Ο Λέανδρος Μπόλαρης θυμίζει τις επαναστατικές ρίζες της Αριστεράς στην Ελλάδα.
«Εδώ ήσαν όλοι οι εκπρόσωποι των σοσιαλιστικών ζυμώσεων παλαιότερων ετών, πλην του Πλ. Δρακούλη, οι ζωηρότεροι και συνειδητότεροι εκπρόσωποι του ελληνικού προλεταριάτου, καπνεργάται, ηλεκτροτεχνίται, σιγαροποιοί, ναυτικοί, οι εκπρόσωποι των νέων ιδεολόγων διανοουμένων, φοιτηταί, επαναστάται, δοκιμασθέντες ήδη εις τον αγώνα υπέρ των ιδεών των. Μία χούφτα ανθρώπων περί τους 30 εν όλω έθετον τας βάσεις ενός νέου και ιστορικού κόμματος, του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ήνοιγον τον δρόμον της πολιτικής σταδιοδρομίας της νέας κοινωνικής τάξεως, του ελληνικού προλεταριάτου».
Με αυτά τα λόγια περιγράφει την ίδρυση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος (ΣΕΚΕ) στις 17 Νοέμβρη (ν.η) του 1918 ο Αβραάμ Μπεναρόγια στα απομνημονεύματά του.1 Δυο χρόνια μετά, αυτό το κόμμα πρόσθεσε το Κ (Κομμουνιστικό) στον τίτλο και προσχώρησε επίσημα στην Κομμουνιστική Διεθνή, την Κομιντέρν. Το 1924 στο 3ο έκτακτο συνέδριό του μετονομάστηκε σε ΚΚΕ.
Η ίδρυση του ΣΕΚΕ ήταν προϊόν διεργασιών που είχαν την αφετηρία τους στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα. Η περίοδος που άνοιξε με τις πολεμικές εξορμήσεις της αστικής τάξης ήταν επίσης και η περίοδος που το εργατικό κίνημα άρχισε να αποκτάει αυτοπεποίθηση, να δίνει μάχες και να αλληλοεπιδράει με τις σοσιαλιστικές ιδέες και οργανώσεις. Η πιο γνωστή περίπτωση ήταν αυτή της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας, της θρυλικής «Φεντερασιόν» στη Θεσσαλονίκη της οποίας ο Μπεναρόγια ήταν σημαντικό στέλεχος. Μια οργάνωση που ξεκίνησε από Εβραίους εργάτες/τριες και έφτασε να συσπειρώνει Τούρκους και Έλληνες καπνεργάτες και να κερδίζει την πλειοψηφία στο Εργατικό Κέντρο της Θεσσαλονίκης το 1917.
Όμως, η ίδρυση του ΣΕΚΕ ήταν ταυτόχρονα και ένα άλμα. Όπως η εργατική τάξη της Ρωσίας δεν πέρασε από τη μακρόχρονη εμπειρία των συνδικάτων και του κοινοβουλευτικού αγώνα (όπως στη Γερμανία ή τη Βρετανία) για να φτιάξει σοβιέτ και να πυκνώσει τις γραμμές των επαναστατών, έτσι και στην Ελλάδα -κι όχι μόνο- οι μαχητικοί εργάτες «συμπύκνωσαν» εμπειρίες και διδάγματα για να φτιάξουν σχεδόν ταυτόχρονα μια κεντρική συνδικαλιστική οργάνωση, τη ΓΣΕΕ και ένα επαναστατικό κόμμα.
Το ΣΕΚΕ ιδρύθηκε τον Νοέμβρη του 1918, τις μέρες που ξεσπούσε η Γερμανική Επανάσταση. Έκανε τα πρώτα του βήματα όταν ιδρύθηκε η Κομμουνιστική Διεθνής, η Κομιντέρν, τον Μάρτη του 1919. Στην ιδρυτική της διακήρυξη που έγραψε ο Τρότσκι, η νέα Διεθνής έθετε σκοπό της: «Να γενικεύσουμε την επαναστατική εμπειρία της εργατικής τάξης, να απαλλάξουμε το κίνημα από το διαλυτικό μίγμα του οπορτουνισμού και σοσιαλπατριωτισμού, να κινητοποιήσουμε τις δυνάμεις όλων των γνήσιων επαναστατικών κομμάτων, και μ’ αυτό τον τρόπο να επισπεύσουμε τη νίκη της κομμουνιστικής επανάστασης σε όλο τον κόσμο».2 Το νεαρό κόμμα στην Ελλάδα εντάχθηκε σε αυτή την προσπάθεια, η πρώτη απόφαση για προσχώρηση στην Κομιντέρν λήφθηκε τον Μάη του 1919 και οριστικά ένα χρόνο μετά.
Πολιτική κρίση-ταξική πόλωση
Δεν ήταν μια ήρεμη περίοδος ούτε για τους «από πάνω» ούτε για τους «από κάτω». Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘20 το νέο κόμμα χρειάστηκε να προσανατολιστεί πολιτικά και ιδεολογικά και να δράσει σε συνθήκες έντονης πολιτικής και κοινωνικής κρίσης και αλλαγών, ανάμεσα σε αυτές και η ορμητική είσοδος της εργατικής τάξης στο προσκήνιο.
Το 1915-1917 η άρχουσα τάξη είχε διχαστεί βαθιά και αιματηρά για την στάση απέναντι στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.3 Για ένα χρόνο περίπου το ελληνικό κράτος βρέθηκε με δυο κυβερνήσεις, δυο στρατούς και δυο επικράτειες. Και χρειάστηκε η στρατιωτική επέμβαση των Συμμάχων της Αντάντ, για να επικρατήσει το στρατόπεδο του Βενιζέλου απέναντι στο μοναρχικό το καλοκαίρι του 1917.
