Άρθρο
Πώς ο Μαρξ έγινε μαρξιστής

200 χρόνια από τη γέννηση του αποτελούν μια κληρονομιά πιο πολύτιμη από ποτέ. Ο Κώστας Βλασόπουλος ανατρέχει στην πορεία από την αριστερά του Χέγκελ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο.

Ο Καρλ Μαρξ γεννήθηκε στο Τρίερ, μια μικρή επαρχιακή πόλη της Γερμανίας, το 1818. Ήταν γόνος μια σχετικά ευκατάστατης οικογένειας: ο πατέρας του, που είχε μεταστραφεί από τον ιουδαϊσμό στο χριστιανισμό για να μπορέσει να συνεχίσει τη νομική του σταδιοδρομία, είχε μεγάλες προσδοκίες κοινωνικής ανέλιξης από τον προικισμένο γιο του. Κι όμως, 30 χρόνια μετά ο νεαρός Μαρξ θα γινόταν συγγραφέας του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, χαράσσοντας μια νέα επαναστατική στρατηγική για την ανατροπή του καπιταλισμού και τη δημιουργία μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, και θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στις επαναστάσεις του 1848 που συγκλόνισαν ολόκληρη την Ευρώπη. Η επέτειος των 200 χρόνων από τη γέννηση του Μαρξ είναι μια εξαιρετική ευκαιρία να εξετάσουμε το πως δημιουργήθηκε ο μαρξισμός ως επαναστατική θεωρία και πράξη και το τι σημασία έχει για τους αγώνες του σήμερα.

Ο κόσμος του 1818

Για να καταλάβουμε την εξέλιξη του Μαρξ πρέπει να ξεκινήσουμε από τον κόσμο στον οποίο γεννήθηκε. Τα ευρωπαϊκά κράτη κυβερνούνταν από βασιλιάδες που είχαν όλες τις εξουσίες στα χέρια τους, ακόμα και στις λίγες περιπτώσεις που υπήρχαν διακοσμητικά κοινοβούλια. Η εκκλησία, πέρα από τον τεράστιο πλούτο και τα προνόμια, έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην εκπαίδευση και τις ιδέες των ανθρώπων. Ο πληθυσμός ήταν διαιρεμένος ανάμεσα σε μια μικρή αριστοκρατική μειοψηφία προνομιούχων, και τη μάζα των υπηκόων χωρίς δικαιώματα. Αυτό τον κόσμο είχε συνταράξει η Γαλλική επανάσταση του 1789.

Οι επαναστάτες διακήρυξαν τη δημιουργία μιας νέου τύπου κοινωνίας, καταργώντας τα προνόμια του κλήρου και της αριστοκρατίας, και δίνοντας σε όλους τους πολίτες τα ίδια θεμελιώδη δικαιώματα. Το κράτος δεν θα ήταν πια όργανο του βασιλιά, αλλά θα εξέφραζε τα συμφέροντα όλων των πολιτών διαμέσω των εκλεγμένων αντιπροσώπων τους. Κι ενώ η παλιά κονωνία βασιζόταν στην εκμετάλλευση του εργαζόμενου λαού από μια κληρονομική αριστοκρατία από κηφήνες, ο νέος κόσμος θα βασιζόταν στις ελεύθερες συναλλαγές της αγοράς, στην αξιοκρατία και στις ευκαιρίες για όλους να προκόψουν. Αυτή τουλάχιστον ήταν η θεωρία.

Ταυτόχρονα, η βιομηχανική επανάσταση που έκανε τα πρώτα βήματα της στην Αγγλία, δημιουργούσε νέες συνθήκες. Από τη μια εμφανιζόταν μια τεράστια τεχνολογική εξέλιξη, που αύξανε δραματικά τον ανθρώπινο πλούτο και άνοιγε νέες δυνατότητες, όπως οι γρήγορες συγκοινωνίες μέσω των σιδηροδρόμων, και από την άλλη δημιουργούσε τις φρικτές συνθήκες εργασίας και διαβίωσης της νέας εργατικής τάξης.

