Άρθρο
Από τον Πουλιόπουλο στον Ζαχαριάδη - Ο σύντομος ελληνικός Μεσοπόλεμος

Εργατική διαδήλωση το 1925

Ο Λέανδρος Μπόλαρης θυμίζει την πορεία του ελληνικού καπιταλισμού μετά το τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας, τους εργατικούς αγώνες αλλά και την μεγάλη αλλαγή του ΚΚΕ.

Τυπικά την έναρξη του διεθνούς μεσοπολέμου σηματοδοτεί η «συνθήκη ειρήνης», η Συνθήκη των Βερσαλλιών που επέβαλαν οι νικητές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στους ηττημένους και υπογράφτηκε επίσημα τον Ιούνη του 1919. Εκείνους τους μήνες, η κυβέρνηση του Βενιζέλου που είχε βάλει την Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο συνέχιζε την πολεμική εξόρμηση του ελληνικού καπιταλισμού ξεκινώντας την εκστρατεία στην Μικρά Ασία. Η Μικρασιατική Καταστροφή είναι το τέλος αυτής της εξόρμησης και η μεγαλύτερη κρίση που είχε γνωρίσει η άρχουσα τάξη. Ο ελληνικός μεσοπόλεμος ξεκινάει το 1923 και τελειώνει το 1940, με την είσοδο της Ελλάδας στον επόμενο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο. 

Είναι μια συγκλονιστική και πλούσια περίοδος. Σ’ αυτά τα χρόνια η εργατική τάξη αλλάζει, μεγαλώνει, δίνει μεγάλες μάχες που καθόρισαν την πορεία των εξελίξεων. Ταυτόχρονα, όμως, αλλάζει κι η Αριστερά, το ΚΚΕ. Από κόμμα που έχει σαν πυξίδα της δράσης του τη δυνατότητα της εργατικής τάξης να ανατρέψει τον καπιταλισμό, γίνεται το κόμμα που αναζητάει συμμαχίες με κομμάτια των αστών. Αυτή η στροφή είναι άμεσα δεμένη με τις αντεπαναστατικές ανατροπές στην Ρωσία. Κι οι επιπτώσεις της στο κίνημα και την Αριστερά θα είναι δραματικές για όλες τις επόμενες δεκαετίες. 

Τα όρια της ανασυγκρότησης

Τα χρόνια ειρήνης που διαδέχτηκαν μια δεκαετία πολέμων, δεν ήταν και ομαλά χρόνια για την άρχουσα τάξη. Η «αβασίλευτος» δημοκρατία που ανακηρύχτηκε τον Απρίλη του 1924 ήταν έργο του στρατού και συγκεκριμένα της «βενιζελικής» μερίδας του, που είχε ανατρέψει τον βασιλιά Κωνσταντίνο το 1922. Η άμεση συνέχειά της δεν ήταν η σταθεροποίηση αλλά η οπερετική δικτατορία του στρατηγού Πάγκαλου το 1925-26. 

Ο «εθνικός διχασμός» ανάμεσα στις δυο μεγάλες παρατάξεις της άρχουσας τάξης που είχε φτάσει στο όριο του εμφυλίου το 1916-17, μπορεί να καταλάγιασε, αλλά συνέχισε να είναι ενεργός. Σε πολιτικό επίπεδο η δεκαετία του ’20 κυριαρχείται από την παράταξη των Φιλελευθέρων, με αποκορύφωμα τον εκλογικό θρίαμβο του Ε. Βενιζέλου το 1928. Όμως, η κοινοβουλευτική ρουτίνα με το ζόρι κάλυπτε το γεγονός ότι σε κάθε πιθανή εμπλοκή, το λόγο θα τον έπαιρναν οι «στρατοκράτες» των δυο παρατάξεων,1 που είχαν και τα δικά τους υλικά συμφέροντα να προστατέψουν. Πράγματι, όταν η παγκόσμια κρίση αποσταθεροποίησε τελικά και τον ελληνικό καπιταλισμό στις αρχές της δεκαετίας του ’30, οι διαφωνίες και οι καυγάδες στην άρχουσα τάξη πήραν κι αυτή τη μορφή. 

