Η Μαρία Στύλλου παρουσιάζει την πολύτιμη κληρονομιά του Μάη.
Ο Απρίλης του 1968 μύριζε μπαρούτι παντού. Στη Γαλλία είχε ανοίξει μια μεγάλη σύγκρουση ανάμεσα στο φοιτητικό κίνημα και την κυβέρνηση Πομπιντού κάτω από την προεδρία Ντε Γκολ: καταλήψεις σχολών, διαδηλώσεις, συγκρούσεις με την αστυνομία και τα CRS (ειδικό σώμα καταστολής) με τους πρυτάνεις να κλείνουν σχολές και να καλούν την αστυνομία να μπει μέσα και να τις εκκενώσει. Τα συλλαλητήρια και οι καταλήψεις από νωρίς είχαν γίνει κέντρο όχι μόνο για τους φοιτητές αλλά και για τους μαθητές και τους νέους εργάτες.
Την Παρασκευή 3 Μάη, στην κατάληψη της Σορβόνης εμφανίζεται μια ομάδα φασιστών. Η επιτροπή της κατάληψης αντιδρά, προσπαθεί να διώξει τους φασίστες και ο πρύτανης καλεί την αστυνομία η οποία εισβάλει και συλλαμβάνει περίπου 500 φοιτητές που ήταν μέσα. Ακολουθούν μεγάλες διαδηλώσεις στην περιοχή που κράτησαν μέχρι τις 11 το βράδι. Αστυνομία και πρυτανικές αρχές κλείνουν με λουκέτο τη Σορβόνη.
Η άμεση συνέχεια είναι να ξεκινήσουν μεγάλες διαδηλώσεις από την επόμενη Δευτέρα με σύνθημα «Ελευθερώστε τους συντρόφους μας, η Σορβόνη ανήκει στους φοιτητές». Η αστυνομία προχωράει και στο κλείσιμο της Ναντέρ που ήταν καινούργιο πανεπιστήμιο στα περίχωρα του Παρισιού. Οι φοιτητές δεν έχουν άλλη επιλογή από το να οργανώνουν πια τη δράση τους στους δρόμους.
Το επόμενο ραντεβού κλείνει για την Παρασκευή 10 Μάη. Η πορεία ξεκινάει στις 6.30 το απόγευμα από μια κεντρική πλατεία στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα, περνάει από το υπουργείο Δικαιοσύνης και από τα κρατητήρια όπου βρίσκονταν οι συλληφθέντες της Σορβόνης και καταλήγει στο Καρτιέ Λατέν. Εκεί η αστυνομία μπλοκάρει τους πάνω από 30.000 διαδηλωτές, ξεκινάνε συγκρούσεις και σηκώνονται τα πρώτα οδοφράγματα.
Οι διαδηλωτές καλούν τους κατοίκους της περιοχής να κατέβουν από τα σπίτια τους και να συμμετέχουν μαζί τους στη σύγκρουση με την αστυνομία. Μέσα σε λίγες ώρες οι συγκρούσεις γίνονται οδομαχίες. Τα CRS χρησιμοποιούν δακρυγόνα, γκλομπ, ακόμη και σφαίρες για να διαλύσουν τους συγκεντρωμένους. Οι σειρήνες των ασθενοφόρων ουρλιάζουν καθώς προσπαθούν να μαζέψουν τους βαριά τραυματισμένους, η συμπαράσταση του κόσμου μετατρέπεται σε ενεργητική συμμετοχή στις μάχες που κρατάνε μέχρι το πρωί.
Το Σάββατο 11 Μάη όλα έχουν αλλάξει. Τα συνδικάτα που μέχρι τότε είχαν στάση αποχής καταδικάζουν την επίθεση της αστυνομίας και καλούν σε Γενική Απεργία τη Δευτέρα 13 Μάη. Μαζί αλλάζει και η στάση του Γαλλικού ΚΚ. Μέχρι τότε η θέση του ήταν ότι οι καταλήψεις των σχολών ήταν «ψευτοεπαναστατικές ενέργειες» και κατηγορούσε τους φοιτητές που συμμετείχαν ως «προβοκάτορες». Μετά τις συγκρούσεις της 10 Μάη, όμως, κάνει στροφή και καλεί και αυτό στην απεργία και την πορεία των συνδικάτων που είχε οριστεί για το μεσημέρι της Δευτέρας.
