Η Μαρία Στύλλου εξηγεί γιατί το 2018 είναι χρονιά πόλωσης και συγκρούσεων με κρίσιμο το ρόλο της Αριστεράς
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μοιράζει υποσχέσεις στους φτωχούς, αδικημένους, εργαζόμενους και συνταξιούχους, ότι τον Αύγουστο του 2018 τελειώνουν τα βάσανα που έχουν περάσει τα τελευταία 8 χρόνια με τα μνημόνια. Υπόσχεται ότι η ανάκαμψη που ήδη αρχίζει να φαίνεται στην παγκόσμια οικονομία και στην Ελλάδα θα μοιραστεί ισότιμα ανάμεσα στους εργάτες και τους βιομήχανους, τις επιχειρήσεις και τους τραπεζίτες. Κοινώς είναι η κυβέρνηση της αριστεράς που δικαιώνεται για τις υποσχέσεις της. Γι’ αυτό άλλωστε και η κωλοτούμπα που έκανε ήταν αναγκαία για «την καινούργια περίοδο που ανοίγει». Δεν είναι μόνο ο Τσίπρας και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που μιλάει για το τέλος της Μεγάλης Ύφεσης, είναι όλες οι κυβερνήσεις, όλες οι εκτιμήσεις παγκόσμια.
Μιλάνε με αισιοδοξία ότι η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται στο τέλος του τούνελ, ότι αυτό το δείχνουν τα χρηματιστήρια και περισσότερο απ’ όλα η Γουόλ Στρητ όπου ο δείχτης των μετοχών έχει σημειώσει κάθετη άνοδο από τις αρχές του 2017 – τότε που ορκίστηκε ο Ντόναλντ Τραμπ. Το δείχνει και η εκτίμηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που προβλέπει ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης στους G7 για το 2017 και 2018 θα είναι θετικοί – ανάπτυξη στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ, στην Ιαπωνία και στη Βρετανία.
Με αυτές τις προβλέψεις – που δεν είναι και πολύ δεδομένη η διάρκειά τους – προσπαθούν να τρέξουν όλες οι κυβερνήσεις για να καλύψουν την πολιτική αστάθεια και την αβεβαιότητα που επικρατεί παγκόσμια: η Γερμανία και το πολιτικό αδιέξοδο, η Μέι και η αβεβαιότητα του πόσο θα συνεχίσει σαν πρωθυπουργός, ο Άμπε στην Ιαπωνία και οι φιλοδοξίες του ότι η Ιαπωνία μπορεί να πάρει ξανά τη θέση της Κίνας ως ο γίγαντας της Ασίας και βέβαια ο Τραμπ και οι ελπίδες του ότι η μείωση της φορολογίας από το 35% στο 23% για τις επιχειρήσεις θα ανεβάσει τις επενδύσεις και την απασχόληση. Κοινώς, για όλους τους ηγέτες της πλουτοκρατίας διεθνώς, το ζήτημα είναι ζωής ή θανάτου – ο ηγετικός τους ρόλος αμφισβητείται, η επιλογή αμφισβητείται, η πολιτική κρίση και η αβεβαιότητα κυριαρχεί, ο κόσμος δεν τους πιστεύει, η καρέκλα τους τρίζει και γι’ αυτό γραπώνονται από τις εκτιμήσεις για οικονομική ανάπτυξη και αλλαγή της οικονομίας.
Δέκα χρόνια κρίσης είναι πολλά, περισσότερα ακόμα και από την παγκόσμια κρίση του ’30.
Μέσα σ’ αυτές τις εξελίξεις ελπίζει και ο ΣΥΡΙΖΑ να δικαιωθεί για να μπορέσει να αντιμετωπίσει μια δύσκολη χρονιά και από οικονομικά μέτρα, αλλά και μια χρονιά προεκλογική (ακόμα κι αν το ’18 δεν γίνουν οι εκλογές).
Πόσο πραγματική η εικόνα της ανάπτυξης
Ο Κρις Χάρμαν στο βιβλίο του «Ο καπιταλισμός Ζόμπι» εξηγεί γιατί το σύστημα σήμερα δεν έχει ένα μόνιμο γιατρικό για να ελέγξει και να σταματήσει τις οικονομικές κρίσεις. Ότι κάθε οικονομική ανάκαμψη είναι προσωρινή που γρήγορα οδηγεί σε καινούργια ύφεση. «Μπορούμε να πούμε ότι το σύστημα είναι ακόμα πιο χαοτικό από την εποχή του Μαρξ. Το ίδιο το μέγεθος των μονάδων που το αποτελούν, το έχουν κάνει να χάσει κάποιο μέρος από την παλιά του ευλυγισία. Η καταστροφή κάποιων κεφαλαίων μέσω των περιοδικών κρίσεων, ενώ παλιότερα έδινε νέες ανάσες ζωής σε όσα κεφάλαια παραμένουν όρθια, τώρα απειλεί να τα τραβήξει κι αυτά στην πτώση. Η παροχή «οξυγόνου» από το κράτος μπορεί να αποτρέψει την πλήρη κατάρρευση του συστήματος, όμως δεν μπορεί να αποκαταστήσει την μακροπρόθεσμη ζωτικότητα του. Στην καλύτερη περίπτωση τέτοια γιατρικά προκαλούν ένα σύντομο διάλειμμα πυρετώδους αγαλλίασης, πριν ακολουθήσει μια ακόμα κατάρρευση… Τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη στη διάρκεια μιας κρίσης για να προστατεύσουν τα κεφάλαια που έχουν σ’ αυτά τη βάση τους, αναγκαστικά παραβιάζουν τα συμφέροντα άλλων κεφαλαίων που έχουν τη βάση τους σε άλλα κράτη, με αποτέλεσμα ακόμα μεγαλύτερη αστάθεια. Η σημασία τους δεν περιορίζεται σε μια συγκεκριμένη οικονομική κρίση. Είναι μια πρόγευση για το πώς θα μοιάζει ο υπόλοιπος 21ος αιώνας».1
Αυτή η εκτίμηση δεν είναι μόνο σωστή θεωρητικά, αλλά επιβεβαιώνεται από όλες τις εξελίξεις και τα στοιχεία που έρχονται στην επιφάνεια για το πόσο επιφανειακή και προσωρινή θα είναι η ανάκαμψη.
