Άρθρο
Σχέσεις εξάρτησης - Oι Τράπεζες και οι “φούσκες”

Πανικός από την κατρακύλα στο χρηματηστήριο

Ο Σωτήρης Κοντογιάννης γράφει για την απειλή να ξεφουσκώσει απότομα η “νέα” κερδοσκοπία.

Στις αρχές του Φλεβάρη ο Τζερόμ Πάουελ αντικατέστησε την Τζάνετ Γιέλεν στο τιμόνι της Federal Reserve (FED), της κεντρικής τράπεζας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

Τυπικά η θητεία της Γιέλεν ήταν εξαιρετικά πετυχημένη: η ανεργία έπεσε σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, η απειλή του αποπληθωρισμού απομακρύνθηκε, η ποσοτική χαλάρωση τερματίστηκε, τα επιτόκια, που είχαν φτάσει σε μηδενικά επίπεδα, άρχισαν και πάλι να ανεβαίνουν και το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης απογειώθηκε: το μεσημέρι της 3ης Φλεβάρη του 2014, την ημέρα που ανέλαβε, ο δείκτης Dow Jones έκλεισε στις 15370 μονάδες. Στις 2 Φλεβάρη του 2018, την ημέρα που παρέδωσε, είχε ξεπεράσει τις 25500 μονάδες.

Το 2013 σύμφωνα με τη λίστα Forbes υπήρχαν 442 δισεκατομμυριούχοι στις ΗΠΑ. Τον Μάρτη του 2017 (που εκδόθηκε η τελευταία λίστα) είχαν προστεθεί 123 νέα πρόσωπα στον κατάλογο. Ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο, σύμφωνα με το Forbes, ήταν το 2017 ο Τζεφ Μπέζος, το αφεντικό της Amazon. Η περιουσία του πλησίαζε τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια - 25 περίπου δισεκατομμύρια περισσότερα από την περιουσία του πλουσιότερου Αμερικάνου (του Μπιλ Γκέιτς) τέσσερα χρόνια πρωτύτερα.

Η ανανέωση της θητείας της Γιέλεν για μια ακόμα τετραετία ήταν μέχρι και το περασμένο φθινόπωρο σύμφωνα με τις αμερικανικές εφημερίδες το επικρατέστερο σενάριο. Ο Μπαράκ Ομπάμα είχε ανανεώσει το 2010 τη θητεία του Μπεν Μπερνάνκε -που είχε τεθεί επικεφαλής της FED από τον Τζορτζ Μπους το 2016. Ο Άλαν Γρίνσπαν, ο προκάτοχός του, που είχε διοριστεί το 1987 από τον Ρόναλντ Ρέιγκαν, έμεινε στη ηγεσία της FED σχεδόν 20 χρόνια -η θητεία του ανανεώθηκε όχι μόνο από τους ρεπουμπλικάνους Μπους (πατέρα και γιο) αλλά και από τον δημοκρατικό Μπιλ Κλίντον.

Ο άνθρωπος των τραπεζιτών

Ο Ντόναλντ Τραμπ, όμως, δεν ανανέωσε τη θητεία της Γιέλεν. Το γεγονός ότι ανήκει στο Δημοκρατικό Κόμμα και είχε επιλεγεί από τον Μπαράκ Ομπάμα έπαιξε, σίγουρα, κάποιο ρόλο. Αλλά όχι τον βασικό. Ο Τζερόμ Πάουελ είναι ο άνθρωπος των τραπεζιτών. Αυτό που περιμένουν από τον “εκλεκτό” τους είναι την χαλάρωση των αυστηρών περιορισμών και ελέγχων που επιβλήθηκαν στις αμερικανικές τράπεζες μετά την κατάρρευση της Λήμαν Μπράδερς τον Σεπτέμβρη του 2008.

