Εξώφυλλο του τευχους 60
Από τον Ζαπάτα στον Λένιν
Το φθινόπωρο του 1914 η καρδιά της παγκόσμιας επανάστασης χτυπούσε στην Πόλη του Μεξικού. Η πρωτεύουσα της χώρας είχε καταληφθεί από τα στρατεύματα των εξεγερμένων αγροτών. Στις αρχές του Δεκέμβρη οι ηγέτες τους, ο Εμιλιάνο Ζαπάτα και ο Πάντσο Βίγια, μπήκαν θριαμβευτικά στο Εθνικό Μέγαρο, την έδρα της εξουσίας των πλούσιων γαιοκτημόνων. Ηταν η κορυφαία στιγμή της επανάστασης που συντάραξε συνθέμελα την μεξικάνικη κοινωνία για μια ολόκληρη δεκαετία -από το 1910 ώς το 1920.
Ολα είχαν ξεκινήσει τον Ιούνη του 1910 με την "επανεκλογή", για πολλοστή φορά, στην προεδρία του Πορφύριο Ντιάζ, του 80 χρόνου πλέον δικτάτορα που είχε αρπάξει την εξουσία, με ένα πραξικόπημα, στα μέσα της δεκαετίας του 1870. Ο ηγέτης της αντιπολίτευσης, ο Φρανσίσκο Μαδέρο, βρισκόταν στην φυλακή. "Αφού αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους", γράφει ο Αδόλφο Τζίλι, "τον Οκτώβριο διέφυγε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στις 5 του ίδιου μήνα, στην πόλη του Σαν Λουίς Ποτοσί, ανακοίνωσε το "Σχέδιο του Σαν Λουίς". Αυτό το πρόγραμμα κήρυσσε άκυρες τις εκλογές που είχαν πραγματοποιηθεί, κήρυσσε τον Μαδέρο προσωρινό πρόεδρο μη αναγνωρίζοντας την κυβέρνηση του Πορφύριο Ντιάζ και επέμενε στην αρχή της μη επανεκλογής".
Ο Μαδέρο δεν ήταν επαναστάτης. Ούτε είχε τίποτα το κοινό με τους φτωχούς αγρότες που κατέλαβαν τον 1914 την Πόλη του Μαξικού. Ο Μαδέρο ήταν γόνος μιας πάμπλουτης οικογένειας γαιοκτημόνων και βιομηχάνων από το Σαν Λουίς Ποτοσί. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε και ο ίδιος και οι συνεργάτες του ήταν να "ηγηθούν μιας επανάστασης όπως εκείνης που ξέσπασε τελικά στα χέρια τους". Το μόνο που ήθελε η αντιπολίτευση του Μαδέρο ήταν "να κατευθύνει την λαϊκή δυσαρέσκεια, να κάνει στην άκρη το γέροντα δικτάτορα και να διασφαλίσει την ειρηνική διαδοχή του μέσω δημοκρατικών πολιτικών μεταρρυθμίσεων".
Η μεξικανική κοινωνία, όμως, έμοιαζε με καζάνι έτοιμο να εκραγεί στις αρχές του αιώνα. Η εξουσία βρισκόταν ακόμα στα χέρια της παλιάς, παραδοσιακής άρχουσας τάξης, των πλούσιων γαιοκτημόνων, που είχαν "κληρονομήσει" την χώρα από τους Ισπανούς αποικιοκράτες στις αρχές του 19ου αιώνα. Η ραγδαία οικονομική άνθηση των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα είχε δημιουργήσει μια πλούσια αστική τάξη τραπεζιτών και βιομηχάνων -ο Μαδέρο ήταν ένα τυπικό "δείγμα" αυτής της νέας πλούσιας ελίτ. Ταυτόχρονα όμως είχε γεννήσει και μια δυνατή εργατική τάξη συγκεντρωμένη κύρια στις πόλεις και στα ορυχεία που είχε αρχίσει να οργανώνεται, να διεκδικεί και να παλεύει.
Η πλειοψηφία των Μεξικάνων εξακολουθούσε να ζει στην ύπαιθρο. Οι συνθήκες ήταν φριχτές. Τεράστιες εκτάσεις είχαν "δεσμευτεί" για την παραγωγή καπνού, καφέ και ζάχαρης -προϊόντων προς εξαγωγή δηλαδή. Η μανία των γαιοκτημόνων για χρήμα και εξαγωγές είχε απαλλοτριώσει ακόμα και τις περισσότερες παραδοσιακές "κοινοτικές γαίες". Οι αγρότες αντιστάθηκαν αλλά ο Ντίαζ έστειλε τον στρατό και κατέστειλε αυτές τις τοπικές εξεγέρσεις με βαναυσότητα. Το αποτέλεσμα ήταν μια φοβερή φτώχεια: η πλειοψηφία των αγροτών ζούσε σε χειρότερες συνθήκες από ότι οι παππούδες τους έναν αιώνα πριν -στην εποχή της αποικιοκρατίας.
