Βιβλιοκριτική
Βιβλιοκριτική: 1915 - Ο εθνικός διχασμός

1915 - Ο εθνικός διχασμός
Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος

Τιμή 15.5 ευρώ, 343 σελίδες
Εκδόσεις Πατάκη, 2015

 

Το βιβλίο του Γιώργου Μαυρογορδάτου για τη σύγκρουση Βενιζέλου-Κωνσταντίνου βρίσκεται ήδη στη δέκατη έκδοσή του αλλά είναι αυτή τη στιγμή πιο επίκαιρο από τότε που πρωτοκυκλοφόρησε. Η επιστροφή του Μακεδονικού στην πολιτική ατζέντα και η νέα ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις στρέφουν πιο έντονα το ενδιαφέρον σε ένα βιβλίο που μιλάει για την περίοδο όπου μοιράστηκαν τα Βαλκάνια και χαράχτηκαν τα σύνορα του σύγχρονου ελληνικού κράτους.

Το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Το χρονικό του Διχασμού 1909-1922» καλύπτει με τις 150 σελίδες του περίπου το μισό του βιβλίου και αποτελεί μια εξαιρετική σύνοψη των πολιτικών κινήσεων και εξελίξεων σε εκείνα τα κρίσιμα χρόνια. Ξεκινάει με την ξεκάθαρη διαπίστωση ότι στην αφετηρία, μετά το κίνημα στο Γουδί, υπήρχε «ομόθυμη συνεργασία των κομμάτων» για την αναθεώρηση του Συντάγματος που πέρασε από τη Βουλή με ψήφους 150 υπέρ και 11 κατά. Η «ομόθυμη συνεργασία» επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ διόρισε τον Βενιζέλο πρωθυπουργό τον Οκτώβρη του 1910 «αγνοώντας τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς» που είχαν προκύψει από τις εκλογές της 8 Αυγούστου 1910.

Ξεκάθαρη είναι επίσης η τοποθέτηση ότι «το κεντρικό νήμα που διατρέχει την πολιτική αυτή είναι η προετοιμασία για πόλεμο» και ότι αυτό «πέρα από τις καθαυτό στρατιωτικές προπαρασκευές, απαιτούσε προπαντός την επίτευξη της μέγιστης δυνατής εθνικής ομοψυχίας», την οποία ο Βενιζέλος υπηρέτησε ορίζοντας τον Ιωάννη Μεταξά ως υπασπιστή του και τον διάδοχο Κωνσταντίνο ως επικεφαλής του στρατού.

Οι προετοιμασίες απέδωσαν και μέσα από τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13 το νεοελληνικό κράτος πέτυχε «το μεγαλύτερο πολεμικό επίτευγμα από τη σύστασή του» αυξάνοντας το έδαφός του κατά 93% και τον πληθυσμό κατά 77%. Αλλά αυτό δεν ήταν το τέλος των πολεμικών εξορμήσεων και η συνέχεια έμελλε να βάλει σε δοκιμασία την «ομόθυμη συνεργασία» γιατί απαιτούσε επιλογές που αποδείχθηκαν διχαστικές.

Ασφαλώς, η πιο καίρια επιλογή αφορούσε το ζήτημα των συμμαχιών με τα δυο αντίπαλα στρατόπεδα του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου, με τον Βενιζέλο υπέρ της Αντάντ και τον Κωνσταντίνο υπέρ της ουδετερότητας τυπικά, που στην ουσία σήμαινε φιλογερμανική στάση. Ο Μαυρογορδάτος συγκεντρώνει πλήθος στοιχεία για τους δεσμούς του Κωνσταντίνου με τον Κάιζερ και για την προσήλωση του Βενιζέλου στους Αγγλογάλλους.

Οι εικόνες αυτές είναι πολύτιμες για να ξεσκεπάζουμε τους μύθους της πατριδοκάπηλης προπαγάνδας που ισχυρίζεται ότι η εργατική αριστερά είναι προδοτική ενώ η αστική δεξιά είναι η άσπιλη σημαία του έθνους. Ο Κωνσταντίνος έφτασε στο σημείο να συνωμοτεί για κοινή επίθεση με τη Γερμανία και τη Βουλγαρία στη Μακεδονία όπου είχαν την έδρα τους η Προσωρινή Κυβέρνηση «Εθνικής Άμυνας» του Βενιζέλου και ο γάλλος στρατηγός Σαράιγ (σελ.104-5). Ο αδελφός του Κωνσταντίνου πρίγκιπας Ανδρέας έγραφε το 1921 για τους έλληνες της Σμύρνης «Θα ήξιζε πράγματι να παραδώσωμεν την Σμύρνην εις τον Κεμάλ δια να τους πετσοκόψη όλους αυτούς τους αχρείους» (σελ.225).

