Άρθρο
Ο Κόκκινος Οκτώβρης και η Ελλάδα

Απεργοί στον Αγ. Γεώργιο Πειραιά στις 8 Μάρτη 1925

 

Η νίκη της εργατικής επανάστασης στη Ρωσία το 1917 συγκλόνισε όλη την Ευρώπη και έδωσε ώθηση στην επαναστατική Αριστερά παντού. 
Ο Κώστας Βλασόπουλος ανατρέχει σε αυτή την πορεία.

Η Ρωσική επανάσταση του 1917 δεν ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός. Αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος μιας εποχής πολέμων και επαναστάσεων, που ξεκίνησε με την έκρηξη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου το 1914 και διήρκεσε μέχρι την οριστική ήττα της Γερμανικής επανάστασης το 1923. Η ίδια περίοδος είχε κομβική σημασία για την αριστερά στην Ελλάδα. Η ίδρυση της ΓΣΕΕ το Νοέμβρη του 1918 και, λίγες μέρες μετά, του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ) άλλαξαν δραματικά την πορεία και το χαρακτήρα του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς. Τα δύο φαινόμενα δεν ήταν άσχετα: η Ρωσική επανάσταση άσκησε από την αρχή τεράστια επίδραση πάνω στις ιδέες και στην πρακτική όσων πάλευαν για έναν άλλο κόσμο.

Η επέτειος των 100 χρόνων της Ρωσικής επανάστασης βρίσκει το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα σε μια δεκάχρονη κρίση που πλησιάζει όλο και περισσότερο στις συνθήκες της περιόδου 1914-1923. Η ανάλυση του πως η Ρωσική επανάσταση επηρρέασε τις μάχες που έδωσε το εργατικό κίνημα και η αριστερά της εποχής στην Ελλάδα είναι μια πολύτιμη παρακαταθήκη για τις μάχες του σήμερα και του αύριο.

Πόλεμος και εργατικό κίνημα

Για να αναλύσουμε την επίδραση της Ρωσικής επανάστασης χρειάζεται να την τοποθετήσουμε στο κατάλληλο πλαίσιο. Η Ρωσική επανάσταση ξέσπασε ως αποτέλεσμα της φρίκης του πολέμου. Εκατομμύρια στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους στα χαρακώματα, ακόμα περισσότεροι βρέθηκαν τραυματίες και ανάπηροι. Εξίσου εξοντωτική ήταν η εμπειρία της ζωής στα μετόπισθεν. Η εμπειρία του πολέμου για τους εργάτες και τις εργάτριες ήταν η δραματική μείωση των μισθών και των άλλων εργασιακών κατακτήσεων, η μεγάλη αύξηση των τιμών, και οι σοβαρές ελλείψεις σε τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης.1

Ότι ίσχυε για τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης ίσχυε και για την Ελλάδα, με τη διαφορά ότι στην Ελλάδα η επιστράτευση είχε ξεκινήσει ήδη από το 1912 με τους Βαλκανικούς πολέμους. Κι ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη τουλάχιστον η φρίκη του πολέμου θα σταματούσε στα τέλη του 1918, για τους Έλληνες στρατιώτες θα συνεχιζόταν για πέντε ολόκληρα χρόνια ακόμα, μέχρι τις αρχές του 1923. 

Το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα είχε κάνει σημαντικά βήματα τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα. Από το 1910 και μετά αρχίζουν και ιδρύονται εργατικά κέντρα στις πόλεις, όπως στην Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη. Η ίδρυσή τους έπαιξε σημαντικό ρόλο, τόσο για το συντονισμό των κινητοποιήσεων των επιμέρους κλάδων και την οργάνωση της αλληλεγγύης, όσο και για τη διατύπωση γενικότερων αιτημάτων που αφορούσαν το σύνολο των εργατών.2

Παρολ’ αυτά, το ξεκίνημα του οργανωμένου εργατικού κινήματος είχε να αντιμετωπίσει ένα βασικό δίλημμα: με ποιό τρόπο μπορούσε να πραγματοποιήσει τα αιτήματά του; Το μεγαλύτερο τμήμα των συνδικαλιστών και των εργατών επηρρεάζονταν από τις δύο μεγάλες αστικές παρατάξεις: κατά κύριο λόγο τους βενιζελικούς, αλλά και τους αντιβενιζελικούς-βασιλικούς. Θα αποτελούσε το εργατικό κίνημα την προοδευτική πλευρά του βενιζελισμού, καταθέτοντας υπομνήματα στη Βουλή και προσπαθώντας να ασκήσει πίεση για την ψήφιση τους; Ή θα ήταν ένα ταξικό κίνημα που είχε ως στόχο τη σύγκρουση με την αστική τάξη και την ανατροπή του καπιταλισμού; Η ιδεολογική και οργανωτική διαπάλη μεταξύ βενιζελικών και σοσιαλιστών μέσα στα συνδικάτα σημάδεψε την περίοδο πριν αλλά και μετά την ίδρυση της ΓΣΕΕ το 1918.

