Άρθρο
Ιταλία: Ο «αδύνατος κρίκος» της ΕΕ

Από αριστερά: Ντι Μάιο, Κόντε, Σαλβίνι

Η κρίση στην Ιταλία ξύνει παλιές βαθιές πληγές. 
Ο Πάνος Γκαργκάνας εξηγεί.

 

Χωρίς αμφιβολία, ο σχηματισμός της συγκυβέρνησης Πέντε Αστέρων-Λέγκας στην Ιταλία στις αρχές Ιούνη μετά από βδομάδες διαπραγματεύσεων που σημαδεύτηκαν από πιέσεις της ΕΕ και πανικούς στις αγορές, αποτελεί το ξεκίνημα μιας νέας φάσης για την μακρόσυρτη κρίση των ευρωπαϊκών καπιταλισμών και της Ένωσής τους σε όλα τα επίπεδα. 

Σε πρώτο πλάνο βρέθηκε η εκστρατεία του ηγέτη της Λέγκας και νέου υπουργού Εσωτερικών Ματέο Σαλβίνι να κλείσει τα λιμάνια της Ιταλίας για τους πρόσφυγες και συνακόλουθα η έκτακτη συνάντηση ηγετών της ΕΕ για να συζητήσουν την κοινή μεταναστευτική πολιτική μια βδομάδα πριν από την τακτική καλοκαιρινή Σύνοδο Κορυφής. Το γεγονός ότι αυτή η εξέλιξη συνδέθηκε με αμφισβήτηση του ηγετικού ρόλου της Άνγκελα Μέρκελ μέσα στην ίδια τη Γερμανία, ήταν από μόνο του μια ένδειξη για τις διαστάσεις που παίρνει αυτή η κρίση. Αλλά δεν ήταν η μόνη.

Παράλληλα, άνοιξε η συζήτηση για άλλες δυο πλευρές που έχουν να κάνουν με το βάθος των προβλημάτων που αναδεικνύονται. Η μια είναι η οικονομική: είναι το ιταλικό χρέος βιώσιμο, μπορούν οι ιταλικές τράπεζες να διαχειριστούν τα κόκκινα δάνειά τους χωρίς να φτάσουμε σε μια ιταλική ρήξη με το ευρώ; Και άρρηκτα δεμένη με αυτήν είναι η πολιτική πλευρά της κρίσης: αντέχει το πολιτικό σύστημα όχι μόνο στην Ιταλία αλλά σε όλη την Ευρώπη μπροστά σε τέτοιες προκλήσεις που έρχονται στην ημερήσια διάταξη;

Προσωρινά, η κυρίαρχη άποψη είναι ότι όλα θα αντιμετωπιστούν μέσα από τη λειτουργία των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ήδη συζητούν μεταρρυθμίσεις για να απορροφήσουν τους κραδασμούς, οικονομικούς και πολιτικούς. Αλλά όλο και περισσότεροι αναλυτές δεν κρύβουν τις ανησυχίες τους. Και δικαιολογημένα. Οι μέρες των διαπραγματεύσεων για το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης στη Ρώμη ήταν από μόνες τους ενδεικτικές.

Η νέα κυβέρνηση

Στις 3 του Μάη ο πρώην πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι επέβαλε στο Δημοκρατικό Κόμμα την άποψή του ότι δεν θα έπρεπε να συμμετάσχει σε κοινή κυβέρνηση με το Κίνημα των 5 Αστέρων. Με βάση τα αποτελέσματα των εκλογών του Μαρτίου, όπου πρώτο κόμμα ήταν τα 5 Αστέρια, δεύτερο το Δημοκρατικό και τρίτο η Λέγκα, οι μόνες επιλογές που απέμεναν ήταν είτε συγκυβέρνηση του πρώτου με το τρίτο είτε νέες εκλογές.

Κάτω από αυτές τις πιέσεις άρχισαν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Λουίτζι ντι Μάιο των Πέντε αστέρων και τον Ματέο Σαλβίνι της Λέγκας που κράτησαν επί ένα μήνα μέχρι το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, αφού πέρασαν από τα κόσκινα των αγορών, της ΕΚΤ, της ΕΕ και του Προέδρου Σέρτζιο Ματαρέλα.