Στα μέσα του 1918 ο Βενιζέλος διεκδικούσε για λογαριασμό του ελληνικού καπιταλισμού λεία από τη μοιρασιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό σήμαινε συνέχεια της επιστράτευσης, πολεμικές προετοιμασίες. Ήταν ένα πάρε-δώσε της «δικιάς μας» άρχουσας τάξης με τους ιμπεριαλιστές. Ο βρετανικός ιμπεριαλισμός: «είχε ανάγκη από έμψυχο δυναμικό για έναν στρατό κατοχής και η ελληνική άρχουσα τάξη είδε την ευκαιρία να πραγματοποιήσει τις φιλοδοξίες της προσφέροντας τις υπηρεσίες της - πρώτος ο Βενιζέλος αλλά στη συνέχεια όλοι οι πολιτικοί εκφραστές του αστισμού, ακόμα και της αντίπαλης παράταξης που κέρδισε τις εκλογές από το Βενιζέλο με αντιπολεμικές υποσχέσεις αλλά συνέχισε τον πόλεμο στη Μικρά Ασία».4
Στην υπόλοιπη Ευρώπη ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος τέλειωσε το Νοέμβρη του 1918. Για την Ελλάδα όμως θα συνεχιζόταν τέσσερα χρόνια ακόμα.
Όμως, ο πόλεμος πλέον ήταν μισητός στην εργατική τάξη και σε πλατιά λαϊκά στρώματα. Πολιτικά αυτό εκφράζεται κυρίως με στήριξη στην αντιβενιζελική, μοναρχική παράταξη. Ο Σεραφείμ Μάξιμος, ένας από τους επιφανέστερους μαρξιστές θα συνόψιζε λίγα χρόνια μετά το παράδοξο σε ένα σημαντικό έργο, το Κοινοβούλιο ή Δικτατορία:
«Οι πόλεμοι του 1912 και 1913 παρά τα ευνοϊκά για την εθνική πολιτική της μπουρζουαζίας αποτελέσματα, εξαντλήσανε τα στρώματα αυτά. Φέρανε ζημίες. Στο βάθος της καιροσκοπικής πολιτικής του αντιβενιζελισμού υπήρχε πάντοτε το αντιπολεμικό αίσθημα. Ο εργατικός κόσμος και γενικά οι μικροαστικές μάζες δεν θέλανε τον πόλεμο γιατί δεν είχαν κανένα συμφέρον».5
Η εργατική τάξη, όμως, είχε τη δύναμη και την αυτοπεποίθηση να παλέψει με τα δικά της ταξικά όπλα ενάντια στις θυσίες που της φόρτωνε η πολεμική εξόρμηση του ελληνικού καπιταλισμού. Ο ιστορικός M. Mazower επισημαίνει:
«Μέχρι το 1919 η επιστράτευση, η οποία ουσιαστικά συνεχιζόταν αδιάκοπα από το 1912, προκαλούσε έλλειψη εργατικών χεριών, πράγμα που ενθάρρυνε τους εργάτες να συνδικαλίζονται ώστε να αποσπούν παραχωρήσεις από τους εργοδότες και την κυβέρνηση. Τη μαχητικότητα των εργατών την τόνωναν επίσης οι φρικτές εργασιακές συνθήκες που επικρατούσαν σε πολλά εργοστάσια και η έλλειψη των ειδών διατροφής που ανέβαζαν τις τιμές στα ύψη... Τα μέλη των συνδικάτων διπλασιάστηκαν από το 1917 μέχρι το 1919. Το 1919 ένας Βρετανός παρατηρητής σημείωνε πως τα αιτήματα των απεργών εργατών αποκτούσαν όλο και περισσότερο πολιτικό χαρακτήρα ενώ ο Βενιζέλος προειδοποιούσε με αρκετή υπερβολή τη βουλή πως η χώρα κινδύνευε από τη δικτατορία του προλεταριάτου».6
Απεργίες και πόλεμος
Το εργατικό κίνημα γινόταν πιο ριζοσπαστικό από την αλληλεπίδραση των οικονομικών αγώνων με την αντιπολεμική οργή. Άλλωστε, σε αυτό βοηθούσε κι η κυβέρνηση του Βενιζέλου. Η πολεμική εξόρμηση χρειαζόταν «ήσυχα» μετόπισθεν και τα κέρδη των καπιταλιστών «εθνικά ενθουσιώδη» εργατική τάξη που δεν θα πρόβαλε διεκδικήσεις. Η κυβέρνηση είχε επιτρέψει την ίδρυση του ΣΕΚΕ και της ΓΣΕΕ (η άδεια χρειαζόταν γιατί ίσχυε ο στρατιωτικός νόμος) ελπίζοντας ότι θα λειτουργήσουν “υπεύθυνα” και ταυτόχρονα θα γίνονταν ανεπίσημοι διπλωματικοί εκπρόσωποί της, όπως ίσχυε και με τους γραφειοκράτες των συνδικάτων και των Σοσιαλιστικών Κομμάτων στην Ευρώπη. Όμως, η εξέλιξη ήταν πολύ διαφορετική.
Ένα παράδειγμα ήταν ο γιορτασμός της Πρωτομαγιάς (18 του Απρίλη σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο) του 1919. Κυβέρνηση, εφημερίδες και οι βενιζελικοί κι αντιβενιζελικοί συνδικαλιστές «πέσανε» πάνω στη ΓΣΕΕ και το ΣΕΚΕ για να μην γιορτάσουν τη διεθνή μέρα των εργατών με απεργία και διαδηλώσεις «ένεκα των εξαιρετικών εθνικών περιστάσεων». Σε λίγες βδομάδες ο ελληνικός στρατός θα αποβιβαζόταν στη Σμύρνη.7 Τελικά η Πρωτομαγιά γιορτάστηκε όπως της άξιζε, και το επόμενο διάστημα τα μέλη του ΣΕΚΕ ρίχτηκαν στις απεργιακές μάχες.
Τον Ιούλη του 1919 έγινε η πρώτη πανεργατική απεργία – διαρκείας. Την πυροδότησε η απόφαση της κυβέρνησης να συλλάβει και να εξορίσει τους αριστερούς της διοίκησης της ΓΣΕΕ γιατί είχαν εκφράσει τη στήριξη της Συνομοσπονδίας στην απεργία διαρκείας των τραπεζοϋπαλλήλων και ετοίμαζαν γενική απεργία συμπαράστασης.
Σύμφωνα με τον Δ. Λιβιεράτο, το 1921 ξέσπασαν πενήντα μεγάλες απεργίες στις οποίες συμμετείχαν 40 χιλιάδες εργάτες και εργάτριες, σημαντικός αριθμός για εκείνη την εποχή.8 Οι απεργίες εκδηλώνονται σε κλάδους κλειδιά για την “πολεμική προσπάθεια”: τα πλοία όπου οι ναυτεργάτες απεργούν για συλλογικές συμβάσεις τον Φλεβάρη και επιστρατεύονται από την κυβέρνηση.
