Βιβλιοκριτική
Βιβλιοκριτική: Πρώτη φορά Αριστερά

Πρώτη φορά Αριστερά
Αντιθέσεις, αντιφάσεις, εσωτερικές συγκρούσεις στο ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1974-1990 και οι βάσεις του πολιτικού μεταμορφισμού του
Βασίλης Ασημακόπουλος

Τιμή 24 ευρώ, 558 σελίδες
Εκδόσεις Andy's Publishers, 2017

 

Στην φετινή επέτειο της 3ης Σεπτέμβρη, ο Αλέξης Τσίπρας με μακροσκελές άρθρο του στο «Ντοκουμέντο» με τίτλο «Ήταν ο Ανδρέας ψεύτης;» τοποθετήθηκε ο ίδιος στο θέμα της λεγόμενης «πασοκοποίησης» του ΣΥΡΙΖΑ: «Σήμερα είναι πολλοί εκείνοι, που κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα - συνέχεια του ΠΑΣΟΚ… Αν ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορείται σήμερα ως το κόμμα που έχει ξαναπιάσει το νήμα αυτών των στόχων (σ.σ της 3ης Σεπτέμβρη) τότε η κατηγορία γίνεται δεκτή. Και με υπερηφάνεια».

Είναι σαφές, ότι παρά τη σημερινή παρακμή του χώρου του ΠΑΣΟΚ, η συζήτηση πάνω στο τι είδους τελικά κόμμα ήταν, όχι μόνο παραμένει ανοιχτή για τέταρτη συνεχή δεκαετία, αλλά διατηρεί ζωντανή την επικαιρότητά της. Και είναι μια συζήτηση αναγκαία στην Αριστερά, όχι τόσο για να εντοπίσει κανείς, επιχαίροντας ή καταγγέλλοντας τις διαφορές ή ομοιότητές του με τον ΣΥΡΙΖΑ, όσο για να μπορέσει να υπάρξει μια αποτελεσματική στρατηγική και τακτική απέναντι στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.

Υπό αυτήν την έννοια δεν θα μπορούσε παρά να είναι χρήσιμη και καλοδεχούμενη η έκδοση του βιβλίου «Πρώτη φορά Αριστερά, αντιθέσεις, αντιφάσεις, εσωτερικές συγκρούσεις στο ΠΑΣΟΚ στην περίοδο 1974-1990 και οι βάσεις του πολιτικού μεταμορφισμού του» (andy’s publishers) από τον Βασίλη Ασημακόπουλο - προερχόμενο από το ΠΑΣΟΚ από τον οποίο αποχώρησε δύο φορές (1999 και 2010) και στη συνέχεια μέλος της Κ.Ε του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2012-13 από τον οποίο επίσης αποχώρησε το 2015. Στις 600 σελίδες του βιβλίου αναδεικνύονται σημεία που αξίζει να σταθεί κανείς: 

Κόντρα στις αναλύσεις καρικατούρες -που συνδέουν την άνοδο του ΠΑΣΟΚ με τον «λαϊκισμό», «τη δημαγωγία» ή τις «πελατειακές σχέσεις» και το παρουσιάζουν λίγο ως πολύ ένα «αρχηγικό» κόμμα-φαντομά που ήρθε «από το πουθενά» για να «κλέψει» τα συνθήματα της αριστεράς και να εγκλωβίσει τις «πειθήνιες» μάζες- το βιβλίο περιέχει μια εκτενή ανάλυση και εξιστόρηση του πως το ΠΑΣΟΚ πέτυχε να αποκτήσει οργανική σχέση με την εργατική τάξη, τη νεολαία και ευρύτερες μάζες.

Αναδεικνύεται πώς το ΠΑΣΟΚ, παρότι στις αρχές του ’70 ήταν ένα νέο κόμμα με λιγότερα ιστορικά και οργανωτικά εφόδια σε σχέση με το ΚΚΕ ή το ΚΚΕεσ., στη διάρκεια της χούντας και της μεταπολίτευσης πέτυχε να συνδεθεί με το τεράστιο κύμα ριζοσπαστικοποίησης που έφτανε από τον έξω κόσμο στην Ελλάδα την δεκαετία του ’70. 

