Γράφει ο Σωτήρης Κοντογιάννης.
Ολοένα και πιο επικίνδυνες διαστάσεις παίρνει η πολιτική κρίση στη Γερμανία. Τον Νοέμβρη οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Χριστιανοδημοκρατικό συνασπισμό (CDU/CSU) της Άνγκελα Μέρκελ, το ακραία νεοφιλελεύθερο FDP του Κρίστιαν Λίντνερ και το Κόμμα των Πράσινων κατέρρευσαν οριστικά. Κάτω από την πίεση των περιστάσεων ο Μάρτιν Σούλτς, ο ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) που απέκλειε μέχρι εκείνη τη στιγμή κάθετα την προοπτική ενός νέου Μεγάλου Συνασπισμού έκανε στροφή 180 μοιρών δηλώνοντας τώρα πρόθυμος να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την Μέρκελ (CDU) και τον Ζεεχόφερ (CSU - το βαυαρικό αδελφό κόμμα του CDU).
Το συνέδριο του SPD που έγινε στις αρχές του Δεκέμβρη επιβεβαίωσε με "ισχυρή πλειοψηφία" τη νέα εισήγηση της ηγεσίας. Αλλά το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων είναι, την ώρα που γράφεται αυτό το κείμενο, ακόμα αβέβαιο. Και τα τρία σενάρια -μια κυβέρνηση Μεγάλου Συνασπισμού, μια κυβέρνηση "μειοψηφίας" των Χριστιανοδημοκρατών με την ανοχή των Σοσιαλδημοκρατών ή μια νέα προσφυγή στις κάλπες- είναι ανοιχτά. Οι συνομιλίες θα αρχίσουν τον Γενάρη. Πολλοί δημοσιογράφοι εκτιμούν ότι οι διαπραγματεύσεις μπορεί να κρατήσουν μήνες.
Στροφή προς τα δεξιά
Η Γερμανία κατάφερε χάρη στην οικονομική της υπεροχή, την ισχυρή της πολιτική θέση μέσα και έξω από την Ευρώπη και τις σκληρές, αντεργατικές μεταρρυθμίσεις των κυβερνήσεων του καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ (1998-2005) να παραμείνει σχετικά αλώβητη από την κρίση του 2007/8. Με βάσει τα επίσημα στοιχεία η ανεργία στην Γερμανία βρίσκεται σήμερα (στοιχεία του Οκτώβρη 2017) στο 3,6% - σχεδόν τρεις φορές μικρότερη από της Γαλλίας (9.4%) ή της Ιταλίας (11.1) και τεσσεράμισι φορές μικρότερη από της Ισπανίας (16.7%). Το δημόσιο χρέος της Γερμανίας αυξήθηκε μόλις κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες μέσα στην οκταετία 2008-2016. Της Γαλλίας κατά 28 ποσοστιαίες μονάδες. Της Ιταλίας κατά 30. Της Ισπανίας κατά 60. Η οικονομική αυτή "επιτυχία", όμως δεν έχει καταφέρει να σώσει το πολιτικό σύστημα της Γερμανίας από τη ρευστοποίηση και την κρίση.
Οι εκλογές του περασμένου Σεπτέμβρη ήταν κυριολεκτικά πανωλεθρία και για τα δυο μεγάλα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας της Γερμανίας -για τον συνασπισμό της χριστιανοδημοκρατικής δεξιάς (CDU/CSU) και το Σοσιαλδημοκρατικό SPD. Το CDU κατάφερε μεν να αναδειχτεί και πάλι πρώτο κόμμα στη νέα Βουλή, με τα ποσοστά του όμως ψαλιδισμένα σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα: πήρε μόλις 26,8%. Μόνο μια φορά στην μεταπολεμική ιστορία έχει πέσει πιο χαμηλά -στις πρώτες εκλογές της Ομοσπονδιακής Γερμανίας του 1949, όπου είχε πάρει 25,2%. Και το ίδιο ακριβώς ισχύει και για το CSU: πήρε 6,2% φέτος, το χαμηλότερο ποσοστό από το 1953 μέχρι σήμερα. Όσο για το SPD, τα αποτελέσματα του Σεπτέμβρη ήταν απλά καταστροφικά: το 20,5% που συγκέντρωσε ήταν το χαμηλότερο ποσοστό από τις αρχές του 20ου αιώνα, με δυο σημαδιακές μόνο εξαιρέσεις: τις εκλογές του 1932 και του 1933 που άνοιξαν τον δρόμο για την επικράτηση του Χίτλερ.