Την ήττα της Γαλλικής επανάστασης ακολούθησε ένα όργιο αντίδρασης σε όλη την Ευρώπη. Οι μοναρχίες συνεργάζονταν για την καταστολή κάθε επαναστατικού κινήματος, και χρησιμοποιούσαν τις πιο αντιδραστικές ιδέες και πρακτικές για να δικαιολογήσουν τα προνόμια τους. Μπορεί η αστική τάξη να είχε αρχικά στηρίξει τη Γαλλική επανάσταση ενάντια στην απολυταρχία, αλλά η εξέλιξη της επανάστασης είχε βάλει σε κίνηση τα εκατομμύρια των αγροτών και των «αβράκωτων» των πόλεων, που διεκδικούσαν τα δικά τους αιτήματα που πήγαζαν από την άνιση κατανομή του πλούτου. Αυτή η εξέλιξη σήμαινε ότι μετά το 1815 το μεγαλύτερο τμήμα των αστών σε όλη την Ευρώπη ήταν επιφυλακτικό ή εχθρικό απέναντι στην προοπτική ενός νέου κύμματος επαναστάσεων που θα ανέτρεπαν τα παλαιά καθεστώτα και θα δημιουργούσαν δημοκρατίες που θα ήταν ευάλωτες στα λαϊκά αιτήματα. Οι φιλελεύθεροι αστοί πίστευαν πια ότι οι απολυταρχίες μπορούσαν να μεταρρυθμιστούν σταδιακά σε συνταγματικές μοναρχίες, χωρίς τον κίνδυνο των κοινωνικών εκρήξεων που έφερναν οι επαναστάσεις.1

Ο νεαρός Μαρξ

Ο Μαρξ γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια από τις αντιδραστικότερες ευρωπαϊκές απολυταρχίες, την Πρωσσία, το μεγαλύτερο γερμανικό κράτος της εποχής. Πήγε στο πανεπιστήμιο αρχικά στη Βόννη και στη συνέχεια στο Βερολίνο, από όπου θα αποκτήσει τελικά το διδακτορικό του το 1841 με θέμα τη διαφορά μεταξύ της φιλοσοφίας του Επίκουρου και του Δημόκριτου. Τα ενδιαφέροντα του φοιτητή Μαρξ περιστρέφονταν γύρω από τη λογοτεχνία, τη θεολογία και τη φιλοσοφία. Αυτό ίσως κάνει εντύπωση με δεδομένη την εξέλιξη της σκέψης του: σε μια Γερμανία όμως όπου κυριαρχούσε η λογοκρισία και η πολιτική καταστολή, η φιλοσοφία και η θεολογία ήταν πεδία όπου αναπτύσσονταν συζητήσεις που είχαν αναμφίβολα πολιτικό χαρακτήρα.

Ο Μαρξ επηρεάστηκε καθοριστικά από τη φιλοσοφία του Χέγκελ, του σημαντικότερου Γερμανού φιλοσόφου της εποχής. Κομβικό σημείο της φιλοσοφίας του ήταν η θεωρία για το πως αλλάζει ο κόσμος: ο Χέγκελ θεωρούσε ότι ο κόσμος εξελισσόταν διαλεκτικά ως πραγμάτωση του «απόλυτου πνεύματος» από το μερικό και το άλογο προς το ολοκληρωμένο και το έλλογο μέσω από αρνήσεις, αλλαγές και συγκρούσεις. Για παράδειγμα η θρησκεία εξελισσόταν από τις αποκλειστικές λατρείες των αρχαίων πόλεων στην οικουμενικότητα του προτεσταντικού Χριστιανισμού. Η διαλεκτική του Χέγκελ έδωσε λοιπόν στο Μαρξ ένα εργαλείο που θα ήταν πολύτιμο για να ερμηνεύσει υλιστικά την ιστορική αλλαγή.