Μια πρώτη παρατήρηση είναι η εκτίμηση του ΔΝΤ που προβλέπει μέσον όρο ανάπτυξης γύρω στο 3,7% σε παγκόσμιο επίπεδο για το 2017-18. Αλλά ταυτόχρονα κάνει την διαπίστωση ότι ένας τέτοιος ρυθμός είναι πολύ αδύναμος μετά από μια τόσο μεγάλη ύφεση. Πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι πρόκειται για μια ανάπτυξη στηριγμένη σε κερδοσκοπικά παιχνίδια, επενδύσεις σε τομείς μη παραγωγικούς – χρηματοπιστωτικούς – που δείχνουν δυο πράγματα.
Το πρώτο, ότι ενώ τα κέρδη έχουν ανέβει, η κερδοφορία παραμένει χαμηλά. Για τους καπιταλιστές, όμως, αυτό που μετράει δεν είναι το απόλυτο μέγεθος των κερδών αλλά η κερδοφορία, η “απόδοση”- το ποσοστό κέρδους. Είναι ανάκαμψη που προήλθε μέσα από μια μεγάλη περίοδο ποσοτικής χαλάρωσης και κυκλοφορίας χρήματος στην οικονομία, που δεν μετατράπηκε σε επενδύσεις, αλλά σε αγορά μετοχών, ομολόγων και ακινήτων. Τα χρηματιστήρια, και ιδιαίτερα η Γουόλ Στρητ έχει φτάσει σε επίπεδα επικίνδυνα που θυμίζουν προηγούμενες φούσκες, όπως το 2007, αλλά και το ’30. Ενδεικτικό το διάγραμμα που έχουν οι Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς στις 29 Δεκέμβρη 2017, με την απότομη άνοδο των δεικτών στη Γουόλ Στρητ: ο δημοσιογράφος κάνει την παρατήρηση ότι «οι αγορές δεν μπορούν πια να χειριστούν καταστροφικά ρίσκα. Ο δείκτης του S & P 500 βρίσκεται στο επίπεδο που υπήρχε πριν από το κραχ του 1929. Ευχόμαστε να μην συμβεί το ίδιο και το 2018».2 Τα κέρδη πηγαίνουν σε μη παραγωγικούς τομείς όπως μετοχές, ακίνητα, ενώ οι παραγωγικές επενδύσεις ανέβηκαν πολύ λίγο. Γι’ αυτό φοβούνται ότι η μείωση της φορολογίας των πλούσιων που αποφάσισε ο Τραμπ δεν θα μεγαλώσει μόνο την ανισότητα αλλά θα ανεβάσει και το ρίσκο της κερδοσκοπίας.
Το δεύτερο είναι ότι η ανάπτυξη των G7 είναι χαμηλότερη από την αντίστοιχη της δεκαετίας του ’30, όταν το 1937 πήγαν να βγουν από το Κραχ του 1929. Πολύ περισσότερο, είναι χαμηλότερη από τα επίπεδα που ίσχυαν πριν ξεκινήσει η κρίση της τελευταίας δεκαετίας το 2007 – αυτό σημαίνει αδύναμη κερδοφορία.
Χωρίς ισχυρότερη κερδοφορία, μπαίνει σε αμφισβήτηση η εξυπηρέτηση των χρεών. Επειδή ένα μεγάλο κομμάτι αυτής της ανάκαμψης στηρίζεται στα ιδιωτικά δάνεια (επιχειρήσεων και νοικοκυριών), η ανησυχία και η αβεβαιότητα για το τραπεζικό σύστημα μεγαλώνει. Ο δανεισμός σε παγκόσμιο επίπεδο έχει φτάσει το 235% του GDP (Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν) και το κόστος εξυπηρέτησής του προβλέπεται ότι θα μεγαλώσει. Η περίοδος της ποσοτικής χαλάρωσης έχει κλείσει, στις ΗΠΑ η Κεντρική Ομοσπονδιακή Τράπεζα (FED) ανέβασε τα επιτόκια με πρόβλεψη να τα ανεβάσει ακόμα 2-3 φορές μέσα στο ’18. Η ίδια συζήτηση και ο ίδιος στόχος έχει μπει και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και ο μόνος που ακόμα διαφωνεί είναι η Τράπεζα της Ιαπωνίας.
