Η σοσιαλδημοκρατία σήμερα
Ξενοφών Ι. Κοντιάδης
Τιμή 14 ευρώ, 240 σελίδες
Εκδόσεις Πόλις, 2017
Η οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2007-2008 συνοδεύτηκε από τον κλυδωνισμό του πολιτικού σκηνικού σε μια σειρά από χώρες. Στο μάτι του κυκλώνα βρέθηκαν πρώτα απ’ όλα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, που είχαν υπάρξει βασικοί πυλώνες του πολιτικού συστήματος. Έτσι, κόμματα όπως το ΠΑΣΟΚ κατέρρευσαν, ενώ σε διαδικασία αποσύνθεσης βρίσκονται επίσης ιστορικά σοσιαλιστικά κόμματα, όπως της Γαλλίας ή της Ισπανίας. Η σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται πλέον σε σταυροδρόμι: θα κινηθεί προς τα αριστερά ακολουθώντας το δρόμο του Κόρμπυν ή θα συνεχίσει το βαλς με τη δεξιά όπως οι γερμανοί σοσιαλδημοκράτες που ετοιμάζονται να συγκυβερνήσουν ξανά με τη Μέρκελ; Και τι μπορεί να σημαίνει η πρώτη επιλογή μετά τη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015; Ο Ξενοφώντας Κοντιάδης παρεμβαίνει σ’ αυτή τη συζήτηση και στην ελληνική εκδοχή της (το βιβλίο εκδόθηκε λίγο πριν τις εκλογές για την ανάδειξη αρχηγού του «νέου φορέα» της κεντροαριστεράς), χωρίς να κρύβει ότι το βιβλίο του είναι γραμμένο από την πολιτική θέση ενός υποστηρικτή της σοσιαλδημοκρατίας.
Το βιβλίο ξεκινά με μια ιστορική προσέγγιση της πορείας της σοσιαλδημοκρατίας από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα. Όπως επισημαίνει ο Κοντιάδης, τα δύο μεγάλα γεγονότα που λειτούργησαν καταλυτικά για την πορεία της σοσιαλδημοκρατίας ήταν ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος το 1914 και η ρωσική επανάσταση το 1917. Πραγματικά, η διάσπαση της Δεύτερης Διεθνούς και η ίδρυση των, επαναστατικών τότε, Κομμουνιστικών Κομμάτων και της Τρίτης Διεθνούς, οφείλεται σ’ εκείνες τις διαχωριστικές γραμμές. Με την έναρξη του πολέμου, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ξέχασαν τις διακηρύξεις των συνεδρίων τους, ψήφισαν τις πολεμικές πιστώσεις και τάχθηκαν το καθένα στο πλευρό της δικής του άρχουσας τάξης, ενώ η διεθνιστική και επαναστατική πτέρυγα της σοσιαλδημοκρατίας, από το Λένιν μέχρι τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τήρησε αδιάλλακτα αντιπολεμική στάση. Τρία χρόνια αργότερα, η οκτωβριανή επανάσταση έδωσε σ’ όλο τον κόσμο ένα χειροπιαστό παράδειγμα ανατροπής του καπιταλισμού και πυροδότησε εκρήξεις όπως η γερμανική επανάσταση, τα εργατικά συμβούλια στην Ουγγαρία και η «Κόκκινη διετία» στην Ιταλία. Η υποχώρηση αυτού του επαναστατικού κύματος οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι η σοσιαλδημοκρατία έριξε αποφασιστικά τις δυνάμεις της στο πλευρό της αντεπανάστασης. Η ηγεσία του SPD έφτασε στο σημείο να χρησιμοποιήσει τα Freicorps, πρόδρομο των Ναζί, για να δολοφονήσουν τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Καρλ Λίμπκνεχτ.