Το σαββατοκύριακο 19-20 Μάη ο Ντι Μάιο και ο Σαλβίνι κατέληξαν σε συμφωνία για το κυβερνητικό πρόγραμμα. Πίσω από τις υπερβολές των ΜΜΕ περί «λαϊκιστικού, ευρωσκεπτικιστικού» προγράμματος, οι ρυθμίσεις που πρόβλεπε η συμφωνία ήταν οικονομικά μετριοπαθείς. Συγκεκριμένα υποσχόταν ότι ο ιταλικός προϋπολογισμός θα ξοδέψει πάνω από 100 δισεκατομμύρια ευρώ για αναθέρμανση της οικονομίας μέσα στην πενταετή θητεία της νέας κυβέρνησης, δηλαδή κάτι παραπάνω από 20 δις το χρόνο. Ένα μέρος αυτού του ποσού θα προοριζόταν για φοροελαφρύνσεις και ένα τμήμα για αύξηση των δημόσιων δαπανών. Για να καλυφθεί αυτή η «δημοσιονομική επέκταση», η συμφωνία μιλούσε και για περικοπές δαπανών του προϋπολογισμού «σε άλλους τομείς». 

Ωστόσο, οι αντιδράσεις των αγορών είχαν ήδη ξεκινήσει. Στις 21 Μάη το επιτόκιο του δεκαετούς ιταλικού ομολόγου στις δευτερογενείς αγορές έφτασε στο 2,418% σε σύγκριση με το 1,719% που βρισκόταν στις 18 Απρίλη. Ο γνωστός μας «οίκος αξιολόγησης» Fitch έβγαλε προειδοποίηση ότι απειλείται η αξιοπιστία του ιταλικού χρέους.

Οι πιέσεις κορυφώθηκαν όταν έγινε γνωστό ότι για τη θέση του νέου υπουργού Οικονομικών προτεινόταν ο Πάολο Σαβόνα, ένας τεχνοκράτης 82 ετών με μεγάλη καριέρα στον χρηματοπιστωτικό τομέα επί δεκαετίες, που είχε διατελέσει και υπουργός βιομηχανίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ξαφνικά, έγινε κόκκινο πανί καθώς είχε γράψει άρθρα επικριτικά για το Ευρώ και την ανάγκη για «Σχέδιο Β, εξόδου από το ευρώ αν μας αναγκάσουν». Τα ΜΜΕ άρχισαν να προβάλουν ότι η Λέγκα είχε σχέδια για αποχώρηση από το ευρώ καθώς στην προεκλογική εκστρατεία της είχε μιλήσει για «εναλλακτικό νόμισμα» σε περίπτωση σύγκρουσης με την ΕΚΤ (ένα σενάριο παρόμοιο με τις σκέψεις Βαρουφάκη στην ελληνική περίπτωση). 

Ο Πρόεδρος Ματαρέλα μπλόκαρε την υπουργοποίηση Σαβόνα και έδωσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Κάρλο Κοταρέλι, έναν τεχνοκράτη του ΔΝΤ που δεν είχε καμιά προοπτική να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης από την ιταλική Βουλή. Κυκλοφόρησαν πληροφορίες ότι ο Μάριο Ντράγκι της ΕΚΤ μιλούσε στο τηλέφωνο με τον Ματαρέλα για να ασκήσει πιέσεις. Η ΕΚΤ κατέχει το 15% των ομολόγων του ιταλικού δημοσίου και αυτό δίνει ξεχωριστή σημασία στις κινήσεις του Ντράγκι. Τη Δευτέρα 28 Μάη το επιτόκιο των δεκαετών ομολόγων άγγιξε το 2,7%. Μέσα στη βδομάδα εκείνη κατρακύλησαν οι μετοχές των τραπεζών. Παρά τις διακηρύξεις του Ντι Μάιο ότι θα βγάλει τον κόσμο στους δρόμους ενάντια σε αυτές τις μεθοδεύσεις, οι εταίροι της νέας συγκυβέρνησης υποχώρησαν και πρότειναν για υπουργό οικονομικών τον  Τζιοβάνι Τρία που έγινε αποδεκτός από τον Πρόεδρο και σχηματίστηκε τελικά κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Τζιουζέπε Κόντε, υπουργό Εσωτερικών τον Σαλβίνι και υπουργό Ανάπτυξης τον Ντι Μάιο.