Εάν αυτή η εξέλιξη, σφίξιμο των δανείων και αύξηση της αποπληρωμής τους τρομάζει τους μεγάλους καπιταλιστές, καταλαβαίνουμε τι σημαίνει για την Ελλάδα. Οι πιέσεις του ΔΝΤ και της Τρόϊκας συνολικά, να συνεχίσει τις περικοπές και τα μνημόνια για να πληρώσει τα χρέη στους τραπεζίτες θα είναι κεντρικό ζήτημα όχι μόνο για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και για τη συνέχεια. Η θηλιά στο λαιμό της εργατικής τάξης για πλεονάσματα 3,5% του προϋπολογισμού για τις επόμενες χρονιές σημαίνει πίεση για μεγαλύτερες περικοπές στις συντάξεις, στους μισθούς, στις δημόσιες δαπάνες, είναι ένα πρόγραμμα διαρκείας που χρειάζονται μάχες, αγώνες και απεργίες για να τους ανατρέψουμε.
Σε πρόσφατο άρθρο του στην Εφ Συν, ο Κώστας Τσουπαρόπουλος θεωρεί ότι τα μέτρα που θα απαιτήσει η Τρόϊκα θα είναι πολύ πιο σκληρά από το πλεόνασμα 3,5% που έχει συμφωνήσει μέχρι τώρα. Δεν φαίνεται μπροστά ούτε ελάφρυνση του χρέους, ούτε ελάφρυνση των μέτρων που έχουν συμφωνήσει για το 2019 και 2020 με τη Λαγκάρντ και το ΔΝΤ. «Η σκιά Σόϊμπλε επανεμφανίστηκε, μάλιστα απειλητική και μετά την απομάκρυνση του Ντάϊσελμπλουμ… ο πορτογάλος σοσιαλιστής νέος πρόεδρος του Γιούρογκρουπ κ. Σεντένο, δήλωσε κι αυτός – παρά πάσα ελληνική προσδοκία, ότι η ελάφρυνση θα εξεταστεί μετά το τέλος του προγράμματος» και πιο κάτω στο ίδιο άρθρο υπολογίζει ότι «στην επώδυνη διετία των μέτρων 2019 και 2020 (μείωση συντάξεων και αύξηση της φορολογίας των χαμηλοσυνταξιούχων και μισθωτών) το πρωτογενές πλεόνασμα θα φτάνει το 5,5% του ΑΕΠ».3
Ανισότητα
«Από το 1980 μέχρι το 2016 η πλούσια μειοψηφία του 1% του πληθυσμού του πλανήτη είδε το εισόδημα της να ανεβαίνει κατά 28%, ενώ η αύξηση για το 50% του πληθυσμού είναι μόνο 9%. Αλλά αυτή η γενική εικόνα όταν πάμε ανά ήπειρο είναι ακόμα χειρότερη. Στη Δυτική Ευρώπη το 1% κέρδισε όσο το χαμηλότερο 51%, στην Αμερική τα εισοδήματα του 1% είναι ίσα με το εισόδημα του 88% του πληθυσμού». Μ’ αυτά τα παραδείγματα ξεκινάει ο Μάρτιν Γουλφ το άρθρο του στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς (20/12/17) και συνεχίζει κάνοντας την εύστοχη παρατήρηση «Αυτά τα φοβερά στοιχεία αποδεικνύουν ότι από μόνη της η συνολική ανάπτυξη μάς λέει πολύ λίγα για το επίπεδο καλυτέρευσης της ζωής της πλειοψηφίας του κόσμου πάνω στον πλανήτη και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ».4
Ο Μάϊκλ Ρόμπερτς σε πρόσφατο άρθρο του εξηγεί πού οφείλεται αυτό το ανέβασμα.
«Ο μεγαλύτερος λόγος για την αύξηση της ανισότητας είναι ότι η μειοψηφία του 1% που βρίσκεται στην κορυφή, κατέχει όλα τα χρηματοπιστωτικά περιουσιακά στοιχεία (μετοχές, ομόλογα και ακίνητα) και οι τιμές όλων αυτών έχουν ανέβει. Οι επιχειρήσεις στις ΗΠΑ αγοράζουν οι ίδιες τις μετοχές τους (ανεβάζοντας τις τιμές) ή ανεβάζουν τα μερίσματα. Όλοι αυτοί ανήκουν στο 1%».5
Δεν είναι η μόνη επίθεση μέσα από την οποία έχει ανέβει η ανισότητα ανάμεσα στους πλούσιους και την πλειοψηφία του πληθυσμού πάνω στον πλανήτη. Τα στοιχεία για το διάστημα από το 1980 στο 2016 είναι αποκαλυπτικά, γιατί μετράνε μια μεγάλη περίοδο που έχει μέσα περιόδους οικονομικής ανάκαμψης και δείχνουν ποιος πλήρωσε γι’ αυτήν την ανάκαμψη και στην περίοδο της ύφεσης και στη συνέχεια. Άρα για τις κυβερνήσεις, ανάμεσα σ’ αυτές και του ΣΥΡΙΖΑ που υπόσχονται ότι το σφίξιμο του ζωναριού σταματάει, είναι μια μεγάλη διάψευση, μια μεγάλη απάτη. Ελπίζουν να σταματήσουν έτσι τις αντιδράσεις, αλλά η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική.