Σε εκείνο το απεργιακό συλλαλητήριο συμμετέχουν μόνο στο Παρίσι πάνω από ένα εκατομμύριο κόσμου. Για πρώτη φορά, το φοιτητικό κίνημα και οι μαθητές διαδηλώνουν μαζί με τα εργατικά μπλοκ. Από όλα τα κρατικά κτίρια που περνάει η πορεία, οι διαδηλωτές κατεβάζουν τις γαλλικές σημαίες και ανεβάζουν τις κόκκινες. Μετά το τέλος του συλλαλητήριου, δέκα χιλιάδες φοιτητές και φοιτήτριες συνεχίζουν μέχρι τη Σορβόνη και την καταλαμβάνουν ξανά.
Η κατάληψη κυκλοφορεί προκύρυξη που βάζει την ανάγκη για συνέχεια: «Να κάνουμε τις 13 Μάη αρχή μεγάλου αγώνα». Αυτό το σύνθημα μεταφέρεται από την επόμενη μέρα στους χώρους δουλειάς. Παντού εργάτες και εργάτριες παίρνουν αποφάσεις να προχωρήσουν σε δικές τους καταλήψεις.
Ο αγώνας πια περνάει από τις σχολές στα εργοστάσια, από το φοιτητικό στο εργατικό κίνημα και παίρνει χαρακτήρα εργατικής εξέγερσης. Οι καταλήψεις απλώνονται στα κάστρα του γαλλικού καπιταλισμού: στην αυτοκινητοβιομηχανία, στα ναυπηγεία, στα εργοστάσια κατασκευής αεροπλάνων, στις τράπεζες. Παντού οργανώνονται γενικές συνελεύσεις που παίρνουν απόφαση για κατάληψη. Μέσα σε μια βδομάδα, η μεγαλύτερη γενική απεργία της Δευτέρας 13 Μάη έχει μετατραπεί στο μεγαλύτερο κίνημα εργατικών καταλήψεων, πιο μεγάλο και από το προηγούμενο ιστορικό παράδειγμα των καταλήψεων του Ιούνη 1936.
Σε εκείνη τη φάση αρχίζουν να δημιουργούνται όργανα συντονισμού ανάμεσα στους φοιτητές και τις καταλήψεις στα εργοστάσια. Τα συνθήματα αλλάζουν και αναδεικνύεται κεντρικό το αίτημα «Να πέσει η κυβέρνηση». Η κυβερνητική προπαγάνδα του Ντε Γκολ μιλούσε για χάος που έχει μετατρέψει τη Γαλλία σε chienlit-σκυλοφωλιά. Φοιτητές και εργάτες απαντούν «Le chienlit c’est lui”- αυτός ο ίδιος είναι ο σκύλος και η φωλιά του.
Οι εργατικές καταλήψεις προκαλούν τεράστια κρίση στην κυβέρνηση καθώς οι καπιταλιστές έχουν χάσει τον έλεγχο στα εργοστάσιά τους. Ο Ντε Γκολ που είχε εκλεγεί πριν από δέκα χρόνια στηριγμένος σε έκτακτες εξουσίες ταλαντεύεται για το τι να κάνει. Μιλάει με τους στρατηγούς για το ενδεχόμενο να επέμβει ο στρατός και για μερικές μέρες εξαφανίζεται χωρίς κανένας να γνωρίζει πού βρίσκεται. Ήταν μια επιβεβαίωση για την μαρξιστική ανάλυση του κράτους και μια διάψευση των μύθων για τις “ευρωπαϊκές αξίες” των ιδρυτών της ΕΕ. Ο Ντε Γκολ συζητούσε για στρατιωτικό πραξικόπημα στην καρδιά της Ευρώπης με τους στρατηγούς-σφαγείς της Αλγερίας!