Η υποχώρηση δεν αφορούσε απλά στο πρόσωπο του υπουργού οικονομικών. Ο νέος υπουργός Τζιοβάνι Τρία έδωσε συνέντευξη στην Κοριέρε ντελα Σέρα στις 10 Ιούνη και ξεκαθάρισε ότι: «Δεν συζητάμε οποιαδήποτε πρόταση για έξοδο από το ευρώ. Η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να αποφύγει τη δημιουργία συνθηκών στην αγορά οι οποίες θα πίεζαν προς την έξοδο με οποιονδήποτε τρόπο». Φρόντισε επίσης να διαψεύσει την προεκλογική υπόσχεση περί αλλαγής του νόμου για τις συντάξεις που είχε ανεβάσει τα όρια ηλικίας όταν ψηφίστηκε το 2011. Επίσης αποκήρυξε τις σκέψεις για πληρωμές οφειλών του δημοσίου με ομόλογα που θα έπαιζαν ρόλο «εναλλακτικού νομίσματος». Εκπρόσωπος του Δημοκρατικού Κόμματος πανηγύρισε ότι «ο Τρία έσκισε μια-μια τις κατά φαντασία συνταγές των μαθητευόμενων μάγων Σαλβίνι και Ντι Μάιο».(1) Οι αγορές ηρέμησαν.

Τράπεζες και οικονομία

Η αναταραχή στις χρηματαγορές στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για το σχηματισμό κυβέρνησης, όμως, δεν ήταν απλά και μόνο μια κίνηση εκβιασμού και πιέσεων για να προσαρμοστεί το οικονομικό πρόγραμμά της. Το υπόβαθρο είναι η κατάσταση των ιταλικών τραπεζών και του δημόσιου χρέους που αποτελεί απειλή για το τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης.

Το ιταλικό δημόσιο χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ βρίσκεται στο 130%. Μόνο το ελληνικό ρεκόρ το ξεπερνάει. Όμως το ιταλικό ΑΕΠ είναι ασύγκριτα μεγαλύτερο από το ελληνικό, είναι το τρίτο μεγαλύτερο της Ευρωζώνης. Η σκέψη ότι η Ιταλία μπορεί να χρειαστεί «διάσωση» προκαλεί εφιάλτες σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες γιατί τα μεγέθη είναι τεράστια. Σύμφωνα με δηλώσεις του πρώην εκπροσώπου των ΗΠΑ στο ΔΝΤ Νταγκ Ρέντιγκερ, η Ιταλία είναι πολύ μεγάλη για να αφεθεί να χρεοκοπήσει αλλά και πολύ μεγάλη για να διασωθεί.

Το πρόβλημα δεν είναι νέο. Ο ιταλικός καπιταλισμός κουβαλάει αμαρτίες από το παρελθόν. Το χρέος βρισκόταν στο 120% όταν η Ιταλία δεσμεύτηκε να μπει στο ευρώ και να το μειώσει στο 60% που όριζε η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Αντί για μείωση, όμως, το χρέος αυξήθηκε ξανά ξεπερνώντας τα αρχικά του επίπεδα μετά την διεθνή κρίση που ξέσπασε το 2007 και κορυφώθηκε στην Ευρωζώνη το 2011. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι το κατά κεφαλή ΑΕΠ της Ιταλίας φέτος θα είναι 8% χαμηλότερο από τα επίπεδα του 2007 και μόνο 4% πάνω από τα επίπεδα το 1997!(2)

Η αξιοπιστία των ομολόγων του ιταλικού δημοσίου επηρεάζει άμεσα την κατάσταση των ιταλικών τραπεζών καθώς είναι κάτοχοι τεράστιων ποσοτήτων. Όλες μαζί κατέχουν 342 δις ευρώ σε ομόλογα, δηλαδή το 18% του ιταλικού δημόσιου χρέους. Στις πιο μεγάλες, όπως η Unicredit και η Intesa Sanpaolo, τα ομόλογα που έχουν στην κατοχή τους ξεπερνούν κατά πολύ την αξία του κεφαλαίου τους. Ένας πανικός στις αγορές ομολόγων θα ήταν καταστροφικός για το ιταλικό τραπεζικό σύστημα.