«Το χρηματιστήριο ανεβαίνει αλλά η δημοτικότητα του Τραμπ καταρρέει» είναι η διαπίστωση σχολιαστών και γκάλοπ που έχουν γίνει την τελευταία χρονιά στην Αμερική. Ο δείκτης για το χρηματιστήριο ανέβηκε 20% από το Γενάρη μέχρι τον Δεκέμβρη του ’17, ενώ η αποδοχή του Τραμπ έπεσε πάνω από 15% την ίδια περίοδο. Ξεκίνησε στην αρχή της χρονιάς κοντά στο 50% υπέρ του Τραμπ και έχει κτυπήσει πάτο τον Δεκέμβρη πέφτοντας κάτω από το 35%. Όπως σχολιάζει και ένας δημοσιογράφος «Ο Ντόναλντ Τραμπ μέχρι τώρα έχει αποδειχτεί ότι είναι ο λιγότερο δημοφιλής (μέχρι καθόλου) πρόεδρος των ΗΠΑ στην μεταπολεμική περίοδο. Κανένας άλλος δεν έφτασε να έχει πέσει τόσο πολύ από την πρώτη χρονιά».6
Είναι προφανές ότι αυτή η εικόνα των αντιδράσεων δεν περιορίζεται μόνο στην Αμερική, αλλά απλώνεται παντού. Δεν χρειάζεται να το καταγράφουν οι εκθέσεις και τα ρεπορτάζ, η αγανάκτηση, η οργή και η πολιτική κρίση απλώνονται σε όλον τον κόσμο. Αυτό προκαλεί ανησυχία στις κυρίαρχες τάξεις, βάζει καθήκοντα για την αριστερά και εξηγεί γιατί το 2017 οι αντιδράσεις ήταν εκρηκτικές σε μια σειρά από χώρες.
Το 2017 παντού
Η οργή και η πόλωση δεν βγαίνει μόνο με οικονομικές μάχες αλλά και με άλλες συγκρούσεις. Γυναίκες ενάντια στον σεξισμό, το κίνημα για το τσάκισμα της ρατσιστικής ακροδεξιάς και των φασιστών σε ΗΠΑ και Ευρώπη, η εξέγερση για την αυτοδιάθεση της Καταλωνίας, και πάνω απ’ όλα οι αγώνες των εργατών και εργατριών ενάντια στα μνημόνια και τη λιτότητα ήταν ένα εκρηκτικό μείγμα που σφράγισε μια χρονιά οργής και σύγκρουσης και που μπροστά μας έχουμε τη συνέχεια.
Η χρονιά άνοιξε με τα μεγάλα συλλαλητήρια των γυναικών στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη ενάντια στον σεξιστή Τραμπ και κλείνει μέσα σε μπαράζ αποκαλύψεων για το τι σημαίνει σεξισμός μέσα στους χώρους δουλειάς από τα αφεντικά. Το κουβάρι άρχισε να ξεδιπλώνεται μέσα από δηλώσεις ηθοποιών και γυναικών εργαζόμενων στη βιομηχανία του θεάματος ενάντια σε «διάσημους» σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Όμως δεν έμεινε εκεί, άρχισε να απλώνεται σε πολιτικούς, του Ρεμπουμπλικανικού και του Δημοκρατικού Κόμματος, και στη συνέχεια σε γνωστούς εκδότες εφημερίδων και καναλάρχες, όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και από τις δυο μεριές του Ατλαντικού.
Η διάσταση που πήραν οι αποκαλύψεις έκαναν ένα θέμα που μέχρι τότε κάθε γυναίκα θεωρούσε προσωπική ιστορία, να γίνει πολιτικό ζήτημα. Οι θεωρίες περί «αντρικής ανωτερότητας» άρχισαν να τσαταλιάζονται και να αποκαλύπτεται ότι πίσω απ’αυτές κρύβεται μια κυρίαρχη τάξη που μπορεί να βρίσκεται στην κορυφή όχι μόνο γιατί έχει την οικονομική δύναμη, αλλά γιατί μπορεί και κρατάει τους εργαζόμενους/νες απομονωμένους, φοβισμένους και διαιρεμένους. “Αρκετά!”, φώναξαν οι εργαζόμενες στη βιομηχανία θεάματος, και αυτό απλώθηκε παντού.
Σ’ αυτή την κατεύθυνση βοήθησε η αυτοπεποίθηση που έχει αρχίσει να υπάρχει μέσα στους εργατικούς χώρους, από τις μάχες που έχουν δώσει οι γυναίκες. Π.χ. Οι απεργοί της Estee Lauder που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της πανεργατικής απεργίας τον Μάη του 2017, με κεντρικό πανό «Ποτέ την Κυριακή – Δεν δουλεύουμε». Οι γυναίκες συμβασιούχοι στα νοσοκομεία και σε όλους τους χώρους της υγείας, πρωτοστατώντας στην οργάνωση της κινητοποίησης στις 29 Νοέμβρη για την μονιμοποίηση όλων.
Μέσα απ’ όλες αυτές τις μάχες σπάνε οι δισταγμοί, οι φόβοι και οι λάθος ιδέες ότι απέναντι στα αφεντικά ο καθένας είναι μόνος του. Οι καμαριέρες στα ξενοδοχεία στην Αμερική οργάνωσαν διαδήλωση ενάντια στις παρενοχλήσεις που δέχονται από τους πελάτες. Ο Στρος Καν που βίασε την καμαριέρα δεν είναι η εξαίρεση μιας κυρίαρχης τάξης που θεωρεί ότι έχει τη δύναμη να αντιμετωπίζει τις γυναίκες σαν «δεύτερο» φύλο.