Σε εκείνη την κρίσιμη στιγμή, το ΚΚ έκανε πίσω. Στράφηκε ενάντια στις καταλήψεις και έκανε ό, τι περνούσε από το χέρι του για να τις σταματήσει. Αποδέχθηκε την πρόταση του Ντε Γκολ για εκλογές τον Ιούνη ως «πολιτική λύση» και βγήκε και το ίδιο ηττημένο μέσα από αυτή την επιλογή.
Παρ’ όλα αυτά, ο Γαλλικός Μάης έγινε πανίσχυρο σύμβολο και κίνητρο εργατικής εξέγερσης σε όλη την Ευρώπη και ακόμη πιο πέρα. Είχε φανεί ότι ο «ιστορικός νεκροθάφτης του καπιταλισμού» για τον οποίο μιλούσε ο Μαρξ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο δεν είχε εξαφανιστεί ούτε είχε ενσωματωθεί όπως έλεγαν τα ακαδημαϊκά επιτελεία των αστών και αποδέχονταν πολλοί διανοούμενοι της αριστεράς. Αντίθετα, είχε καταφέρει να κάνει ξανά το «φάντασμα του κομμουνισμού» να πλανιέται πάνω από την Ευρώπη.
Στις αρχές Ιούνη του 1968 υπήρχαν καταλήψεις σε πανεπιστήμια στη Βρετανία, στη Γερμανία, στην Ιταλία, στη Γιουγκοσλαβία και στην Τσεχοσλοβακία και παντού λειτουργούσαν σαν κέντρα οργάνωσης της αντίστασης των εργατών και της νεολαίας. Σε συνάντηση που οργανώθηκε στο Λονδίνο με πρωτοβουλία της κατάληψης στο London School of Economics (LSE), συμμετείχαν αντιπροσωπείες από παντού.
Η κρίση είχε απλωθεί και στο ανατολικό μπλοκ. Είχε ξεσπάσει το κίνημα που ονομάστηκε «Άνοιξη της Πράγας» με τους φοιτητές στο πλευρό των εργατών που έβλεπαν ότι η εκμετάλλευση από τα αφεντικά του κρατικού καπιταλισμού δεν ήταν «σοσιαλισμός». Η άρχουσα τάξη της Τσεχοσλοβακίας ήταν διαιρεμένη και τον Αύγουστο του 1968 η καταστολή ήρθε με τις ερπύστριες των ρώσικων τανκς που μπήκαν στην Πράγα για να ελέγξουν την κατάσταση.
Ούτε εκείνη η καταστολή δεν σήμανε το τέλος. Την επόμενη χρονιά ήταν η σειρά της Ιταλίας να ζήσει ένα «Καυτό φθινόπωρο». Οι εργάτες στα εργοστάσια και στους δρόμους των μεγάλων πόλεων έκαναν την άρχουσα τάξη να τρέμει με συνθήματα όπως «Ανιέλι την Ινδοκίνα την έχεις στο εργοστάσιο» και «Ανιέλι, Πιρέλι-δίδυμοι κλέφτες». Ο «Μάης» είχε γίνει ένα κίνημα που απλωνόταν από το Βιετνάμ μέχρι το Σικάγο σαρώνοντας όλη την Ευρώπη από το 1968 μέχρι την κατάρρευση των δικτατοριών σε Πορτογαλία, Ελλάδα και Ισπανία μέσα στα επόμενα χρόνια.
Η κατάρρευση των μύθων
Πριν από την έκρηξη του 1968, οι ιδέες της σταθεροποίησης ενός καπιταλισμού που πετάει από το ένα «οικονομικό θαύμα» στο άλλο ήταν κυρίαρχες. Οι χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού στη Δύση γνώρισαν τη μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη στα χρόνια ανάμεσα στη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου και στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Καλλιεργήθηκε η εντύπωση ότι αυτός ήταν ένας «χρυσός αιώνας» που εξασφάλιζε πλήρη απασχόληση για την εργατική τάξη, ανοδικό βιωτικό επίπεδο και την προσδοκία ότι τα παιδιά της θα εξασφάλιζαν καλύτερες συνθήκες από τους γονείς τους.
Στην πραγματικότητα, εκείνη η σταθερότητα ήταν γεμάτη προβλήματα και αντιφάσεις.