Εμβληματική είναι η απεργία των σιδηροδρομικών τον Φλεβάρη του 1921 με βασικά αιτήματα το 8ωρο και αυξήσεις. Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Σιδηροδρομικών (ΠΟΣ) είχε ιδρυθεί μόλις έξι μήνες πριν και παρόλο που στην ηγεσία της κυριαρχούσαν συνδικαλιστές συντηρητικοί ή σοσιαλιστές εχθρικοί προς το ΣΕΚΕ (Κ), στις γραμμές της δρούσε μια ισχυρότατη μειοψηφία επαναστατών σιδηροδρομικών. Η απεργία παρέλυσε όλο το δίκτυο, με την κυβέρνηση να καταγγέλλει τους «εγωιστές» σιδηροδρομικούς που κάνουν απεργίες θέτοντας σε κίνδυνο τα «παιδιά μας» που πολεμάνε στην Μικρά Ασία για τα «δίκαια του ελληνισμού».
Η κυβέρνηση ζήτησε από την απεργιακή ηγεσία να δώσει ένα τρένο για τη μεταφορά του Πατριάρχη Αντιόχειας που θα «ευλογούσε» το γάμο του Γεωργίου που αργότερα θα γινόταν βασιλιάς. Το αίτημα απορρίφθηκε. Η κυβέρνηση απάντησε με την επιστράτευση των απεργών. Στρατός περικύκλωσε το Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά που γινόταν η απεργιακή συνέλευση και εκατοντάδες απεργοί οδηγήθηκαν στο Φρουραρχείο κι από κει στη …Μικρά Ασία.
O E. Σταυρίδης στέλεχος του ΣΕΚΕ/ΚΚΕ εκείνα τα χρόνια, στα απομνημονεύματά του αναφέρει ότι: «Όταν το Κράτος θεωρεί την αποστολήν εις το μέτωπο όχι ‘τιμήν’ αλλά ‘ποινήν’ πως θέλετε να το θεωρούν οι εις αυτό αποστελλόμενοι; ... Αρκετοί εκ των 300 αυτών ήσαν κομμουνισταί, ηγούντο άλλωστε της απεργίας. Αλλά και όσοι δεν ήσαν, μετά την επιβληθείσαν εις αυτούς ‘ποινήν’ της αποστολής στο μέτωπο έγιναν κομμουνισταί ή τουλάχιστον συμπαθούντες».9
Στους πρώτους μήνες του 1920 ο πόλεμος είχε ανάψει για τα καλά στη Μικρά Ασία. Ο ελληνικός στρατός, με την έγκριση των Βρετανών και των Γάλλων συμμάχων, προωθούταν όλο και πιο βαθιά στο έδαφος της σημερινής Τουρκίας.
Τον Σεπτέμβρη του 1920 ο «Εργατικός Αγών» (βδομαδιάτικη εφημερίδα του ΣΕΚΕ (Κ)) σε προεκλογική περίοδο, δημοσίευσε ένα κείμενο με τίτλο Η φωνή των Στρατιωτών του Μετώπου: «Αφού τόσον καιρό στρώσαμε της Βαλκανικής, της Ρωσίας και της Ανατολής τα βουνά και τους κάμπους με τα κουφάρια μας και με το σκοτωμένο αίμα μας εβάψαμε το χώμα και τις πέτρες τους, αφού οι αφέντες που μας κυβερνάνε μας δέσανε με τις βαρειές αλυσίδες της οργανωμένης βίας σαβανώνοντας τα σπιτικά μας με τη μαυρίλα της δυστυχίας, έρχονται τώρα με την απαίσια ικανοποίηση του θριάμβου των να μας ζητήσουνε ψήφο ευγνωμοσύνης για το μεγάλωμα της ‘Πατρίδος’ και για την απελευθέρωση των ‘υπόδουλων αδελφών’».10
Ο Βενιζέλος είχε γυρίσει από το Παρίσι θριαμβολογώντας για τη Συνθήκη των Σεβρών. Οι Μεγάλες Δυνάμεις έδιναν επίσημα την στήριξή τους στην “Ελλάδα των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών”, την προσάρτηση στο ελληνικό κράτος τεράστιων περιοχών της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όπως και άλλοι «εθνικοί θρίαμβοι» από τότε, εκείνη η συνθήκη στηριζόταν σε πήλινα πόδια.
Εντωμεταξύ, η κλιμάκωση των πολεμικών επιχειρήσεων φούντωνε τη δυσαρέσκεια και το μίσος για τον πόλεμο. Για ένα μεγάλο μέρος των φαντάρων που βρίσκονταν στη Μικρά Ασία το έτος 1920 ήταν το όγδοο στη σειρά μιας συνεχούς πολεμικής κινητοποίησης. Ένα άλλο κομμάτι νέων ανθρώπων που πήγαιναν εκεί μισούσαν τον πόλεμο και εμπνέονταν από τις επαναστατικές ιδέες και το παράδειγμα των επαναστάσεων στη Ρωσία και την Γερμανία που είχαν σταματήσει τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το κείμενο στον Εργατικό Αγώνα είχε γραφτεί για λογαριασμό των «ομάδων κομμουνιστών φαντάρων» που είχαν οργανώσει αντιπολεμικούς ομίλους σε μονάδες και πολεμικά πλοία. Συγγραφέας του ήταν ο Παντελής Πουλιόπουλος, φοιτητής Νομικής που στρατεύτηκε το 1920, έγινε λοχίας τηλεγραφητής. Συνδέθηκε με ένα αντιπολεμικό όμιλο στη Σμύρνη που έβγαζε το εφημεριδάκι Ερυθρός Φρουρός. Ο Πουλιόπουλος συνελήφθη, καταδικάστηκε από το στρατοδικείο και περίμενε την εκτέλεση. Όμως, κατάφερε να αποδράσει στο χάος της κατάρρευσης του μετώπου τον Σεπτέμβρη του 1922. Στην απόδραση τον βοήθησε ο δεσμοφύλακάς του, δεκανέας Β. Νικολινάκος που τον είχε στρατολογήσει ο Πουλιόπουλος.11 Στον ίδιο όμιλο εντάχτηκε ο Γιώργος Νίκολης, όταν οι σπουδές και η δημοσιογραφική του δουλειά διακόπηκαν λόγω επιστράτευσης.