Αλλά και αντίστροφα. Κάθε δυσκολία σε ιταλική τράπεζα προκαλεί άμεσα ανησυχίες για το δημόσιο χρέος. Τα λεγόμενα «κόκκινα δάνεια», δηλαδή αυτά που δεν εξυπηρετούνται, φτάνουν στο 10% του συνόλου των δανείων που έχει παραχωρήσει το ιταλικό τραπεζικό σύστημα. Δημιουργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος ή πιο σωστά ένας γόρδιος δεσμός ανάμεσα σε κράτος και τράπεζες της Ιταλίας- αυτό είναι το υπόβαθρο για την εκρηκτική σύνδεση ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομική κρίση.  Και δεν περιορίζεται στην Ιταλία, καθώς οι διασυνδέσεις ανάμεσα στις ιταλικές και τις άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες είναι τεράστιες. 

Τις μέρες που κορυφωνόταν το παζάρι για το σχηματισμό της νέας ιταλικής κυβέρνησης ήρθαν στη δημοσιότητα συζητήσεις για συγχώνευση της Unicredit με τη γαλλική Societe General. Ένας τέτοιος «γάμος» θα έδινε στο γαλλικό τραπεζικό κολοσσό εξέχουσα θέση και στην Ιταλία και στη Γερμανία. Η πολιτική κρίση έβαλε φρένο σε αυτά τα σχέδια, αλλά οι δεσμοί είναι υπαρκτοί. Διευθύνων σύμβουλος της Unicredit είναι ένας τραπεζίτης που στο παρελθόν ήταν επικεφαλής του επενδυτικού βραχίονα της Societe General.

Στα χρηματιστήρια εκείνες τις μέρες όταν η μετοχή της Unicredit έπεφτε 5,6%, η μετοχή της γερμανικής Commerzbank έπεφτε 4%, της ισπανικής Santander 5,4% και της γαλλικής BNP Paribas 4,5%. Στις 24 Μάη η μεγαλύτερη γερμανική τράπεζα, η Deutsche Bank ανακοίνωνε 10 000 απολύσεις. Ο επενδυτικός κλάδος της στις ΗΠΑ είχε κηρυχθεί «προβληματικός» από τις αμερικάνικες εποπτικές αρχές.

Με άλλα λόγια, όχι μόνο η Ιταλία είναι πολύ μεγάλη για να διασωθεί, αλλά και οι υποψήφιοι διασώστες της, παρά τα τεράστια συμφέροντα που έχουν για να αποτρέψουν μια ιταλική χρεοκοπία δεν είναι στην καλύτερη κατάσταση για να αναλάβουν ένα τέτοιο καθήκον. Ο φαύλος κύκλος αγκαλιάζει ολόκληρη την Ευρωζώνη.

Το πολιτικό σκέλος της κρίσης

Η διαχείριση αυτού του φαύλου κύκλου με αλλεπάλληλες επιθέσεις λιτότητας που δεν λύνουν το οικονομικό πρόβλημα, αποτελεί από μόνη της εστία πολιτικής αποσταθεροποίησης. Αλλά και σε αυτόν τον τομέα η Ιταλία κουβαλάει παλιές αμαρτίες. Το 1992-1994 κατέρρευσε- μέσα σε ένα όργιο αποκαλύψεων για σκάνδαλα που έμεινε γνωστό με το όνομα Tangentopoli  («μιζόπολι», λογοπαίγνιο πάνω στο επιτραπέζιο παιχνίδι «μονόπολι»)- η κολώνα της διακυβέρνησης της Ιταλίας σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο.