Η άρχουσα τάξη και ο Ντίαζ είχαν πολύ μεγάλη επίγνωση του κινδύνου που θα είχε οποιαδήποτε προσπάθεια φιλελευθεροποίησης. "Η ανησυχία του Ντίαζ", γράφει ο Τζίλι, "και των πιο κοντινών σ'αυτόν πολιτικών ανδρών ήταν ότι οποιαδήποτε πολιτική παραχώρηση, σα αυτές που διεκδικούσαν ο Μαδέρο και το κόμμα του... θα έδινε έναυσμα στον πληθυσμό και μπορούσε να επισπεύσει την επαναστατική έκρηξη..."
Ο Μαδέρο, όμως, αποφάσισε να αψηφίσει αυτούς τους κινδύνους τον Οκτώβρη του 1910. "Στο τρίτο του άρθρο, το Σχέδιο του Σαν Λουίς διακήρυσσε ότι θα επιστρεφόταν στους αρχικούς της ιδιοκτήτες, στην πλειοψηφία τους Ινδιάνοι, η γη που τους είχαν υφαρπάξει τα δικστήρια και οι αρχές εφαρμόζοντας καταχρηστικά το νόμο περί χέρσων εδαφών. Αυτές οι δικαστικές αποφάσεις και διατάξεις θα υπόκειντο σε αναθεώρηση και οι νέοι κάτοχοι των εδαφών θα έπρεπε να τα επιστρέψουν στους μικροϊδιοκτήτες που είχαν υποστεί την αυθαίρετη υφαρπαγή. Αυτό ήταν το μοναδικό σημείο του σχεδίου που έθετε, σε γενικές γραμμές, μια κοινωνική διεκδίκηση." Οπως ήταν αναμενόμενο, όμως, τράβηξε την προσοχή των αγροτών που άρχισαν να παίρνουν τα όπλα, να ξεσηκώνονται, να διώχνουν τους τοπικούς γαιοκτήμονες και να καταλαμβάνουν την γη.
Ο Μαδέρο μπήκε στο Μεξικό τον Φεβρουάριο του 1911. "Συγκέντρωσε τις δυνάμεις του, επιτέθηκε στο χωριό Κάσας Γκράντες αλλά ηττήθηκε στις 6 Μαρτίου. Ομως το καθοριστικό πλέον δεν ήταν ο θρίαμβος ή η στρατιωτική ήττα του Μαδέρο. Το Μάρτιο συνεχίστηκαν οι εξεγέρσεις σε διάφορα σημεία της χώρας. Στην πολιτεία Μορέλος ξεσηκώθηκε ο Εμιλιάνο Ζαπάτα με άλλους τοπικούς ηγέτες, πήραν στην κατοχή τους τα όπλα κάποιων λατιφουντίων και ξεκίνησαν τον αγώνα αυτού που σύντομα θα γινόταν ο Απελευθερωτικός Στρατός του Νότου".
Τον Μάιο ο Μαδέρο κατάφερε να συγκεντρώσει ξανά τα στρατεύματα του στον βορρά, στην Τσιουάουα απέναντι από την πόλη Σιουδάδ Χουάρες. Ο Μαδέρο, όμως, δίσταζε. Οι εκπρόσωποί του συνέχιζαν να έχουν συνομιλίες με τον Ντίαζ και ο Μαδέρο ήλπιζε σε μια "ειρηνική διευθέτηση" -σε έναν συμβιβασμό. Οι στρατηγοί του, όμως, είχαν διαφορετική γνώμη. "Χωρίς να περιμένουν τις διαταγές του, οι στρατιωτικοί του αρχηγοί Φρανσίσκο (Πάντσο) Βίγια και Πασκουάλ Ορόσκο έκαναν έφοδο και κατέλαβαν την πόλη... Ηταν η πρώτη πόλη που έπαιρνε στα χέρια της η επανάσταση..."
Λίγες μέρες αργότερα η κυβέρνηση υπέγραψε συμφωνία με τον Μαδέρο. Ο Ντίαζ θα παρέδιδε την εξουσία και θα έφευγε από την χώρα. Η εξουσία θα περνούσε σε μια προσωρινή κυβέρνηση η οποία θα προκήρυσε νέες εκλογές. Για τον Μαδέρο η επανάσταση είχε λήξει. Το μόνο που απασχολούσε τώρα τη νέα πολιτική ηγεσία ήταν πώς θα αθετούσε τις υποσχέσεις που είχε μοιράσει στους αγρότες για την αναδιανομή της γης -πως θα ξεχνούσε το περιβόητο "άρθρο 3". Για τους αγρότες, όμως, η επανάσταση είχε μόλις αρχίσει.
Ο Τζίλι ακολουθεί ένα προς ένα τα βήματα που οδήγησαν τους αγρότες στην Πόλη του Μεξικού. Την κωλυσιεργεία της νέας κυβέρνησης, τη δολοφονία του Μαδέρο, την ανάδειξη του Βενουστιάνο Καρράνσα στην ηγεσία των "συνταγματικών"που ανέλαβαν την κυβέρνηση, την "ανταρσία" του Ζαπάτα και του Βίγια, τον εμφύλιο πόλεμο και την επικράτηση των αγροτών τον Δεκέμβρη του 1914, με την κατάληψη της Πόλης του Μεξικού και την είσοδο του Βίγια και του Ζαπάτα στο Εθνικό Μέγαρο.