Το 1924 ο Πουλιόπουλος θα γινόταν γραμματέας του ΣΕΚΕ (Κ) όταν μετονομάστηκε σε ΚΚΕ. Ο σημαντικότερος μαρξιστής θεωρητικός που έβγαλε το κίνημα, θα κρατούσε ψηλά τη σημαία της επανάστασης και του διεθνισμού τα επόμενα χρόνια, ερχόμενος σε σύγκρουση με το σταλινισμό και τασσόμενος στο πλευρό του Τρότσκι. Ο Γ. Νίκολης θα αναλάμβανε τη διεύθυνση του Ριζοσπάστη το 1923, και θα τασσόταν κι αυτός στο επαναστατικό ρεύμα του Πουλιόπουλου. Όπως κι ο Β. Νικολινάκος που θα γινόταν μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και θα διαγραφόταν από το κόμμα μαζί με τον Σ. Μάξιμο στις αρχές του 1928.
Επαναστατικό
Τα επαναστατικά κόμματα που άρχισαν να συσπειρώνονται στην Κομιντέρν δεν ήταν προϊόν «παρθενογένεσης». Μεγάλα κομμουνιστικά κόμματα όπως της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Τσεχοσλοβακίας -ακόμα και της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας- διαμορφώθηκαν με την προσχώρηση μαζικών κομματιών από τα παλιά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στα νέα επαναστατικά-κομμουνιστικά. Πουθενά η διαδικασία δεν ήταν «μια και έξω», έγινε μέσα σε έντονες συζητήσεις, ξεκαθαρίσματα και διαμάχες. Ο Αλφρέντ Ροσμέρ, αναρχοσυνδικαλιστής από την Γαλλία που έγινε μπολσεβίκος, μας έχει αφήσει μια πολύτιμη περιγραφή εκείνων των αντιπαραθέσεων και διεργασιών στο βιβλίο «Η Μόσχα του Λένιν».12
Το ΣΕΚΕ δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Στο ιδρυτικό του συνέδριο έγινε ένα πρώτο «ξεκαθάρισμα»: η ομάδα του Ν. Γιαννιού, ενός βετεράνου σοσιαλιστή με μεγάλη προσφορά τα προηγούμενα χρόνια, αποχώρησε γιατί είχε πλέον ταυτιστεί ανοιχτά με τον Βενιζέλο, και με τη συμμετοχή στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Αυτό δεν σήμαινε ότι το νέο κόμμα ήταν απαλλαγμένο από «σοσιαλδημοκρατικά κατάλοιπα». Όμως, πολύ σύντομα άρχισε να αποκρυσταλλώνει βασικά χαρακτηριστικά της επαναστατικής του φυσιογνωμίας.
Το ιδρυτικό ψήφισμα τόνιζε ότι είναι «κόμμα πάλης τάξεων και αντιπολιτεύσεως κι όχι κόμμα συμβιβασμών... Το Σ.Ε Κόμμα δεν δύναται ποτέ να συμμετάσχη ή να ενισχύση οποιαδήποτε κυβέρνηση της αστικής τάξεως και αποκρούει κάθε απόπειρα απομακρύνσεώς του από την πάλην των τάξεων, με σκοπόν να διευκολυνθή η προσέγγισις των εργατών με τα αστικά κόμματα».13 Αυτές οι φράσεις θυμίζουν έντονα τη μεγάλη επαναστάτρια Ρόζα Λούξεμπουργκ που έγραφε το 1901: «Στην αστική κοινωνία ο ρόλος της Σοσιαλδημοκρατίας είναι αυτός της αντιπολίτευσης. Επιτρέπεται να γίνει κυβερνητικό κόμμα μόνο πάνω στα συντρίμμια του αστικού κράτους».
Το Εθνικό Συμβούλιο το Μάη του 1919 που αποφάσισε καταρχήν την προσχώρηση στη Κομιντέρν ήταν ένα σημείο καμπή. Η «αριστερά» του ιδρυτικού συνεδρίου αρχίζει να ηγεμονεύει: το Συμβούλιο αποφάσισε να προτείνει στο επερχόμενο Συνέδριο να απαλείψει σημεία του προγράμματος όπως τη «Λαϊκή Δημοκρατία» ως ενδιάμεσο στάδιο για την εργατική εξουσία. Ακόμα και στις άμεσες διεκδικήσεις που πρόβαλε το κόμμα προβαλλόταν αιτήματα «μεταβατικά» όπως: «Έλεγχος των εργατών σε όλα τα εργοστάσια και τις επιχειρήσεις».14
Ο διεθνισμός ήταν το δεύτερο χαρακτηριστικό του κόμματος. Η εργατική τάξη και οι καπιταλιστές δεν έχουν κοινά εθνικά συμφέροντα και διεκδικήσεις, αντίθετα η πρώτη έχει κοινά συμφέροντα και οράματα με τους εργάτες και τις εργάτριες των Βαλκανίων και όλου του κόσμου. Στην ιδρυτική του διακήρυξη το ΣΕΚΕ τόνιζε: «Τα συμφέροντα των εργατών εις όλας τας χώρας που έχουν καπιταλιστικήν παραγωγήν είναι τα ίδια. Με την ανάπτυξιν της παγκοσμίου συγκοινωνίας και με τη δημιουργία της παγκοσμίου αγοράς διά την χονδρικήν παραγωγήν η κατάστασις των εργατών μιας χώρας αφομοιώνεται και εξαρτάται από την γενικήν κατάστασιν των εργατών εις άλλας χώρας. Η απελευθέρωσις λοιπόν της εργατιάς είναι έργον εις το οποίον οι εργάται όλων των χωρών λαμβάνουν από κοινού μέρος».15 Το κόμμα πάλευε «δια την ανατροπήν της διεθνούς κεφαλαιοκρατίας και το θρίαμβον του διεθνούς σοσιαλισμού».