Η ηγεμονία του βενιζελισμού στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στις οικονομικές επιτυχίες στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’20. Ήταν η περίοδος που η εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό (δάνεια και επενδύσεις), η «αποκατάσταση» των προσφύγων και η ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης, αλλάζουν το πρόσωπο της οικονομίας και της κοινωνίας συνολικά. Η βιομηχανία αναπτύσσεται ταχύρρυθμα, οι κατασκευαστικές εταιρείες κάνουν «πάρτι», και οι τράπεζες χρυσές δουλειές. Όπως έχει επισημάνει ο ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ:

«Σ’ ολόκληρη αυτή τη δεκαετία η βιομηχανική παραγωγή αυξανόταν με ρυθμό διπλάσιο απ’ ότι η αγροτική. Το 1929 η αξία της ακαθάριστης βιομηχανικής παραγωγής ήταν 7.158 εκατομμύρια δραχμές, σε σύγκριση με τα 8.462,7 εκατομμύρια δραχμές που αντιπροσώπευε η αγροτική παραγωγή. Όπως δείχνουν οι αριθμοί αυτοί, η βιομηχανία απέκτησε μεγαλύτερη σχετικά σημασία στην οικονομία απ’ ότι σε οποιονδήποτε από τους βαλκανικούς της γείτονες».2 

Ο ελληνικός καπιταλισμός δεν ήταν μια καθυστερημένη «ψωροκώσταινα» ούτε ένα απλό κλοτσοσκούφι των μηχανορραφιών των Μεγάλων Δυνάμεων. Είχε διεκδικήσει θέση στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και συμμαχίες που έφεραν τον «Μεγάλο Πόλεμο» με την ισχύ του πλούτου και του στρατού του. Και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή χρησιμοποίησε τις ίδιες διασυνδέσεις με το παγκόσμιο σύστημα και τα κέντρα του τόσο στη διπλωματία του, όσο και για να κερδίσει οικονομικά. 

Το 1928 ήταν η χρονιά που η Ελλάδα προσχώρησε στον κανόνα του χρυσού: η δραχμή -που είχε περάσει από χίλια κύματα την περασμένη δεκαετία- ανακηρύχθηκε «σκληρό» νόμισμα και η ισοτιμία του προσδέθηκε σταθερά στον χρυσό. Θεματοφύλακας αυτής της ισοτιμίας θα ήταν η νεοϊδρυθείσα Τράπεζα της Ελλάδος.

Για την άρχουσα τάξη η προσχώρηση στον κανόνα του χρυσού ήταν ένα τεράστιο βήμα: η Ελλάδα άνοιγε τις πύλες της στο ξένο κεφάλαιο που για την κυβέρνηση του Βενιζέλου μεταφραζόταν κυρίως σε φτηνά δάνεια για την χρηματοδότηση των μεγαλεπήβολων αναπτυξιακών της σχεδίων. Τους πρώτους μήνες μετά το Κραχ του 1929, η κυβέρνηση αδιαφορούσε για την κρίση θεωρώντας ότι δεν είναι παρά μια προσωρινή αναμπουμπούλα που δεν θα προλάβει να πλήξει τελικά τα σχέδιά της. Τα γεγονότα, όμως, ήταν αμείλικτα: τον Σεπτέμβρη του 1931 η Βρετανία εγκατέλειψε τον Κανόνα του Χρυσού και άφησε την στερλίνα να υποτιμηθεί. Τον Απρίλη του 1932 ήρθε η σειρά του Βενιζέλου να κηρύξει χρεοκοπία. 

Εργατική τάξη

Ένας παράγοντας που όξυνε την κρίση στο στρατόπεδο της άρχουσας τάξης, ήταν ότι η εργατική τάξη σήκωνε κεφάλι, έπαιρνε φόρα να περάσει στην αντεπίθεση. Η εικόνα αυτής της τάξης και της δύναμής της συνήθως υποβαθμίζεται μέχρι εξαφάνισης ακόμα και στην Αριστερά. 