Ενώ το ΚΚΕ και το ΚΚΕεσ. μέσα στη χούντα αναζητούσαν συμμαχίες για τον «εκδημοκρατισμό του καθεστώτος» με αποτέλεσμα αρχικά να καταγγέλλουν και την ίδια την εξέγερση του Πολυτεχνείου, το ΠΑΚ, η μήτρα από την οποία ξεπήδησε το ΠΑΣΟΚ, τα υπερφαλάγγιζε από τα αριστερά και σε στόχους και σε συνθήματα και σε πρακτικές που σε πολλά σημεία «θύμιζαν» επαναστατική αριστερά (κρατώντας ταυτόχρονα τις συνδέσεις με κάποιες από τις δυνάμεις του Κέντρου που είχε νομιμοποιήσει η ηγεσία της ΕΔΑ την περίοδο πριν τη χούντα). 

Μπαίνοντας στη μεταπολίτευση με τα κόμματα της Αριστεράς να σέρνονται στην πιο συναινετική γραμμή «Ή Καραμανλής ή τανκς», το ΠΑΣΟΚ μπόρεσε να συνδεθεί με πλατειά κομμάτια της κοινωνίας – καταρχήν στη νεολαία, όπου η ΠΑΣΠ καταφέρνει να βγει πρώτη δύναμη στα πανεπιστήμια στις πρώτες μεταπολιτευτικές φοιτητικές εκλογές. Όμως το πιο σημαντικό για την ανάπτυξη του ΠΑΣΟΚ ήταν ότι καταφέρνει να συνδεθεί με τα πιο πρωτοπόρα κομμάτια της εργατικής τάξης. Αρχικά το κίνημα των εργοστασιακών σωματείων, που το 1974-76 αποτέλεσε μια από τις κορυφαίες περιόδους του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα -και που τα κόμματα της Αριστεράς κατήγγειλαν. Ακολούθως, το δεύτερο κύμα αγώνων της μεταπολίτευσης στις τράπεζες και το δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα το διάστημα 1977-81. 

Μέσα σε αυτούς τους αγώνες απλώνεται παντού η οργανωμένη και όχι μόνο επιρροή του ΠΑΣΟΚ που το 1981 υπόσχεται «στις 18 του Οκτώβρη σοσιαλισμός» και κερδίζει πανηγυρικά τις εκλογές. Ήταν τέτοια η ορμή της μεταπολίτευσης και τόσο στενή η σύνδεση του κόμματος με την εργατική τάξη ώστε μέσα στη διετία 1981-83 το ΠΑΣΟΚ δεν έφερε βέβαια τον σοσιαλισμό αλλά αναγκάστηκε να ψηφίσει και να εφαρμόσει μια σειρά προοδευτικών νόμων και μέτρων, κατακτήσεις της εργατικής τάξης που εδώ και δεκαετίες προσπαθούν να πάρουν πίσω. 

Όμως αυτή η σύνδεση δεν σήμανε τον απόλυτο έλεγχο πάνω στην εργατική τάξη. Αυτό θα φανεί με εκκωφαντικό τρόπο το 1985-87, όταν ενάντια στο πρώτο σταθεροποιητικό πρόγραμμα λιτότητας του ΠΑΣΟΚ το 1985, η ανταρσία της βάσης –με προπύργια τις ΔΕΚΟ και τα σωματεία των κρατικοποιημένων πλέον εργοστασίων- θα πάρει τόσο μαζικά και εκρηκτικά χαρακτηριστικά ώστε η ΠΑΣΚΕ να διασπαστεί και το ένα της κομμάτι να συμμαχήσει με την ΕΣΑΚ-Σ, μέσα σε ένα ξέσπασμα νέων απεργιακών αγώνων. Η συνεργασία της ΣΣΕΚ (που διαμορφώθηκε από τους αποχωρήσαντες και διαγραφέντες του ΠΑΣΟΚ) με το ΚΚΕ θα κερδίσει στις δημοτικές εκλογές του 1986 δεκάδες δήμους δημιουργώντας τα κόκκινα στεφάνια στις εργατογειτονιές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.

Το ΚΚΕ θα χαραμίσει αυτήν την ευκαιρία, προχωρώντας τον επόμενο χρόνο στην ίδρυση του ενιαίου Συνασπισμού, μια συμμαχία προς τα δεξιά με την ΕΑΡ του Κύρκου, ανοίγοντας το δρόμο στην προδοσία της κυβέρνησης Τζαννετάκη το 1989. Έτσι στις εκλογικές αναμετρήσεις του 1989-90, παρά την τεράστια κρίση του, το ΠΑΣΟΚ θα καταφέρει να συγκρατήσει, να επαναπατρίσει το μεγαλύτερο μέρος της εργατικής τάξης και να αναπτυχθεί εκ νέου στους εκρηκτικούς εργατικούς αγώνες του διαστήματος 1991-93, παρά την συνέχιση της δεξιάς στροφής στο δεύτερό του συνέδριο.