Αυτά τα λόγια δεν ήταν διακηρύξεις χωρίς αντίκρισμα, από τις πολλές που μας έχουν συνηθίσει τα κόμματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς. Γίνονταν συγκεκριμένη πολιτική θέση σε δύσκολες στιγμές, όπως με την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών. Έγραφε σε προκήρυξή του το ΣΕΚΕ (Κ):
«Η πατρίς, της οποίας ιδιοποιούνται το όνομα, η πατρίς των, για την οποίαν μας έστειλαν να πολεμήσουμε, δεν είναι παρά η γεωγραφική εκείνη έκτασις επί της οποίας απλώνεται η εκμετάλλευσίς των. Το μεγάλωμά της διά το οποίον πανηγυρίζουν, είναι η επέκτασις των ορίων της εκμεταλλεύσεώς των και της προσοδοφόρου τοποθετήσεως των κεφαλαίων των». Και το ΣΕΚΕ εξηγούσε ποιος είναι πραγματικός εχθρός:
«Η ώρα του πολέμου έφθασεν! Ο εχθρός ευρίσκεται εντός των συνόρων και όχι πέραν αυτών! Είναι αυτοί οι εκμεταλλευταί μας οι οποίοι κρύπτονται όπισθεν των διαφόρων αστικών κομμάτων και οι οποίοι εμφανίζονται ενώπιον του λαού με πατριωτικά και εθνικιστικά ενδύματα, ενώ οι ίδιοι ως εργοδόται, ως τραπεζίται, ως τοκισταί, ως γαιοκτήμονες, ως έμποροι, ως πολιτικοί, τυραννούν και καταπιέζουν τον τόπο. Αυτοί είναι οι πραγματικοί –οι φυσικοί- εχθροί μας».16
Ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι το ΣΕΚΕ και οι αγωνιστές του προσπάθησαν να μπολιάσουν τους εργατικούς αγώνες που ξεσπούσαν με αυτές τις διεθνιστικές και αντικαπιταλιστικές ιδέες. Για παράδειγμα, τον Φλεβάρη του 1921 ο Ευ. Ευαγγέλου, γραμματέας της ΓΣΕΕ (και μέλος του ΣΕΚΕ) υπεράσπιζε στον Ριζοσπάστη την απεργία των εργατριών υφαντουργών του «Ρετσίνα» στον Πειραιά. Πρόβαλε το αίτημα για «επίταξη» (δηλαδή κρατικοποίηση του εργοστασίου) συνδέοντας τη διεθνιστική, αντιπολεμική πολιτική με το ταξικό συμφέρον και ανάγκες των εργατριών.
Αυτή ήταν «η ενδεδειγμένη λύσις» έγραφε ο Ευαγγέλου μιας και ο πελάτης της επιχείρησης ήταν ο στρατός (δηλαδή το κράτος) και οι δε καταναλωτές των προϊόντων (οι εργάτες) «διατελούν υπό επίταξιν […] πολεμούντες εις άγνωστα εδάφη διά την μεγάλην πατρίδα του κ. Ρετσίνα και των λοιπών μεγαλοβιομηχάνων, οι οποίοι αύριον θα επεκτείνουν τας εργασίας των εις τα διά του αίματος των αδελφών των δυστυχισμένων αυτών εργατριών καταλαμβανόμενα μέρη». Κι ο Ευαγγέλου συμπέραινε: «Αλλά το κράτος δεν εννοεί να αναμιχθή, δεν εννοεί να θίξει την ιερότητα της ατομικής ιδιοκτησίας. Το κράτος είναι παρόν μόνο όταν πρόκειται να πιάσει τους εργάτας και να τους στείλη να σφάζωνται εις το μέτωπον, μόνο όταν πρόκειται να επιστρατεύση τους απεργούντας εργάτας».17
Προσπάθειες
Το 1922 είναι η εμβληματική χρονιά της περιόδου. Τον Αύγουστο το μέτωπο στη Μικρά Ασία κατέρρευσε ύστερα από την αναμενόμενη επίθεση των δυνάμεων του Κεμάλ Ατατούρκ. Στη συνέχεια ήρθε η καταστροφή της Σμύρνης και ο ξεριζωμός περίπου 1 εκατομμυρίου ανθρώπων που έγιναν πρόσφυγες “τουρκόσποροι” στην Ελλάδα. Ήταν μια συγκλονιστική ανθρώπινη τραγωδία -και για τους δυο λαούς. Ταυτόχρονα, ήταν μια ήττα μεγατόνων για την άρχουσα τάξη. Τα όνειρα για τη Μεγάλη Ελλάδα έγιναν στάχτη. Βρέθηκε προσωρινά χωρίς στρατό με το κράτος της σμπαραλιασμένο και αντιμέτωπη με μια κοινωνική κρίση πελώριων διαστάσεων και ανακατατάξεις που θα άλλαζαν την όψη της κοινωνίας μόνιμα: ας αναλογιστούμε την “αποκατάσταση” των προσφύγων στις πόλεις και την ύπαιθρο και τις επιπτώσεις της.
Αρχικά το κίνημα των στρατιωτικών με επικεφαλής τον Πλαστήρα που ανέτρεψε τον βασιλιά Κωνσταντίνο δεν σταθεροποίησε την κατάσταση. Όπως σημειώνει ο Μάξιμος κάνοντας σύγκριση με τη μαζική υποστήριξη του προηγούμενου στρατιωτικού κινήματος στο Γουδί το 1909:
«Το πλαστηρικό κίνημα ήρθε αντίθετα να αντιδράση κι όχι να οργανώση μια λαϊκή εξέγερσι, που θα μπορούσε να ξεσπάσει αυθόρμητα ή να προπαρασκευασθή από στιγμή σε στιγμή μέσα στις πόλεις και στην ύπαιθρο από το επαναστατικό κόμμα. Γι’ αυτό ο πραγματικός του εχθρός δεν ήταν το μοναρχικό κόμμα ήτανε η εργατική τάξη».18
Για να μπορέσει να μπει στο δρόμο της “σταθεροποίησης” το στρατιωτικό καθεστώς χρειάστηκε να τσακίσει την Γενική Απεργία του Αυγούστου του 1923. Η Αβασίλευτος Δημοκρατία που ανακηρύχτηκε το 1924 δεν στηρίχτηκε σε ένα μαζικό ριζοσπαστικό κίνημα αλλά στις ξιφολόγχες και τα πολυβόλα. Γι’ αυτό ήταν αναιμική και ασταθής, κι οι κλονισμοί της παγκόσμιας κρίσης το ‘30 θα το αποδείκνυαν.