Ο πόλεμος όμως σήμαινε ότι οι συνθήκες εργασίας δένονταν αναπόσπαστα με τις ευρύτερες συνθήκες του πολέμου. Χιλιάδες εργάτες βρίσκονταν επιστρατευμένοι για χρόνια: η υπομονή τους να γίνονται βορά στα κανόνια είχε αρχίσει να εξαντλείται. Η στάση είχε αρχίσει να γίνεται ενδημικό φαινόμενο, και η απάντηση των καραβανάδων ήταν η άγρια καταστολή. Το Φλεβάρη του 1918 στασίασε το 2ο σύνταγμα πεζικού και αρνήθηκε να πάει στο μέτωπο: η απάντηση ήταν οι εκτελέσεις. Μια πηγή της εποχής αφηγείται το πως ένας στρατιώτης μετά από μια επιθεώρηση το Σεπτέμβρη του 1918 ερωτώμενος αν είχε δει τους επιθεωρητές απάντησε: «αυτούς τους είδα, μόνο εκείνον τον κερατά τον Βενιζέλο δεν έχω δει». Η τιμωρία του ήταν η εκτέλεση.3 Ταυτόχρονα, δεκάδες χιλιάδες είχαν λιποταχτήσει και κρύβονταν στα βουνά.

Τι στάση έπρεπε να κρατήσει το κίνημα απέναντι στον πόλεμο; Έπρεπε να στηρίξει τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο; Έπρεπε να στηρίξει τη Μικρασιατική εκστρατεία που ξεκίνησε το 1919 για «την απελευθέρωση των αλύτρωτων πατρίδων»; Ήταν θεμιτό να κάνουν απεργίες οι εργάτες στη διάρκεια του πολέμου, ή έπρεπε να κάνουν υπομονή για χάρη της εθνικής ενότητας; Όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, ένα σημαντικό μέρος των ρεφορμιστών σοσιαλιστών επέλεξε να στοιχηθεί με την ντόπια αστική τάξη και να υποστηρίξει την πολεμική προσπάθεια. Ομάδες όπως το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Γιαννιού είχαν επιλέξει τη συνεργασία με τον Βενιζέλο και τη στήριξη «των δίκαιων εθνικών αιτημάτων», ελπίζοντας πως με αυτό τον τρόπο θα κατάφερναν να αποσπάσουν κάποιες παραχωρήσεις.

Η επίδραση της Ρωσικής επανάστασης

Για όλα αυτά τα επίμαχα διλήμματα του ελληνικού κινήματος η Ρωσική επανάσταση αποτέλεσε φάρο και πηγή έμπνευσης. Η συζήτηση για το πως μπορούσε να δημιουργηθεί μια σοσιαλιστική κοινωνία είχε κρατήσει στην αριστερά έναν αιώνα. Τώρα, για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία η Ρωσική επανάσταση έδειχνε το δρόμο στην πράξη. Το σύνθημα των μπολσεβίκων «όλη η εξουσία στα σοβιέτ» έδειχνε το πως μπορούσε η εργατική τάξη να πάρει τον έλεγχο της κοινωνίας. Τα σοβιέτ των εργατών ταυτόχρονα έπαιρναν ριζικά μέτρα για να τσακίσουν κάθε μορφή καταπίεσης: μοίραζαν τη γη των τσιφλικάδων στους αγρότες, αναγνώριζαν το δικαίωμα στην ανεξαρτησία κάθε καταπιεσμένης εθνότητας. Αλλά ίσως το πιο σεισμικό μέτρο της Ρωσικής επανάστασης ήταν το άμεσο σταμάτημα του πολέμου και το κάλεσμα συναδέλφωσης στους εργάτες των άλλων κρατών σε έναν κοινό αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού. 