Η φιλοσοφία του Χέγκελ συνδύαζε την αστική ιδεολογία της Γαλλικής επανάστασης με το συντηρητισμό. Γι’ αυτό και σύντομα οι ακόλουθοι του χωρίστηκαν στους δεξιούς εγελιανούς, που θεωρούσαν ότι ζούσαν στον καλύτερο δυνατό κόσμο και ότι το πρωσσικό κράτος ήταν η πραγμάτωση του ορθολογισμού, και στους αριστερούς εγελιανούς, που χρησιμοποιούσαν τη διαλεκτική για να κριτικάρουν τα προβλήματα του κόσμου τους. Οι αριστεροί εγελιανοί επικεντρώθηκαν ιδιαίτερα στην κριτική στη θρησκεία, αμφισβητώντας ότι ο χριστιανισμός ήταν η ανώτερη μορφή του πνεύματος και υποβάλλοντας την ίδια τη Βίβλο σε ιστορική κριτική.

Ο Μαρξ εντάχτηκε από νωρίς στους κύκλους των αριστερών εγελιανών, και επηρεάστηκε βαθιά από διανοητές όπως ο Μπάουερ και ο Φοϊερμπαχ, που θεωρούσαν τη θρησκεία ως ανθρώπινο κατασκεύασμα και ως μορφή αλλοτρίωσης. Αλλά ενώ άλλοι διανοητές περιορίζονταν στην ορθολογική κριτική προς τη θρησκεία, ο Μαρξ κατέληξε στη διαπίστωση ότι η θρησκεία είναι «η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου». Τι έκανε όμως τον κόσμο άκαρδο και γεννούσε την ανθρώπινη αλλοτρίωση; Η φιλοσοφική κριτική στη θρησκεία οδηγούσε σταδιακά το Μαρξ στην πολιτική και οικονομική κριτική στον καπιταλισμό.

Ο δημοσιογράφος Μαρξ

Η κριτική στη θρησκεία των αριστερών εγελιανών συνάντησε γρήγορα την κρατική καταστολή: όσοι είχαν πανεπιστημιακές θέσεις, όπως ο Μπάουερ, απολύθηκαν. Για το Μαρξ, που ήταν στενός του φίλος και συνεργάτης, αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να ξεχάσει οποιαδήποτε πιθανή θέση ως κρατικός υπάλληλος ή πανεπιστημιακός, κάτι που θα του επέτρεπαν οι σπουδές του. Η μόνη εναλλακτική ήταν η ανεξάρτητη, αλλά και οικονομικά επισφαλής, καριέρα ως δημοσιογράφος και διανοούμενος. Ο Μαρξ θα συνεργαστεί στα 1842-3 με την «Εφημερίδα του Ρήνου» και σταδιακά θα μετατραπεί σε ουσιαστικό διευθυντή της.

Η εφημερίδα ιδρύθηκε ως όργανο έκφρασης της φιλελεύθερης αστικής τάξης της Κολωνίας, μιας ραγδαία αναπτυσσόμενης γερμανικής πόλης, και εξέφραζε γενικά τις θέσεις των αριστερών εγελιανών. Τα άρθρα του Μαρξ ενάντια στη λογοκρισία, την ανεπάρκεια του τοπικού κοινοβουλίου, και τους συντηρητικούς χριστιανούς θα δημιουργήσουν μεγάλη εντύπωση στους προοδευτικούς διανοούμενους και τεράστια ενόχληση στις πρωσσικές αρχές. Ως δημοσιογράφος όμως ο Μαρξ θα ερχόταν για πρώτη φορά σε επαφή με τα πραγματικά προβλήματα του απλού κόσμου και θα άρχιζε να στοχάζεται πάνω στις αιτίες της οικονομικής ανισότητας. Η προσπάθεια της κυβέρνησης να ποινικοποιήσει το μάζεμα πεσμένων ξύλων από τα δάση από τους φτωχούς οδήγησε το Μαρξ να γράψει μια σειρά άρθρων που ασχολούνταν με το ζήτημα της ατομικής ιδιοκτησίας και των αδικιών που δημιουργούσε. Το πρωσσικό κράτος δεν μπορούσε να ανεχτεί τέτοιου είδους κριτική: το Μάρτη του 1843 η λογοκρισία επέβαλε το κλείσιμο της εφημερίδας.