Το ΣΕΚΕ (Κ) μπήκε σε αυτή τη περίοδο πιεσμένο και με ταλαντεύσεις. Το απεργιακό κύμα του 1921 δεν είχε φέρει απτά αποτελέσματα, η καταστολή δυνάμωνε, η επανάσταση έμοιαζε να απομακρύνεται σαν άμεση προοπτική στην Ευρώπη. Οι αποφάσεις της Εκτακτης Συνδιάσκεψης του Φλεβάρη του 1922 ήταν έκφραση αυτών των πιέσεων. Το κόμμα χρειαζόταν μια «περίοδο μακράς νομίμου υπάρξεως» με κέντρο τις εκλογικές παρεμβάσεις ενώ τα κομματικά μέλη θα έπρεπε να “συγκρατούν” τους συναδέλφους τους από «απεργιακά κινήματα ασύντακτα, αμελέτητα».19
Όμως, το κόμμα έκανε στροφή και προσπάθησε να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις σε ένα περιβάλλον που άλλαζε με ταχύτητα. Η σταδιακή ανάληψη της ηγεσίας του από τη λεγόμενη «γενιά των Παλαιών Πολεμιστών», «οι εκπρόσωποι του μετώπου» ήταν κομμάτι αυτής της διαδικασίας. Μετά τον Σεπτέμβρη του 1922 αγωνιστές όπως ο Πουλιόπουλος, ο Μοναστηριώτης, ο Νίκολης, ο Νικολινάκος, καταφτάνουν στην Ελλάδα και ρίχνονται στην προσπάθεια να δώσουν ένα νέο προσανατολισμό στο κόμμα. Δίπλα τους επαναστάτες όπως ο Σ. Μάξιμος που είχε έρθει από την Κωνσταντινούπολη και είχε πάρει το βάπτισμα του πυρός στην Διεθνή Πανεργατική Ένωση, μια αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση με σχέσεις με τους μπολσεβίκους, ανέλαβε την συνδικαλιστική δουλειά του κόμματος και γραμματέας του κρίσιμου Τμήματος Πειραιά.20
Η νέα αυτή ηγεσία ρίχτηκε στην προσπάθεια να οργανώσει την αντίσταση στην εργοδοτική επίθεση, προσπαθώντας να εφαρμόσει στις ελληνικές συνθήκες την στρατηγική του ενιαίου μετώπου που είχε υιοθετήσει η Κομιντέρν στο 3ο και 4ο συνέδριό της το 1921-22.
Η προσπάθεια δεν αφορούσε μόνο τα συνδικάτα. Το κίνημα των Παλαιών Πολεμιστών άρχισε να φουντώνει εκείνη την περίοδο, μαζικοποιημένο από αποστρατευμένους εργάτες και αγρότες. Ο Πουλιόπουλος θα εκλεγεί γραμματέας της Ομοσπονδίας τους τον Φλεβάρη το 1924.21
Με πρωτοβουλία του ΣΕΚΕ και της ΓΣΕΕ (που τότε ήταν «οργανικά συνδεδεμένη» με το κόμμα) οργανώθηκε στις αρχές του Ιούνη μια πλατιά «Εργατική Συνδιάσκεψη» στην οποία συμμετείχαν όλες σχεδόν οι Ομοσπονδίες και τα σωματεία. Συγκροτήθηκε μια Επιτροπή Αμύνης –που σύντομα βρήκε μιμητές σε τοπικό επίπεδο σε πολλές πόλεις. Τα μέλη του ΣΕΚΕ (Κ) προσπαθούσαν να τους δώσουν μαζικό και μαχητικό χαρακτήρα –για παράδειγμα στην Θεσσαλονίκη και τον Πειραιά κερδίζουν τις Ενώσεις Παλαιών Πολεμιστών στην συμμετοχή στις συγκεντρώσεις. Το δεύτερο σκέλος ήταν η προσπάθεια να δυναμώσει η επαναστατική πτέρυγα στο κίνημα. Ένα πρώτο αποτέλεσμα ήταν η ανάδειξη ενός κομμουνιστή, του Κουρτίδη, στη θέση του γενικού γραμματέα του ΕΚΠ, προπύργιο του «βενιζελικού» συνδικαλισμού μέχρι τότε.
Αύγουστος 1923
Η μάχη κλιμακώθηκε στην Γενική Απεργία του Αυγούστου του 1923. Η έκβασή της έκρινε τους ταξικούς συσχετισμούς για μια δεκαετία.
Στις 9 Αυγούστου το συνδικάτο των μυλεργατών του Πειραιά έστειλε τελεσίγραφο 24 ωρών για σταμάτημα των απολύσεων και των περικοπών στους μισθούς. Η απεργία τους παρέλυσε τους μύλους –ουσιαστικά τη διακίνηση του αλευριού. Το ΕΚΠ και η ΓΣΕΕ κάλεσαν σε υλική στήριξη των απεργών. Η συνέχεια ήταν η εξάπλωση της απεργίας στο λιμάνι που παραλύει.
Στις 20 Αυγούστου «ο Πειραιεύς παρουσιάζει από πρωίας ασυνήθη όψιν». Η Ομοσπονδία Ηλεκτρισμού ακολουθεί το απεργιακό κάλεσμα της ΓΣΕΕ και το τραμ παραλύει. Η σιδηροδρομική σύνδεση Αθήνας - Πειραιά διακόπτεται και γίνεται προσπάθεια για αποκατάστασή της από το ανώτερο προσωπικό. Η ηλεκτροδότηση της πρωτεύουσας εξασφαλίζεται την τελευταία στιγμή με την κατάληψη του εργοστασίου του Φαλήρου από στρατιωτικό τμήμα.