Ταυτόχρονα οι μπολσεβίκοι διαμόρφωναν μια στρατηγική για το πως οι επαναστάτες μπορούσαν να κερδίσουν τους εργάτες στην πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού. Η προδοσία των κομμάτων της Β’ Διεθνούς στη διάρκεια του πολέμου σήμαινε ότι οι επαναστάτες ήταν αναγκαίο να διαχωριστούν από τους ρεφορμιστές και να χτίσουν επαναστατικά κόμματα. Ταυτόχρονα όμως χρειαζόταν να κερδίσουν με τη μεριά τους τις μάζες των εργατών που επηρρεάζονταν ακόμα από τη σοσιαλδημοκρατία και τα κομμάτια που έμπαιναν για πρώτη φορά στην πολιτική δράση με μπερδεμένες ιδέες ως αποτέλεσμα του πολέμου και της επανάστασης. Μέσα στη φωτιά της επαναστατικής περιόδου 1917-23 οι μπολσεβίκοι θα επεξεργαστούν τις εμπειρίες τους δημιουργώντας την Τρίτη Διεθνή των επαναστατικών κομμάτων και μορφοποιώντας τη στρατηγική του ενιαίου μετώπου.

Η τεράστια επίδραση της ρωσικής επάναστασης πάνω στο ελληνικό κίνημα μπορεί να αποτυπωθεί εύγλωττα μέσα από δύο παραδείγματα. Για πολλά χρόνια μετά το 1917 οι ανθυπασπιστές στον ελληνικό στρατό έφεραν το παρατσούκλι «κριλένκοι». Ο λόγος ήταν ότι οι μπολσεβίκοι είχαν καθαιρέσει τον αρχιστράτηγο Ντουχόνιν και στη θέση του είχαν βάλει έναν απλό μπολσεβίκο ανθυπασπιστή, τον Νικολάι Κριλένκο. Όταν ο Λένιν έλεγε ότι σοσιαλισμός είναι κάθε μαγείρισσα να κυβερνάει τα σοβιέτ, αυτό δεν ήταν θεωρία: οι ευγενείς καραβανάδες έδιναν τη θέση τους σε απλούς στρατιώτες. Η εντύπωση που έκανε το περιστατικό στους έλληνες φαντάρους ήταν τεράστια.4

Το δεύτερο παράδειγμα είναι το τραγούδι που τραγουδούσαν οι καπνεργάτες στις πόλεις της Μακεδονίας στη διάρκεια του πολέμου:

Ζήτω ο Λένιν κι η Ρωσία
και ο Τσιτσερίν μαζί,
που μας φέρνουν την ειρήνη
για να σκάσουν οι αστοί.5

Δύσκολα θα έβρισκε κανείς τραγούδι που αποτύπωνε καλύτερα τον πόθο των Ελλήνων εργατών για ειρήνη, την κατανόηση του ποιος κέρδιζε από τον πόλεμο, και την αναγνώριση ότι η Ρώσικη επανάσταση είχε δείξει ποιος είχε τη δύναμη να τον σταματήσει.

Η ίδρυση της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ

ΓΣΕΕ και ΣΕΚΕ δημιουργήθηκαν ταυτόχρονα το Νοέμβρη του 1918. Είναι σημαντικό ότι τα πρώτα τους συνέδρια έγιναν δυνατά σε συνθήκες στρατιωτικού νόμου με την εν μέρει υποστήριξη του Βενιζέλου, που υπολόγιζε ότι τον έλεγχο θα έπαιρναν φίλιες δυνάμεις που θα υποστήριζαν τις πολεμοκάπηλες βλέψεις του. Είχε κάνει ένα τραγικό λάθος, καθώς δεν είχε υπολογίσει την επίδραση των επαναστατικών κινημάτων της περιόδου. Δεν ήταν μόνο η Ρωσική επανάσταση: το συνέδριο του ΣΕΚΕ διέκοψε νωρίς τις εργασίες της πρώτης μέρας για να τιμήσει τη Γερμανική επανάσταση, που μόλις είχε ξεσπάσει. Στο συνέδριο της ΓΣΕΕ, παρά το μεγάλο αριθμό βενιζελικών και βασιλικών αντιπροσώπων, η προπαγάνδα των σοσιαλιστών καταφέρνει να κερδίσει τη μάχη ότι η ΓΣΕΕ θα βασίζεται «επί της αρχής της πάλης των τάξεων» και θα βρίσκεται «πέραν πάσης αστικής επιρροής». Σε 180 ψηφίσαντες, μόνο 21 ψήφισαν κατά. Το συνέδριο αποφάσιζε επίσης τον εορτασμό της εργατικής Πρωτομαγιάς την 1η Μάη, σε ένδειξη διεθνιστικής αλληλεγγύης.