Ο Τραμπ έχει υποσχεθεί από τις πρώτες ημέρες της θητείας του να “αναμορφώσει” το νόμο Ντοντ-Φρανκ (πήρε το όνομά του από τους γερουσιαστές που τον εισηγήθηκαν) που σύμφωνα με τους τραπεζίτες παρακωλύει τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ο Ντοντ-Φρανκ εγκρίθηκε το 2010. Ο στόχος του ήταν να βάλει φρένο στην αχαλίνωτη κερδοσκοπία που είχε οδηγήσει στο σκάνδαλο των “τοξικών στεγαστικών δανείων” και είχε θεωρηθεί υπεύθυνη για το τσουνάμι που ακολούθησε.

Το 1933, στον απόηχο του Κραχ του 1929 και στο ζενίθ της κρίσης του μεσοπολέμου, το αμερικανικό Κογκρέσο είχε ψηφίσει έναν ανάλογο τραπεζικό νόμο που έμεινε στην ιστορία με το όνομα “Γκλας - Στίγκαλ” (και πάλι από τα ονόματα των εισηγητών του). Ο νόμος Γκλας-Στίγκαλ επέβαλλε ανάμεσα στα άλλα τον διαχωρισμό των τραπεζών σε επενδυτικές και εμπορικές, σε μια προσπάθεια να εμποδίσει τους τραπεζίτες να “τζογάρουν” τα λεφτά από τις καταθέσεις σε κερδοσκοπικά παιχνίδια. Τα επιτόκια των εμπορικών τραπεζών -των ταμιευτηρίων δηλαδή- τέθηκαν κάτω από αυστηρό έλεγχο.

Οι τραπεζίτες δεν συμβιβάστηκαν ποτέ με τους περιορισμούς αυτούς αλλά χρειάστηκαν πάνω από έξι δεκαετίες για να καταφέρουν να τους ξηλώσουν ολοκληρωτικά. Ο νόμος Γκλας-Στίγκαλ ακυρώθηκε τελικά το 1999 από τον Μπιλ Κλίντον. Το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν άμεσο: την Πρωτοχρονιά του 1999 ο Nasdaq, ο δείκτης του χρηματιστηρίου της “Νέας Τεχνολογίας” της Νέας Υόρκης είχε μόλις ξεπεράσει τις 2000 μονάδες. Έναν χρόνο ακριβώς αργότερα, την Πρωτοχρονιά του 2000, θα “χτύπαγε” τις 5000 μονάδες. Ύστερα, σχεδόν ακαριαία, ήρθε η κατάρρευση: η φούσκα της “υψηλής τεχνολογίας” έσκασε, εκατοντάδες επιχειρήσεις έκλεισαν ενώ ακόμα και κολοσσοί σαν την Cisco κινδύνευσαν να χρεοκοπήσουν. Τον Γενάρη του 2001 ο Nasdaq είχε επιστρέψει στις 2000 μονάδες. Και ο κατήφορος συνεχίστηκε για τουλάχιστον δεκαοκτώ μήνες ακόμα -στα μέσα του 2002 είχε πλησιάσει επικίνδυνα τις 1000 μονάδες. Ο διάσημος Αμερικανός νομπελίστας οικονομολόγος Τζότζεφ Στίγκλιτς (και πολλοί άλλοι ακόμα) συνδέει άμεσα όχι μόνο τη φούσκα της υψηλής τεχνολογίας αλλά και τη φούσκα των στεγαστικών δανείων που την ακολούθησε με την κατάργηση το 1999 του Γκλας-Στίγκαλ.