Καταρχήν, ήταν μια τάξη μεγαλύτερη, πιο «πλούσια» από την εργατική τάξη που γέννησε το ΣΕΚΕ και δημιούργησε την ΓΣΕΕ το 1918. Ο ερχομός και η εγκατάσταση εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στα αστικά κέντρα ήταν η μια πηγή τροφοδότησης των γραμμών της. Η άλλη ήταν η κλασσική διαδικασία που συνοδεύει τον καπιταλισμό από την γέννησή του μέχρι και τις μέρες μας. Αγρότες/ισσες εγκαταλείπουν τα χωράφια και την ύπαιθρο και μεταναστεύουν στις πόλεις αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Σε ένα άρθρο το 1932 ο Σεραφείμ Μάξιμος υπολόγιζε ότι ανάμεσα στο 1920 και το 1928 «μισό εκατομμύριο περίπου αγρότες εγκαταλείψανε τη ‘γη των πατέρων τους’».3  

Η άλλη αλλαγή που επισήμαινε ο Μάξιμος ήταν η αύξηση των εργατριών στα εργοστάσια. Το γυναικείο προλεταριάτο είχε ιστορία στην Ελλάδα, η πρώτη απεργία εργατριών έγινε το 1892 στην υφαντουργία του Ρετσίνα στον Πειραιά.4 Το 1920 είχαν απογραφεί 58.652 βιομηχανικές εργάτριες και το 1928 είχαν φτάσει τις 99.712. Ουσιαστικά διπλασιάστηκαν μέσα σε οχτώ χρόνια. 

Η απογραφή του 1920 ανέφερε 154.633 άτομα ως εργατικό δυναμικό στη βιομηχανία. Στην απογραφή του 1930 είχαν φτάσει τις 278.8555, δηλαδή μια αύξηση 80%. Στην εργατική τάξη δεν ανήκουν μόνο οι βιομηχανικοί εργάτες και εργάτριες. Ανήκουν οι εργάτες στον κλάδο των μεταφορών˙ σιδηροδρομικοί, τροχιοδρομικοί, ναυτεργάτες που ήταν κλάδοι με κρίσιμο ρόλο στην οικονομία και μεγάλη εμπειρία αγώνων. Οι εργαζόμενες και οι εργαζόμενοι στο εμπόριο, οι υπηρέτριες, οι πλύστρες, οι «καπελούδες» και οι ράφτρες, όσοι/ες ζούσαν από τη μια μέρα στην άλλη με δουλειές «του ποδαριού». Μια μελέτη για την Αθήνα της εποχής σημειώνει ότι: 

«Είναι εμφανής η αριθμητική υπεροχή της εργατικής τάξης και του περιστασιακού προλεταριάτου στην κοινωνία της μεσοπολεμικής Αθήνας καθώς και η μειωμένη παρουσία της μεσαίας τάξης…Στην ουσία πρόκειται για κοινωνία πολωμένη χωρίς διαρθρωμένα μεσοστρώματα ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς… Ο παραδοσιακός βιομηχανικός άξονας από το λιμάνι του Πειραιά ως την Αθήνα ενισχύθηκε με αλευροβιομηχανίες, βυρσοδεψεία, και εργοστάσια επεξεργασίας δερμάτων και παραγωγής οικοδομικών υλικών. Οι ελαφρές βιομηχανίες και οι βιοτεχνίες χωροθετήθηκαν κοντά στο κέντρο της Αθήνας. Η βαριά βιομηχανία συγκεντρώθηκε γύρω από το κόλπο της Ελευσίνας».6 