Αναφορικά με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ο Κοντιάδης υπενθυμίζει την καταστροφική πολιτική της Κομιντέρν που αποκαλούσε τους σοσιαλδημοκράτες «σοσιαλφασίστες». Είναι αλήθεια ότι η σταλινική πολιτική της Τρίτης Περιόδου απέκλειε το ενιαίο μέτωπο μεταξύ κομμουνιστών και σοσιαλδημοκρατών απέναντι στη φασιστική απειλή και ευθύνεται σημαντικά για εκείνη την τρομακτική ήττα. Ακόμα μεγαλύτερη όμως είναι η ευθύνη του SPD, που είχε πάνω από 1 εκατομμύριο μέλη και 5 εκατομμύρια γραμμένους στα συνδικάτα, αλλά αρνήθηκε ως το τέλος να τους κινητοποιήσει ενάντια στον Χίτλερ πιστεύοντας ότι θα τον σταματούσαν οι θεσμοί. Ακόμα και το Νοέμβρη του 1932 ο Χίλφερντιγκ υποστήριζε ότι μετά τις εκλογές που είχαν προηγηθεί «οι εθνικοσοσιαλιστές είναι τώρα στριμωγμένοι μέσα στα όρια της νομιμότητας», ενώ ο Τρότσκι προειδοποιούσε ότι «με την κάλυψη της συνταγματικής προοπτικής που αποκοιμίζει τους αντιπάλους του, ο Χίτλερ σκοπεύει να κρατήσει για τον εαυτό του τη δυνατότητα να χτυπήσει την κατάλληλη στιγμή».
Ο συγγραφέας περιγράφει επίσης τις αξίες που (πρέπει να) χαρακτηρίζουν τη σοσιαλδημοκρατία, τις κοινωνικές της συμμαχίες και τη στάση της απέναντι στα δικαιώματα, την ΕΕ και την παγκοσμιοποίηση. Ο Κοντιάδης οριοθετεί διαρκώς τη σοσιαλδημοκρατία απέναντι στη Δεξιά και τη ριζοσπαστική αριστερά, η οποία όμως δεν ορίζεται (είναι κάποτε τα σταλινικά καθεστώτα, κάποτε ο ΣΥΡΙΖΑ, κάποτε ο μαρξισμός εν γένει). Ο «διμέτωπος αγώνας» της σοσιαλδημοκρατίας έχει να κάνει με τη φυσιογνωμία της, που καθορίζεται από μια βασική αντίθεση: από τη μια πλευρά επιδιώκει να εκπροσωπήσει, ιδίως μέσα από τους δεσμούς της με τα συνδικάτα, την εργατική τάξη, ενώ από την άλλη περιορίζει τον ορίζοντα της τελευταίας σε μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο των αντοχών του υπάρχοντος συστήματος.
Όταν λοιπόν ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι σοσιαλδημοκρατία μεταξύ άλλων σημαίνει «πραότητα, με την έννοια που της αποδίδει ο Norberto Bobbio ως αποκήρυξη της χρήσης βίας» ή ότι η σοσιαλδημοκρατία αναζητά διαρκώς ταξικούς συμβιβασμούς, οι όροι αυτοί πρέπει να κρίνονται συγκεκριμένα και με κριτήριο την πολιτική πράξη. Έτσι, η «πραότητα» της σοσιαλδημοκρατίας αποκηρύσσει τη βία των καταπιεσμένων αλλά εξαφανίζεται όταν πρόκειται για την υπεράσπιση των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης ακόμα και με τα όπλα: από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο μέχρι τους βομβαρδισμούς της Σερβίας το 1999 και του Αφγανιστάν το 2001, η σοσιαλδημοκρατία δεν διστάζει να ευλογήσει τη χρήση βίας. Αντίστοιχα, όσο η ταξική πάλη κινείται σε χαμηλά επίπεδα, όπως κατά την περίοδο της «χρυσής τριακονταετίας» μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, η στρατηγική της αναζήτησης συναινέσεων φαίνεται να λειτουργεί. Όταν όμως η κρίση εκμηδενίζει τα περιθώρια των ταξικών συμβιβασμών, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα προσαρμόζονται στις ανάγκες του συστήματος, ακόμα και αν το τίμημα είναι να χάσουν την εργατική τους βάση. Το παράδειγμα του ΠΑΣΟΚ την εποχή των Μνημονίων είναι χαρακτηριστικό και αποτελεί προειδοποίηση για κάθε ρεφορμιστικό κόμμα, ιδίως αν βρίσκεται στην κυβέρνηση. Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ στην ίδια κατεύθυνση, που γίνεται σε πολύ πιο συμπυκνωμένο χρόνο από τις δεκαετίες που χρειάστηκε το ΠΑΣΟΚ για να μετατοπιστεί από το «Σοσιαλισμός στις 18» στον εκσυγχρονισμό και το νεοφιλελευθερισμό, σημαίνει ότι έχει ήδη παγιδευτεί στις ίδιες αντιφάσεις.