Τυπικά ο Τζερόμ Πάουελ υποστηρίζει το νόμο Ντοντ-Φρανκ. Στην κατάθεσή του, όμως, από την “Επιτροπή Τραπεζών της Γερουσίας” στις 5 Δεκέμβρη (που ενέκρινε τον διορισμό του με μια μόνο αρνητική ψήφο) δήλωσε ότι δεν υπάρχουν πλέον στις ΗΠΑ τράπεζες που να είναι “πολύ μεγάλες για να τις αφήσουμε να χρεοκοπήσουν”. Η φρασεολογία δεν είναι τυχαία: ο Χένρι Πόλσον, ο υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης του Μπους είχε επικαλεστεί τη φράση “υπερβολικά μεγάλες για να αποτύχουν” για να αιτιολογήσει το “πακέτο διάσωσης” των 700 δις δολαρίων που έδωσε στις τράπεζες το φθινόπωρο του 2008 για να τις σώσει από την κατάρρευση. Ο Ντοντ-Φράνκ είναι το “μνημόνιο” που συνόδεψε το πακέτο Πόλσον (και όλα τα δισεκατομμύρια που ακολούθησαν). Αν οι τράπεζες δεν αποτελούν πλέον συστημικό κίνδυνο για την αμερικανική οικονομία τότε δεν χρειάζεται ούτε να επιτηρούνται τόσο αυστηρά ούτε να περιορίζονται. Οι τραπεζίτες δεν θα χρειαστεί, απ’ ότι φαίνεται, να περιμένουν αυτή τη φορά άλλα 60 χρόνια για να απαλλαγούν από τον Ντοντ-Φράνκ.

Στην πραγματικότητα, βέβαια, ούτε την προηγούμενη φορά χρειάστηκε να περιμένουν ακριβώς τόσα πολλά χρόνια: ο Γκλας-Στίγκαλ είχε υπονομευτεί, αλλοιωθεί και παρακαμφθεί στην πράξη πολύ πριν από την τελική κατάργησή του. Είχε παρακαμφθεί, πρώτα απ’ όλα, από τη δημιουργία ενός “σκιώδους” τραπεζικού συστήματος (για βαθύπλουτους αποκλειστικά) μέσα από την δημιουργία των διαβόητων hedge funds -αμοιβαίων κερδοσκοπικών κεφαλαίων για εκατομμυριούχους που στην ουσία χρησιμοποιούν το μεγάλο τους ειδικό βάρος για να επηρεάζουν τις χρηματαγορές και τα χρηματιστήρια. Το 1997 η κατάρρευση του LTCM, ενός από τα μεγαλύτερα hedge funds της εποχής εκείνης είχε απειλήσει να βυθίσει όχι μόνο το αμερικανικό αλλά και το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα στην άβυσσο. Αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον Μπιλ Κλίντον να καταργήσει δυο χρόνια αργότερα κάθε περιορισμό και να επιτρέψει στις ίδιες τις μεγάλες τράπεζες να λειτουργούν με τους ίδιους κερδοσκοπικούς τρόπους που λειτουργούσαν και τα hedge funds. Η φούσκα της “υψηλής τεχνολογίας” δεν ξεκίνησε με την κατάργηση του Γκλας-Στίγκαλ. Ο δείκτης Nasdaq είχε αρχίσει να φουσκώνει από τους πρώτους μήνες του 1998 κιόλας. Με την κατάργηση του Γκλας-Στίγκαλ, όμως, απογειώθηκε.

“Πυρετός”

Το σκάσιμο της φούσκας της υψηλής τεχνολογίας το 2000-2001 ήταν ένα προειδοποιητικό σημάδι για αυτά που επρόκειτο να ακολουθήσουν. Και δεν ήταν μόνο το αντικαπιταλιστικό κίνημα του Σιάτλ και της Γένοβας αυτό που κατάγγελλε τον κατήφορο του συστήματος στην αχαλίνωτη και καταστροφική κερδοσκοπία. Το ίδιο έκαναν και πολλοί “επίσημοι” οικονομολόγοι. Η κεντρική τράπεζα και οι κυβερνήσεις (του Μπους στις ΗΠΑ), όμως,  αγνόησαν επιδεικτικά όλα αυτά.