Λίγες μέρες μετά, το συνέδριο του ΣΕΚΕ έπαιρνε εξίσου κομβικές αποφάσεις. Το πρόγραμμα του κόμματος εξέφραζε ανοιχτά τον επαναστατικό του χαρακτήρα, διακηρύσσοντας ότι παλεύει «διά την ανατροπήν της διεθνούς κεφαλαιοκρατίας και τον θρίαμβο του διεθνούς σοσιαλισμού» και ότι «δεν δύναται ποτέ να συμμετάσχη ή να ενισχύση οποιαδήποτε κυβέρνηση της αστικής τάξεως». Εξίσου καθαρή ήταν η μπολσεβίκικη επίδραση στο πως αντιλαμβανόταν το ΣΕΚΕ τη στάση του απέναντι στον πόλεμο, όπως έγραφαν οι προκηρύξεις που κυκλοφορούσαν τα μέλη του στο μέτωπο: «Πρέπει να το νιώσουμε καλά. Ενόσω δεν ανοίγουμε τα μάτια μας για να ιδούμε το βάραθρο όπου μας οδηγεί το σημερινό κοινωνικό σύστημα, ο πόλεμος ακατάπαυστα θα στέλνει στις λαϊκές μάζες το θάνατο και τη δυστυχία για να γεμίζει με το αίμα και τον ιδρώτα τις κάσες των πλουσίων».6

Οι μεγάλες απεργίες

Η δημιουργία μιας επαναστατικής αριστεράς στη ΓΣΕΕ και το ΣΕΚΕ έμελλε να παιξει καθοριστικό ρόλο στις μεγάλες απεργίες που θα ξεσπάσουν τα επόμενα χρόνια σε συνθήκες πολέμου. Τον Ιούνιο του 1919 ξεσπάει η απεργία των τραπεζοϋπαλλήλων. Η απεργία ξεκινάει στην Τράπεζα Αθηνών με αιτήματα τη μονιμότητα, την ενίσχυση του ταμείου συντάξεων και τη συμμετοχή των εργαζομένων στα κέρδη της τράπεζας. Γρήγορα όμως βρίσκει τη συμπαράσταση και των εργαζομένων στις υπόλοιπες τράπεζες και γενικεύεται. Είναι ενδεικτικό ότι οι τραπεζοϋπάλληλοι της εποχής δεν αντιλαμβάνονταν τους εαυτούς τους ως εργάτες, αλλά ως προνομιούχους μικροαστούς. Η κίνηση όμως της απεργίας, και η σωστή απόφαση της ΓΣΕΕ να δείξει έμπρακτα συμπαράσταση, συγκεντρώνοντας χρήματα ή μποϋκοτάροντας τα εμπορεύματα που συγκεντρώνονταν μέσω της Τράπεζας Αθηνών, οδήγησε τους τραπεζοϋπάλληλους να επιδιώκουν τη σύνδεση με τη ΓΣΕΕ. 

Τον Ιούλιο η διοίκηση της ΓΣΕΕ, που έχει περιοριστεί σε πέντε σοσιαλιστές μετά την αποχώρηση των βενιζελικών, υποβάλλει υπόμνημα με μια σειρά από αιτήματα. Η απάντηση της κυβέρνησης είναι η σύλληψη και εξορία των συνδικαλιστών στη Φολέγανδρο. Οι αστικές εφημερίδες εξοργίζονταν για τη δημοφιλία των σοσιαλιστών συνδικαλιστών, και δεν παρέλειπαν να χύνουν το ρατσιστικό τους δηλητήριο. Αναφερόμενες στον ένα από τους πέντε, τον Εβραίο σοσιαλιστή Αβραάμ Μπεναρόγια, μέλος του ΣΕΚΕ και της Φεντερασιόν στη Θεσσαλονίκη, θεωρούσαν ασυγχώρητη γκάφα ότι «Έλληνες εργάται έφθασαν εις το κατήντημα να αναγνωρίσουν Ιουδαίους αρχηγούς». Η απάντηση του εργατικού κινήματος στην καταστολή είναι η πρώτη γενική πολιτική απεργία στην ελληνική ιστορία. Για δύο μέρες δεκάδες χιλιάδες απεργούν, με αιτήματα για αυξήσεις ενάντια στην ακρίβεια και την απελευθέρωση των ηγετών τους. Οι τυπογράφοι κλείνουν τις εφημερίδες, οι εργαζόμενοι στον ηλεκτρισμό και τα μέσα μεταφοράς παγώνουν τα πάντα, τα γκαρσόνια αρνούνται να σερβίρουν.7