Ο Βενιζέλος παζάρευε τους «αλύτρωτους ελληνικούς πληθυσμούς» σαν σακιά με πατάτες: πρόσφερε την Καβάλα και τη Δράμα στη Βουλγαρία υπολογίζοντας κυνικά ότι «η Ελλάδα θα έχανε 2000 τετραγωνικά χιλιόμετρα με πληθυσμό 30 000 ελλήνων αλλά θα κέρδιζε στη Μικρά Ασία 125000 τ.χλμ. με ελληνικό πληθυσμό 800000».(σελ.40), ενώ η προσφορά της Βρετανίας για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα απορρίφθηκε από την «οικουμενική» κυβέρνηση Ζαΐμη το 1915 (σελ.71). Ο θρύλος του ελληνικού εθνικισμού Ίων Δραγούμης μπήκε στη Βουλή με τις ψήφους «αλλοεθνών», μουσουλμάνων και Σλαβοφώνων (σελ.198) που τότε όχι μόνο υπήρχαν αλλά είχαν και το δικαίωμα ψήφου.

Ωστόσο, οι διχαστικές επιλογές δεν ήταν απλά μια σύγκρουση «αγγλόδουλων» εναντίον «γερμανόδουλων». Οι δυο παρατάξεις που συγκρούστηκαν σφοδρά εκείνα τα χρόνια υπηρετούσαν και οι δυο τις ανάγκες του ελληνικού καπιταλισμού και τις επεκτατικές βλέψεις του κράτους του. Αλλιώς δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πώς ο γερμανόφιλος Κωνσταντίνος μελετούσε σοβαρά την ελληνική συμμετοχή στην επίθεση της Αντάντ στα Δαρδανέλλια, στην Καλλίπολη (σελ.42-43), ούτε πολύ περισσότερο μπορούμε να ερμηνεύσουμε με τέτοιους όρους τη συνέχιση της Μικρασιατικής Εκστρατείας από την αντιβενιζελική παράταξη όταν κέρδισε τις εκλογές του 1920 με αντιπολεμικά συνθήματα.

Και οι δυο παρατάξεις δρούσαν μέσα σε συνθήκες που δεν ήταν κάτω από τον έλεγχό τους και ταλαντεύονταν σχετικά με τις επιλογές που άνοιγαν μπροστά τους οι εξελίξεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του Ιωάννη Μεταξά που υπηρέτησε και διαφώνησε και με τα δυο στρατόπεδα. Ως λοχαγός έγινε υπασπιστής του Βενιζέλου και ως αντισυνταγματάρχης έγινε επικεφαλής του Επιτελείου μετά την απομάκρυνση του υποστράτηγου Δούσμανη από τον Βενιζέλο. Αλλά τάχθηκε κατά της συμμετοχής στην εκστρατεία στα Δαρδανέλλια γιατί θεωρούσε την επιτυχία της αμφίβολη. Αργότερα, τον Μάρτη του 1921, ο Μεταξάς αρνήθηκε να αναλάβει την στρατιωτική ηγεσία της Μικρασιατικής Εκστρατείας που του πρότειναν ο Γούναρης και ο Πρωτοπαπαδάκης (σελ.143), επειδή είχε την άποψη ότι η Σμύρνη δεν είχε ένα φυσικό σύνορο στην ενδοχώρα της όπου θα μπορούσε να την υπερασπίσει ο ελληνικός στρατός (σελ.124).

Το ανεξέλεγκτο των εξελίξεων που δημιουργούσαν δύσκολες επιλογές για όλους τους διαχειριστές της καπιταλιστικής εξόρμησης δεν αφορούσε μόνο τη διεθνή διάσταση αλλά και το εσωτερικό. Η άρχουσα τάξη είχε να αντιμετωπίσει τις αντιδράσεις και των εργατών και των αγροτών απέναντι στις θυσίες που απαιτούσε η πολεμική εκστρατεία και καμιά από τις δυο παρατάξεις δεν είχε εύκολη απάντηση.