Το τραπεζικό σύστημα δεν κατέρρευσε το 2001. Και η φούσκα της υψηλής τεχνολογίας έδωσε τη θέση της γρήγορα σε ένα νέο κόλπο. Το όνομά του: χορήγηση στεγαστικών δανείων χωρίς προϋποθέσεις και χωρίς άλλες εγγυήσεις, πέρα από το ίδιο το ακίνητο. Τα υποψήφια θύματα αυτού του νέου φανταστικού κόλπου ήταν τα εκατομμύρια των φτωχών που ως εκείνη τη στιγμή ήταν, χάρη στα χαμηλά τους εισοδήματα, αποκλεισμένα από τον τραπεζικό δανεισμό. Τώρα οι πόρτες των τραπεζών άνοιγαν διάπλατα και “ένας υπάλληλος ήταν εκεί για αυτούς για να τους εξυπηρετήσει”.

Οι τραπεζίτες, περιττό να το θυμίσει κανείς, δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον ούτε καμιά συμπάθεια για τους φτωχούς. Ο στόχος τους δεν ήταν να τους βοηθήσουν να “βάλουν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους”. Οι τραπεζίτες ήξεραν από την αρχή ότι ένα μεγάλο ποσοστό δεν θα κατάφερνε να εξυπηρετήσει το δάνειο του. Αλλά αυτό καθόλου δεν τους απασχολούσε. Τα επιτελεία τους είχαν κάνει προσεκτικούς υπολογισμούς και είχαν καταστρώσει σχέδια για όλα τα σενάρια -το αισιόδοξο, το μεσαίο και το απαισιόδοξο. Με όλα, έλεγαν οι υπολογισμοί τους, οι τράπεζες θα έβγαιναν κερδισμένες: τα δάνεια θα αύξαναν τη ζήτηση για ακίνητα. Η ζήτηση θα αύξανε τις τιμές. Οι τράπεζες θα εκπλειστηρίαζαν τα διαμερίσματα των “κόκκινων δανείων” -και θα τα πουλούσαν ξανά στο επόμενο θύμα τους στη νέα ακριβότερη τιμή. Η φούσκα της υψηλής τεχνολογίας πέθανε. Ζήτω η φούσκα της αξίας της γης.

Οι τραπεζίτες δεν περίμεναν καν να ωριμάσει και να αρχίσει να αποδίδει τους αναμενόμενους καρπούς το νέο τους κόλπο: “πακετάρισαν” τα στεγαστικά δάνεια σε ομάδες ανάλογα με το επιτόκιο και το ρίσκο και ύστερα εξέδωσαν ομόλογα που προεξοφλούσαν από τώρα τα αναμενόμενα κέρδη και τα διέθεσαν στην αγορά. Όπως ήταν αναμενόμενο έγιναν ανάρπαστα. Ποιος επενδυτής θα μπορούσε να αντισταθεί στο δέλεαρ ενός ομολόγου που έχει εκδοθεί πχ από την Citi Bank (ή την κραταιά ακόμα τότε Λήμαν Μπράδερς) με απόδοση διπλάσια από το επίσημο επιτόκιο της αγοράς; Η απάντηση είναι απλή: κανένας. Τον Σεπτέμβρη του 2008, με την κατάρρευση της Λήμαν Μπράδερς, τα “πακεταρισμένα σε ομόλογα στεγαστικά, χωρίς εγγυήσεις, δάνεια” έγιναν ο ιμάντας της μετάστασης της χρηματοπιστωτικής κρίσης από τις ΗΠΑ σε κάθε γωνιά του πλανήτη.

Οι τράπεζες δεν δημιούργησαν τη “Μεγάλη Ύφεση” του 2007-9. Τα πραγματικά αίτια της κρίσης (που παρά τη φιλολογία δεν έχει ξεπεραστεί ακόμα) είναι πολύ βαθύτερα. Οφείλεται στην πτώση της απόδοσης του κεφαλαίου (ένα σύμπτωμα που είχε προβλέψει ο Καρλ Μαρξ πριν από ενάμιση περίπου αιώνα) και την “επενδυτική αποχή” που αυτή η πτώση δημιουργεί. Η βασική πηγή των κεφαλαίων που στροβιλίζονται στις χρηματαγορές και τα χρηματιστήρια είναι τα συσσωρευμένα αδιάθετα κέρδη των επιχειρήσεων -που δεν βρίσκουν πια κερδοφόρες ευκαιρίες για να επενδυθούν. Η κερδοσκοπία, ο τζόγος με τις μετοχές, τις ισοτιμίες των νομισμάτων, τις τιμές των πρώτων υλών ή τα ομόλογα είναι τα συμπτώματα της ασθένειας, όχι τα αίτια της. Οι φούσκες είναι σαν τον πυρετό - μια “φυσιολογική” αντίδραση των αγορών στην πτώση της κερδοφορίας των επενδύσεων. Αλλά όπως και ο πυρετός έτσι και οι φούσκες είναι ικανές, από μόνες τους, να “αποτελειώσουν” τον ασθενή.