Το πρώτο και βασικό ήταν ότι η οικονομική ανάπτυξη έφερνε μαζί της μια νέα μεγαλύτερη εργατική τάξη ενισχυμένη με τη συμμετοχή καινούργιων κομματιών. Οι γυναίκες έβγαιναν από το σπίτι και έμπαιναν μαζικά στην παραγωγή και στις νέες τότε κοινωνικές υπηρεσίες με τη μαζικοποίηση της εκπαίδευσης και των κλάδων υγείας και πρόνοιας. Εκατομμύρια νέοι μετανάστευαν από τα χωριά τους για να πάνε στις πόλεις σαν εργατικό δυναμικό όχι μόνο για τα εργοστάσια αλλά και για την οικοδομή που ανθούσε με την επέκταση των πόλεων. Αυτή η νέα εργατική τάξη ήταν που ξεσηκωνόταν όταν οι φοιτητές άναβαν το φυτίλι στο Παρίσι ή στο Τορίνο.
Ένα δεύτερο αποσταθεροποιητικό στοιχείο ήταν τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στις αποικίες που αρνούνταν να περιμένουν υπομονετικά πότε οι αποικιοκράτες θα έφερναν τα «οικονομικά θαύματα» και στους «ιθαγενείς». Οι μάχες στην Ινδοκίνα ή στην Αφρική μπορεί να έμοιαζαν μακρινές για να σπάσουν την εικόνα της «ευημερίας» στις μητροπόλεις, αλλά η πραγματικότητα ήταν διαφορετική.
Τρίτο αντιφατικό στοιχείο ήταν η συγκέντρωση της νεολαίας σε μαζική κλίμακα σε σχολεία, νέα Πανεπιστήμια και τεχνολογικά ιδρύματα που ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια για να καλύψουν τις ανάγκες των αναπτυσσόμενων επιχειρήσεων σε ειδικευμένο προσωπικό. Ο μεταπολεμικός καπιταλισμός με την εκρηκτική ανάπτυξη στα κέντρα του δημιουργούσε όχι μόνο τον ιστορικό νεκροθάφτη αλλά και τις εστίες πυροδότησης των αντιφάσεων.
Ωστόσο, εκείνη την περίοδο η προσοχή δεν ήταν στραμμένη σε όλες αυτές τις αντιθέσεις. Η σοσιαλδημοκρατία υποστήριζε ότι οι αλλαγές του καπιταλισμού επιβεβαιώνουν τη στρατηγική του κοινοβουλευτικού δρόμου. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, οι μεγάλες συγκρούσεις του Μεσοπολέμου ανήκαν στο παρελθόν καθώς η ανεργία είχε εξαφανιστεί. Ένας καπιταλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο, χωρίς εντάσεις και ταξικές πολώσεις, άφηνε τα περιθώρια για όλο και περισσότερες σταδιακές εργατικές κατακτήσεις μέσα από την ψήφο.
Σε αυτή την κυρίαρχη αντίληψη προσαρμόζονταν όλο και πιο πολύ και τα κομμουνιστικά κόμματα. Απέναντι στις πιέσεις του Ψυχρού Πολέμου, έμοιαζε ρεαλιστικός ένας δρόμος που θα τα έφερνε ξανά στις κυβερνήσεις μέσα από συμμαχίες σύμπλευσης με τη στρατηγική της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτό δημιουργούσε ένα κλίμα μέσα στην αριστερή διανόηση που αποδεχόταν το τέλος του Μαρξισμού, της εργατικής τάξης και της κοινωνικής επανάστασης. Ανθούσαν οι θεωρίες ότι η εργατική τάξη έχει ενσωματωθεί στο σύστημα, έχει γίνει μια εργατική αριστοκρατία που συμμετέχει στα ιμπεριαλιστικά υπερκέρδη από την εκμετάλλευση του τρίτου κόσμου.