Στην επέτειο του ενός χρόνου από την ορκωμοσία του Τραμπ, οι ομάδες των γυναικών που πήραν πέρσι την πρωτοβουλία καλούν σε καινούργια συλλαλητήρια. Μόνο που αυτή τη φορά αυτή η μάχη δεν θα είναι επετειακή αλλά θα εκφράζει μια νέα περίοδο για το κίνημα ενάντια στον σεξισμό και την καταπίεση.
Η εξέγερση στην Καταλωνία ξεκίνησε από τα μεγάλα συλλαλητήρια για την ανεξαρτησία, προχώρησε σε γενική απεργία ενάντια στην κυβέρνηση του Ραχόι και το κράτος της Ισπανίας, έφτασε σε εκλογική αναμέτρηση που την κέρδισε το κίνημα της Καταλωνίας παρά τις φυλακίσεις, τις εξορίες, την κινητοποίηση του κατασταλτικού μηχανισμού και όλης της ηγεσίας της Ευρώπης και άνοιξε ένα κίνημα συμπαράστασης όχι μόνο μέσα στην Ισπανία αλλά σε όλον τον κόσμο. Η μάχη δεν έχει τελειώσει, η συζήτηση μέσα στην αριστερά και το εργατικό κίνημα για το πώς θα συνεχίσει έχει ανοίξει.
Ένα τρίτο στοιχείο είναι η ανάπτυξη του αντιφασιστικού κινήματος ενάντια στην ακροδεξιά στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Το 2017 ακροδεξιές, ρατσιστικές και φασιστικές οργανώσεις αποφάσισαν να κατέβουν στις εκλογές, βουλευτικές και προεδρικές, ελπίζοντας και στοχεύοντας ότι θα κερδίσουν ή τουλάχιστον θα εξασφάλιζαν ανεβασμένα ποσοστά. Η αντίδραση ήταν εντυπωσιακή απέναντι σ’ αυτή την επίθεση. Στη Γαλλία, εμφανίστηκε αντιφασιστικό κίνημα με την συνεργασία οργανώσεων της επαναστατικής αριστεράς, αντιρατσιστικών κινήσεων και πρωτοβουλιών μεταναστών και sans papiers.
Στην Αυστρία, το αντιφασιστικό κίνημα ξεκίνησε ενάντια στην απειλή να εκλεγεί στην προεδρία ο Χόφερ, και στη συνέχεια να βγει πρώτο στις βουλευτικές εκλογές το φασιστικό FPO, και πρόσφατα ενάντια στον σχηματισμό κοινής κυβέρνησης από τη δεξιά και το φασιστικό κόμμα. Η συμμετοχή στη διαδήλωση που έγινε στη Βιέννη ενάντια σε αυτή τη “συγκυβέρνηση” ξεπερνούσε κάθε προηγούμενη, ανοίγοντας έτσι τη δυνατότητα μιας μεγάλης αντίστασης.
Στη Γερμανία, μετά από πολλές προσπάθειες και συλλαλητήρια από την αριστερά του Die Linke, η καμπάνια ενάντια στο AfD έγινε αφορμή να δημιουργηθεί αντιρατσιστική πρωτοβουλία με αίτημα ανοιχτά σύνορα σε όλους τους πρόσφυγες, καλοδεχούμενοι οι μετανάστες.
Πέρσι τα αντιφασιστικά συλλαλητήρια στις 18 Μάρτη ήταν οργανωμένα από πρωτοβουλίες ενός μέρους των οργανώσεων της ριζοσπαστικής αριστεράς. Μέσα σ’ αυτή τη χρονιά η εικόνα έχει αλλάξει, το αντιφασιστικό κίνημα έχει μεγαλώσει και έχει κερδίσει με τη μεριά του συνδικάτα, και κόμματα της αριστεράς. Ενδεικτικό ότι στην Αγγλία ο Κόρμπιν συμμετέχει στην Κίνηση ενάντια στον Ρατσισμό και έχουν καταφέρει όλοι μαζί να οργανώνουν από κοινού κινητοποιήσεις ενάντια στην προσπάθεια ρατσιστικών και φασιστικών οργανώσεων να βγουν ξανά τους δρόμους.
Η πρόκληση της ακροδεξιάς και των φασιστών είχε το αποτέλεσμα να γεννηθεί και να δώσει μάχες ένα μεγάλο αντιφασιστικό κίνημα. Στην Αμερική μετά τη δολοφονία της Χέδερ Χάγιερ στην Σάρλοτσβιλ από τους εγκληματίες της Κου Κλουξ Κλαν, ακροδεξιών και φασιστικών οργανώσεων, ακολούθησαν η Βοστώνη, το Μπέρκλεϋ, το Σαν Φρανσίσκο, που διέλυσαν κάθε απόπειρα να ξανασυσπειρωθούν οι φασίστες. Δεν βρισκόμαστε στο τέλος, όμως βρισκόμαστε μπροστά σε μια δύναμη που έχει τη δυνατότητα να συγκρουστεί και να μην αφήσει τους φασίστες να σηκώσουν κεφάλι όπως τη δεκαετία του ’30.