Όμως, εκτός από τους αριθμούς η εργατική τάξη συσσώρευε και εμπειρίες˙ αγωνιστικές και πολιτικές. Δεν ήταν βέβαια μια ευθύγραμμη διαδικασία. Το εργατικό κίνημα οπισθοχώρησε μετά την ήττα της Γενικής Απεργίας του Αυγούστου του 19237 που τη διαδέχτηκε η συστηματική κρατική καταστολή και παρέμβαση στα συνδικάτα. Όμως, δεν έπαψε να αγωνίζεται και να διεκδικεί. Η περίοδος μέχρι το 1932 είναι γεμάτη με απεργίες, διαδηλώσεις, κινητοποιήσεις. Χαρακτηριστική είναι η απεργία των καπνεργατών τον Ιούνη-Ιούλη του 1928 που για μέρες έγινε κεντρικό πολιτικό ζήτημα. Τόσο μεγάλο ήταν το κίνημα συμπαράστασης στους απεργούς που η συντηρητική πλέον ηγεσία της ΓΣΕΕ, η οποία είχε επικρατήσει με διαγραφές αριστερών συνδικαλιστών, αναγκάστηκε να κάνει κινητοποιήσεις συμπαράστασης όπως και άλλες Ομοσπονδίες. Στις αρχές του Ιούλη δίπλα στους καπνεργάτες ξεκίνησε η «παν-ναυτική» απεργία.8  

Το 1932-33 η εργατική τάξη περνάει στην αντεπίθεση. Το χαρακτηριστικό της νέας φάσης είναι η στροφή της «νέας» εργατικής τάξης, όπως των προσφύγων, προς τ’ αριστερά και συγκεκριμένα στο ΚΚΕ. Μέχρι τότε οι προσφυγογειτονιές ψήφιζαν σχεδόν «μονοκούκι» Βενιζελικούς πολιτευτές. Στις εκλογές του Σεπτέμβρη του ’33 η εικόνα αλλάζει: το ΚΚΕ για πρώτη φορά παίρνει 12,4% στη Ν. Ιωνία, 12% στην Καισαριανή, 11,2% στη Ν. Κοκκινιά, 10,5% στο Βύρωνα.9  

Η πολιτική στροφή στ’ αριστερά τροφοδοτεί τους αγώνες και αυτοί με την σειρά τους κάνουν πιο γοργή αυτή την στροφή. Η έκρηξη του Μάη του 1936 δεν είναι μακριά. Όμως, το μεγάλο κόμμα της Αριστεράς, το ΚΚΕ, θα φτάσει σε αυτή την έκρηξη δραματικά αλλαγμένο σε σχέση με το κόμμα που πρωτοστάτησε σε όλες τις μεγάλες αναμετρήσεις από το 1918 και στα χρόνια που ακολούθησαν. 

Αλλαγή

Στον πυρήνα της στρατηγικής του ΣΕΚΕ-ΚΚΕ από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής του ήταν η θέση ότι ο ελληνικός καπιταλισμός είχε φτάσει στο επίπεδο να κάνει πολεμικές εξορμήσεις και να διεκδικεί μερίδιο από την ιμπεριαλιστική λεία. Ήταν αναπόσπαστο τμήμα ενός παγκόσμιου συστήματος που είχε μπει στην περίοδο των «πολέμων και επαναστάσεων». Όχι μόνο αυτό, αλλά είχε διαμορφώσει και την εργατική τάξη που θα ήταν το υποκείμενο αυτών των επαναστάσεων. 

Στα μέσα της δεκαετίας του ’30 αυτή η θέση ανατρέπεται. Ξεκινώντας με την περιβόητη πλέον 6η Ολομέλεια της Κ.Ε του τον Γενάρη του 1934 και πιο αποφασιστικά στη διετία που ακολούθησε, το ΚΚΕ υποστηρίζει ότι ο ελληνικός καπιταλισμός είναι «στρεβλός» με «μισοφεουδαρχικά υπολείμματα» λόγω της εξάρτησής του από το ξένο κεφάλαιο. Κατά συνέπεια, κι η εργατική τάξη είναι ανώριμη και αδύναμη να σηκώσει στις πλάτες της το έργο της ανατροπής του. Στην ημερήσια διάταξη δεν είναι πλέον η σοσιαλιστική επανάσταση που εξοβελίζεται στο μακρινό μέλλον και στο τελετουργικό των κομματικών ντοκουμέντων. Είναι ένα ενδιάμεσο «στάδιο» που στα επόμενα χρόνια και δεκαετίες θα πάρει πολλές ονομασίες, αλλά η ουσία του θα είναι η συνεργασία με τμήματα της αστικής τάξης για να μεταρρυθμιστεί ο καπιταλισμός. 