Που οφείλεται αυτή η ρευστοποίηση; Για τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, μέσα και έξω από τη Γερμανία, η απάντηση είναι εύκολη: οι ψηφοφόροι τιμώρησαν την Μέρκελ (και μαζί της και τα τρία κόμματα του Μεγάλου Συνασπισμού) για την υπερβολικά ανεκτική της στάση απέναντι στους πρόσφυγες. Ο "μεγάλος νικητής" των εκλογών, σύμφωνα με τις εφημερίδες και τα κανάλια, ήταν το ξενοφοβικό ακροδεξιό AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία). Στις εκλογές του 2013 το AfD δεν είχε καταφέρει να περάσει το όριο του 5% και είχε μείνει εκτός της ομοσπονδιακής βουλής. Τον περασμένο Σεπτέμβρη πήρε 12,6% -ένα ποσοστό που του εξασφάλισε 94 έδρες και τη θέση του τρίτου μεγαλύτερου κόμματος (μετά το CDU και το SPD) στο κοινοβούλιο.
Η επιτυχία του AfD έχει αρχίσει να πιέζει ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό προς τα δεξιά. "Ο κόσμος μας είναι δυτικός-χριστιανικός, εβραιό-ανθρωπιστικός", δήλωσε στο τελευταίο συνέδριο του CSU που έγινε στη Νυρεμβέργη στις 15 Δεκέμβρη ο Μάρκους Σοέντερ, ο υπουργός Οικονομικών της τοπικής κυβέρνησης της Βαυαρίας που ετοιμάζεται να διαδεχτεί τον Ζέεχοφερ στις αρχές του 2018. "Το Ισλάμ δεν είχε καμιά σημαντική συμβολή στη Βαυαρία τα τελευταία 200 χρόνια και τώρα πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι για τις ρίζες της πατρίδας μας... Όσοι πιστεύουν ότι η Σαρία είναι πιο σημαντική από το Βαυαρικό Σύνταγμα έχουν την ελευθερία της γνώμης τους... αλλά δεν την έχουν εδώ στη Γερμανία. Όποιος έρχεται σε εμάς θα πρέπει να προσαρμόζεται στις αξίες, τους τρόπους και τις συνήθειές μας, όχι το αντίστροφο...".
Και δεν είναι μόνο το CSU. Τον Σεπτέμβρη, λίγες μέρες πριν από τις εκλογές, ο Λίντνερ (ο υποψήφιος του FDP) δήλωνε ότι προϋπόθεση για τη συμμετοχή του κόμματός του, μετεκλογικά, σε μια συμμαχική κυβέρνηση με τους Χριστιανοδημοκράτες θα ήταν μια αλλαγή πολιτικής σε σχέση με το προσφυγικό. Το FDP ζήτησε την άμεση απέλαση όλων των προσφύγων από τις εμπόλεμες ζώνες μόλις τερματιστούν οι εχθροπραξίες. Η μεταναστευτική πολιτική, έλεγε ο Λίντνερ θα πρέπει να προσαρμοστεί στις ανάγκες της αγοράς εργασίας και στην ανάγκη που έχει η γερμανική οικονομία για εξειδικευμένα στελέχη.
Βρισκόμαστε, μήπως, λοιπόν αντιμέτωποι με μια νέα στροφή της Γερμανίας προς τον ρατσισμό και την ακροδεξιά; Έχουμε μήπως, απλά, μια επανάληψη της ιστορίας του μεσοπολέμου; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι.