Οι διαψεύσεις δεν άργησαν να φανούν. Το 1956 ήταν ένα σημείο καμπής για τις αντιφάσεις που υπήρχαν πίσω από την εικόνα της καπιταλιστικής σταθερότητας. Η ήττα στον πόλεμο της διώρυγας του Σουέζ συγκλονίζει Γαλλία και Βρετανία. Ήταν η αρχή της δυναμικής ότι οι πόλεμοι στις αποικίες αποσταθεροποιούν τις μητροπόλεις, μια δυναμική που έφτασε μέχρι την «Επανάσταση με τα γαρύφαλλα» στην Πορτογαλία είκοσι χρόνια αργότερα.
Στο μεταξύ, ο πόλεμος στο Βιετνάμ συνδέεται με την αντίσταση των Μαύρων στις ρατσιστικές διακρίσεις μέσα στις ΗΠΑ. Από τα πρώτα βήματα στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ το 1956, φτάνουμε στη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ το 1968 και στην κορύφωση του εκρηκτικού μίγματος του αντιπολεμικού κινήματος με το φοιτητικό και τις εξεγέρσεις των γκέτο.
Εκείνο το δυνατό αντιπολεμικό κίνημα που οδήγησε το ισχυρότερο ιμπεριαλιστικό κράτος στην ήττα στο Βιετνάμ και στην Καμπότζη ήταν τεράστια έμπνευση για τα κινήματα του Μάη στην Ευρώπη. Οι εργάτες και οι εργάτριες της Γαλλίας και της Ιταλίας που εμπνεύστηκαν από αυτό ξαναέδωσαν σάρκα και οστά στην τοποθέτηση του Λένιν ότι μέσα και στον πιο φαινομενικά σταθερό καπιταλισμό έρχονται καταστάσεις όπου οι κυρίαρχες τάξεις δεν μπορούν να συνεχίσουν όπως πριν και οι κυριαρχούμενες τάξεις δεν θέλουν να συνεχίσουν όπως πριν.
Για το επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης
Το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί η εργατική τάξη δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει αυτή την κατάσταση. Υπήρχε η δυνατότητα να δημιουργηθεί ένα δίκτυο από τις επιτροπές των εργατικών καταλήψεων που να ενώνει όλα τα εργοστάσια σε πανεθνικό επίπεδο και να διεκδικήσει την εξουσία όπως την πήραν τα σοβιέτ στη Ρωσία το 1917; Τι εμπόδισε την Αριστερά στη Γαλλία και στην Ιταλία να προχωρήσει σε αυτή την κατεύθυνση;
Ένα πρώτο σκέλος της απάντησης έχει να κάνει με την εξέλιξη των μεγάλων παραδοσιακών κομμάτων της Αριστεράς. Και τα Σοσιαλιστικά και τα Κομμουνιστικά κόμματα είχαν εγκαταλείψει τη στρατηγική της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού πριν από πολλά χρόνια. Τα μεν σοσιαλιστικά το είχαν κάνει από την εποχή της σύγκρουσής τους με την επανάσταση στη Ρωσία και την Τρίτη Διεθνή. Τα δε ΚΚ, μετά την επικράτηση του σταλινισμού, διατηρούσαν φραστικές αναφορές στην παράδοση του 1917 αλλά στην πράξη είχαν προσαρμοστεί στον κοινοβουλευτικό δρόμο.
Μέσα στη φωτιά της εξέγερσης του Μάη, αναδείχθηκαν για πρώτη φορά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μαζικές οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς που προσπάθησαν να καλύψουν το κενό. Στήριξαν πολιτικά, και όσο μπορούσαν και οργανωτικά, τις απεργίες, τις καταλήψεις, τα συλλαλητήρια των εξεγερμένων εργατών και φοιτητών. Αλλά ήταν μια άνιση μάχη όχι μόνο απέναντι στις πολιτικές δυνάμεις και τους μηχανισμούς του αστικού κράτους αλλά και απέναντι στους συμβιβασμούς των παραδοσιακών κομμάτων της Αριστεράς που βάραιναν αποφασιστικά πάνω στο κίνημα.