Ότι ελπίδες κι αν έτρεφε ο νεαρός Μαρξ ότι το πρωσσικό κράτος θα μπορούσε σταδιακά να μεταρρυθμιστεί, ή έστω ότι οι επικριτές του θα μπορούσαν να συνυπάρξουν μαζί του, είχαν τιναχτεί στον αέρα. Ο δρόμος της μετανάστευσης ήταν πια η μόνη ρεαλιστική επιλογή. Μαζί με μια ομάδα ομοϊδεατών του, ο Μαρξ θα μετακινηθεί στο Παρίσι στα τέλη του 1843 για να ιδρύσουν ένα αντιπολιτευτικό περιοδικό, τα «Γαλλο-Γερμανικά Χρονικά». Μέχρι αυτό το σημείο, ο Μαρξ θα μπορούσε να περιγραφεί συμβατικά ως αριστερός φιλελελεύθερος. Όμως τα σχεδόν δυο χρόνια που θα μείνει στο Παρίσι θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στη μεταστροφή του στον κομμουνισμό.

Η αριστερά και το εργατικό κίνημα

Το Παρίσι του 1844 ήταν το επίκεντρο των εξελίξεων για τους δημοκράτες και τους σοσιαλιστές όλης της Ευρώπης. Στο Παρίσι ο Μαρξ θα έρθει για πρώτη φορά σε επαφή όχι μόνο με τη μεγάλη κοινότητα των Γερμανών εργατών που ήταν πολιτικοί εξόριστοι, αλλά και με τα διάφορα ρεύματα της αριστεράς που ήταν σχεδόν ανύπαρκτα στην πιο καθυστερημένη Γερμανία.

Η γιακωβίνικη παράδοση της Γαλλικής επανάστασης είχε σημαντική επιρροή. Τα μέλη της πίστευαν στην ανάγκη της επαναστατικής ανατροπής των μοναρχιών και την εγκαθίδρυση δημοκρατικών καθεστώτων με καθολικό δικαίωμα ψήφου. Αυτό απαιτούσε τη δημιουργία στενών συνομωτικών πυρήνων, που θα οργάνωναν την ένοπλη εξέγερση και την κρίσιμη στιγμή θα καλούσαν το λαό στα οδοφράγματα. Αυτοί οι επαναστάτες είχαν επανειλημμένα προσπαθήσει να οργανώσουν αποτυχημένες εξεγέρσεις, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι να σαπίζουν στις φυλακές. Η γιακωβίνικη παράδοση θεωρούσε ότι η οικονομική ανισότητα ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής ανισότητας των μοναρχιών. Άπαξ και εξαφανίζονταν οι πολιτικές ανισότητες και τα προνόμια των ελίτ, η ελεύθερη αγορά και η μικρή ιδιοκτησία θα επέτρεπαν στον καθένα που εργαζόταν να απολαύσει τους καρπούς της εργασίας του.