Ο Βενιζέλος προσπάθησε να προσδέσει και τους εργάτες και τους αγρότες στο άρμα της τεράστιας πολεμικής προσπάθειας. Ξεκίνησε την αγροτική μεταρρύθμιση όχι σαν ικανοποίηση των αιτημάτων της εξέγερσης του Κιλελέρ, αλλά σαν προσπάθεια να εξασφαλίσει άνδρες για τον στρατό και να ελέγξει τα τρόφιμα του κάμπου της Θεσσαλίας. Η αγροτική μεταρρύθμιση εξαγγέλθηκε από την Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης με καθαρά τέτοιες σκοπιμότητες (σελ.109). Αντίστοιχα, μέχρι και την ίδρυση του ΣΕΚΕ και της ΓΣΕΕ, ο Βενιζέλος προσπαθούσε να εξασφαλίσει ότι οι συνδικαλιστές και οι σοσιαλιστές θα στήριζαν τις θέσεις του και στο εσωτερικό και στις διεθνείς διασκέψεις, ακολουθώντας το παράδειγμα που έδινε η Δεύτερη Διεθνής με τη στάση της στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι προσπάθειες αυτές απέτυχαν. Ο Μαυρογορδάτος δεν δίνει αναλυτικά την εικόνα της κλιμάκωσης των απεργιών το 1918-20, δίνει όμως ανάγλυφα τη στροφή Βενιζέλου προς την καταστολή των αντιστάσεων, τα στρατοδικεία και τις εκτελέσεις κατά των φαντάρων που προχωρούσαν σε λιποταξίες και στάσεις, και την ομολογία του Βενιζέλου ότι «δυσκόλως άλλος τις λαός θα ηνείχετο όπως επί διετίαν από της ανακωχής και ουσιαστικής τερματίσεως του πολέμου παραμένη επιστρατευμένος» και «του ζήτησα θυσίες μεγαλύτερες από τις δυνάμεις του» (σελ.139-40).

Και οι προσπάθειες της αντιβενιζελικής παράταξης απέτυχαν, παρά τον μανδύα της αντίθεσης στον πόλεμο που επιχείρησαν να φορέσουν στον «στρατηλάτη» Κωνσταντίνο τον «δωδέκατο». Η αντίσταση στον πόλεμο συνεχίστηκε μετά το 1920, τώρα πια με πολιτικό εκφραστή το ΣΕΚΕ και τους νεολαίους του, όπως ο Παντελής Πουλιόπουλος, που έγιναν ηγεσία του κινήματος των Παλαιών Πολεμιστών μετά το 1922.

Ο «Εθνικός Διχασμός» ήταν έκφραση της τεράστιας κρίσης που συγκλόνισε τον ελληνικό καπιταλισμό, όπως και τόσες άλλες χώρες την περίοδο του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου. Το βιβλίο του Μαυρογορδάτου προσφέρει πλούσιο υλικό για την περίοδο, αλλά πάσχει στον τομέα της ερμηνείας. Ο συγγραφέας προσπαθεί να εξηγήσει τα γεγονότα χρησιμοποιώντας την κοινωνιολογική προσέγγιση του Μαξ Βέμπερ και την έννοια των «χαρισματικών ηγετών». Οι κοινωνικές τάξεις εμφανίζονται σε αυτήν την προσέγγιση αλλά όχι με την μαρξιστική έννοια, περισσότερο σαν κατηγορίες που μπορούν να «κατακερματίζονται από οικονομικούς αλλά και ιδεολογικούς ή ευρύτερα πολιτισμικούς παράγοντες» (σελ.235).

Το αποτέλεσμα είναι στην καλύτερη περίπτωση σχηματικό, στο σύνολο του προβληματικό. Ο Βενιζέλος θεωρείται εκφραστής της «επιχειρηματικής αστικής τάξης», ενώ οι αντίπαλοί του της «κρατικοδίαιτης». Πέρα από την προφανή προσαρμογή του στις παραμέτρους του νεοφιλελευθερισμού, το σχήμα αυτό πάσχει πολλαπλά.