Με την απόσταση πενήντα χρόνων, είναι δύσκολο να συλλάβει κανείς το μέγεθος της απουσίας επαναστατικής αριστεράς πριν από τον Μάη του 68. Ολόκληρες γενιές μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο δεν είχαν πρόσβαση στις επαναστατικές ιδέες του Τρότσκι, της Ρόζας, του Γκράμσι. Μετά τον Μάη άρχισε να σπάει η αποστειρωμένη σταλινική εκδοχή που είχε μετατρέψει τον επίσημο “σοβιετικό μαρξισμό” σε απολογητική των συμβιβασμών. Οι νέες δυνάμεις της επαναστατικής αριστεράς δεν κατάφεραν να οδηγήσουν τον Μάη στη νίκη, αλλά άνοιξαν ζωτικό χώρο για την αναβίωση της επαναστατικής παράδοσης.
Από αυτή την αφετηρία αντιμετωπίζουμε τις σημερινές προκλήσεις.
Σήμερα η συζήτηση δεν γίνεται για τη σταθερότητα ή μη του καπιταλισμού. Οι ίδιες οι προβλέψεις των διεθνών επιτελείων του παραδέχονται ότι τα παλιά φάρμακα δε δουλεύουν, τα καινούργια δεν λειτουργούν. Οι κολοσσιαίες ενέσεις που έδωσαν οι κεντρικές τράπεζες στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα έφεραν μια αναιμική ανάκαμψη που όλοι τους ανησυχούν ότι δεν θα μπορέσει να συνεχιστεί.
Ο νεοφιλελευθερισμός απέτυχε, ενώ ο προστατευτισμός κινδυνεύει να επισπεύσει την κατάρρευση μεγάλων τραπεζών και επιχειρήσεων. Οι εμπορικοί πόλεμοι γίνονται απειλή κατά των δυνατών οικονομιών που θεωρούνταν “ατμομηχανές” της παγκόσμιας οικονομίας όπως η Κίνα και η Γερμανία. Οι οικονομικές εξελίξεις επιβεβαιώνουν την εκτίμηση του Μαρξ ότι οι ίδιες οι αντιφάσεις του καπιταλισμού πολλαπλασιάζουν τους κινδύνους για πολεμικούς ανταγωνισμούς και για πολιτικές κρίσεις. Πενήντα χρόνια μετά τον Μάη του 68, ανοίγουν συνθήκες μεγαλύτερης κοινωνικής πόλωσης που μόνο με τη δεκαετία του ’30 μπορεί να συγκριθεί.
Η αστάθεια του συστήματος σήμερα δύσκολα αμφισβητείται. Εκεί που υπάρχουν μεγαλύτερες αμφιβολίες, είναι στο εάν μπορεί η εργατική τάξη σήμερα να είναι τόσο δυνατή και αποτελεσματική όπως σε προηγούμενες εξάρσεις της.
Οι θεωρίες ότι η εργατική τάξη έχει διαλυθεί λόγω της οικονομικής κρίσης και των χτυπημάτων της ανεργίας, ότι η πλειοψηφία αυτών που απασχολούνται είναι με ελαστικές συνθήκες (όλων των ειδών), ότι οι παλιές μορφές οργάνωσης και αντίστασης δεν μπορούν να λειτουργήσουν, είναι κάποια από τα επιχειρήματα που ακούγονται.
Έτσι αναπτύσσονται συλλογιστικές ότι οι απεργίες δεν είναι πια ο τρόπος πάλης, τα συνδικάτα που ενώνουν όλους τους εργάτες δεν είναι πια αποτελεσματικά, άρα αναζητήσεις για καινούργια υποκείμενα πέρα από την εργατική τάξη με νέες μορφές οργάνωσης και διαφορετική προοπτική. Αυτές οι απόψεις δεν είναι καινούργιες, έχουν ξανάρθει ξανά και ξανά. Στη δεκαετία του ’80 από την ιταλική Αυτονομία, στο τέλος του ’90 – αρχές του 2000 από τον Τόνι Νέγκρι και τις αντιλήψεις του περί Αυτοκρατορίας και περί Πλήθους. Παραλλαγές τέτοιων θεωριών χρησιμοποιούνται απολογητικά από τη σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία σαν δικαιολογίες για τη δεξιά προσαρμογή τους.