Η άνοδος του AfD
Το AfD δημιουργήθηκε το 2013 αρχικά σαν ένα ευροσκεπτικιστικό κόμμα - η "διάσωση" της Ελλάδας και των άλλων χωρών του ευρωπαϊκού νότου με τα "χρήματα των Γερμανών φορολογουμένων" ήταν ένα από τα βασικά του θέματα εκείνη την εποχή. Το 2015 με την έξαρση της προσφυγικής κρίσης στράφηκε προς τον αντιισλαμικό ρατσισμό και την ακροδεξιά. Το AfD δεν είναι απλά και μόνο ένα αντιδραστικό κόμμα: είναι ένα αντιδραστικό κόμμα με έναν μεγάλο νεοναζιστικό πυρήνα στο εσωτερικό του. Η σύνοδος του κόμματος (Parteitag) που έγινε το Σάββατο 2 Δεκέμβρη στο Ανόβερο εξέλεξε, ύστερα από μια "μάχη" ανάμεσα στην μετριοπαθή και την ακροδεξιά πτέρυγα, τους Γκέοργκ Μόιτεν και Αλεξάντερ Γκάουλαντ στην προεδρία. Όπως έγραφε το περιοδικό Der Spiegel "Ο Γκάουλαντ δεν ανήκει στην μετριοπαθή πτέρυγα... Ούτε άλλωστε και ο Μόιτεν...".
Στις εκλογές του Σεπτέμβρη το AfD πήρε συνολικά 5,8 εκατομμύρια ψήφους. Σίγουρα ένα τμήμα από τους ψηφοφόρους του ταυτίζεται και με τον ρατσισμό του και με τα ναζιστικά του "ανοίγματα". Αλλά δεν έχει γίνει όλη η γερμανική κοινωνία ρατσιστική. Κάθε άλλο.
Κατ΄ αρχήν ο κόσμος στη Γερμανία υποδέχτηκε κυριολεκτικά με ανοιχτές αγκαλιές τους πρόσφυγες που έφταναν στους σιδηροδρομικούς σταθμούς και τα σύνορα το 2015. Η Μέρκελ δεν "άνοιξε" τα σύνορα, όπως την καταγγέλλει το AfD. Τα σύνορα τα "έσπασαν" (με αμέτρητες θυσίες) οι ίδιοι οι πρόσφυγες. Και τα κράτησε ανοιχτά το κίνημα αλληλεγγύης που συνόδεψε αυτό το ηρωικό "σπάσιμο". Η γερμανική κυβέρνηση υποτάχθηκε εκούσια σε αυτή την πραγματικότητα - το ρίσκο μιας αντιπαράθεσης με το κοινό αίσθημα, ιδιαίτερα μετά τις φωτογραφίες του μικρού Αϊλάν ήταν πολύ μεγάλο για να το αγνοήσει. Και χρειάστηκε στη συνέχεια μια ολόκληρη συντονισμένη εκστρατεία συκοφάντησης, ψεμμάτων και κινδυνολογίας από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και την αστυνομία για να επιτρέψει στην κυβέρνηση να σφραγίσει και πάλι τα σύνορα και να σφίξει την πολιτική υποδοχής και ασύλου.
Η γνωστή και μη εξαιρετέα εφημερίδα Bild δημοσίευσε ένα άρθρο με το οποίο ισχυριζόταν ότι ένας "όχλος" 50 περίπου Αράβων μεταναστών έσπειρε τα Χριστούγεννα του 2016 τον πανικό στον σιδηροδρομικό σταθμό της Φρανκφούρτης παρενοχλώντας γυναίκες και ληστεύοντας περαστικούς. Η ιστορία αναπαραγόταν για μήνες από τα ακροδεξιά έντυπα σε ολόκληρο τον κόσμο. Η είδηση, όμως, όπως αποδείχτηκε από την ίδια την αστυνομία, ήταν ολοκληρωτικά κατασκευασμένη (η Bild ζήτησε συγνώμη από τους αναγνώστες της και κατέβασε το άρθρο από το σάιτ της). Η βασική "μάρτυρας" δεν ήταν καν στην Φρανκφούρτη την επίμαχη ημέρα. Εξ ίσου κατασκευασμένη αποδείχτηκε και η είδηση της "σεξουαλικής κακοποίησης" της 13χρονης Λίζας (ψευδώνυμο με το οποίο έγινε γνωστή) στον σταθμό της Κολωνίας τα Χριστούγεννα του 2015. Αυτός ο "επίσημος" και σχεδιασμένος ρατσισμός άνοιξε, στην ουσία, το δρόμο στο AfD προς το κοινοβούλιο.
