Βιβλιοκριτική
Βιβλιοκριτική: 10+1 ερωτήσεις και απαντήσεις για το Μακεδονικό

10+1 ερωτήσεις και απαντήσεις για το Μακεδονικό
Κωστής Καρπόζηλος, Δημήτρης Χριστόπουλος

Τιμή 8 ευρώ, 96 σελίδες
Εκδόσεις Πόλις, 2018

 

Η επιστροφή του «Μακεδονικού», με την κλιμάκωση των διπλωματικών παρασκήνιων και πιέσεων από τον Κοτζιά και την προσπάθεια της ΝΔ και των φασιστών να στρέψουν δεξιά το πολιτικό κλίμα με την οργάνωση και αξιοποίηση των εθνικιστικών συλλαλητήριων, έχει ανοίξει ξανά τη φιλολογία για «το όνομα» της γειτονικής χώρας, τον «αλυτρωτισμό» της, την «ανυπαρξία» ή όχι μακεδονικού έθνους και γλώσσας και μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα.

Το βιβλίο ‘10+1 ερωτήσεις και απαντήσεις για το Μακεδονικό’, που κυκλοφόρησε τον περασμένο Μάρτη, είναι ένα πολύ καλό αντίδοτο τόσο ενάντια στις εκκολαπτόμενες απόπειρες διαμόρφωσης μιας νέας δεξιάς εθνικιστικής υστερίας του τύπου «η Μακεδονία είναι μία και Ελληνική», όσο και απέναντι στα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για να εντείνει τις πιέσεις για «σύνθετη ονομασία», αλλαγές στο Σύνταγμα κλπ (αντιλήψεις που δυστυχώς ευδοκιμούν και σε τμήματα της Αριστεράς).

Κάτι που αξίζει να σημειώσουμε εξ αρχής είναι ότι συγγραφείς του βιβλίου είναι και οι δυο αριστεροί ιστορικοί: ο Κωστής Καρπόζηλος είναι διευθυντής των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) και ο Δημήτρης Χριστόπουλος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο και πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Όμως, όπως τονίζουν στην εισαγωγή: «Το μικρό αυτό βιβλίο γράφτηκε υπό μορφή ερωτήσεων και απαντήσεων. Στόχος του είναι να μπορεί να διαβαστεί από τον καθένα και την καθεμία που προβληματίζεται γύρω από το περίφημο Μακεδονικό… Θελήσαμε να γράψουμε με τρόπο απλό και όχι αυστηρά επιστημονικό –πόσο μάλλον επιστημονικοφανή. Το ανά χείρας βιβλίο δεν προορίζεται για τους λίγους ή τους ειδικούς».

Παρόλα αυτά, αξιοποιώντας όλα τα στοιχεία από την παλιότερη ως και πρόσφατη ιστορία του Μακεδονικού, πετυχαίνουν να ανασκευάσουν με ομολογουμένως πολύ απλό και κατανοητό τρόπο πολλά από τα εθνικιστικά «επιχειρήματα» που διακινούνται στο δημόσιο λόγο. Αφού ξεκαθαρίσουν από τις πρώτες κιόλας σελίδες πως «είναι λάθος επί της αρχής να θέλεις να επιβάλλεις σε μια άλλη χώρα την ονομασία της», απαντούν στα ερωτήματα: Είναι η Μακεδονία μόνο μία και από την Αρχαιότητα ελληνική; Είναι ανύπαρκτο το μακεδονικό έθνος ή έστω είναι τεχνητό κατασκεύασμα του Τίτο; Ποια η σχέση της Αριστεράς με το Μακεδονικό; Υπάρχει μακεδονική γλώσσα; Είναι το Σύνταγμά τους αλυτρωτικό;

Γράφουν, για παράδειγμα: «Μόνο η οθωμανική Μακεδονία υπήρξε μία. Από εκείνο το σημείο και μετά, η Μακεδονία είναι τριχοτομημένη και άρα ούτε μία είναι, ούτε αποκλειστικά ελληνική. Η ελληνική Μακεδονία έγινε εθνοτικά ομοιογενής με την ελληνοτουρκική και ελληνοβουλγαρική ανταλλαγή πληθυσμών και την καταπίεση των μειονοτικών της πληθυσμών προκειμένου να εξελληνιστούν». Μετά από μια σύντομη αναφορά στην εξέγερση του Ίλιντεν το 1903 παρατηρούν ότι: «Όλα τα έθνη εξ ορισμού συγκροτούνται, δηλαδή φτιάχνονται. Ο χρόνος –νωρίς ή αργά– δεν έχει καμιά σημασία… Το γεγονός ότι η διαδικασία συγκρότησης του μακεδονικού έθνους είναι μεταγενέστερη χρονικά δεν αποδεικνύει τίποτα, από μόνο του… για ν’ αποφασίσουμε αν είναι ‘γνήσιο’ ή ‘τεχνητό’».