Παρά το συμβιβασμό με τον οποίο θα κλείσει η γενική απεργία, η αυτοπεποίθηση των εργατών παραμένει σε υψηλά επίπεδα και εκδηλώνεται με νέες κινητοποιήσεις. Δεν ήταν μόνο το «ρετιρέ» των τραπεζοϋπαλλήλων που κατέβαινε σε απεργία για να βελτιώσει τη ζωή του: το Σεπτέμβρη του 1919 ξεσπάει η μεγάλη απεργία των ηθοποιών, που θα διαρκέσει δύο βδομάδες διεκδικώντας την αναγνώριση του σωματείου και την υποχρεωτική καταβολή μέρους των εισιτηρίων στο Σωματείο και το ταμείο συντάξεων. Στις αρχές του 1920 είναι η σειρά της χειρωνακτικής εργατικής τάξης, με τους μηχανουργούς να απεργούν και να επιστρέφουν στη δουλειά, αφού πρώτα κέρδισαν το 9ωρο, αυξήσεις και αναγνώριση του σωματείου.8

Το 1919-1920 θα απεργήσουν σε δύο γύρους οι καπνεργάτες της βόρειας Ελλάδας. Οι ομάδες του ΣΕΚΕ θα καταβάλλουν τεράστια προσπάθεια να κερδίσουν τους καπνεργάτες με το μέρος τους και να πάρουν τον έλεγχο του σωματείου, και θα το πετύχουν κερδίζοντας τις εκλογές με τεράστια πλειοψηφία. Μια πηγή της εποχής περιγράφει γλαφυρά: «Ήτο η ειδυλλιακή εποχή του ρωμαντικού Κομμουνισμού. Όχι μόνο η κόκκινη σημαία και τα σφυροδρέπανα, αλλά και τα κόκκινα μαντηλάκια εστόλιζαν τις τσέπες όλων των εργατών, και ιδίως των καπνεργατών με τα κυριακάτικα των ρούχα, και οι κόκκινες γραβάτες ήσαν της μόδας, χιλιάδες δε καπνεργατριών και άλλων εργατριών ήσαν, τας Κυριακάς ιδίως, ντυμένες στα κόκκινα σαν παπαρούνες».9 Βασικά αιτήματα των καπνεργατών ήταν το 7ωρο και η απαγόρευση εξαγωγής ανεπεξέργαστων καπνών. Η πρώτη απεργία το Δεκέμβρη του 1919 θα στεφθεί από απόλυτη επιτυχία, ενώ στο δεύτερο γύρο τον Απρίλη του 1920 οι καπνουπόλεις του βορρά θα μετατραπούν σε πεδίο μάχης μεταξύ του κράτους και των καπνεργατών.

Το 1921 θα σημαδευτεί από τρεις μεγάλες συγκρούσεις. Στα μέσα Φλεβάρη ένα συλλαλητήριο στο Βόλο κατά της ακρίβειας του ψωμιού θα οδηγηθεί σε σύγκρουση μεταξύ διαδηλωτών και στρατού, με κατάληξη 300 εργάτες στη φυλακή. Στις 21 Φλεβάρη θα ξεκινήσει η απεργία των σιδηροδρομικών που θα διαρκέσει έντεκα μέρες. Παρότι το συνδικάτο ελεγχόταν από μετριοπαθείς συνδικαλιστές που ήταν αντίθετοι στο ΣΕΚΕ, οι σοσιαλιστές έπαιξαν κομβικό ρόλο στο ξεκίνημα και στη ριζοσπαστικοποίηση της απεργίας. Η επιτυχία της απεργίας ήταν καθολική και η σημασία της τεράστια, σε εποχή πολέμου και μάλιστα χωρίς άλλα μαζικά μεταφορικά μέσα. Είναι χαρακτηριστικό ότι τις μέρες της απεργίας είχε αποβιβαστεί στην Καλαμάτα ο πατριάρχης Αντιοχείας για να ευλογήσει τον βασιλικό γάμο, και παρά τις κυβερνητικές εκκλήσεις οι απεργοί αρνήθηκαν να επιτρέψουν τη μεταφορά του στην Αθήνα. Η απάντηση της κυβέρνησης στη μαχητικότητα της απεργίας ήταν η επιστράτευση, δηλαδή η αποστολή των απεργών σιδηροδρομικών στο μέτωπο. Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, όπου συνεδρίαζαν 2-3.000 απεργοί, κυκλώθηκε από στρατεύματα, που απομάκρυναν μικρές ομάδες και τις πήγαιναν στο φρουραρχείο για κατάταξη.