Ο Μαρξ, όταν έγραφε και μιλούσε για την εργατική τάξη, έκανε τη διάκριση ανάμεσα στην «τάξη καθ’ εαυτή» και την «τάξη για τον εαυτό της». Καμιά τάξη όταν πρωτοεμφανίζεται δεν έχει τη δυνατότητα να έχει συνείδηση του ρόλου της μέσα στην ιστορία. Η εργατική τάξη είναι αυτή που συνεχώς ανανεώνεται μέσα στον καπιταλισμό, παλιές βιομηχανίες και ολόκληροι κλάδοι καταστρέφονται, καινούργιοι δημιουργούνται, κι αυτό σημαίνει όχι μόνο ότι καινούργια κομμάτια μπαίνουν στην παραγωγή και στην οικονομία, αλλά και με καινούργιες συνθήκες απασχόλησης. Η δύναμη των νέων τμημάτων της τάξης δεν προστίθεται αυτόματα στις κατακτήσεις των παλιότερων. Πρόκειται για μια διαδικασία που απαιτεί πολιτικές πρωτοβουλίες και παρεμβάσεις.
Οι αγρότες του Νότου της Ιταλίας που μετανάστευσαν στα εργοστάσια της Βόρειας Ιταλίας για να βρουν δουλειά πρωτοστάτησαν στις άγριες απεργίες της δεκαετίας του ’60, αλλά χωρίς εμπειρία ούτε από συνδικάτα, ούτε από κόμματα της αριστεράς. Οι Μαύροι του νότιων πολιτειών των ΗΠΑ που πήγαν στο Βορρά βρέθηκαν σε γκέτο και πρωτοστάτησαν στο κίνημα ενάντια στις ρατσιστικές διακρίσεις. Έγιναν η φλόγα μεγάλων εξεγέρσεων, ξεσήκωσαν τους απεργούς στην αυτοκινητοβιομηχανία του Ντήτροϊτ, αποτέλεσαν τη μαγιά για τους Μαύρους Πάνθηρες, αλλά χρειάστηκε μεγάλη διαδρομή για τη σύνδεση και την κοινή πάλη με τους άλλους εργάτες και εργάτριες.
Η ύπαρξη και η παρέμβαση της επαναστατικής αριστεράς μπορεί να συντομεύσει αυτή τη διαδρομή. Γίνεται εφικτό η εργατική τάξη να αποκτήσει επαναστατική συνείδηση και να κερδηθεί στις επαναστατικές ιδέες. Η καλύτερη περιγραφή είναι αυτή που κάνει ο Λούκατς στο βιβλίο που έχει αφιερώσει στον Λένιν και στο ρόλο που έπαιξε με τη δημιουργία του επαναστατικού κόμματος στη Ρωσία το 1902, δεκαπέντε χρόνια πριν από τον Οκτώβρη του 1917 και τρία χρόνια πριν ξεσπάσει η επανάσταση του 1905.
«Το επαναστατικό κόμμα είναι η χειροπιαστή ενσάρκωση της προλεταριακής ταξικής συνείδησης. Το ζήτημα της οργάνωσης των πρωτοπόρων εργατών καθορίζεται από την αντίληψη που έχουν για τον τρόπο με τον οποίο το προλεταριάτο θα κατακτήσει πραγματικά τη δική του ταξική συνείδηση και θα γίνει το ίδιο ικανό να την κάνει δική του ολοκληρωμένα.
(…) Αυτό δεν γίνεται από μόνο του είτε μέσα από τη μηχανιστική ανάπτυξη των οικονομικών δυνάμεων του καπιταλισμού είτε μέσα από την απλή οργανική άνοδο του μαζικού αυθορμητισμού.
(…) Η επανάσταση δεν είναι εφικτή χωρίς μια πλήρη πανεθνική κρίση. Αλλά, όσο πιο βαθιά είναι η κρίση, τόσο πιο πολύπλοκα είναι τα ενστικτώδη κινήματα που την διαπερνούν και άλλο τόσο μεταβλητός και συγχυσμένος θα είναι ο συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στις δυο τάξεις που η σύγκρουσή τους καθορίζει το τελικό αποτέλεσμα – την αστική τάξη και το προλεταριάτο. Αν το προλεταριάτο θέλει να κερδίσει αυτή τη μάχη, τότε πρέπει να ενθαρρύνει κάθε τάση που συμβάλει στη διάλυση της αστικής κοινωνίας και να κάνει τα πάντα για να συσπειρώσει κάθε ξέσπασμα – ακόμα και το πιο στοιχειώδες και συγχυσμένο – μέσα στη συνολική επαναστατική διαδικασία.