Δύσκολα μπορεί να αποδεχθεί κανείς ότι η «χρηματιστική ολιγαρχία και ιδίως η Εθνική Τράπεζα» ήταν τμήμα μιας κρατικοδίαιτης αστικής τάξης που αντιδρούσε στα σχέδια του Βενιζέλου υπέρ των επιχειρηματιών (σελ.239). Ο Βενιζέλος μπορεί να συγκρούστηκε με τον διοικητή της Εθνικής Ιωάννη Ευταξία, αλλά ήταν αυτός που επέβαλε με νόμο ότι η διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας μπορεί να εκλέγεται από τους μετόχους αλλά η έγκρισή της ανατίθεται στο υπουργικό συμβούλιο, δηλαδή ενίσχυσε τους δεσμούς της τράπεζας με το κράτος. Οι σχέσεις του Βενιζέλου με τους τραπεζίτες, τους εφοπλιστές και τη διαπλοκή τους είναι αδιαμφισβήτητες. Ο Μαυρογορδάτος αναφέρει ότι μετά την ήττα του στις εκλογές του 1920, ο Βενιζέλος έφυγε «διακριτικά» με τη θαλαμηγό Νάρκισσος των αδελφών Εμπειρίκων που είχαν ναυλώσει η μελλοντική σύζυγός του Έλενα Σκυλίτση μαζί με τον Εμμανουήλ Μπενάκη (σελ.138).

Ακόμη πιο σχηματική είναι η απόπειρα να χωριστούν τα μικροαστικά στρώματα σε «προκαπιταλιστικά» που έλκονταν από τον αντιβενιζελισμό και σε μικρέμπορους που ακολουθούσαν τον Βενιζέλο. Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτής της ανάλυσης εμφανίζεται όταν τοποθετεί την εργατική τάξη στην ουρά των «προκαπιταλιστικών» μικροαστών, επειδή υποτίθεται ότι οι εργάτες στην Ελλάδα δεν ήταν ατόφιοι προλετάριοι όπως οι συνάδελφοί τους στη Γερμανία και την Ιταλία, αλλά «διατηρούσαν ισχυρούς οικονομικούς και οικογενειακούς δεσμούς με τη μικρή ιδιοκτησία» (σελ. 255-6). Σε αυτό το σημείο ο Μαυρογορδάτος φτάνει να αναφέρει επιδοκιμαστικά την άποψη του Μεταξά ότι «ο Έλλην εργάτης είναι μάλλον υποψήφιος μικροαστός παρά οριστικός προλετάριος» και ότι «το νεωστί σχηματισθέν σοσιαλιστικόν κόμμα είναι μάλλον αντανάκλασις επί της ελληνικής κοινωνίας των έξω της Ελλάδος σοσιαλιστικών ιδεών. Δεν προέρχεται εξ αναγκών της Ελληνικής ψυχής». Ευτυχώς, η πορεία της ιστορίας στον εικοστό αιώνα στην Ελλάδα απέδειξε ξανά και ξανά την ικανότητα της εργατικής τάξης να τραβάει πίσω της τα μικροαστικά στρώματα σε μαζικά κινήματα τσακίζοντας τις ελπίδες του ίδιου του Μεταξά και των επιγόνων του ότι θα ακολουθούσε φασιστικά κόμματα.

Στο τέλος, το ερμηνευτικό σχήμα του Μαυρογορδάτου μένει μετέωρο. Ο Βενιζέλος, γράφει, είχε ένα πρόγραμμα που συνδύαζε «έναν πραγματιστικό, ρεαλιστικό αλυτρωτισμό με ριζικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις», αλλά «μέσα στην κρίση του πολέμου, η εύθραυστη ηγεμονία της επιχειρηματικής αστικής τάξης κλονίστηκε». Ξεχνάει έτσι αυτό που τόνισε στην αρχή, δηλαδή ότι το πρόγραμμα του Βενιζέλου είχε ως αναπόσπαστο στοιχείο τον πόλεμο. Άρα η αντίφαση που το τίναξε στον αέρα υπήρχε μέσα στον ίδιο τον «ρεαλιστικό αλυτρωτισμό» και όχι στις υποτιθέμενες ταξικές «ατέλειες» των εργατών και των μικροαστών, ούτε απλά και μόνο στις υποκρισίες των αστών πολιτικών αντιπάλων του.