Αυτή η αλλαγή δεν έπεσε από τον ουρανό. Ήταν μια πορεία, που τη συμβολίζει η μετάβαση από το ΚΚΕ του Πουλιόπουλου στο ΚΚΕ του Ζαχαριάδη. 

Ο Παντελής Πουλιόπουλος εκλέχτηκε γραμματέας του κόμματος στο Τρίτο Έκτακτο Συνέδριό του τον Νοέμβρη του 1924, το συνέδριο που αποφάσισε και την αλλαγή της ονομασίας του κόμματος σε ΚΚΕ (Ελληνικό Τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς). Ήταν το συνέδριο της «μπολσεβικοποίησης» όπως ονομάστηκε. Μια νέα ηγεσία που προερχόταν από το κίνημα των Παλαιών Πολεμιστών ανέλαβε να αναδιοργανώσει το κόμμα  «σε πραγματικά λενινιστικές γραμμές»10, σε πυρήνες με βάση το χώρο δουλειάς σε αντικατάσταση των παλιών ομίλων και τμημάτων. Για τον Πουλιόπουλο και τους συντρόφους του αυτή η αλλαγή (όπως κι η θέση για το Μακεδονικό) σήμαινε την ανάπτυξη του νεαρού επαναστατικού κόμματος, το άπλωμα και το βάθεμα της επιρροής του στην εργατική τάξη, την ιδεολογική και θεωρητική του ωρίμανση. 

Όμως, αυτή η ηγεσία δεν είχε πολύ χρόνο να εργαστεί συστηματικά σε αυτή την κατεύθυνση. Τον Απρίλη του 1925 συλλαμβάνεται και οδηγείται στα στρατοδικεία και στις φυλακές με αφορμή τη θέση για το Μακεδονικό. Στη συνέχεια η δικτατορία του Πάγκαλου θα εξαρθρώσει σε μεγάλο βαθμό τον οργανωτικό ιστό του ΚΚΕ. Το κόμμα μπαίνει σε κρίση, αλλά ο βασικός λόγος δεν είναι τόσο η οργανωτική αδυναμία να αντιμετωπίσει την καταστολή, όσο οι πολιτικές ταλαντεύσεις της ηγετικής ομάδας που διαμορφώθηκε μετά την σύλληψη του Πουλιόπουλου και των συντρόφων του.

Αυτή η νέα ηγετική ομάδα είχε τις ευλογίες της Κομιντέρν. Στελέχη όπως ο Ανδρόνικος Χαϊτάς και ο Κώστας Ευτυχιάδης είχαν σπουδάσει στο «κομμουνιστικό πανεπιστήμιο των λαών της ανατολής», το περιβόητο KUTV, κι ήταν πλήρως ευθυγραμμισμένα με τις επιλογές του «διεθνούς κέντρου». Μόνο που το «διεθνές κέντρο», δηλαδή η Κομιντέρν, άλλαζε, τόσο σε λειτουργία όσο και σε στρατηγικό προσανατολισμό. Η Κομιντέρν μετατρεπόταν από το επιτελείο της παγκόσμιας επανάστασης σε διεθνή μηχανισμό της γραφειοκρατίας στην Ρωσία.

Ο Π. Πουλιόπουλος κι ένα μεγάλο κομμάτι της ηγεσίας του κόμματος, συγκρούστηκε με αυτή την κατάσταση. Ο σταθμός ήταν το Τρίτο Τακτικό Συνέδριο του κόμματος τον Μάρτη του 1927, όπου η τάση του Πουλιόπουλου και του Παστιά Γιατσόπουλου (είχε κάνει κι αυτός γραμματέας του κόμματος) πήρε τη ρετσινιά του «λικβινταρισμού», δηλαδή μια τάσης που ήθελε να διαλύσει το κόμμα. Βέβαια, ο Πουλιόπουλος κι οι σύντροφοί του κάθε άλλο παρά «λικβινταριστές» ήταν και το είχαν αποδείξει σε δύσκολες στιγμές. 