Στον αντίποδα αυτής της αντίληψης, είχαν εμφανιστεί οι πρώτες σοσιαλιστικές ομάδες, που πίστευαν ότι η ατομική ιδιοκτησία ήταν η πηγή των κοινωνικών δεινών. Μόνο η κοινωνικοποίηση της παραγωγής θα μπορούσε να εξαφανίσει τη φτώχεια και την αθλιότητα. Σε αντίθεση όμως με τους γιακωβίνους που προσανατολίζονταν στην πολιτική και την επανάσταση, οι πρώτοι σοσιαλιστές πίστευαν ότι μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο χωρίς να πάρουν την εξουσία. Για κάποιους η λύση ήταν η δημιουργία «νησίδων κομμουνισμού», με τη μετανάστευση στην Αμερική και τη δημιουργία αυτοδιαχειριζόμενων κοινοβίων. Για άλλους η λύση ήταν η προσπάθεια να πείσουν τους πλούσιους και ισχυρούς για τα δεινά του καπιταλισμού και η μεταστροφή τους στο σοσιαλισμό. Τέλος, ιδιαίτερη επίδραση ασκούσαν οι απόψεις για τη δημιουργία συνεταιρισμών, όπου οι εργαζόμενοι θα εργάζονταν όχι για το κέρδος, αλλά για το κοινό καλό: η επιτυχία τους σταδιακά θα έπειθε όλη την κοινωνία να υιοθετήσει τέτοιες πρακτικές.2

Ταυτόχρονα με αυτές τις παραδόσεις, η σκέψη του Μαρξ θα επηρεαζόταν έντονα από τον μελλοντικό του φίλο και συνεργάτη Φρήντριχ Ένγκελς. Στο Παρίσι ο Ένγκελς θα έρθει για πρώτη φορά σε στενή επαφή με τον Μαρξ και θα του ανοίξει νέους ορίζοντες. Ο Ένγκελς είχε ζήσει στο Μάντσεστερ, την καρδιά του πρωτοεμφανιζόμενου βιομηχανικού καπιταλισμού, και είχε δει από πρώτο χέρι τη φρίκη και την εξαθλίωση της νέας εργατικής τάξης: όλα αυτά τα περιέγραψε γλαφυρά σε ένα συγκλονιστικό βιβλίο που δημοσίευσε το 1845, την «Κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία», που είχε τεράστια επίδραση στον Μαρξ.

Πως μπορούσε να εξηγηθεί αυτός ο πρωτοφανής συνδυασμός μεταξύ ραγδαίας τεχνολογικής εξέλιξης, τεράστιας αύξησης των αγαθών και του πλούτου και μαζικής εξαθλίωσης για τους πολλούς; Ο Ένγκελς θα φέρει τον Μαρξ σε επαφή με τα έργα των Άγγλων οικονομολόγων, όπως ο Άνταμ Σμιθ και ο Ρικάρντο, που προσπαθούσαν με επιστημονικό τρόπο να εξηγήσουν τη δομή και λειτουργία της οικονομίας. Ο Μαρξ θα αρχίσει να τους μελετά εντατικά στην προσπάθεια του να κατανοήσει τα αίτια της ύπαρξης του άκαρδου κόσμου που είχε ανακαλύψει μέσω της φιλοσοφικής κριτικής της θρησκείας.3

Η γέννηση του μαρξισμού

Η μαρξιστική θεωρία θα προκύψει λοιπόν μεταξύ 1844-1848 μέσα από ένα συνδυασμό της γερμανικής διαλεκτικής του Χέγκελ, των γαλλικών σοσιαλιστικών θεωριών, και της αγγλικής πολιτικής οικονομίας. Οι εμπειρίες του Μαρξ από το πρωσσικό κράτος τον είχαν οδηγήσει σε τρία βασικά συμπεράσματα. Το πρώτο ήταν ότι η πρωσσική μοναρχία ήταν ένα καταπιεστικό καθεστώς που ήταν αδύνατο να μεταρρυθμιστεί. Χρειαζόταν μια επανάσταση που θα την αντικαθιστούσε με ένα δημοκρατικό καθεστώς που θα έδινε σε όλους τους πολίτες τα ίδια δικαιώματα.

Το δεύτερο συμπέρασμα ήταν ότι αυτό δεν ήταν αρκετό. Η πολιτική ισότητα ήταν αναγκαία, αλλά συνυπήρχε με την οικονομική ανισότητα της κοινωνίας της αγοράς και της ατομικής ιδιοκτησίας, πηγή της ανθρώπινης αλλοτρίωσης, της φτώχειας και της καταπίεσης. Η πολιτική επανάσταση έπρεπε να συμπληρωθεί από μια δεύτερη επανάσταση που θα δημιουργούσε μια κοινωνία με επίκεντρο την ανθρώπινη ολοκλήρωση και όχι το κέρδος.