Τα πληρώματα των πλοίων που καταπλέουν στον Πειραιά δηλώνουν την υποστήριξή τους στην απεργία, με αποτέλεσμα να αποκλείονται πάνω σε αυτά και να παρεμποδίζεται η έξοδός τους από στρατιωτικές φρουρές. Οι εργάτες του τελωνείου Πειραιά ακολουθούν. Εντωμεταξύ, η Καπνεργατική Ομοσπονδία κηρύσσει από τις 20 Αυγούστου πανελλαδική απεργία. Το πρωί της 21ης, οι πρωινές εφημερίδες δεν κυκλοφορούν λόγω συμμετοχής στην απεργία των τυπογράφων και της Ομοσπονδίας Τύπου.
Η απεργία αναπτύσσεται με τη μορφή χιονοστιβάδας. Μοιάζει με τη «μαζική απεργία» που περιέγραφε η Ρόζα Λούξεμπουργκ δεκαεπτά χρόνια πριν στη μπροσούρα της «Μαζική Απεργία, Κόμμα, Συνδικάτα». Στις 20 Αυγούστου η ΓΣΕΕ τίθεται επικεφαλής του απεργιακού κινήματος με σκοπό να το επεκτείνει: καλεί σε Γενική Πανελλαδική Απεργία –«διαρκείας» θα λέγαμε σήμερα.
Την ίδια μέρα η κυβέρνηση Πλαστήρα δημοσιεύει το διάταγμα για την απαγόρευση των σωματείων. Ο Σ. Μάξιμος θα θυμίσει λίγα χρόνια αργότερα, στο βιβλίο του Κοινοβούλιο ή Δικτατορία, τα λόγια που είχε πει ο υπουργός Εσωτερικών σε αντιπροσωπεία της ΓΣΕΕ την παραμονή της απεργίας: «Η εβδομάδα αυτή θα είναι Εβδομάδα των Παθών για σας… Θα σας τσακίσουμε». Το όνομά του ήταν Γεώργιος Παπανδρέου. Η σφαγή στο Πασαλιμάνι ήταν η απόδειξη του πόσο κυριολεκτούσε. Στις 22 Αυγούστου ο στρατός ανοίγει πυρ κατά των συγκεντρωμένων απεργών δολοφονώντας έντεκα εργάτες και εργάτριες και τραυματίζοντας περίπου εκατό. Το απεργιακό κύμα άρχισε να κάμπτεται και στις 25 Αυγούστου η ΓΣΕΕ αναγκάστηκε να κηρύξει το τέλος της γενικής απεργίας.22
Πολλές αναλύσεις για το εργατικό κίνημα στη δεκαετία του ’20 συχνά αποδίδουν την αδυναμία του στη πλημμύρα φτηνών «εργατικών χεριών» που πρόσφεραν οι πρόσφυγες από την Μικρά Ασία. Είναι αλήθεια ότι οι εργοδότες στρατολόγησαν και το 1923 πρόσφυγες σαν απεργοσπάστες για ένα κομμάτι ψωμί. Όμως, δεν ήταν οι «ξένοι» (έτσι αντιμετωπίζονταν τότε οι πρόσφυγες) ο παράγοντας που έκρινε την έκβαση της μάχης. Ούτε η χρησιμοποίησή τους έλυνε το πρόβλημα των εργοδοτών, ιδιαίτερα όταν επρόκειτο να αντικαταστήσουν έμπειρους ή ειδικευμένους εργάτες, όπως οι θερμαστές, οι τυπογράφοι, οι οδηγοί των τραμ.
Κρίσιμο ρόλο έπαιξε η απουσία των σιδηροδρομικών από τη μάχη. Η ηγεσία της ΠΟΣ πίστευε ότι μπορούσε να κρατήσει τα μέλη της μακριά από την εργοδοτική επίθεση, λόγω των καλών της σχέσεων με την κυβέρνηση. Διαψεύστηκε σκληρά: το 1924 και το 1925 οι απεργίες της ΠΟΣ θα κατέληγαν σε ήττες, απομονωμένες.
Το εργατικό κίνημα μπήκε σε μια φάση υποχώρησης και κρίσης. Το ίδιο και το ΣΕΚΕ (Κ). Το 1924 ο Σ. Μάξιμος έγραφε στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση: «Στις 20 Αυγούστου 1923 είχαμε 70.000 με 80.000 εργάτες που μας ακολουθούσαν. Τον Σεπτέμβριο είχαμε αρκετές χιλιάδες εργατών δυσαρεστημένες με το κόμμα και με μειωμένη εμπιστοσύνη προς αυτό. Στην περίοδο αυτή αρχίζει να εκδηλώνεται καλύτερα η κρίση του κόμματος…».23
Σύγκρουση
Η προσπάθεια να απαντηθεί αυτή η κρίση οδήγησε στο Τρίτο Έκτακτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ (Κ) τον Νοέμβρη του 1924, δηλαδή το συνέδριο που εξέλεξε τον Πουλιόπουλο γραμματέα του ΚΚΕ. Λίγους μήνες νωρίτερα μαζί με τον Σ. Μάξιμο είχε αντιπροσωπεύσει το κόμμα στο Πέμπτο Συνέδριο της Κομιντέρν που εγκαινίασε την πολιτική της λεγόμενης «μπολσεβικοποίησης» των Κομμουνιστικών Κομμάτων. Στην πραγματικότητα, η προσπάθεια να προσανατολιστεί και το ΚΚΕ σε μια νέα περίοδο έβρισκε όλο και πιο έντονα μπροστά της τα εμπόδια που έβαζε η επικράτηση της σταλινικής γραφειοκρατίας στη Ρωσία κι οι δραματικές επιπτώσεις της στην ίδια την Κομιντέρν.
Τα νεαρά Κομμουνιστικά Κόμματα προσπαθούσαν να βρουν το δρόμο τους διατηρώντας τον επαναστατικό τους χαρακτήρα αλλά και τη μαζική τους επιρροή και ρόλο στην ταξική πάλη, σε μια συγκυρία όπου το επαναστατικό κύμα είχε υποχωρήσει προσωρινά αλλά εμφανώς. Όμως, η πυξίδα που τα είχε προσανατολίσει επιτυχημένα τα προηγούμενα χρόνια, η Κομιντέρν, προσανατόλιζε πλέον σε λάθος κατευθύνσεις. Από «επιτελείο» της παγκόσμιας επανάστασης, η Κομιντέρν μετατρεπόταν, σταδιακά και με συγκρούσεις, σε ανεπίσημο όργανο της εξωτερικής πολιτικής της σταλινικής γραφειοκρατίας.