Η νέα φούσκα

Οι τράπεζες μπορεί να μη δημιούργησαν την κρίση. Έκαναν, όμως, ό,τι μπορούσαν για να την κάνουν “μεγάλη”. Και το πρώτο πράγμα που έκαναν, μόλις διασώθηκαν (με δημόσιο χρήμα) ήταν να πέσουν ξανά με τα μούτρα στα παλιά τους κόλπα: δέκα χρόνια μετά την κατάρρευση της Λήμαν Μπράδερς η κερδοσκοπία βρίσκεται ξανά στα ουράνια. Μπορεί οι τραπεζίτες να άνοιξαν σαμπάνιες για τον διορισμό του Τζερόμ Πάουελ στην ηγεσία της FED. Αλλά το πάρτυ είχε ήδη ξεκινήσει από πιο πριν. Όπως ακριβώς και στη δεκαετία του 1990. Και αυτή τη φορά τα δισεκατομμύρια που στροβιλίζονται στις χρηματαγορές και τα χρηματιστήρια δεν προέρχονται μόνο από τα συσσωρευμένα αδιάθετα κέρδη των επιχειρήσεων που δεν βρίσκουν κερδοφόρες ευκαιρίες στην πραγματική οικονομία για να επενδυθούν: σε αυτά έχουν προστεθεί τώρα και τα τρισεκατομμύρια που έχουν τυπώσει οι κεντρικές τράπεζες στα πλαίσια της “ποσοτικής χαλάρωσης” και της πολιτικής των “μηδενικών επιτοκίων” -τα ίδια τα χρήματα της διάσωσης δηλαδή.

Ένα σημαντικό ποσοστό από τα 4,5 τρισεκατομμύρια που έχει “τυπώσει” η FED έχει επενδυθεί στη Γουόλ Στριτ. Αυτό είναι το “μυστικό” πίσω από την εκτίναξη του δείκτη Dow Jones δέκα χιλιάδες μονάδες πάνω μέσα στην τετραετία της Γιέλεν.

Πολλοί οικονομολόγοι έχουν αρχίσει να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Οι μετοχές, λένε, είναι υπερτιμημένες. Τυπικά με την αγορά μιας μετοχής ο αγοραστής γίνεται “συνεταίρος” της εταιρίας. Τυπικά και πάλι αυτό που περιμένει είναι το μερίδιό του από τα κέρδη -το μέρισμα στην αργκό του χρηματιστηρίου. Στην πράξη αυτό που περιμένει ο αγοραστής μιας μετοχής είναι να ανέβει η τιμή γιατί έτσι ανεβαίνει η αξία της επένδυσής του. Ο τρόπος που μετράνε αν μια μετοχή έχει προοπτική ανόδου (“είναι υποτιμημένη”) ή πτώσης (“είναι υπερτιμημένη”) είναι ο λόγος της τιμής της μετοχής προς τα κέρδη (P/Ε). Όταν ο λόγος της Ρ/Ε είναι χαμηλός, οι επενδυτές αγοράζουν, όταν είναι υψηλός τότε είναι ώρα να πουλάνε. Ιστορικά στις ΗΠΑ ο λόγος αυτός κυμαίνεται γύρω στο 17. Δηλαδή ιστορικά η αξία μιας μετοχής ισούται με τα κέρδη που αναμένεται να αποδώσει σε 17 χρόνια. Σήμερα βρίσκεται στο 27!