Το τρίτο ήταν ότι η γερμανική αστική τάξη όχι μόνο δεν μπορούσε να ανατρέψει την πρωσσική απολυταρχία, όπως είχαν κάνει οι γάλλοι αστοί το 1789, αλλά ενδιαφερόταν μόνο για τα δικά της ταξικά συμφέροντα, και δεν μπορούσε να απελευθερώσει την κοινωνία συνολικά. Αυτό συνέβαινε γιατί η αστική τάξη ήταν η ίδια μια εκμεταλλεύτρια τάξη που δημιουργούσε μια νέου τύπου ταξική κοινωνία. Μόνο η εργατική τάξη μπορούσε να ανατρέψει τον καπιταλισμό και να διαλύσει κάθε μορφή καταπίεσης και αλλοτρίωσης.

Ο Μαρξ είχε φτάσει λοιπόν να αναγνωρίσει την εργατική τάξη ως το υποκείμενο της επανάστασης. Οι πρώιμοι σοσιαλιστές αντιλαμβάνονταν το σοσιαλισμό ως ανθρώπινο ιδανικό και έλπιζαν ότι με την προπαγάνδα θα έπειθαν την κοινωνία να τον υιοθετήσει. Η θεωρία του ιστορικού υλισμού που δημιούργησε ο Μαρξ άνοιγε ένα δραματικά νέο ορίζοντα για το πως μπορούσε να δημιουργηθεί μια σοσιαλιστική κοινωνία. Ο σοσιαλισμός δεν ήταν απλά ένα ανθρώπινο ιδανικό: ήταν μια προοπτική που ήταν για πρώτη φόρα εφικτή λόγω της εξέλιξης των ανθρώπινων κοινωνιών.

Το κλειδί για να κατανοήσουμε την αλλαγή των κοινωνιών είναι η σύνδεση μεταξύ αυτών που ο Μαρξ ονόμαζε παραγωγικές δυνάμεις και παραγωγικές σχέσεις. Παραγωγικές δυνάμεις είναι οι διάφοροι τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το φυσικό περιβάλλον για να παράξουν αυτά που χρειάζονται: τους τρόπους που καλλιεργούν τη γη για να παράξουν την τροφή τους και αναπτύσσουν την τεχνολογία για να παράγουν προϊόντα όπως οι υπολογιστές. Παραγωγικές σχέσεις είναι οι τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι οργανώνουν την παραγωγή. Στις ταξικές κοινωνίες υπάρχει πάντα μια άρχουσα τάξη που έχει τον έλεγχο του πλούτου αποσπώντας τον από τη μεγάλη πλειοψηφία που τον παράγει.

Οι παραγωγικές δυνάμεις στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες καθορίζονταν από την περιορισμένη τεχνολογική ανάπτυξη. Επειδή όμως οι καπιταλιστές παράγουν για την αγορά, προσπαθούν να δημιουργήσουν προϊόντα που είναι όσο πιο φτηνά γίνεται. Αυτό τους οδηγεί αφενός να εκμεταλλεύονται τους εργάτες τους όσο περισσότερο μπορούν, και αφετέρου να αναπτύσσουν την τεχνολογία για να μειώσουν το κόστος των προϊόντων. Η απληστία της παραγωγής για την αγορά έχει σαν αποτέλεσμα την τεράστια ανάπτυξη της τεχνολογίας και του υλικού πλούτου. Για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία, υπήρχε αρκετός πλούτος για να μπορούν να καλυφτούν όλες οι βασικές ανάγκες των ανθρώπων σε τροφή, στέγη και υγιειονομική περίθαλψη.