Το πραγματικό τους «έγκλημα» στα μάτια της Κομιντέρν και των εκπροσώπων της ήταν ότι συνέδεσαν τα ζητήματα της πολιτικής του ΚΚΕ και της κρίσης που το διαπερνούσε με τις εξελίξεις στην Ρωσία. Το 1926-27 η πάλη του Τρότσκι μέσα στο ρώσικο κόμμα ενάντια στην ανερχόμενη σταλινική γραφειοκρατία βρισκόταν στην κορύφωσή της. Ο Πουλιόπουλος κι ο Γιατσόπουλος διαγράφτηκαν από το ΚΚΕ τον Σεπτέμβρη του 1927. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Τρότσκι κι η Αντιπολίτευση διαγράφτηκαν από το ρώσικο κόμμα τον Δεκέμβρη του 1927. Η συνέχεια στην Ρωσία ήταν ο διωγμός της Αντιπολίτευσης, οι εξορίες και οι φυλακές. 

Στο επίπεδο της ιδεολογίας αυτό εκφράστηκε με τη θέση ότι ο σοσιαλισμός μπορεί να χτιστεί «σε μια και μόνο χώρα». Ο θεωρητικός αυτής της στροφής ήταν ο Ν. Μπουχάριν, αλλά η «προσωποποίηση» της νέας γραφειοκρατίας ήταν ο Στάλιν που σαν πανίσχυρος γραμματέας είχε στα χέρια του το μηχανισμό του κόμματος. Η δυναμική αυτής της στροφής θα οδηγούσε στην αντεπανάσταση. Τη δεκαετία του ’30, η γραφειοκρατία έβαλε μπρος τη μετατροπή της Ρωσίας σε μια παγκόσμια υπερδύναμη με ένα μονόπλευρο εμφύλιο πόλεμο ενάντια στους αγρότες και την εργατική τάξη. 

Τον Νοέμβρη του 1931, μια νέα ηγεσία διορίζεται στο ΚΚΕ, με επικεφαλής τον Νίκο Ζαχαριάδη. Παρόμοιοι διορισμοί θα γίνουν εκείνο το διάστημα σχεδόν σε όλα τα ΚΚ, από το αμερικάνικο μέχρι το γαλλικό. Οι παλιότερες ηγεσίες, μπορεί να είχαν ταχθεί με τον Στάλιν ή τον Μπουχάριν, αλλά διέθεταν ακόμα ερείσματα στο κόμμα και τα κινήματα. Τη θέση τους παίρνουν ηγεσίες που το μόνο προσόν τους είναι η σχεδόν αυτόματη προσαρμογή στις στροφές και τα γυρίσματα της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας όπως αυτή διαθλάται στο μηχανισμό της Κομιντέρν. 

Κι οι «παλιοί» εξαφανίζονται, κυριολεκτικά. Ο Ανδρόνικος Χαϊτάς ήταν ομιλητής στη συγκέντρωση στο Πειραιά για τα 10 χρόνια της νίκης της Ρώσικης Επανάστασης τον Νοέμβρη του 1927. Εκεί είπε ότι η Ρωσία είναι «το φρούριο της παγκόσμιας επανάστασης». Το 1931 δραπέτευσε από τις φυλακές και πήγε στην Ρωσία. Τον Δεκέμβρη του 1937 συνελήφθη από τη μυστική αστυνομία του Στάλιν και εκτελέστηκε τον Φλεβάρη του 193811. Ήταν η εποχή του «μεγάλου τρόμου» στην Ρωσία, της εξόντωσης όλης της «παλιάς φρουράς» των μπολσεβίκων που είχαν ζήσει την επανάσταση. Πλέον τα Κομμουνιστικά Κόμματα δεν μιλούσαν για την «παγκόσμια επανάσταση» αλλά για την υπεράσπιση της πατρίδας και της αστικής δημοκρατίας μαζί με τους «προοδευτικούς» πολιτικούς της αστικής τάξης. Ήταν η εποχή των «Λαϊκών Μετώπων» -που κωδικοποίησε το Έβδομο και τελευταίο συνέδριο της Κομιντέρν το καλοκαίρι του 1935- σ’ όλο τον κόσμο και στην Ελλάδα. 