Και δεν είναι μόνο το χρηματιστήριο. Ούτε περιορίζεται το φαινόμενο στους τραπεζίτες των ΗΠΑ. Ο κύριος όγκος των δισεκατομμυρίων που έχει “τυπώσει” η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στα πλαίσια της δικής της “ποσοτικής χαλάρωσης” έχει καταλήξει επίσης στην κερδοσκοπία. 

Ο Τσίπρας και ο Τσακαλώτος μπορεί να κομπάζουν για την “έξοδο στις αγορές” και την “επιτυχημένη” έκδοση του τελευταίου 7ετούς ομολόγου με επιτόκιο 3,5% και την πάνω από 200% υπερκάλυψη του ποσού (η κυβέρνηση ήθελε να αντλήσει 3 δις και οι προσφορές ξεπέρασαν τα 6,5 δις). Στην πραγματικότητα, όμως, η “επιτυχία” οφείλεται κατά πολύ στη νέα κερδοσκοπική μανία, δηλαδή είναι “επιτυχία”-φούσκα. Το Ιράκ -μια χώρα κατεστραμμένη από την αμερικανική επέμβαση και τον εμφύλιο πόλεμο- βγήκε πριν λίγες μέρες με “επιτυχία” στις αγορές. Η Αργεντινή, που χρεοκόπησε το 2001 για τρίτη φορά μέσα στα τελευταία εκατό χρόνια, εξέδωσε πρόσφατα 100ετές ομόλογο -και αυτή με “μεγάλη επιτυχία”. Η Ιταλία, μια χώρα με ιλιγγιώδες δημόσιο χρέος και “κόκκινα δάνεια” εκατοντάδων δισεκατομμυρίων, δανείζεται με επιτόκιο γύρω στο 2% -χαμηλότερο από το επιτόκιο που προσφέρουν τα αμερικανικά ομόλογα. Δικαιολογημένα, πολλοί αναρρωτιούνται τί θα απογίνουν αυτές οι “επιτυχίες” όταν αρχίσουν να ανεβαίνουν τα επιτόκια.

Και τώρα;

Τη Δευτέρα 5 Φλεβάρη, την πρώτη ημέρα του Τζερόμ Πάουελ στο νέο του γραφείο στη FED, ο δείκτης Dow Jones του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης έκανε μια βουτιά 1175 μονάδων. Ήταν η μεγαλύτερη (σε μονάδες όχι σε ποσοστό) ημερήσια πτώση στην ιστορία του. Και οι αναταράξεις συνεχίστηκαν τις επόμενες ημέρες σπέρνοντας τον πανικό σε ολόκληρο τον κόσμο. Τα χρηματιστήρια της Ευρώπης και της Ασίας ακολούθησαν -αν και με κάπως πιο συγκρατημένους ρυθμούς. Αυτή τη φορά η πτώση δεν μετατράπηκε σε ένα ανεξέλεγκτο ράλι πωλήσεων. Κανένας, όμως, δεν μπορεί να προβλέψει τί θα γίνει την επόμενη φορά.

Αυτό που προκάλεσε την αναταραχή στη Γουόλ Στριτ στις 5 Φλεβάρη ήταν η ανακοίνωση του γραφείου εργασίας των ΗΠΑ που έδειχνε μια αύξηση (σε ετήσια βάση) των αποδοχών των εργαζομένων κατά 2,9% - η μεγαλύτερη αύξηση από το 2009 μέχρι σήμερα.