Η τελευταία μεγάλη σύγκρουση αφορά την απεργία της Ομοσπονδίας Ηλεκτροκίνησης το Νοέμβρη του 1921. Το συνδικάτο περιλάμβανε τους εργαζόμενους στα μέσα μεταφοράς και στην ηλεκτροδότηση. Η δύναμη της εργατικής τάξης στην κίνηση έγινε αισθητή με τον πιο καθαρό τρόπο: τα φώτα της Βουλής έσβησαν την ώρα που μιλούσε ο πρωθυπουργός Γούναρης. Η κρατική καταστολή ήταν αμείλικτη. Πενήντα απεργοί, μαζί τους η ηγεσία του σωματείου, καταδικάστηκαν από το στρατοδικείο σε ποινές φυλάκισης από δέκα έως είκοσι χρόνια.10

Το αντιπολεμικό κίνημα

Τα παραπάνω δείχνουν πόσο στενά συνδεδεμένες ήταν οι συνθήκες που αντιμετώπιζαν οι εργάτες, όπως τα χαμηλά μεροκάματα και η ακρίβεια, με τον πόλεμο και την κρατική καταστολή που ήταν απαραίτητη για τη διεξαγωγή του πολέμου. Μπορεί τα σχολικά βιβλία να μιλάνε για ηρωϊκές εκστρατείες για την απελευθέρωση των σκλαβωμένων αδερφών, αλλά η πραγματικότητα ήταν τελείως διαφορετική. Η επέκταση του μετώπου μέχρι τον Σαγγάριο πήγαινε χέρι-χέρι με το κάψιμο χωριών, τις εκτελέσεις και τα αντίποινα απέναντι στους εχθρικούς πληθυσμούς. Σήμαινε χιλιάδες νεκρούς στρατιώτες και τη βάρβαρη τιμωρία όσων φαντάρων αντιδρούσαν και επιθυμούσαν να γυρίσουν στα σπίτια τους, αλλά και περίπου 90.000 λιποτάκτες στα βουνά. Όταν η κυβέρνηση τσάκισε την απεργία των σιδηροδρομικών στέλνοντας τους στο μέτωπο έκανε ανάγλυφο για ποιών τα συμφέροντα γινόταν ο πόλεμος.11

Από την ίδρυσή του το ΣΕΚΕ μπολιάστηκε από τη διεθνιστική παράδοση του Λένιν και του Λήμπκνεχτ και πήρε ξεκάθαρη στάση, τόσο απέναντι στον πόλεμο, όσο και στην ελληνική άρχουσα τάξη. Η ανακοίνωση του ΣΕΚΕ με αφορμή την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών το 1920, που επικύρωνε τα επεκτατικά σχέδια του Βενιζέλου, είναι μνημείο αναφοράς για την ελληνική αριστερά: «Η ειρήνη την οποίαν πανηγυρίζουν είναι εκίνη που καθιερώνει την ιδικήν μας δυστυχία και την ιδικήν των κυριαρχίαν. Είναι ειρήνη μεταξύ των αστικών τάξεων των κυρίων μας, εναντίον των εργαζομένων τάξεων των δούλων. Η πατρίς, της οποίας ιδιοποιούνται το όνομα, η πατρίς των, για την οποίαν μας έστειλαν να πολεμήσουμε, δεν είναι παρά η γεωγραφική εκείνη έκτασις επί της οποίας απλώνεται η εκμετάλλευσις των. Το μεγάλωμα της, δια το οποίον πανηγυρίζουν, είναι η επέκτασις των ορίων της εκμεταλλεύσεως των και της προσοδοφόρου τοποθετήσεως των κεφαλαίων των... Η ώρα του πολέμου έφτασε. Ο εχθρός ευρίσκεται εντός των συνόρων και όχι πέραν αυτών!»12

