Η Ελλάδα στο Μεσοπόλεμο
Επιμέλεια: Έφη Αβδελά, Ραϋμόνδος Αλβανός, Δημήτρης Κουσουρής, Μενέλαος Χαραλαμπίδης
Τιμή 18 ευρώ, 288 σελίδες
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2017
Η παραδοσιακή αφήγηση για το Μεσοπόλεμο τον τοποθετεί ανάμεσα στην τραγωδία της Μικρασιατικής καταστροφής του 1922 και του θριάμβου του 1940. Παρουσιάζεται ως η περίοδος που ολοκληρώνεται η εθνική ενοποίηση και η Ελλάδα αρχίζει να μετασχηματίζεται από οπισθοδρομική και υπανάπτυκτη πρώην επαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, με πρωτεργάτη αυτού του μετασχηματισμού τον εθνάρχη Βενιζέλο. Αν και αυτή η αφήγηση είναι κατά βάση φιλελεύθερης προέλευσης, έχει ασκήσει μεγάλη επίδραση και στην αριστερά. Μια πιο κριτική παραλλαγή αυτής της αφήγησης τονίζει τα συνεχή πραξικοπήματα, την καθυστερημένη ύπαιθρο και τη μάζα των εξαθλιωμένων αγροτών: όλα αυτά αντανακλούν τα όρια του αστικού εκσυγχρονισμού του Μεσοπολέμου και την «καχεκτική αστική τάξη» που δεν μπορούσε να φέρει το έργο σε πέρας. Μια τέτοια εκδοχή υιοθέτησε το ΚΚΕ τη δεκαετία του 1930, όταν εγκατέλειψε την επαναστατική προοπτική και αποδέχτηκε τις συμμαχίες με τους προοδευτικούς αστούς για την ολοκλήρωση του αστικοδημοκρατικού σταδίου της χώρας.
Ο συγκεκριμένος συλλογικός τόμος τοποθετείται κριτικά απέναντι σε αυτές τις αντιλήψεις. Όπως τονίζει ο Δημήτρης Κουσουρής στην εισαγωγή του τόμου, και όπως δείχνουν τα επιμέρους κεφάλαια, ο καπιταλισμός και η φιλελεύθερη αστική τάξη είναι απολύτως συμβατά με τα πιο αντιδραστικά φαινόμενα: οι «προνεωτερικοί» λήσταρχοι της Ηπείρου είναι ταυτόχρονα στενά συνδεδεμένοι με τους τοπικούς βενιζελικούς βουλευτές, και οι πεφωτισμένοι κρατικοί γραφειοκράτες εκφράζουν το θαυμασμό τους για τις πολιτικές του καθεστώτος του Μουσολίνι.
Στο επίκεντρο των περισσότερων από τα έντεκα κεφάλαια του τόμου είναι η προσπάθεια του κράτους και της άρχουσας τάξης να αντιμετωπίσουν τις εκρηκτικές συνθήκες του Μεσοπολέμου με ένα συνδυασμό κυνισμού, βίας, αδιαφορίας, προπαγάνδας και νέων μορφών κοινωνικού ελέγχου, σε συνδυασμό με τις προσπάθειες των από τα κάτω να αντιμετωπίσουν αυτές τις πολιτικές, αλλά και να προσδιορίσουν και να προασπίσουν τα δικά τους συμφέροντα και ανάγκες.
Ένας πρώτος άξονας του τόμου είναι η απαραίτητη βία του ελληνικού κράτους. Η πολεμική εξόρμηση του ελληνικού καπιταλισμού μεταξύ 1912-1922 σήμαινε τη μαζική αποστολή χιλιάδων στρατιωτών στα πεδία της μάχης. Πολλοί από αυτούς επέλεξαν τη λιποταξία και τη φυγή στα βουνά. Ένα από τα κεφάλαια του τόμου αναδεικνύει τη μαζική λιποταξία στην Κρήτη, που οδήγησε σε ένοπλη σύγκρουση με το κράτος στις αρχές του 1921. Άλλη χαρακτηριστική περίπτωση είναι οι δημόσιες εκτελέσεις ληστών για το σωφρονισμό των εξαθλιωμένων μαζών: η απάντηση μιας ομάδας διαρρηκτών σε μια τέτοια δημόσια εκτέλεση στη Θεσσαλονίκη του 1922 ήταν να αφήσουν ένα σημείωμα που έγραφε «δεν μας τρομάζει ο θάνατος - μας τρομάζει η πείνα».