Σε όλα τα χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα είχε διατηρήσει τον έλεγχο των κυβερνήσεων σε συνεργασία με άλλα μικρότερα κόμματα, κρατώντας το Ιταλικό Κομμουνιστικό κόμμα, το μεγαλύτερο ΚΚ της Δύσης, μόνιμα στην αντιπολίτευση. Όπως αποκαλύφθηκε, ο έλεγχος αυτός διαπλεκόταν με σκοτεινούς μηχανισμούς όπως η Μαφία, η «στοά» Ρ2 και η παρακρατική οργάνωση Gladio. Ο Τζούλιο Αντρεότι, ισχυρός άντρας της Χριστιανοδημοκρατίας, πρωθυπουργός της Ιταλίας εφτά φορές, είχε τόσο στενούς δεσμούς με τον αρχιμαφιόζο Σαλβατόρε Ριίνα ώστε αντάλλαξαν το φιλί-όρκο πίστης των μαφιόζων!(3)

Το κουβάρι με τα σκάνδαλα άρχισε να ξεδιπλώνεται όταν τον Φλεβάρη του 1992 ο Μάριο Κιέζα, ένα στέλεχος του Σοσιαλιστικού Κόμματος στο Μιλάνο, πιάστηκε στα πράσα να προσπαθεί να πετάξει τα χαρτονομίσματα μιας μίζας στην τουαλέτα. Οι πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων δυο ιταλικών κολοσσών που εμπλέκονταν σε υποθέσεις δωροδοκίας πολιτικών, της Montedison και της ENI, οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία. Ο ηγέτης του Σοσιαλιστικού κόμματος Μπετίνο Κράξι, που είχε γίνει πρωθυπουργός με τη στήριξη των Χριστιανοδημοκρατών το 1983-87, κατέφυγε στην Τυνησία όπου πέθανε αργότερα αυτοεξόριστος. 

Στις εκλογές τον Μάρτη του 1994 οι Χριστιανοδημοκράτες και το Σοσιαλιστικό κόμμα κατέρρευσαν. Το κόμμα του Κράξι πήρε μόλις 2,2%. Νικητής αναδείχθηκε ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι επικεφαλής μιας τριπλής συμμαχίας ανάμεσα στο δικό του κόμμα Φόρτσα Ιτάλια, τους «μεταφασίστες» του Τζιανφράνκο Φίνι (Εθνική Συμμαχία, πρώην MSI) και την Λέγκα του Βορρά με ηγέτη τότε τον Ουμπέρτο Μπόσι.

Στα είκοσι περίπου χρόνια που μεσολάβησαν από τότε μέχρι τα χρόνια της σημερινής τραπεζικής κρίσης, το μονοπώλιο της Χριστιανοδημοκρατίας αντικαταστάθηκε από έναν αδύναμο «δικομματισμό» όπου εναλλάσσονταν κυβερνήσεις της συμμαχίας Μπερλουσκόνι με κυβερνήσεις γύρω από το Δημοκρατικό Κόμμα, την μετεξέλιξη του ΙΚΚ σε νεοφιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια νέα πολιτική κρίση με την κατάρρευση αυτού του «δικομματισμού» μετά την ήττα του Ματέο Ρέντσι στο δημοψήφισμα του Δεκέμβρη 2016. Ο Ρέντσι προσπάθησε να τροποποιήσει το Σύνταγμα της Ιταλίας ώστε να κάνει πιο σταθερές τις κυβερνήσεις. Έχασε με ένα σαρωτικό 60% εναντίον του.

Στις φετινές εκλογές, όλα μαζί τα κόμματα του «δικομματισμού» έχασαν περίπου πέντε εκατομμύρια ψήφους. Πρώτο κόμμα αναδείχθηκε το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, ενώ στο εσωτερικό της εκλογικής συνεργασίας Μπερλουσκόνι προβάδισμα πήρε η ακροδεξιά Λέγκα με επικεφαλής τον Σαλβίνι.