Οι εμπειρίες της προσπάθειας για μια γνήσια «μπολσεβικοποίηση», οι επιτυχίες και κυρίως οι αποτυχίες της έφερε ένα μεγάλο κομμάτι της ηγεσίας του ΚΚΕ σε τροχιά σύγκρουσης με το καθεστώς που διαμορφωνόταν στη Κομιντέρν. Η πλειοψηφία της «γενιάς της μπολσεβικοποίησης» στην Ελλάδα θα συγκρουστεί σκληρά και συνολικά με την σταλινική γραφειοκρατία και τη γραμμή της. H περίπτωση του ΚΚΕ είναι από τις λίγες όπου αυτή η κόντρα πήρε τόσο μεγάλη έκταση. Το 1928 τα μισά μέλη της ΚΕ που είχε εκλέξει το Τρίτο Έκτακτο Συνέδριο είχαν διαγραφεί από το κόμμα.
Όμως, κάθε άλλο παρά μοναδική ήταν. Η περίπτωση του Τζέημς Π. Κάνον και των συντρόφων του στο Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ ήταν αντίστοιχη. Από οργανωτής των IWW (Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου), ιδρυτικό μέλος και ηγετικό στέλεχος του ΚΚΗΠΑ, ο Κάνον τάχτηκε με την Αριστερή Αντιπολίτευση του Τρότσκι και διαγράφτηκε το 1928, περίπου την ίδια περίοδο με τον Πουλιόπουλο και τους συντρόφους του στην Ελλάδα.
Το εργατικό κίνημα θα περάσει στην αντεπίθεση στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Όμως, πλέον το ΚΚΕ δεν ήταν το επαναστατικό κόμμα του Πουλιόπουλου, του Μάξιμου. Το αποτέλεσμα ήταν νέες ήττες, πολύ πιο τραγικές από εκείνη του 1923.
Σημειώσεις
1. Αβραάμ Μπεναρόγια, Η Πρώτη Σταδιοδρομία του Ελληνικού Προλεταριάτου, Κομμούνα 1986, σ.σ. 120-21.
2. Ντάνκαν Χάλας, Κομιντέρν – Η Τρίτη Διεθνής, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 1999, σελ. 11.
3. Για μια συνοπτική παρουσίαση της περιόδου βλέπε Κώστας Βλασόπουλος, “Η συμμετοχή της Ελλάδας στον Πόλεμο”, Σοσιαλισμός από τα Κάτω 105 (Ιούλης-Αύγουστος 2014)
4. Πάνος Γκαργκάνας, «1912-1922 Βαλκανικοί Πόλεμοι και Μικρασιατική – Ο Δεκαετής Πόλεμος που χάραξε τα σύνορα στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή», Σοσιαλισμός από τα Κάτω, τεύχος 1 (Ιούνης Ιούλης 1992)
5. Σεραφείμ Μάξιμος, Κοινοβούλιο ή Δικτατορία, Στοχαστής δεύτερη έκδοση 1975, σελ. 10.
6. Mark Mazower, “Η Ελλάδα και η Οικονομική Κρίση του Μεσοπολέμου”, ΜΙΕΤ 2002, σελ. 76.
7. Για περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε Θ. Καμπαγιάννης, Το Εργατικό Συνδικαλιστικό Κίνημα στην Ελλάδα 1918-1926, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 207, σ.σ. 38-46.
8. Δ. Λιβιεράτος, Το Ελληνικό Εργατικό Κίνημα 1918-1923
9. Ε. Σταυρίδης, Τα Παρασκήνια του ΚΚΕ, Ελεύθερη Σκέψις 1988 (1953), σελ. 66. Ο Σταυρίδης έφυγε από το ΚΚΕ στα τέλη της δεκαετίας του ’20 και κατέληξε τρόφιμος της ακροδεξιάς και των κρατικών υπηρεσιών ασφαλείας.
10. ΚΚΕ Επίσημα Κείμενα Τόμος Πρώτος (1918-1924), Σύγχρονη Εποχή 1974 σ.σ. 114-116.
11. ”Παντελής Πουλιόπουλος ο Αγωνιστής κι ο Στοχαστής”, στη συλλογή Π. Πουλιόπουλος Αρθρα, Θέσεις και Πολεμικές, Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, σελ. 204.
12. Το ομώνυμο βιβλίο που κυκλοφορεί που έκδωσε το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο το 2017, στα 100 χρόνια από την Ρωσική Επανάσταση.
13. Το Πρώτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ, Εκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ Αθήνα 1982, σ.σ. 133-34.
14. ΚΚΕ – Επίσημα Κείμενα Τόμος Α’ (1918-1924), σελ. 29.
15. Το Πρώτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ – Πρακτικά, έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ 1982, σ.σ. 137-38.
16. Επίσημα Κείμενα οπ, σ.σ. 108-09.
17. Ε. Ευαγγέλου, «Η τραγωδία των υφαντουργών», Ριζοσπάστης 7/2/1921, Αναφέρεται επίσης στο Λήδα Παπαστεφανάκη, Εργασία, Τεχνολογία και Φύλο στην Ελληνική Βιομηχανία – Η Κλωστοϋφαντουργία του Πειραιά 1870-1940, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2009, σελ. 391.
18. Σ. Μάξιμος, οπ, σελ. 39-40.
19. Αναφέρεται στο Λ. Μπόλαρης, ΣΕΚΕ – Οι επαναστατικές ρίζες της Αριστεράς στην Ελλάδα, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2008, σελ. 75.
20. Ο νεαρός Νίκος Ζαχαριάδης είχε οργανωθεί κι αυτός στην Πανεργατική.
21. Και για λογαριασμό της με το ψευδώνυμο Φ. Ορφανός θα γράψει το συγκλονιστικό αντιπολεμικό μανιφέστο «Πόλεμος κατά του Πολέμου».
22. Αναλυτικά για την Γενική Απεργία βλέπε το σχετικό κεφάλαιο στο βιβλίο του Θ. Καμπαγιάννη.
23. Π. Νούτσος, Η Σοσιαλιστική Σκέψη στην Ελλάδα Τόμος Β’ Μέρος Β’, εκδ Γνώση, σ.σ. 322-23.