Οι συγγραφείς υπενθυμίζουν την υπεράσπιση της μακεδονικής μειονότητας από την Αριστερά από τη δεκαετία του 1920 και μετά, την καταστολή που της στοίχησε από το ελληνικό κράτος, αλλά και τους κοινούς αγώνες στη διάρκεια της Αντίστασης και του Εμφύλιου τη δεκαετία του 1940, για να καταλήξουν ότι είναι «μια βαριά κληρονομιά… ακόμα και σήμερα που κυριαρχεί η λήθη –και σε τμήματα της ελληνικής Αριστεράς». Ενδιαφέρον παρουσιάζει, από πλευράς επικαιρότητας, και το κεφάλαιο που αφορά στην αποδόμηση από τους συγγραφείς της επίκλησης από την ελληνική κυβέρνηση και την αντιπολίτευση ότι το Σύνταγμα της γειτονικής χώρας είναι «αλυτρωτικό».

Είναι προφανές ότι σε ένα μικρό βιβλίο είναι αδύνατον να χωρέσει όλη η ιστορική και πολιτική στοιχειοθέτηση των επιχειρημάτων που προβάλει από διεθνιστική σκοπιά. Όμως, αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα. Αντίθετα, ο συνειδητά απλός (συχνά και με δόση χιούμορ) και περιεκτικός τρόπος που είναι γραμμένο κάνει ακόμα πιο εύκολη την κατανόησή του «από τον καθένα και την κάθε μια που προβληματίζεται για το Μακεδονικό».

Το πραγματικό πρόβλημα εντοπίζεται στην έλλειψη από το βιβλίο δυο παραγόντων, κρίσιμων για να εξηγήσουμε και τις ιστορικές, αλλά κύρια τις σημερινές διαστάσεις της πολιτικής του ελληνικού κράτους στο Μακεδονικό: του ελληνικού καπιταλισμού και των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Οι συγγραφείς στον επίλογο θέτουν το ερώτημα: «Γιατί συνέβησαν όλα αυτά και τι μπορεί να γίνει σήμερα;». Για να απαντήσουν ότι η «ελληνική στάση δεν είναι ένας απλός παραλογισμός, αλλά έχει ιστορικές ρίζες και εδράζεται σε φοβίες που ανάγονται στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα». Είναι σωστό ότι έχει ιστορικές ρίζες. Αλλά, είναι λάθος ότι «εδράζεται [μόνο] σε φοβίες» του παρελθόντος (οι συγγραφείς τις εντοπίζουν κύρια στην ύπαρξη μακεδονικής ταυτότητας εντός των ελληνικών συνόρων).

Αντίθετα, αυτό που καθόρισε και καθορίζει τις κινήσεις όλων των ελληνικών κυβερνήσεων από τη δεκαετία του 1990 και μετά είναι μια επιθετική πολιτική απέναντι στη Δημοκρατία της Μακεδονίας με στόχο την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ελλήνων καπιταλιστών (που την έχουν λεηλατήσει δεόντως όλα αυτά τα χρόνια), αξιοποιώντας το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μέλος ιμπεριαλιστικών οργανισμών σαν την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Μόνο έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε σήμερα γιατί δεν πρόκειται για «παραλογισμό», αλλά για την εκβιαστική πολιτική ενός υποϊμπεριαλισμού που διεκδικεί να είναι ο «νονός» των Βαλκανίων. Η «εθνική πολιτική» είναι απόρροια της ταξικής πολιτικής της ελληνικής άρχουσας τάξης και πάει χέρι-χέρι με τη λιτότητα.

Γι’ αυτό και στο ερώτημα ποια είναι η δύναμη που μπορεί να σταματήσει τον εθνικισμό η απάντηση είναι: η εργατική τάξη που παλεύει ενάντια στα μνημόνια, το ρατσισμό και τη φασιστική απειλή, τον πόλεμο και τη συμμετοχή στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Αυτή που, για να θυμηθούμε την πρόσφατη ιστορία του Μακεδονικού, ανέτρεψε με τους αγώνες της τον Μητσοτάκη το 1993, πριν αυτός προλάβει να μοιράσει (κυριολεκτικά) τη γειτονική χώρα με τον Μιλόσεβιτς.