Η αύξηση του κόστους εργασίας είναι ένας από τους βασικούς δείκτες που παρακολουθεί η αμερικανική κεντρική τράπεζα (και όχι μόνο η αμερικανική) για να καθορίσει τα επιτόκια της. Η FED έχει αρχίσει από την εποχή της Γιέλεν να ανεβάζει τα επιτόκιά της. Οι επενδυτές (κερδοσκόποι θα έπρεπε να λέμε καλύτερα αλλά δεν υπάρχει κάποια πραγματική διαφορά) ξέρουν ότι αργά ή γρήγορα η αντιστροφή της πολιτικής του εύκολου και φτηνού χρήματος θα ξεφουσκώσει τις τιμές στο χρηματιστήριο. Ο κίνδυνος είναι να ξεφουσκώσουν απότομα από κάποιο “αδέξιο χειρισμό” ή κάποιο τυχαίο γεγονός. Αυτό που φοβήθηκαν οι επενδυτές ήταν μια πιο άγρια πολιτική ανόδου των επιτοκίων της FED λόγω της γρηγορότερης από ότι αναμενόταν αύξησης των μισθών.

Η αντίδραση των οικονομικών επιτελείων στην πτώση του χρηματιστηρίου της 5ης Φλεβάρη ήταν η αναμενόμενη: έτρεξαν να ανακοινώσουν ότι τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας είναι υγιή και δεν υπάρχει κανένας πραγματικός λόγος ανησυχίας. Τα θεμελιώδη μεγέθη όμως δεν λένε όλη την αλήθεια. Το παράδειγμα είναι το ποσοστό της ανεργίας, που έχει φτάσει σε χαμηλά επίπεδα (4,1%). Τα ποσοστά της ανεργίας, όμως, δεν καταγράφουν αυτούς που έχουν σταματήσει ακόμα και να ψάχνουν για δουλειά. Το ποσοστό του πληθυσμού που εργάζεται στις ΗΠΑ έχει πέσει μέσα στην τελευταία δεκαετία τρεις ποσοστιαίες μονάδες κάτω -από το 63% το 2008 στο 60% σήμερα. Αν υπολογιζόταν και ο κόσμος που έχει πάψει να ψάχνει για δουλειά, η ανεργία θα ήταν σήμερα κοντά στο 10%. Η “Ζώνη της Σκουριάς”, όπως ονομάζεται πλέον, λόγω των χιλιάδων εγκαταλειμμένων εργοστασίων το παλιό βιομηχανικό κέντρο των ΗΠΑ εξακολουθεί να σαπίζει. Όπως έγραφε το περιοδικό Newsweek τον Δεκέμβρη.

“Η ανεργία στο Γουισκόνσιν, το Μίσιγκαν, την Ιντιάνα και το Οχάιο έχει ανέβει από τον Μάη, σύμφωνα με τα στοιχεία του γραφείου εργασίας, σε πείσμα του γενικής πτώσης της ανεργίας που βρίσκεται στο χαμηλότερο ποσοστό εδώ και 17 χρόνια... Η βιομηχανία έχει προσθέσει μέχρι τώρα 171 χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας μέσα στο 2017 αλλά οι ωφελημένες είναι οι πολιτείες του νότου, εκεί όπου τα συνδικάτα είναι πιο αδύναμα... Ο Τραμπ δεν έχει καταφέρει μέχρι τώρα να τηρήσει την προεκλογική του υπόσχεση να ξαναζωντανέψει τη “Ζώνη της Σκουριάς” φέρνοντας πίσω βιομηχανικές θέσεις εργασίας...”

Η σημερινή κρίση δεν είναι απλά και μόνο “χρηματοπιστωτική”. Δεν οφείλεται στη υποτιθέμενη διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα σε βάρος της πραγματικής οικονομίας -όπως υποστηρίζουν κάποιοι οικονομολόγοι. Η κερδοσκοπία, τα σκάνδαλα και τα γκόλντεν μπόις είναι τα παραπροϊόντα ενός συστήματος που βρίσκεται πια σε βαθιά σήψη. Το πότε θα σκάσει η επόμενη “Λήμαν Μπράδερς” αυτό κανένας δεν μπορεί να το προβλέψει. Αλλά είναι με μαθηματική ακρίβεια βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα θα σκάσει.

Αυτό που χρειάζεται δεν είναι να καθαρίσουμε τον καπιταλισμό από τα φαινόμενα κερδοσκοπίας. Αυτό που χρειάζεται είναι να καθαρίσουμε την ανθρωπότητα από τον καπιταλισμό.