Ένας δεύτερος άξονας είναι η σύνδεση μεταξύ κράτους και καπιταλιστών. Η απόφαση για τη δημιουργία αυτοκινητοδρόμων ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για εργολάβους και κερδοσκόπους όπως ο Μακρής, αντιπρόσωπος της Shell και σύνδεσμος με τους τραπεζίτες. Όχι μόνο το μεγαλύτερο μέρος των δρόμων δεν παραδόθηκε ποτέ, αλλά, από τα 300 χιλιόμετρα που τελικά παραδόθηκαν, τα 175 ήταν όλως τυχαία στην Κρήτη, πατρίδα του εθνάρχη Βενιζέλου. Ο εκσυγχρονισμός, η διαφθορά και οι πολιτικάντηδες ήταν πάντα στενά συνδεδεμένοι.
Ένας τρίτος άξονας είναι αυτός του κυνισμού και της αδιαφορίας του κράτους απέναντι στις ανάγκες των πολιτών του. Το μαζικό ρεύμα των προσφύγων του 1922 είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση του φαινομένου, όπως δείχνουν διάφορα κεφάλαια του βιβλίου. Εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες βρέθηκαν πετάμενοι στη μέση του πουθενά στα περίχωρα της Αθήνας, σε περιοχές χωρίς δρόμους, νερό, αποχέτευση ή σχολεία, και με σπίτια που έπρεπε να οικοδομήσουν οι ίδιοι. Οι μορφές αυτοοργάνωσης των προσφύγων και η αλληλεγγύη του εργατικού κινήματος ήταν η μόνη διέξοδος: μια από τις πιο συγκλονιστικές ιστορίες του βιβλίου είναι οι αναμνήσεις ενός νεαρού εργάτη για την επιτυχία των κομμουνιστών να αποσπάσουν από το υπουργείο ένα βυτίο για την αποχέτευση των γειτονιών της Καισαριανής. Οι ομοιότητες με την αντιμετώπιση του σύγχρονου προσφυγικού ρεύματος από το κράτος, και τον κομβικό ρόλο της αυτενέργειας των ίδιων των προσφύγων και των κοινωνικών και πολιτικών κινημάτων δεν είναι φυσικά καθόλου τυχαίες.
Ένας τέταρτος άξονας είναι αυτός του ρατσισμού και του εθνικισμού. Είναι εντυπωσιακό να διαπιστώνει κανείς μέσα από τα παραδείγματα του βιβλίου το πως τα ίδια επιχειρήματα που χρησιμοποιεί η δεξιά και τα ΜΜΕ απέναντι στους σημερινούς πρόσφυγες χρησιμοποιούνταν ήδη στον Μεσοπόλεμο απέναντι στους «Τουρκόσπορους» Μικρασιάτες. Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η ανάλυση για το πως η απόφαση του δικτάτορα Πάγκαλου για τη δημιουργία του μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη συνδέεται με την προσπάθεια του κράτους να δημιουργήσει μαζικούς διαύλους μετάδοσης της εθνικιστικής ρητορείας.
Απέναντι σε όλα αυτά, κάποια κεφάλαια επικεντρώνονται στις προσπάθειες των απλών ανθρώπων να αντιμετωπίσουν αυτές τις δύσκολες συνθήκες. Οι λιποτάκτες της Κρήτης στηρίζονταν στην αλληλεγγύη των συγχωριανών τους, που κρατούσαν τσίλιες μην έρθει η χωροφυλακή όσο αυτοί καλλιεργούσαν τα χωράφια τους. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η μελέτη των προσφυγικών σωματείων και γειτονιών της Αθήνας. Αρχικά, οι βενιζελικοί κατάφεραν να ελέγξουν τις προσφυγικές κοινότητες μέσω συμμαχιών με τις ηγεσίες τους και επισείοντας τον μπαμπούλα των βασιλικών. Η προσπάθεια του εργατικού κινήματος και του ΚΚΕ να χτίσει ρίζες στις προσφυγογειτονιές, βάζοντας στην άκρη το διαχωρισμό μεταξύ γηγενών και προσφύγων και προτάσσοντας τα κοινά εργατικά συμφέροντα γνώρισε σημαντική επιτυχία. Ενώ είχε πάρει λιγότερο από 1% στις εκλογές του 1928, το 1933 το ΚΚΕ έφτασε να πάρει 10-12% και να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στους αγώνες αυτού του κόσμου για να αλλάξει τις τραγικές συνθήκες ζωής του.
Ο τόμος αυτός δε φιλοδοξεί να παρουσιάσει μια συνολική ερμηνεία της ελληνικής κοινωνίας του Μεσοπολέμου. Τα κεφάλαια του προσφέρουν πολύτιμες εικόνες από μια πολύ σημαντική περίοδο, που παρουσιάζει σημαντικές ομοιότητες με τη σημερινή περίοδο κρίσης. Είναι ένα σημαντικό εφόδιο για όσους θέλουν να δώσουν τις μάχες του σήμερα ενάντια στο ρατσισμό, την κρατική καταστολή και τη μαζική καταστροφή που γεννά το σύστημα που δημιούργησε τη φρίκη του Μεσοπολέμου.