Αλλά και πάλι χωρίς την ανοχή της ίδιας της κοινωνίας. Οι εκδηλώσεις του AfD βρίσκονται σχεδόν πάντα περικυκλωμένες από εκατοντάδες (μερικές φορές χιλιάδες) αντιρατσιστές. Η σύνοδος της 2 Δεκέμβρη στο Ανόβερο πραγματοποιήθηκε μόνο χάρη στην προστασία της αστυνομίας που διέλυσε με τη βία τους διαδηλωτές που είχαν πολιορκήσει το κτίριο εμποδίζοντας την πρόσβαση των συνέδρων. "Την ίδια ώρα που τα μέλη συνεδρίαζαν χιλιάδες αντι-AfD διαδηλωτές είχαν συγκεντρωθεί απέξω με πλακάτ 'Το Ανόβερο ενάντια στους ναζί' και 'αντίσταση στο ρατσισμό'" (CNBC 3.12.2017).
Το AfD μπορεί να έχει τη συμπάθεια του 12,6% του γερμανικού εκλογικού σώματος, έχει όμως ταυτόχρονα την αντιπάθεια ενός πολύ-πολύ μεγαλύτερου τμήματος της κοινωνίας -και ιδιαίτερα της εργατικής τάξης που επιμένει να εκφράζει με κάθε ευκαιρία την αλληλεγγύη της προς τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συστηματική άρνηση των πιλότων να συμμετάσχουν στις απελάσεις προσφύγων. Όπως έγραφε η Deutsche Welle (7.12.2017):
"Κατόπιν αιτήματος του κόμματος της αριστεράς η κυβέρνηση δήλωσε ότι 222 προγραμματισμένες πτήσεις ακυρώθηκαν από πιλότους που δεν θέλησαν να συμμετάσχουν σε μια αμφιλεγόμενη επιστροφή προσφύγων στο Αφγανιστάν, το οποίο έχει χαρακτηριστεί "ασφαλής χώρα προέλευσης" σε κάποιες περιπτώσεις, παρά τη συνεχιζόμενη βία και καταστολή σε τμήματα της χώρας...".
Περιφρόνηση και λιτότητα
Η άνοδος της ακροδεξιάς είναι ένα από τα παραπροϊόντα της πολιτικής κρίσης και όχι το αίτιο της. Υπάρχουν δυο βασικοί λόγοι που έχουν οδηγήσει στην εκλογική συρρίκνωση των δυο μεγάλων κομμάτων.