Ταυτόχρονα όμως για πρώτη φορά ο καπιταλισμός δημιουργεί τον ιστορικό του νεκροθάφτη: την εργατική τάξη. Ο λόγος είναι ο συλλογικός τρόπος εργασίας και πάλης που τη χαρακτηρίζει. Η κοινωνικοποίηση της παραγωγής που επιφέρει ο καπιταλισμός δημιουργεί τον συλλογικό εργάτη: ένα εργοστάσιο, δουλεύει μόνο με ένα συλλογικό καταμερισμό εργασίας. Επειδή οι εργάτες δουλεύουν συλλογικά, μπορούν να παλέψουν συλλογικά. Και σε αντίθεση με προηγούμενες τάξεις στην ιστορία, η εργατική τάξη μπορεί να πάρει την εξουσία μόνο συλλογικά. Οι εργάτες που παίρνουν τον έλεγχο ενός νοσοκομείου δεν μπορούν να το μοιράσουν στα επιμέρους τμήματα και ο καθένας να δουλεύει χωριστά: είναι υποχρεωμένοι να συνεργαστούν, και αυτό προϋποθέτει τη συζήτηση, τη δημοκρατία και τη συλλογική απόφαση. Αυτός είναι ο λόγος που ο Μαρξ και ο Ένγκελς περιέγραφαν ότι «όλα τα προηγούμενα κινήματα ήταν κινήματα της μειοψηφίας ή προς όφελος μιας μειοψηφίας. Το προλεταριακό κίνημα είναι το αυτοτελές κίνημα της τεράστιας πλειοψηφίας προς όφελος της τεράστιας πλειοψηφίας».4

Ο Μαρξ και οι επαναστάσεις του 1848

Η μαρξιστική θεωρία γεννήθηκε μέσα από το συνδυασμό των θεωρητικών αναζητήσεων και της επαφής με τις ημιπαράνομες εργατικές ομάδες και δημοκρατικές και σοσιαλιστικές κινήσεις. Μετά το 1845 ο Μαρξ συνειδητοποίησε ότι ο μέχρι τότε ρόλος του ως δημοσιογράφος και διανοούμενος δεν ήταν αρκετός: χρειαζόταν οργανωμένη πολιτική δράση. Σε αυτή την κατεύθυνση, ο Μαρξ θα εμπλακεί ενεργά με ένα δίκτυο Γερμανών πολιτικών εξόριστων στο Λονδίνο, την Ένωση των Δικαίων. Η προσπάθεια τους ήταν να δημιουργήσουν ένα πανευρωπαϊκό δίκτυο επαναστατών, που θα συνεργάζονταν για την ανατροπή τόσο των απολυταρχιών, όσο και του καπιταλισμού.

Τα προχωρήματα των επαναστατών της εποχής φαίνονται ανάγλυφα από τους τίτλους και τα συνθήματα των οργανώσεων τους. Η αρχική Ένωση των Δικαίων είχε ως σύνθημα το «όλοι οι άνθρωποι είναι αδέρφια»· το 1847 θα μετονομαστεί σε Κομμουνιστική Ένωση με σύνθημα το διάσημο «προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε». Είναι ένα πολύτιμο μάθημα που πρέπει να θυμόμαστε, το πως ο διεθνισμός αποτελεί συστατικό στοιχείο του σοσιαλιστικού κινήματος από τα πρώτα οργανωμένα του βήματα εκείνη την εποχή. Η Κομμουνιστική Ένωση θα ζητήσει από τον Μαρξ να συγγράψει το πρόγραμμα της: το αποτέλεσμα θα είναι το περίφημο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, που θα δημοσιευτεί το Φλεβάρη του 1848, και θα παρουσιάσει με σύντομο και καθαρό τρόπο την επαναστατική θεωρία που είχε επεξεργαστεί ο Μαρξ τα προηγούμενα χρόνια.