Μάης

Η πάλη ενάντια στο φασισμό και η εργατική αντίσταση στις θυσίες που είχε φέρει η οικονομική κρίση προκαλούσε ένα εκρηκτικό μίγμα. Από την Γαλλία μέχρι τις ΗΠΑ και από την Ισπανία μέχρι την Ελλάδα, η εργατική τάξη κατεβαίνει σε απεργίες, φτιάχνει συνδικάτα, δυναμώνει την Αριστερά και πιέζει τις ηγεσίες της (σοσιαλδημοκρατικές και σταλινικές) να εγκαταλείψουν τον καταστροφικό σεχταρισμό της προηγούμενης περιόδου. 

Το 1936-7 ήταν η κορύφωση αυτού του κύματος και στην Ελλάδα. Πολιτική κρίση για τους «πάνω» και έκρηξη των αγώνων των «κάτω»: υπολογίζεται ότι στους πρώτους μήνες του 1936 περίπου 300 χιλιάδες εργάτες/τριες κατέβηκαν σε απεργίες. Η ηγεσία του ΚΚΕ πορεύτηκε σε αυτή την κορύφωση του κινήματος στους πρώτους μήνες του 1936 με πολύ συγκεκριμένες δεσμεύσεις. Επιδίωκε μια κυβερνητική συνεργασία με το κόμμα των Φιλελευθέρων και ήταν δεσμευμένη από ένα μυστικό σύμφωνο που είχε υπογράψει ο κοινοβουλευτικός του εκπρόσωπος, ο Σ. Σκλάβαινας με τον Σοφούλη, τον αρχηγό του Φιλελευθέρων τον Φλεβάρη του 1936. Το Παλλαϊκό Μέτωπο (ο εκλογικός τίτλος του ΚΚΕ) θα στήριζε κυβέρνηση Φιλελευθέρων με αντάλλαγμα κάποιες δειλές μεταρρυθμίσεις. 

Το σύμφωνο δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Αλλά όταν ξέσπασε η Γενική Απεργία στη Θεσσαλονίκη, οι ηρωικές «μέρες Μαγιού», η ηγεσία επέμενε σε αυτό τον προσανατολισμό. Η πόλη βρέθηκε ουσιαστικά στα χέρια της Κεντρικής Απεργιακής Επιτροπής. Όμως, με ευθύνη της ηγεσίας του ΚΚΕ δεν παίρνει μέτρα κλιμάκωσης και επέκτασης του αγώνα όπως θα ήταν το αίτημα της ανατροπής της κυβέρνησης του Μεταξά. Στις 11 Μάη, οι ηγεσίες των συνομοσπονδιών (ΓΣΕΕ και «Ενωτική ΓΣΕΕ» του ΚΚΕ) σπεύδουν να κλείσουν την καπνεργατική απεργία. Κηρύσσουν βέβαια μια απεργία στις 13 Μάη ενάντια στις δολοφονίες, αλλά δηλώνουν ότι δεν έχει πολιτικούς σκοπούς! Έτσι σπαταλήθηκε η δυναμική του Μάη του 1936. Τέσσερις μήνες μετά, ο Μεταξάς με την στήριξη του στρατού και του Παλατιού επέβαλε τη δικτατορία του. 

Το 1934, ο Πουλιόπουλος έγραψε για λογαριασμό της επαναστατικής οργάνωσης που ανήκε μια συντριπτική κριτική στις αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας και της στρατηγικής που εγκαινίασε. Το βιβλίο έχει τίτλο Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα, και είναι ίσως το σημαντικότερο μαρξιστικό έργο στην ιστορία της Αριστεράς. 