Το τέταρτο και πιο καθοριστικό στις εξελίξεις ήταν η εργατική αντίσταση. Ο ρόλος της εργατικής τάξης στη διαμόρφωση των εξελίξεων έχει διαψεύσει κάθε εκτίμηση ότι η εργατική αντίσταση έχει τελειώσει.
Η κυβέρνηση στην Ελλάδα και μαζί της τα αφεντικά όλης της Ευρώπης φοβούνται την εργατική τάξη και τις μάχες που δίνει. Δεν είναι τυχαία η πίεση και η επιμονή να περάσει η τροπολογία που δυσκολεύει την κήρυξη της απεργίας από τα πρωτοβάθμια σωματεία. Δεν είναι τυχαίο ότι η κυβέρνηση αναγκάστηκε μετά από διάφορες μάχες να αναβάλει, να αναστείλει απολύσεις, π.χ. στους Δήμους, ή να δώσει υποσχέσεις για διορισμούς. Η κήρυξη από τα συνδικάτα –ΑΔΕΔΥ, Εργατικό Κέντρο και μια σειρά από πρωτοβάθμια σωματεία– στάσης εργασίας στις 5 Δεκέμβρη για να μην ψηφιστεί στη Βουλή ο αντιαπεργιακός νόμος, ανάγκασε την κυβέρνηση να το αποσύρει. Η καμπάνια για μονιμοποίηση όλων των συμβασιούχων και μαζικές προσλήψεις ανάγκασε το Υπουργείο Υγείας να υποσχεθεί παράταση των συμβάσεων για ένα χρόνο.
Η πανεργατική στις 14 Δεκέμβρη που ήρθε σαν κλιμάκωση όλων των προηγούμενων μαχών αλλά και σαν άνοιγμα των καινούργιων ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, έκανε τον Σταθάκη να μπερδεύει τα λόγια του και τις φόρμουλες για τη ΔΕΗ.
Το ζήτημα που ανοίγει δεν είναι να καταγράψουμε τις υποχωρήσεις της κυβέρνησης (πολύ σημαντικές), όσο να ξεκαθαρίσουμε και να τονίσουμε τη δύναμη που έχει το εργατικό κίνημα μέσα στην επόμενη χρονιά να καθορίσει τις εξελίξεις. Και τις οικονομικές, και τις πολιτικές και τις ιδεολογικές. Και το 2018, απ’ ότι δείξαμε και στο προηγούμενο κομμάτι του άρθρου, δεν θα είναι ένας περίπατος για τους από πάνω. Έχει όλες τις οικονομικές και πολιτικές αβεβαιότητες.
Αλλά πάνω απ’ όλα, το εργατικό κίνημα δεν έχει καθόλου να πιστέψει ότι επειδή η οικονομία θα έχει ανάπτυξη, η ζωή του θα γίνει καλύτερη.
Ο ρόλος της αριστεράς
Το μεγαλύτερο λάθος της αριστεράς είναι να υποτιμήσει τις μάχες και τους αγώνες της εργατικής τάξης. Η φιλολογία ότι δεν κουνιέται φύλλο, χάνει δυο πράγματα, το ένα είναι τι συμβαίνει μέσα στους εργατικούς χώρους και το δεύτερο, γιατί παρά τις επιθέσεις ανεβαίνει η αριστερά. Κι αυτό συμβαίνει διεθνώς: παντού όπου ξέσπασαν μάχες, η αριστερά, οργανωμένη και ανοργάνωτη, έπαιξε ρόλο και σε μεγάλο βαθμό καθόρισε τα πράγματα.
Στις ΗΠΑ στην χειρότερη περίοδο, με πρόεδρο έναν ακροδεξιό, ρατσιστή, σεξιστή, η εκτίμηση για τις δυνατότητες που ανοίγονται για την αριστερά έρχονται από το στόμα ενός ακτιβιστή, του Έρικ Πούλος, με γονείς που συμμετείχαν στις μεγάλες απεργίες του ’30, που ο πατέρας του πήρε μέρος στη δημιουργία της CIO (Ομοσπονδία Βιομηχανικών Συνδικάτων), η μητέρα του ήταν γραμματέας του Τρότσκι όταν ήταν εξόριστος στο Μέξικο, ενώ ο ίδιος συμμετείχε στο κίνημα «Occupy Wall Street» και ανήκει στην ομάδα μαχόμενων δικηγόρων. Στην ερώτηση: πού βρίσκεται η αμερικάνικη αριστερά, δίνει την απάντηση «Είναι εδώ! Αλλά πολύ διασκορπισμένη σε διάφορα κινήματα ή ομάδες ανθρώπων που έχουν δραστηριοποιηθεί δυναμικά τα τελευταία 4-5 χρόνια για πληθώρα ζητημάτων… Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η αμερικανική αριστερά είναι πρόβλημα ηγεσίας…».7
Με όλες τις αδυναμίες και τα προβλήματα, η αριστερά είναι παντού παρούσα.
Στη Γαλλία, ο Μελανσόν από το τίποτα έφτασε στο 20%, και έχει γίνει η αριστερή αντιπολίτευση στον Μακρόν. Στην Καταλωνία, στις εκλογές καταγράφηκε άνοδος των οργανώσεων που υποστηρίζουν ότι ο αγώνας είναι κύρια κοινωνικός.