Ο πρώτος είναι η περιφρόνηση, από την πλευρά της άρχουσας τάξης και του συστήματος, κάθε έννοιας δημοκρατίας -και στη Γερμανία και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι ψηφοφόροι είναι ελεύθεροι να ψηφίσουν στις κάλπες όποιο κόμμα και όποιον υποψήφιο θέλουν. Αλλά η πολιτική που θα ακολουθήσει η όποια κυβέρνηση εκλεγεί είναι λίγο-πολύ δεδομένη. Στις δυο από τις τρεις της μέχρι τώρα θητείες στην καγκελαρία, η Μέρκελ συγκυβερνούσε με το SPD. Το editorial της Financial Times, που διεκδικεί για τον εαυτό της τον ρόλο της πιο έγκυρης και σοβαρής εφημερίδας της άρχουσας τάξης παγκόσμια, συμβούλευε το SPD να μην ενδώσει στις πιέσεις για τον σχηματισμό ενός ακόμα Μεγάλου Συνασπισμού. Με δεδομένες τις εναλλακτικές λύσεις, γράφει η Finacial Times, η προοπτική αυτή μπορεί να μοιάζει από πρώτη άποψη ελκυστική:
"Και όμως, η προσφυγή σε αυτή την εύκολη λύση, μπορεί να αποδειχτεί μακροπρόθεσμα βλαβερή. Το πολιτικό σύστημα της Γερμανίας έχει αρχίσει να μοιάζει σε ακινησία. Ήδη τα οκτώ από τα 12 προηγούμενα χρόνια η χώρα έχει κυβερνηθεί από μια συμμαχία κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κομμάτων. Τώρα μια ακόμα τετραετία από τα ίδια φαίνεται στον ορίζοντα. Ο συνδυασμός αυτός, είναι αλήθεια, έχει καταφέρει να προσφέρει ευημερία σε μια περίοδο όπου η υπόλοιπη Ευρώπη παλεύει. Ταυτόχρονα, όμως, είναι μια συνταγή που στερεί από το εκλογικό σώμα την εναλλαγή που είναι βασική σε κάθε δημοκρατία για να υπάρχει.. Η αρχική απόφαση του κυρίου Σουλτς ήταν η ορθή γιατί έδινε στο κόμμα του την ευκαιρία να ανοικοδομηθεί στην αντιπολίτευση. Η στροφή του... απειλεί να επιταχύνει την πολυδιάσπαση της γερμανικής πολιτικής σκηνής...
Υπάρχει ένα ακόμα σοβαρό συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από την γείτονα χώρα της Γερμανίας, την Αυστρία. Αν και η ριζοσπαστική δεξιά δεν είναι (στη Γερμανία) τόσο βαθιά ριζωμένη (όσο στην Αυστρία), η επιτυχία του Κόμματος Ελευθερίας της Αυστρίας δείχνει τι συμβαίνει όταν τα επίσημα κόμματα του κέντρου σταματούν να συναγωνίζονται το ένα το άλλο: η αντιπαράθεση μεταφέρεται στα άκρα...".
Αλλά και η "ευημερία" στην οποία αναφέρεται η Financial Times δεν είναι για όλους -και αυτός είναι ο δεύτερος λόγος που στρέφει τους ψηφοφόρους μακριά από τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας. "Οι αριθμοί ευημερούν" όπως έλεγε κάποτε ο Γεώργιος Παπανδρέου (ο παππούς του ΓΑΠ). Όχι όμως και οι ίδιοι οι άνθρωποι. Το κοινό χαρακτηριστικό όλων των κυβερνήσεων των δύο τουλάχιστον τελευταίων δεκαετιών είναι η λιτότητα. Το 2009 προστέθηκε στο Σύνταγμα της Γερμανίας (με την έγκριση, με αυξημένη πλειοψηφία και των δυο κοινοβουλευτικών σωμάτων) ένα άρθρο για τον έλεγχο των ελλειμμάτων. Από το 2016 και μετά το "δομικό έλλειμμα" της κεντρικής κυβέρνησης δεν μπορεί να ξεπερνάει το 0,35% του ΑΕΠ. Όσο για τις τοπικές κυβερνήσεις των κρατιδίων, από το 2020 και μετά δεν επιτρέπεται να έχουν οποιοδήποτε έλλειμμα.
Η άλλη όψη αυτής της πολιτικής της διαρκούς λιτότητας είναι η καθήλωση των μισθών, η εκμηδένιση των επιδομάτων και η φτώχεια. Η παρακάτω είδηση είναι χαρακτηριστική:
"Οι 8000 μαθητευόμενοι εργαζόμενοι στα Γυμνάσια του Βερολίνου βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε κινητοποίηση. Οι ομοσπονδίες VER.DI και GEW έχουν καταγγείλει τις Συλλογικές Συμβάσεις... Η τελευταία αύξηση που είχαν πάρει ήταν το 2001...".