Παρά τον ηρωισμό τους, όμως, οι αγρότες δεν βγήκαν τελικά νικητές από την Μεξικάνικη Επανάσταση. "Στην πραγματικότητα", γράφει ο Τζίλι, "η εξουσία ήταν κενή". "Η παλιά ολιγαρχία έχει χάσει την εξουσία για πάντα, μαζί με ένα μεγάλο μέρος των περιουσιών της -κάτι που ακόμα δεν έχει συμβεί, ούτε επρόκειτο να συμβεί για πολλά χρόνια αργότερα σε καμιά χώρα της Λατινικής Αμερικής. Οι εκπρόσωποι της νέας αστικής τάξης ακόμα δεν έχουν μπορέσει να εδραιώσουν την εξουσία στα χέρια τους. Οχι μόνο δεν τα έχουν καταφέρει αλλά έχουν αναγκαστεί να υποχωρήσουν μπρος στην ξαφνική επίθεση των όπλων των αγροτών, αφήνοντας τους το πολιτικό κέντρο τη χώρας, την πρωτεύουσα, και το υλικό σύμβολο αυτής της εξουσίας, το Εθνικό Μέγαρο, κατειλημένο από τα ζαπατικά στρατεύματα".
Ομως "δεν αρκεί να χάσει η ολιγαρχία την εξουσία: κάποιος πρέπει να την πάρει". Αλλά ούτε ο Ζαπάτα, ούτε ο Βίγια είχαν σαν στόχο να πάρουν την εξουσία. "Η άσκηση της εξουσίας απαιτεί ένα πρόγραμμα. Η εφαρμογή ενός προγράμματος απαιτεί μια πολιτική. Η άσκηση πολιτικής χρειάζεται ένα κόμμα. Τίποτα από αυτά δεν είχαν οι αγρότες. Ούτε μπορούσαν να έχουν".
Ο Ζαπάτα και ο Βίγια εγκατέλειψαν, με την θέληση τους, το Εθνικό Μέγαρο. Και ύστερα αποχώρησαν από την πρωτεύουσα. Η παρακάτω στοιχομυθία από τα πρακτικά είναι συγκλονιστική.
"Βίγια: Εγώ δεν έχω ανάγκη από δημόσιες θέσεις, γιατί δεν ξέρω να τις κουμαντάρω. Για να δούμε πού είναι αυτοί οι άνθρωποι... Εγώ το ξέρω καλά ότι τον πόλεμο τον κάνουμε εμείς οι αγράμματοι άνθρωποι, για να επωφεληθούν τελικά οι γραμματιζούμενοι: όμως τουλάχιστον να μη μας δίνουν έγνοιες...
Ζαπάτα: Για αυτό εγώ τους προειδοποιώ όλους τους φίλους μας να είναι πολύ προσεκτικοί, αλλιώς θα πέσει ματσέτα... Λοιπόν εγώ πιστεύω ότι δεν θα μας ξεγελάσουν. Ετσι και αλλιώς τους έχουμε βάλει χαλινάρι και θα τους προσέχουμε, κι από τη μια μεριά και από την άλλη..."
Λίγες μέρες αργότερα τα "συνταγματικά στρατεύματα" κατέλαβαν το κενό που είχαν αφήσει πίσω τους οι αγρότες. Και φυσικά, το πρώτο πράγμα που έκανε η νέα "επαναστατική" κυβέρνηση του Καράνσα ήταν να ξεγελάσει τους αγρότες. Οι υποσχέσεις ξεχάστηκαν, οι στρατοί τους καταδιώχθηκαν και η χώρα ολόκληρη παραδόθηκε στην βία. "Στις αρχές του Ιανουαρίου του 1915 όλη η επικράτεια της χώρας ήταν ένα απέραντο πεδίο μάχης".
Οι αγρότες άντεξαν δυο περίπου χρόνια ακόμα. Ενα εκατομμύριο άνθρωποι έχασαν την ζωή τους στις μάχες που ακολούθησαν. Ο Ζαπάτα και ο Βίγια έπεσαν νεκροί, δολοφονημένοι από τις σφαίρες του Καράνσα.
Το 1917η επανάσταση συντρίφτηκε οριστικά. Ηταν η ίδια χρονιά που η επανάσταση -με ηγεσία την εργατική τάξη αυτή τη φορά- θα θριάμβευε στην μακρινή Ρωσία. Η διαφορά ανάμεσα στο Μεξικό και τη Ρωσία ήταν η παρέμβαση της εργατικής τάξης και ο ρόλος των Μπολσεβίκων που κατάφεραν στην κρίσιμη στιγμή να οδηγήσουν εργάτες και αγρότες μαζί στην εξουσία.
Τιμή: 20 ευρώ, 484 σελίδες, Εκδόσεις: Κουκίδα