«Το φάντασμα του κομμουνισμού πλανάται πάνω από την Ευρώπη», έλεγε η προφητική πρώτη φράση του Μανιφέστου. Λίγες μέρες μετά, ξεσπούσε η επανάσταση του 1848 στη Γαλλία που ανέτρεπε τη μισητή μοναρχία: μέσα σε λίγες βδομάδες ο επαναστατικός πυρετός είχε καθηλώσει όλη την Ευρώπη. Με το ξέσπασμα της γερμανικής επανάστασης, ο Μαρξ και ο Ένγκελς επέστρεψαν στη Γερμανία για να παίξουν άμεσο ρόλο στις εξελίξεις. Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο τόνιζε την ανάγκη μιας διπλής επανάστασης. Η δημοκρατική επανάσταση για την ανατροπή των μοναρχιών ήταν απαραίτητη: με δεδομένη όμως την απροθυμία των Γερμανών αστών να συγκρουστούν αποφασιστικά με την αριστοκρατία και το βασιλιά, η δημοκρατική επανάσταση θα μπορούσε να πετύχει μόνο μέσα από μια δεύτερη εργατική επανάσταση, που θα δημιουργούσε όχι μόνο πολιτική αλλά και πραγματική οικονομική ισότητα. Αυτή ήταν η θεωρία της διαρκούς επανάστασης, που ο Μαρξ θα σκιαγραφούσε με βάση την εμπειρία του 1848: αυτό το νήμα θα ξαναέπιαναν οι μπολσεβίκοι με την επανάσταση του 1917 στη Ρωσία.5

Οι επαναστάσεις του 1848 συντρίφτηκαν. Η προδοσία της αστικής τάξης επέτρεψε στις κυβερνήσεις να τσακίσουν τα λαϊκά κινήματα με τη στρατιωτική καταστολή. Η εργατική τάξη και οι οργανωμένοι κομμουνιστές είχαν περιορισμένο χρόνο και μέγεθος για να καθορίσουν την πορεία των εξελίξεων. Αλλά το πιο εντυπωσιακό από την πορεία του πρώιμου Μαρξ είναι το πόσο περίτρανα έχει επιβεβαιωθεί η ανάλυση που διατύπωνε στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού δεν θα έφερνε ειρήνη, πρόοδο και ευημερία, αλλά θα χαρακτηριζόταν από επαναλαμβανόμενες κρίσεις και τεράστιες οικονομικές ανισότητες. Ο Μαρξ είχε δει ως επαναστατικό υποκείμενο μια εργατική τάξη που εκείνη την εποχή μετρούσε μόνο λίγα εκατομμύρια στην Αγγλία και το Βέλγιο. Οι μεγάλες πόλεις της Κίνας έχουν σήμερα περισσότερους εργάτες από ότι όλος ο κόσμος το 1848. Η διαπίστωση του Μαρξ ότι αυτή η τάξη έχει τη δύναμη να παλέψει συλλογικά και να ανατρέψει τον καπιταλισμό μέσα από την ανεξάρτητη οικονομική και πολιτική της οργάνωση έμελλε να επιβεβαιωθεί ξανά και ξανά, με πιο περίτρανο παράδειγμα το 1917. Καθώς ο καπιταλισμός βυθίζεται σε όλο και βαθύτερη κρίση και βαρβαρότητα, η κληρονομιά της μαρξιστικής θεωρίας που χτίστηκε στη διάρκεια των επαναστάσεων του 1848, της πρώτης διεθνούς κρίσης του καπιταλισμού, είναι πιο πολύτιμη από ποτέ.

 

Σημειώσεις

1. E. Hobsbawm, Η εποχή των επαναστάσεων, 1789-1848, Αθήνα, 2015.

2. G. Eley, Σφυρηλατώντας τη δημοκρατία: η ιστορία της Αριστεράς στην Ευρώπη. Α΄ Τόμος: 1850-1923, σσ. 73-92.

3. D. McLellan, Marx before Marxism, Χαρμοντσγουόρθ, 1970.

4. Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Αθήνα, χ.χ., σ. 57.

5. J. Sperber, Karl Marx: a nineteenth-century life, Νέα Υόρκη, 2013.