Στο παρελθόν η Λέγκα εμφανιζόταν σαν κόμμα που υπερασπίζεται τον πλούσιο ιταλικό βορρά από τους «τεμπέληδες του νότου». Ακόμη και σχετικά πρόσφατα, το 2011 ο ίδιος ο Σαλβίνι αρνήθηκε να συμμετέχει στον εορτασμό για τα 150 χρόνια από την ενοποίηση της Ιταλίας. Στις εκλογές του 2013 η Λέγκα πήρε μόλις το 4%.  Από τότε ο Σαλβίνι ανέλαβε την ηγεσία της Λέγκας και αυτοαναγορεύτηκε σε υπερασπιστή ολόκληρης της Ιταλίας απέναντι στους «γραφειοκράτες των Βρυξελλών»!  

Παράλληλα, όμως, διατήρησε και κλιμάκωσε τα ανοίγματα προς τους φασίστες και τις ρατσιστικές εκστρατείες. Μετά το σχηματισμό της συγκυβέρνησης με τα Πέντε αστέρια και την κωλοτούμπα για το οικονομικό πρόγραμμα, ο Σαλβίνι βρέθηκε πρωταγωνιστής της επίθεσης στους πρόσφυγες, τους μετανάστες και τους Ρομά, ντυμένης με μανδύα σύγκρουσης με την ΕΕ που «δεν βοηθάει την Ιταλία να αντιμετωπίσει την εισβολή». Η Λέγκα πήρε 17% στις εκλογές και τώρα οι δημοσκοπήσεις της δίνουν περίπου 20%. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο ρατσισμός έγινε δημοφιλής. Οι μετακινήσεις αφορούν κυρίως ψηφοφόρους τους Μπερλουσκόνι που βλέπουν ότι ο παλιός ηγέτης της δεξιάς συμμαχίας σβήνει και στρέφονται προς τη νέα ηγετική δύναμη της δεξιάς.

Και η Αριστερά;

Όλο το διάστημα που ξεδιπλωνόταν η ακροδεξιά και η φασιστική ρατσιστική εκστρατεία ήδη από την προεκλογική περίοδο, υπήρξαν μαζικές αντιστάσεις. 

Το Σάββατο 10 Φλεβάρη «Αντιφασίστες/τριες και αντιρατσιστές/ τριες βγήκαν σε διαδηλώσεις σε ολόκληρη τη χώρα. Πρώτα απ’ όλα στην ίδια τη Ματσεράτα όπου πάνω από 20 χιλιάδες κόσμος δήλωσε την αλληλεγγύη του στους μετανάστες και παρόντες στη μάχη ενάντια στο ρατσισμό που θα ενταθεί μετά τις εκλογές. Αντιρατσιστικές και αντιφασιστικές οργανώσεις, οι σύνδεσμοι των παρτιζάνων και των αντιφασιστών του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, η Αριστερά, έδωσαν μια δύσκολη μάχη σε πλατείες και δρόμους από το Παλέρμο της Σικελίας ως το Μιλάνο στο Βορρά».

Αυτό που είχε προηγηθεί ήταν ότι «ο Λούκα Τραΐνι, ένας φασίστας στις 3 Φλεβάρη πήρε ένα όπλο και άρχισε να κυνηγάει και να πυροβολεί επί δύο ώρες μετανάστες στη Ματσεράτα, μια πόλη κοντά στην Ανκόνα. Κατάφερε να τραυματίσει πέντε άντρες και μια γυναίκα. Εκτός από άλλα όπλα, στο σπίτι του βρέθηκε φασιστικό υλικό και ο “Αγώνας” του Χίτλερ. Ο φασίστας δηλώνει αμετανόητος και δικαιωμένος και δεν είναι παράξενο. Η ιταλική πολιτική σκηνή τού είχε ανοίξει το δρόμο. 