(…) Γι’ αυτό, η αντίληψη του Λένιν για το κόμμα συνδυάζει τη στρατολόγηση μελών με προλεταριακή ταξική συνείδηση μαζί με την πολύπλευρη αλληλεγγύη για όλους τους καταπιεσμένους της καπιταλιστικής κοινωνίας.!
Αυτή η διαδικασία ήταν ορατή μέσα στον Μάη του ’68, έστω και αν δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί. Η μετακίνηση, το ξεκαθάρισμα, η συλλογική εμπειρία και δράση της εργατικής τάξης έγινε με άλματα και άφησε αποτελέσματα στη συνείδηση της τάξης. Όχι μόνο με την αναβίωση της επαναστατικής παράδοσης αλλά και με τα προχωρήματα της πάλης ενάντια στον ρατσισμό, στον σεξισμό, όλες τις μορφές καταπίεσης του σύγχρονου καπιταλισμού. Αυτό μπορεί να συμβεί ξανά και σε μια περίοδο με αγώνες όπως σήμερα.
Ο ρόλος τους επαναστατικού κόμματος σε όλες αυτές τις περιόδους είναι αναντικατάστατος και καθοριστικός για την πορεία και τις εξελίξεις. Για να μπορούν οι εργάτες να ξεπεράσουν τον έλεγχο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και του ρεφορμισμού που μπαίνει εμπόδιο στην ανάπτυξη των αγώνων. Το 1968 οι τρεις συνομοσπονδίες της Γαλλίας (CGT, FO και CFDT) αναγκάστηκαν να καλέσουν στις 13 Μάη σε πανεργατική απεργία αλλά στη συνέχεια έκαναν κάθε προσπάθεια για να σπάσουν τις εργατικές καταλήψεις. Την ίδια περίοδο τα κόμματα της αριστεράς στη Δύση πρόβαλαν σαν σοσιαλιστική προοπτική τα καθεστώτα του ανατολικού μπλοκ, σαν απελευθερωτική δύναμη τα ρώσικα τανκς που το 1956 εισέβαλαν στην Ουγγαρία και το 1968 στην Τσεχοσλοβακία. Αυτές οι αυταπάτες ανήκουν στο παρελθόν.
Η αλλαγή από τότε ως σήμερα δεν είναι μόνο ότι το εργατικό κίνημα είναι πολύ μεγαλύτερο από τότε, αλλά και πολύ πιο έμπειρο. Η μεγάλη όμως διαφορά είναι η παρουσία και οι δυνατότητες που έχει όχι γενικά η αριστερά αλλά κύρια η επαναστατική αριστερά σήμερα. Έχει τη δυνατότητα να οργανώνει τα δίκτυα της εργατικής τάξης μέσα στους χώρους δουλειάς και κλάδους, να την ενώνει, να συγκρούεται με τη γραφειοκρατία, να την αναγκάζει να κηρύττει απεργίες και όπου αρνείται, να προχωράει βάζοντας μπροστά την οργανωμένη δύναμη και δίκτυα. Έχει τη δυνατότητα να μπαίνει μπροστά και να οργανώνει τις μάχες ενάντια στον ρατσισμό και τους φασίστες – ενάντια στην καταπίεση, τον σεξισμό και τις διακρίσεις - κερδίζοντας τα δίκτυα της τάξης σ’ αυτά.
Οι εργατικοί αγώνες και το πώς θα καθορίσουν τον 21ο αιώνα είναι το μεγάλο στοίχημα που θα εξαρτηθεί ξανά και ξανά από την ύπαρξη των επαναστατικών κομμάτων. Η εργατική τάξη θα χρειαστεί όσο ποτέ στον καινούργιο αιώνα το επαναστατικό κόμμα που θα συσπειρώσει την πρωτοπορία της.
Σημειώση
1. Georg Lukcs, Lenin, NBL, London 1970