Τα ίδια τα επίσημα στοιχεία της κυβέρνησης δείχνουν όχι μόνο την φτώχεια να επιδεινώνεται και να εξαπλώνεται αλλά και την ψαλίδα ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς να γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη. Όπως έγραφε η Deutsche Welle πριν από ένα περίπου χρόνο:
"Τα στοιχεία από μια νέα κυβερνητική έρευνα δείχνουν ότι ολοένα και περισσότεροι Γερμανοί είναι είτε πολύ πλούσιοι, είτε πολύ φτωχοί... Οι πλούσιοι της Γερμανίας γίνονται ολοένα και πλουσιότεροι ενώ οι φτωχοί, αν όχι υποχρεωτικά φτωχότεροι, σίγουρα πολυπληθέστεροι...
Τα καλά νέα: ο αριθμός των εκατομμυριούχων έχει φτάσει στις 16495, από τις 12424 το 2009... Τα κακά νέα: 4,17 εκατομμύρια Γερμανοί -περίπου το 6,1% του πληθυσμού- είναι υπερχρεωμένοι ενώ οι μισθοί των χαμηλόμισθων τομέων δεν ακολουθούν με κανένα τρόπο τον εθνικό μέσο όρο. Ο αριθμός των άστεγων αυξήθηκε από τις 223 χιλιάδες το 2008 στις 335 χιλιάδες το 2014...".
Αντίσταση
Αυτή τη στιγμή κανένας δεν μπορεί να προβλέψει που θα καταλήξουν οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο CDU, το SPD και το CSU. Ο Σούλτς παρουσίασε μια λίστα από "προϋποθέσεις" από τις οποίες θα εξαρτηθεί, υποτίθεται, η συμμετοχή των Σοσιαλδημοκρατών σε μια νέα κυβέρνηση Μεγάλου Συνασπισμού. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό που καλείται να συμβιβάσει η ηγεσία του SPD είναι την υπευθυνότητά του απέναντι στην άρχουσα τάξη (ο γερμανικός ΣΕΒ πιέζει να σχηματιστεί άμεσα κυβέρνηση) και την φθορά που θα υποστεί το κόμμα από μια ακόμα συμμαχία με την Μέρκελ. Αυτό σημαίνει ότι όλα τα ενδεχόμενα παραμένουν ανοιχτά.
Οι εργάτες και οι φτωχοί δεν έχουν να περιμένουν τίποτα, όποια κυβέρνηση και αν σχηματιστεί τελικά. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αυτό που επικρατεί στη Γερμανία είναι η πολιτική μοιρολατρία. Το Die Linke, κατ' αρχήν, το κόμμα της αριστεράς αύξησε στις τελευταίες εκλογές και τις ψήφους του και τα ποσοστά του και τον αριθμό των εδρών του στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο. Η αύξηση, όμως, ήταν μικρή - αναντίστοιχη των περιστάσεων. Οι εργατικές κινητοποιήσεις, όμως, είναι σε άνοδο.
"Οι γερμανικές απεργίες έμοιαζαν κάποτε με τα γερμανικά ανέκδοτα: μια αντίφαση εξ' ορισμού" έγραφε πριν από λίγους μήνες η βρετανική εφημερίδα The Guardian. "Όχι πλέον: αυτή τη χρονιά η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης βρίσκεται σε τροχιά να καταγράψει ένα νέο εργατικής δράσης. Όλοι, οδηγοί τρένων, δάσκαλοι και νηπιαγωγοί, ταχυδρόμοι έχουν κατέβει πρόσφατα σε απεργιακές κινητοποιήσεις. Το απεργιακό κύμα δεν είναι απλά και μόνο ένα συγκυριακό ξέσπασμα: είναι το αποτέλεσμα της αποσύνθεσης αυτού που ονομάζαμε το ‘γερμανικό μοντέλο'...".