Η κόκκινη γραμμή που διαπερνάει το κείμενο είναι ότι η εργατική τάξη στην Ελλάδα δεν είναι απλά μια τάξη που υποφέρει από την καπιταλιστική βαρβαρότητα, αλλά μια τάξη ισχυρή που μπορεί να παλέψει και να πάρει την εξουσία. Σε ένα σημείο του βιβλίου ο Πουλιόπουλος εξηγεί ότι: «με όλες τις ποικίλες ελλείψεις της επίσημης στατιστικής η αναλογία σχετικά με το σύνολο του πληθυσμού είναι 3-4 φορές πιο μεγάλη από την αντίστοιχη αναλογία του ρωσικού προλεταριάτου όταν γινόταν η Οκτωβριανή Επανάσταση».12 Δεν ήταν η τάξη ανίσχυρη ή ανώριμη. Ήταν η πολιτική της ηγεσία που υποτιμούσε τη δύναμή της και εγκατέλειπε την προοπτική της. Η εργατική τάξη έκανε θαύματα στις «μέρες Μαγιού» του ‘36, στην Αντίσταση. Αλλά είχε μια ηγεσία που υπέγραφε Βάρκιζες. 

 

Σημειώσεις

1. Όρο που χρησιμοποιεί ο ιστορικός Γ. Μαυρογορδάτος στο βιβλίο του «Μετά το 1922 Η παράταση του Εθνικού Διχασμού», Πατάκης 2017. 

2. Mark Mazower, Η Ελλάδα και η Οικονομική Κρίση του Μεσοπολέμου, ΜΙΕΤ 2002, σελ. 130. 

3. Σεραφείμ Μάξιμος «Αστικός και αγροτικός πληθυσμός – Είναι η Ελλάδα αγροτική χώρα;» Σπάρτακος, Απρίλης 1932 (ανατυπωμένο στη συλλογή Σπάρτακος Κείμενα 1930-1932, Ουτοπία 1986). 

4. Για την ιστορία της βλέπε Ίρις Αυδή-Καλκάνη, Εκείνο το Πρωί, Πειραιάς 1892, Η πρώτη απεργία εργατριών στην Ελλάδα, Νέοι Καιροί-Αθηναϊκές εκδόσεις 1992. 

5. Mazower, οπ, σελ. 132. 

6. Λίλα Λεοντίδου, ‘Πόλεις της σιωπής’ εργατικός αποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά 1909-1940, Πολιτι­στικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, 2η έκδοση, σελ. 178. 

7. Για εκείνη τη μάχη βλέπε τα σχετικά κεφάλαια στο Λ. Μπόλαρης, ΣΕΚΕ Οι επαναστατικές ρίζες της Αριστεράς στην Ελλάδα, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2008, Θ. Καμπαγιάννης, Το συνδικαλιστικό κίνημα 1918-1926, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2007.

8. Δ. Λιβιεράτος, Κοινωνικοί Αγώνες στην Ελλάδα (1927-1931), Κομμούνα 1987, σ.σ. 76-83.

9. Λ. Μπόλαρης, «Πώς η προσφυγιά του ’22 έχτισε ‘κάστρα της Αριστεράς’», Εργατική Αλληλεγγύη 1214, http://ergatiki.gr/article.php?issue=1214&id=13359 

10. Η φράση από άρθρο του Πουλιόπουλου στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση με τίτλο «Νέος Σταθμός το έργο του τελευταίου συνεδρίου του κόμματος». Αναδημοσιεύεται στο βιβλίο του Δ. Λιβιεράτου «Παντελής Πουλιόπουλος – Ένας διανοούμενος επαναστάτης», Γλάρος 1992, σ.σ. 114-121.

11. Κωστής Καρπόζηλος, «Το φρούριο της Επανάστασης 1917, 1927, 1937», Αρχειοτάξιο 19, Δεκέμβρης 2017.

12. Π. Πουλιόπουλος, Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανά­σταση στην Ελλάδα, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, σελ. 77.