Το 2018 είναι προεκλογική χρονιά και για την Ελλάδα, και αυτό σημαίνει πολιτικές μάχες ενάντια στην προσπάθεια από Ν.Δ. και “Κίνημα Αλλαγής” να κερδίσουν μέσα από την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ και τα αδιέξοδα του ρεφορμιστικού δρόμου. Οι επόμενες εκλογές δεν είναι επανάληψη ούτε αυτών του 2012 ούτε του 2015. Στις πρώτες, στο 2012, έγινε η αυθόρμητη μετακίνηση στον ΣΥΡΙΖΑ κάτω από την υπόσχεση ότι υπάρχει εναλλακτική κυβέρνηση κι αυτή είναι του ΣΥΡΙΖΑ.
Το 2015 οι αυταπάτες ότι μια κυβέρνηση της αριστεράς αρκεί για να αλλάξουν τα πράγματα κυριάρχησαν και στην αναμέτρηση στις 25 Γενάρη, ακόμα και στις εκλογές του Σεπτέμβρη, παρόλο που είχαν αποχωρήσει οι βουλευτές που διαφωνούσαν με το τρίτο μνημόνιο. Οι επόμενες εκλογές (ακόμα και αν γίνουν μέσα στο 2019) γίνονται μέσα σε συνθήκες μεγαλύτερης ωρίμανσης, συνειδητοποίησης και εμπειριών του εργατικού κινήματος.
Οι εμπειρίες ότι η εργατική τάξη μπορεί να παλεύει, να συνεχίζει μετά από μια δεκαετία να δρα συλλογικά, να δημιουργεί και να δυναμώνει τον συνδικαλισμό όχι μόνο μέσα στα παλιά, αλλά και στα καινούργια κομμάτια εργατών και εργατριών που απασχολούνται κάτω από χειρότερες συνθήκες ευελιξίας, προσωρινότητας και αμοιβών, είναι σημάδι αυτής της ωρίμανσης. Σ’ αυτόν τον κόσμο προσπαθεί να απευθυνθεί ξανά και να κερδίσει το ΠΑΣΟΚ αξιοποιώντας την αλλαγή του ονόματος, τη νέα του συγκρότηση αλλά και τις συνδικαλιστικές ηγεσίες όπου κρατάει ακόμα τον έλεγχο. Είναι μια προσπάθεια ανασυγκρότησης του ΠΑΣΟΚ, μετά από μια μεγάλη περίοδο διάλυσης και μαζικής φυγής προς τα αριστερά των εργατών/τριών που το στήριζαν.
Όμως παρ’ όλες τις προσπάθειες Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, κανένας δεν μπορεί να χάσει από μπροστά του ότι είναι το δίδυμο της νεοφιλελεύθερης αντιπολίτευσης. Τα κόμματα που το καθένα χωριστά, πρώτα η Ν.Δ. με Καραμανλή, μετά το ΠΑΣΟΚ με ΓΑΠ, και στο τέλος και τα δυο μαζί, εφάρμοσαν την πιο σκληρή μνημονιακή πολιτική, συμφώνησαν με όλες τις επιλογές και τα μέτρα της Τρόϊκας, συνεργάστηκαν στενά σε όλες τις επιθέσεις, εξαπόλυσαν τα πιο θηριώδη ρατσιστικά μέτρα και κάλυψαν με κάθε δυνατό τρόπο τους φασίστες της Χρυσής Αυγής. Την ίδια πολιτική υποστηρίζουν και σήμερα. Αυτούς δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ που θα τους σταματήσει. Το καθήκον ανήκει στην πέρα από το ΣΥΡΙΖΑ αριστερά για όλο το διάστημα και ιδιαίτερα μέσα στην προεκλογική χρονιά.
Αυτό σημαίνει τρία πράγματα.
Το πρώτο είναι η κλιμάκωση των εργατικών αγώνων για να τελειώνουν και όχι να παραταθούν τα μνημόνια. Αυτή είναι η πιο μεγάλη και καθοριστική μάχη και ξεκινάει από τις αρχές Γενάρη. Η κυβέρνηση θα κατεβάσει ένα πολυνομοσχέδιο με κρίσιμα μέτρα, και η απάντηση πρέπει να είναι αυτή που έδωσαν τα συνδικάτα και στις 14 Δεκέμβρη: Πανεργατική πανελλαδική απεργία με τη ΔΕΗ, τις συγκοινωνίες και την ΕΥΔΑΠ στην πρώτη σειρά και με απόφαση να συνεχίσουν για να μην περάσουν οι ιδιωτικοποιήσεις.
Τον Μάρτη τελειώνει η προθεσμία για την μονιμοποίηση των συμβασιούχων στους δήμους. Οι εργαζόμενοι στους δήμους διεκδικούν να γίνουν μόνιμοι όλοι οι συμβασιούχοι και όχι μόνο ένα κομμάτι από την καθαριότητα. Η στάση εργασίας που κήρυξαν ΑΔΕΔΥ, ΠΟΕΔΗΝ και μια σειρά από σωματεία στο χώρο της υγείας στις 29 Νοέμβρη, δείχνει ότι το αίτημα για μονιμοποίηση και μαζικές προσλήψεις είναι διεκδίκηση όλων των συνδικάτων και είναι ο μόνος τρόπος για να σταματήσει η διάλυση του κοινωνικού κράτους, ό,τι έχει απομείνει μετά από τα τρία μνημόνια. Δεν περιμένουμε από την κυβέρνηση ότι θα σταματήσει το τέταρτο μνημόνιο (2019 και 2020), το πλεόνασμα 5,5% που ακολουθεί είναι μεγαλύτερο από κάθε προηγούμενο μνημόνιο. Δεν θα έχει μείνει μέχρι τότε κανένας ζωντανός για να το αντέξει.