Αυτή η αντιπολεμική και διεθνιστική στάση δεν έμεινε στο επίπεδο των γενικών διακηρύξεων. Τα μέλη του ΣΕΚΕ μέσα στο στρατό έδωσαν μια τεράστια μάχη σε δύσκολες συνθήκες ενάντια στην πολεμοκάπηλη εκστρατεία της άρχουσας τάξης. Μια ολόκληρη φουρνιά επαναστατών, όπως ο Παντελής Πουλιόπουλος και ο Γιώργος Νίκολης, χτίστηκε μέσα από την αντιπολεμική δουλειά στο μέτωπο. Οι φαντάροι οργάνωναν αντιπολεμικές ομάδες, έγραφαν χειρόγραφες εφημερίδες για αντιπολεμική προπαγάνδα, και διακινούσαν κομμουνιστικό υλικό. Η εφημερίδα Κόκκινος Φρουρός έβγαινε κρυφά στη Σμύρνη μέσα από τη συνεργασία κομμουνιστών φαντάρων, όπως ο Πουλιόπουλος και ο Μοναστηριώτης, του Σοσιαλιστικού Ομίλου των Ελλήνων της Σμύρνης, και του Σοσιαλιστικού Όμιλου των Τούρκων με επικεφαλής των Αλή.

Μια σύγχρονη πηγή περιγράφει: «οι 300 σιδηροδρομικοί εις το μέτωπον, όχι μόνο έγιναν άριστοι σύνδεσμοι μεταξύ των ομάδων των κομμουνιστών εις το μέτωπον, όχι μόνο μετέφερον παντού προπαγανδιστικόν υλικόν, εφημερίδας, «μπροσούρες», αλλά και λιποτάκτας εβοήθουν πολλούς, και ταξίδια κομμουνιστικών στελεχών μεταξύ των μονάδων ή και της Σμύρνης, κρύπτοντες αυτά μέσα εις τα βαγόνια ή υπό στολάς σιδηροδρομικών υπαλλήλων, δια να εκφεύγουν τον έλεγχον των κατά τόπους φρουραρχείων. Έφθασε το πράγμα εις το σημείον, ώστε η Στρατιά Μικράς Ασίας να έχη εις τα χαρτιά της 60 χιλ. λιποτάκτας! Οι πλείστοι εξ αυτών είχαν σταλή ήδη εις την Ελλάδα με τα επίτακτα πλοία, όπου υπήρχον ναύται κομμουνισταί. Αλλά μεγάλας υπηρεσίας προσέφερεν εις τον Κομμουνισμόν ιδίως δια τη μεταφοράν του «Ριζοσπάστη», της «Κομμουνιστικής Επιθεωρήσεως» και των «μπροσουρών» το νοσοκομειακόν πλοίον «Έλση» μέσα εις το οπoίον υπηρέτουν εις ιατρός κομμουνιστής και μερικαί νοσοκόμαι κομμουνίστριαι. Τα στρώματα των κρεβατιών πάντοτε κάτι έκρυπτον».13

Η κατάρρευση του μετώπου τον Αύγουστο του 1922 πήρε τη μορφή μαζικής αποχώρησης των φαντάρων, που αηδιασμένοι από τον πόλεμο τα μάζευαν και επέστρεφαν στα σπίτια τους. Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό συνέβη το Σεπτέμβρη του 1922, όταν χιλιάδες στρατιώτες που αποχωρώντας από το μέτωπο είχαν ξεμπαρκάρει στη Ραιδεστό, στην Ανατολική Θράκη, εξεγέρθηκαν, σήκωσαν κόκκινες σημαίες και απαίτησαν την άδεια απόλυσης για να γυρίσουν σπίτια τους. Στην πορεία της επιστροφής, οι φαντάροι, φωνάζοντας συνθήματα όπως «Στα σπίτια μας» και «Ζήτω τα σοβιέτ» παρέσυραν μαζί τους ό,τι λόχο έβρισκαν, μέχρι που έφτασαν στη Θεσσαλονίκη και ανάγκασαν τους καραβανάδες να ανακοινώσουν ότι το αίτημά τους γινόταν δεκτό.14

Η γενική απεργία του 1923

Η Μικρασιατική καταστροφή ήταν μια πανωλεθρία για την ελληνική άρχουσα τάξη. Ο στρατός ήταν διαλυμμένος, οι εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες αποτελούσαν εύφλεκτο υλικό που μπορούσε να εκραγεί ανά πάσα στιγμή, η οικονομική κρίση σοβούσε. Η απάντηση ήταν ότι μόνο με μια βάρβαρη αντεπίθεση θα μπορούσαν να σταθεροποιήσουν την κατάσταση και να ξαναποκτήσουν τον έλεγχο. Ο στρατός ξαναστήθηκε στα πόδια του δια πυρός και σιδήρου, και τα αφεντικά αποφάσισαν ότι τα σπασμένα θα τα πλήρωναν οι εργάτες, απαιτώντας μείωση των μισθών κατά 25-30% και απολύσεις χωρίς αποζημείωση.