Είναι γεμάτο το βιβλίο από σχετικές περιγραφές και ντοκουμέντα όλης αυτής της περιόδου, όχι μόνο για τη σχέση του ΠΑΣΟΚ με την εργατική τάξη και τις μάζες γενικότερα, αλλά και για τις σφοδρές συγκρούσεις που γεννούσαν οι ανταρσίες της βάσης μέσα στις κομματικές οργανώσεις του όλη αυτήν την περίοδο, που αναιρούν την καρικατούρα «το ΠΑΣΟΚ ήταν ο Ανδρέας». 

Μέσα στο εκρηκτικό κλίμα της μεταπολίτευσης, ο Ανδρέας Παπανδρέου συμμαχεί αρχικά με τα πιο ριζοσπαστικά και αριστερά κομμάτια του ΠΑΣΟΚ για να διαγράψει την «Δημοκρατική Άμυνα» και περιορίζει τους «παλαιοκομματικούς» προερχόμενους από την Ένωση Κέντρου. Στη συνέχεια σε μια πορεία ελέγχου του κόμματος συγκρούεται προς τα αριστερά και διαγράφει διαδοχικά τους τροτσκιστές και μεγάλο κομμάτι της ΠΑΣΠ και της εργατικής νεολαίας, προκειμένου να φτάσει όσο γίνεται ελαφρύτερος από «βαρίδια» στις εκλογές του 1981. 

Ο στόχος υλοποιείται, όχι μόνο χάρη στο κύρος και τις πολιτικές ικανότητες του Ανδρέα αλλά και χάρη στη στήριξη και στην (όχι πάντα) συνεργασία, όπως αναλύεται εκτενώς στο βιβλίο, μιας κομματικής γραφειοκρατίας που αναπτύσσεται μέσα στο ίδιο το κόμμα ενόψει της κατάληψης της εξουσίας και παγιοποιείται με το ερχομό του στην εξουσία, μετατρεπόμενη σε κρατική γραφειοκρατία. Όλο αυτό το διάστημα, περίοδοι διορισμών από τα πάνω, καθαιρέσεων και διαγραφών εναλλάσσονται με περιόδους «συσπείρωσης όλων των τάσεων» - με το πρώτο συνέδριο του κόμματος να καθυστερεί 11 ολόκληρα χρόνια. 

Ο συγγραφέας αναλύει την δεξιόστροφη πορεία της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ όλο αυτό το διάστημα σαν το πέρασμα από ένα κόμμα εξελικτικής σοσιαλδημοκρατίας που στοχεύει στον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, σε ένα κόμμα σοσιαλδημοκρατίας με ορίζοντα κάποιες μεταρρυθμίσεις στο παρόν σύστημα, και τελικά σε ένα σοσιαλφιλελεύθερο κόμμα την δεκαετία του ’90 - ενώ αλλού αυτοπροσδιορίζει την θέση του κοντά στην ανάλυση των συνεδρίων του ΚΚΕ για «κόμμα μικροαστικού σοσιαλισμού» και «ιδιότυπο ρεφορμιστικό κόμμα» στο 10ο και 11ο συνέδριο αντίστοιχα. 

Όμως είναι η ανάλυση του Λένιν για τα ρεφορμιστικά κόμματα, ως αστικά-εργατικά, κόμματα δηλαδή με αστική πολιτική αλλά σε οργανική σύνδεση με την εργατική τάξη, που μπορεί να εξηγήσει με τον καλύτερο τρόπο το ΠΑΣΟΚ. Γιατί δεν περιορίζεται πάνω στην ανάλυση των προγραμματικών διακηρύξεων της κάθε συγκυρίας (που έχουν βέβαια την ιδιαίτερη αξία τους) και στην πολιτική που εκφράζει και εφαρμόζει το κόμμα αλλά στον κρίσιμο ρόλο των κοινωνικών δυνάμεων που εκφράζονται μέσα σε αυτό. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι το ΠΑΣΟΚ, ακόμη και μετά την περίοδο που πραγματεύεται το βιβλίο, την περίοδο της πιο δεξιάς του στροφής συνέχισε να εκφράζει την πλειοψηφία και τις προσδοκίες της εργατικής τάξης αλλά και να βρίσκεται ξανά αντιμέτωπο με αυτήν του την εσωτερική αντίθεση. Από την ανατροπή του νόμου Γιαννίτση από μια ΓΣΕΕ που φαινόταν να ελέγχει πλήρως την περίοδο του Σημιτικού εκσυγχρονισμού μέχρι την σύγκρουση επί Παπανδρέου για την αναθεώρηση του άρθρου 16. Ήταν αυτή η αντίθεση που έσκασε με τον πιο εκρηκτικό τρόπο την περίοδο των μνημονίων, με την εργατική βάση του ΠΑΣΟΚ να το εγκαταλείπει μέσα σε μια περίοδο νέας ριζοσπαστικοποίησης και του μεγαλύτερου απεργιακού κινήματος από την εποχή της μεταπολίτευσης. 

