικό του βιβλίο Εθνη και Εθνικισμός φέρνοντας ως πρώτο παράδειγμα τις αλλεπάλληλες αλλαγές της έννοιας έθνος και πατρίδα στις διαφορετικές εκδόσεις των λεξικών της Ισπανικής Ακαδημίας. (εκδ. Καρδαμίτσα, 1994, μτφ. Χρυσ. Νάντρις)

(13) Για τα γεγονότα ως τα μέσα του 17ου αιώνα, Πέρι Άντερσον, Το απολυταρχικό κράτος, Οδυσσέας 1986, σ. 58-82

(14) Για τη γενεαλογία του συντηρητικού καταλανικού εθνικισμού, Albert Balcells, Catalan Nationalism, Palgrave 1996, σ. 35 - 82.

(15) Xavier Tornafoch Yuste, “Los debates del Estatuto de Autonomía de Cataluña”, Historia Actual Online (Άνοιξη 2004), σ. 38.

(16) “Αστούριες 1934”, Εργατική Αλληλεγγύη 15 Οκτώβρη 2014.

(17) Chris Harman, The Fire Last Time, Bookmarks 1988, σ. 318- 325. Βλ. σ. 321 για την απεργία στη SEAT στη Βαρκελώνη το 1974.

(18) “Η ισπανική κληρονομιά του Καρίγιο”, Εργατική Αλληλεγγύη 10 Οκτώβρη 2012.

(19) Λένιν, Κριτικά σημειώματα για το εθνικό ζήτημα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1992, σ. 108-9.

(20) Αυτή η αντιπαράθεση κορυφώθηκε μέσα στο CUP όταν αποφασίστηκε τελικά να δοθεί ψήφος εμπιστοσύνης στον Πουτζντεμόν. Η ανοιχτά αντικαπιταλιστική πτ­έρυγα που διαφωνούσε κέρδισε τις πρώτες ψηφοφορίες, όμως έμεινε στο συμβολισμό της άρνησης, δεν έφτασε να αντιπροτείνει εναλλακτική στρατηγική.