Η επίθεση της άρχουσας τάξης δεν πέρασε αμαχητί. Οι επαναστάτες που είχαν χτιστεί μέσα στη φωτιά του μετώπου ανέλαβαν την ηγεσία του ΣΕΚΕ, που είχε πια μετονομαστεί σε ΚΚΕ, και ξεκίνησαν να εφαρμόζουν την πολιτική του ενιαίου μετώπου που είχε χαράξει η Τρίτη Διεθνής. Στο εργατικό κίνημα αυτό πήρε τη μορφή της δημιουργίας επιτροπών άμυνας, που συνένωναν συνδικάτα που ελέγχονταν από τους επαναστάτες με άλλα που ελέγχονταν από ρεφορμιστές ή βενιζελικούς, στον κοινό αγώνα για την υπέρασπιση των μισθών και των θέσεων εργασίας από την επίθεση των αφεντικών. Μια άλλη πολύ σημαντική πρωτοβουλία ήταν το κίνημα των Παλαιών Πολεμιστών, που διεκδικούσε γη, εργασία και συντάξεις για τους φαντάρους. Ενδεικτικό της επιρροής του ΚΚΕ ήταν η εκλογή του Πουλιόπουλου ως γραμματέα των Παλαιών Πολεμιστών. Η σύγκρουση θα ξεσπάσει τελικά τον Αύγουστο του 1923, ξεκινώντας από τους εργάτες επισιτισμού και με κορύφωση την κήρυξη γενικής απεργίας στις 20 Αυγούστου. Η απεργία θα συντριβεί στο αίμα στις 22, με το στρατό να ανοίγει πυρ κατά των απεργών στο Πασαλιμάνι, δολοφονώντας 11 εργάτες. 

Η ήττα της απεργίας του 1923 δεν ήταν αναπόφευκτη. Σε συνδυασμό όμως με την οριστική ήττα της Γερμανικής επανάστασης και της εξέγερσης στη Βουλγαρία, σηματοδότησε το κλείσιμο της επαναστατικής περιόδου που είχε ανοίξει με τη Ρωσική επανάσταση του 1917. Ο κύκλος θα ξανάνοιγε σύντομα μετά το κραχ του 1929 με ευκαιρίες όπως η Ισπανική επανάσταση του 1936. Μέχρι τότε όμως, η σταλινική αντεπανάσταση στη Ρωσία είχε κόψει το κόκκινο νήμα της επαναστατικής παράδοσης των μπολσεβίκων και είχε μετατρέψει τα κομμουνιστικά κόμματα σε γραφειοκρατικούς μηχανισμούς που δεν στόχευαν πια στην ανατροπή του καπιταλισμού. Είναι ένα κόκκινο νήμα που στην εποχή πολέμου και κρίσης που ζούμε είναι απαραίτητο να ξαναπιάσουμε.

 

Σημειώσεις

(1) Κ. Βλασόπουλος, «Η αντίσταση στον πόλεμο και οι επαναστάσεις, 1917-8», Σοσιαλισμός από τα κάτω, 120, 2017, στο http://socialismfrombelow.gr/article.php?id=941.

(2) Θ. Καμπαγιάννης, Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα, 1918-1926, Αθήνα, 2007, σσ. 19-31.

(3) Ο. Οικονομίδης, Ο μεγάλος Οχτώβρης και η Ελλάδα, Αθήνα, 1979, σσ. 26-8.

(4) Οικονομίδης, ο.π., σσ. 91-2.

(5) Οικονομίδης, ο.π., σ. 38. Ο Τσιτσέριν ήταν κομισσάριος των εξωτερικών των μπολσεβίκων.

(6) Λ. Μπόλαρης, Σ.Ε.Κ.Ε. Οι επαναστατικές ρίζες της Αριστεράς στην Ελλάδα, Αθήνα, 2008, σσ. 15-17.

(7) Καμπαγιάννης, ο.π., σσ. 56-79.

(8) Καμπαγιάννης, ο.π., σσ. 80-81.

(9) Μπόλαρης, ο.π., σ. 31.

(10) Μπόλαρης, ο.π., σσ. 32-41.

(11) Κ. Βλασόπουλος, «Η συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο», Σοσιαλισμός από τα κάτω, 105, 2014, στο http://socialismfrombelow.gr/article.php?id=146

(12) Μπόλαρης, ο.π., σσ. 45-6.

(13) Μπόλαρης, ο.π., 50-2.

(14) Οικονομίδης, ο.π., σσ. 101-2.