Στον πυρήνα αυτής της αντίθεσης –αλλά και ταυτόχρονα εξήγηση της κατάληξης του ΠΑΣΟΚ- είναι η στρατηγική του: ο τρόπος με τον οποίο προσέγγιζε από την αρχή το ζήτημα της διαχείρισης του αστικού κράτους, ο συμβιβασμός που επιδίωξε και τελικά πέτυχε με κομμάτια της άρχουσας τάξης με την πάροδο του χρόνου, (παρά το γεγονός ότι πάντα το φόβιζε η σχέση του με την εργατική τάξη). Ήταν επίσης από την αρχή εκεί, μέσα από τις διάφορες θεωρίες εξάρτησης και εθνικής ανασυγκρότησης, από τις οποίες το μόνο που απέμεινε όταν η ΕΟΚ, το ΝΑΤΟ και ο εκσυγχρονισμός έγιναν «αναγκαίος συμβιβασμός», ήταν ένας χυδαίος αντιτουρκικός, κυρίως, σωβινισμός. Αυτήν την υποταγή στα συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού, ο Ανδρέας και το επιτελείο του μπορούσαν να ντύνουν με περίτεχνες αναλύσεις περί «ιδεολογικά ζητούμενου, κοινωνικά αναγκαίου και πολιτικά εφικτού», «περί διαφορετικών ρόλου κόμματος και κυβέρνησης» - τις οποίες προσπαθεί να αντιγράψει σήμερα ο Τσίπρας και το επιτελείο του.

Με αυτήν την έννοια δεν θα συμφωνούσαμε με το τελικό συμπέρασμα του συγγραφέα ότι «δεν ήταν νομοτέλεια αυτή η εξέλιξη, έτσι παίχτηκαν τα πράγματα». Όχι λόγω υποτίμησης των κατά καιρούς διαφορετικών αριστερών αντιπολιτεύσεων μέσα στο ΠΑΣΟΚ, ότι δεν θα μπορούσαν να είναι φορέας εξελίξεων. Θα μπορούσαν. Μέσα στη διαλεκτική αντίθεση που ενυπάρχει μέσα σε κάθε ρεφορμιστικό κόμμα και έρχεται στην επιφάνεια σε περιόδους κρίσης της στρατηγικής, ενυπάρχει και η δυνατότητα εξέλιξής του μέσα από τη διάσπασή του και το κέρδισμα της ριζοσπαστικής του πτέρυγας στην πλευρά της επανάστασης. 

Συνέβη αυτό στη Γερμανία την δεκαετία του ’20, όταν την διάσπαση του SPD ακολούθησε η ίδρυση του USPD και στη συνέχεια η εισχώρηση ενός μεγάλου τμήματός του στο νεοφώτιστο Κομμουνιστικό Κόμμα. Την δεκαετία του ’80 το ΚΚΕ είχε αυτήν την ευκαιρία και την πέταξε, όπως την πέταξε ξανά και αμέσως μετά το 2010 με τον συντηρητισμό της «σπασμένης βιτρίνας» και τον σεχταρισμό του απέναντι στο ίδιο το μαζικό κίνημα. 

Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί προσωρινά και σε ένα βαθμό να έχει προσεγγίσει τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ αλλά στην πολιτική του και την συγκυρία εξακολυθούν να δρουν οι αντιθέσεις και οι δυνάμεις που οδήγησαν στη διάλυση το ΠΑΣΟΚ. Είναι καθήκον της επαναστατικής αριστεράς να μην χαραμίσει ξανά επόμενες ευκαιρίες είτε με την προσαρμογή στον αλά Τραμπ «ρεαλισμό» του Τσίπρα, είτε ακολουθώντας αποτυχημένες επιλογές «εθνικής ανασυγκρότησης» είτε σεχτάροντας τον κόσμο της αριστεράς που υπάρχει και αναφέρεται με λιγότερες ή περισσότερες αυταπάτες στον ΣΥΡΙΖΑ.