Η πρώτη δήλωση του Μπερλουσκόνι μετά το έγκλημα ήταν ότι αν εκλεγεί πρωθυπουργός θα απελάσει 600 χιλιάδες μετανάστες και θα αφήσει μόνο 30 χιλιάδες νόμιμους. Η δεξιά και οι διάφορες πτέρυγες της ακροδεξιάς έτρεξαν για το ποιος θα πρωτοαγκαλιάσει πολιτικά τον πιστολέρο φασίστα, φυσικά “καταδικάζοντας” το περιστατικό αλλά τονίζοντας ότι η αιτία είναι η παράνομη μετανάστευση. Υποτίθεται ότι ο Τραΐνι άρχισε να πυροβολεί επειδή εξοργίστηκε από τη δολοφονία μιας λευκής γυναίκας για την οποία η αστυνομία κατηγορεί κάποιους Νιγηριανούς μετανάστες».(5)

Αντιρατσιστικές διαδηλώσεις έγιναν ξανά από το Παλέρμο ως το Μιλάνο τις μέρες που ο Σαλβίνι απαγόρευε στο πλοίο Ακουάριους που μετέφερε πρόσφυγες να προσεγγίσει στα ιταλικά λιμάνια.

Η Ιταλία έχει τεράστια και πολύχρονη παράδοση εργατικών αγώνων, όχι μόνο στην περίοδο του περιβόητου «Καυτού φθινόπωρου» του 1969, αλλά ξανά και ξανά. Το 1994 μια Γενική Απεργία και το μεγαλύτερο μέχρι τότε εργατικό συλλαλητήριο στη Ρώμη έφραξε το δρόμο στην πρώτη απόπειρα του Μπερλουσκόνι να «μεταρρυθμίσει» το ασφαλιστικό. Το ρεκόρ της μεγαλύτερης απεργιακής διαδήλωσης καταρρίφθηκε τον Μάρτη του 2002 όταν τρία εκατομμύρια εργάτες πλημμύρισαν τους δρόμους της Ρώμης ενάντια στην απόπειρα Μπερλουσκόνι να αλλάξει το «άρθρο 18» που έδινε στους εργαζόμενους τη δυνατότητα επαναπρόσληψης σε περιπτώσεις «άδικης απόλυσης». Είχαν μεσολαβήσει τα μεγάλα συλλαλητήρια σε όλες τις ιταλικές πόλεις μετά τη δολοφονία του Κάρλο Τζιουλιάνι από την αστυνομία τον Ιούλη του 2001 στη Γένοβα.

Αυτή η δύναμη δεν έχει εξαφανιστεί. Το πρόβλημα βρίσκεται στην αδυναμία της Αριστεράς να την βοηθήσει. 

Το Ιταλικό ΚΚ ήταν πρωτοπόρο στο ρεύμα του «Ευρωκομμουνισμού» και στις στρατηγικές του «ιστορικού συμβιβασμού». Μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ διασπάστηκε με την Ριφοντατσιόνε Κομμουνίστα να αποχωρεί μετά τη μετονομασία του ΙΚΚ σε Κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς αρχικά και σε Δημοκρατικό Κόμμα στη συνέχεια. Το Δημοκρατικό Κόμμα συνέχισε την πορεία προς τα δεξιά σχηματίζοντας κυβερνήσεις με νεοφιλελεύθερη πολιτική όπως οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις του Τόνι Μπλερ στη Βρετανία, του Γκέρχαρτ Σρέντερ στη Γερμανία ή του Ζοσπέν στη Γαλλία.

Η Ριφοντατσιόνε όμως δεν δικαίωσε τις προσδοκίες για «επανίδρυση». Στη Γένοβα το 2001 στήριξε το κίνημα που πολιόρκησε τους G7 και το 2002-03 στήριξε το Κοινωνικό Φόρουμ στη Φλωρεντία και το συγκλονιστικό αντιπολεμικό κίνημα. Χάρη σε εκείνες τις πρωτοβουλίες, στις εκλογές του 2006 πήρε 2,2 εκατομμύρια ψήφους για τη Βουλή (5,8%) και 2,5 εκατομμύρια για τη Γερουσία (7,4%).  Αλλά συμμετείχε στην κυβέρνηση Πρόντι που σχηματίστηκε μετά τις εκλογές και έφτασε στο σημείο να στηρίξει εκείνη την κυβέρνηση όταν έθεσε ζήτημα εμπιστοσύνης μετά την απόφασή της να επαναχρηματοδοτήσει την συμμετοχή 1300 στρατιωτών της Ιταλίας στην κατοχή του Αφγανιστάν.(5)