Αυτή η αναγέννηση του κινήματος φάνηκε ανάγλυφα στη μεγάλη διαδήλωση στις αρχές του καλοκαιριού στο Αμβούργο ενάντια στη σύνοδο των G20. Και συνεχίζεται μέχρι σήμερα: η Siemens, μια από τις μεγαλύτερες "πολυεθνικές" της Γερμανίας ανακοίνωσε πριν από μερικές εβδομάδες την απόφασή της να κλείσει δεκάδες εργοστάσια και να απολύσει πάνω από 9000 εργαζόμενους. Η ανακοίνωση προκάλεσε την οργή των εργαζομένων, που είχαν δεχτεί πριν από μερικά χρόνια μια συμφωνία που προέβλεπε πάγωμα των μισθών με αντάλλαγμα την εξασφάλιση των θέσεων εργασίας. Το εργοστάσιο της Siemens στο Όφφενμπαχ της Έσσης βρίσκεται από τις αρχές του Δεκέμβρη κυριολεκτικά "στο πόδι". Όλα δείχνουν ότι η αντιπαράθεση ανάμεσα στη διοίκηση της εταιρείας και τα συνδικάτα θα εξελιχθεί σε "μάχη". Ο "κίνδυνος" να αρχίσει η πολιτική αστάθεια να ξεχειλίζει προς τα κάτω είναι πάνω από ορατός αυτή τη στιγμή στη Γερμανία. Καθόλου τυχαία, ο γερμανικός ΣΕΒ πιέζει δημόσια τα κόμματα να τα βρουν έτσι ώστε να αποκτήσει η χώρα και πάλι μια σταθερή κυβέρνηση.
Κρίση της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Και αυτός δεν είναι το μοναδικό πράγμα που τρομοκρατεί τις άρχουσες τάξεις. Η Γερμανία δεν είναι μια οποιαδήποτε χώρα. Ούτε είναι απλά και μόνο η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης: ο γαλλογερμανικός άξονας ήταν πάντα το κέντρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης -και ο άξονας αυτός παραπαίει σήμερα και από τα δύο του άκρα.
Στη Γαλλία η δημοτικότητα του Μακρόν (που να θυμίσουμε εκλέχτηκε στην προεδρία ύστερα από μια παρόμοια κατάρρευση της εκλογικής επιρροής των παλιών κομμάτων εξουσίας) έχει αρχίσει να βυθίζεται μετά τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις του στην "αγορά εργασίας" και την κατάθεση ενός προκλητικού για τους εργαζόμενους και τους φτωχούς προϋπολογισμού.
Ο Μακρόν πιέζει για μια πιο "σφιχτή" Ευρωζώνη - με υπουργό Οικονομικών, προϋπολογισμό και δικό της κοινοβούλιο. Αυτές οι προτάσεις δεν βρίσκουν μεν σύμφωνη τη Γερμανία, που αντιδράει σε κάθε τι που θυμίζει "μεταβιβαστική ένωση" (όπου πόροι ρέουν από τις πιο πλούσιες στις πιο φτωχές περιοχές). Αλλά η πολιτική κρίση της Γερμανίας -με όποιο τρόπο και αν γεφυρωθεί το σημερινό αδιέξοδο- κάνει κάθε διαπραγμάτευση σχεδόν αδύνατη.
Και δεν είναι μόνο τα σχέδια του Μακρόν. Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σήμερα στο κέντρο των δύσκολων διαπραγματεύσεων για το Brexit. Η Ισπανία είναι αντιμέτωπη με την Καταλανική κρίση. Η Ιταλία έχει μπροστά της μια νέα αβέβαιη εκλογική αναμέτρηση -στις δημοσκοπήσεις αυτή τη στιγμή το μεγαλύτερο κόμμα είναι το "Κίνημα των 5 αστέρων" του Πέπε Γκρίλο. Οι αναταράξεις βρίσκονται μπροστά μας, όχι πίσω μας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση κλυδωνίζεται. Για την αριστερά αυτή η αδυναμία των "από πάνω" είναι μια μεγάλη ευκαιρία. Θα έχει ιστορική ευθύνη αν την αφήσει να πάει χαμένη.