Παράλληλα, έχουμε μεγάλες μάχες ενάντια στην καταπίεση, τον σεξισμό και την Χρυσή Αυγή. Το 2018 είναι η χρονιά που φτάνει η δίκη στο τέλος της και η απόφαση θα καθορίσει όχι μόνο τις εκλογές αλλά και τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες όπου το κίνημα αντιμετωπίζει τη φασιστική απειλή. Το παράδειγμα ότι στην Ελλάδα για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο η ηγεσία της νεοναζιστικής οργάνωσης που έχει κοινοβουλευτική παρουσία είναι υπόδικη και περνάει δίκη με την κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης, είναι μια μεγάλη εξέλιξη που η κατάληξη δεν μπορεί να είναι άλλη από την καταδίκη με τη μεγαλύτερη δυνατή των ποινών για την ηγεσία της. Αυτή η μάχη χρειάζεται να βρίσκεται για όλο το 2018 στην πρώτη γραμμή της αριστεράς, του αντιφασιστικού κινήματος και των συνδικάτων.
Και τέλος, παίζει τεράστιο ρόλο η συζήτηση μέσα στο κίνημα για το τι αριστερά θέλουμε. Τα 100 χρόνια από τον Οκτώβρη του ’17 ήταν η ευκαιρία να ανοίξει η συζήτηση μέσα σε όλη την αριστερά πάνω στις μεγάλες επιλογές. Με ποια στρατηγική, με ποια τακτική και τι οργάνωση χρειάζεται για να συνεχίσουμε. Αυτή η συζήτηση δεν κλείνει αλλά ανοίγει ακόμα περισσότερο. Το 1918 δημιουργήθηκε το ΣΕΚΕ, το κόμμα που κατάφερε να συνενώσει και να φέρει μαζί κινήσεις, οργανώσεις και σοσιαλιστικούς ομίλους που, επηρεασμένοι από τη Ρώσικη Επανάσταση, πήραν την απόφαση να δημιουργήσουν μια νέα επαναστατική οργάνωση στο πρότυπο των μπολσεβίκων και στην Ελλάδα.
Παράλληλα, φέτος θα γιορτάσουμε τον Μάη του ’68, την έκρηξη που συντάραξε τον καπιταλισμό σε ανατολή και δύση και που για πρώτη φορά μετά από τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο έφερε ξανά στο προσκήνιο τη σύγκρουση με το σύστημα και την επικαιρότητα και τη δυνατότητα των μαζών να αγωνιστούν και να αλλάζουν την ιστορία. Μπορεί να μην έφτασε στα ύψη του Οκτώβρη, αλλά ξαναδημιούργησε και ζωντάνεψε την επαναστατική αριστερά σε όλον τον κόσμο.
Και τα δύο, και τα 100χρονα του ΣΕΚΕ και τα 50χρονα του Μάη, θα είναι ευκαιρία για να ανοίξουμε ξανά την πολιτική συζήτηση, όχι μόνο πάνω στην ιστορία αλλά για το ποια μπορεί να είναι η συνέχεια. Είμαστε συνεχιστές του Μάη του ’68, όχι μόνο στα οδοφράγματα και τη σύγκρουση με τα ΜΑΤ στο Quartier Latin, αλλά στη γενική απεργία, στις καταλήψεις των εργοστασίων και στο σύνθημα των εργατών που φώναζαν «Τα θέλουμε όλα – Και μπορούμε να τα πάρουμε!». Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να πρωτοστατήσει για να κινηθεί όλη η αριστερά ενωτικά και στις μάχες, και στην προβολή των μεγάλων στιγμών του 1918 και του Μάη του ’68. Αλλά και για να ξεκαθαρίσει ότι το μέλλον ανήκει στην επαναστατική προοπτική!
Σημειώσεις
1. Κρις Χάρμαν: Καπιταλισμός Ζόμπι, σελ. 434-435, έκδοση Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2011.
2. Tim Harford: “A year of charts”, F.T. 29/12/2017, σελ. 7.
3. Κ. Τσουπαρόπουλος, «Στο κυβερνητικό στόχαστρο η επώδυνη διετία 2019-2020», άρθρο στην Εφημερίδα των Συντακτών, 28/12/2017
4. Μάρτιν Γουλφ, «Η ανισότητα είναι απειλή για τις δημοκρατίες μας», F.T. , 20/12/2017, σελ. 9. Τα στοιχεία του άρθρου στηρίζονται στην «έκθεση για την παγκόσμια ανισότητα – 2018».
5. Μάϊκλ Ρόμπερτς, Πρόβλεψη για το 2018, Michael Roberts Blog.
6. Tim Harford, (όπως και παραπάνω)
7. Συνέντευξη του Έρικ Πούλος στην Μικέλα Χαρτουλάρη στις 29/12/2017, Εφημερίδα των Συντακτών.