Ο επικεφαλής της Ριφοντατσιόνε, ο Φάουστο Μπερτινότι έγινε πρόεδρος της Βουλής εκείνη την περίοδο και οι χειρισμοί του κατρακύλησαν μέχρι το επίπεδο να φωτογραφηθεί παρέα με τον «μεταφασίστα» Φίνι σε συνέδριο της νεολαίας όπου μίλησε για την «ανάγκη να χτίσουμε γέφυρες ανάμεσα στις διαφορετικές παραδόσεις».(6)

Αυτά ήταν σκληρά χτυπήματα για την αριστερά πέρα από το Δημοκρατικό Κόμμα, από τα οποία δεν έχει συνέλθει. Έφταιξαν γι’ αυτό σίγουρα και οι αυταπάτες για τον ΣΥΡΙΖΑ, που κάποτε ήταν στο ίδιο Ευρωπαϊκό Κόμμα της Αριστεράς με την Ριφοντατσιόνε και τώρα συνεργάζεται με μια ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία τόσο δεξιά ώστε μπροστά της ο Πρόντι θα έμοιαζε «έξω αριστερά».

Ο Μπερτινότι ποτέ δεν επέτρεψε να γίνει μέσα στη Ριφοντατσιόνε μια συζήτηση για τις αιτίες που οδήγησαν το ΙΚΚ στο δεξιό κατήφορο. Πάντα θεωρούσε ότι ένα μίγμα κινηματικών πρωτοβουλιών και εκλογικών συνεργασιών είναι αρκετό για να υποκαταστήσει μια σοβαρή συγκρότηση πάνω σε επαναστατική στρατηγική. Τα θραύσματα της Αριστεράς που σήμερα προσπαθούν να κάνουν επανεκκίνηση πρέπει να αποφύγουν τα ίδια λάθη.

Η συγκυβέρνηση Πέντε  Αστέρων-Λέγκας είναι ευάλωτη. Το τσουβάλιασμα «αριστερών και δεξιών λαϊκιστών» είναι ένα εφήμερο ιδεολόγημα των ΜΜΕ και των παλιών κυβερνητικών κομμάτων. Στην πράξη, το κόμμα του Σαλβίνι είναι μια ακροδεξιά μειοψηφία που είναι δυνατόν να απομονωθεί. Μέσα στο Κίνημα των 5 Αστέρων εμφανίστηκε ανοιχτά μια πτέρυγα που προτιμούσε τη συνεργασία με το Δημοκρατικό Κόμμα. Μεγάλο μέρος από το 32% που πήρε το Κίνημα 5 Α για να γίνει πρώτο κόμμα στις εκλογές προέρχεται από πικραμένους ψηφοφόρους του Δημοκρατικού Κόμματος που έχουν αυταπάτες ότι ο Ντι Μάιο θα σπάσει τη λιτότητα. Μια μαχητική αριστερή αντιπολίτευση ενάντια στους οικονομικούς συμβιβασμούς της νέας συγκυβέρνησης και ενάντια στα ρατσιστικά πογκρόμ του Σαλβίνι μπορεί να αρχίσει να κερδίζει αυτόν τον κόσμο. Χτίζοντας αυτές τις αντιστάσεις και ξεκαθαρίζοντας τη στρατηγική της σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, η Αριστερά στην Ιταλία μπορεί να αναγεννηθεί.

 

Σημειώσεις

(1) Financial Times, 11 June 2018, “Italy finance minister vows to keep euro in bid to ease Brussels fears”.

(2) Martin Wolf, The Italian challenge to the Eurozone, Financial Times, 20 June 2018.

(3) Megan Trudell, From Tangentopoli to Genoa, International Socialism Journal No 95, Summer 2002. 

(4) Εργατική Αλληλεγγύη Νο 1311, 14 Φλεβάρη 2018, http://ergatiki.gr/article.php?id=17882&issue=1311

(5) Megan Trudell, Rifondazione votes for war, International Socialism Journal No 113, January 2007, http://isj.org.uk/rifondazione-votes-for-war/

(6) Στο ίδιο.