Ο Νίκος Λούντος θυμίζει τους αγώνες που έφεραν την πολιτική κρίση και τονίζει την ανάγκη για μια αντικαπιταλιστική Αριστερά.
Η ξαφνική κατάρρευση της δεξιάς κυβέρνησης της Ισπανίας είναι μια μεγάλη δικαίωση για τα κινήματα και τους αγώνες. Είναι παράλληλα και ένα σημαντικό κομμάτι στο παζλ της πολιτικής κρίσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αν δεν ήθελε κανείς να δει κάτω από την επιφάνεια, ο Ραχόι ήταν ο μεγάλος πολιτικός επιζήσας της κρίσης. Ανέλαβε στα τέλη του 2011, ξεκίνησε την πρωθυπουργία του με τη διάσωση των ισπανικών τραπεζών, πέρασε μια από τις μεγαλύτερες αντιμεταρρυθμίσεις για τα εργατικά δικαιώματα, είδε την ανεργία να πλησιάζει στο 30%, και παρόλα αυτά ανανέωσε τη θητεία του μέσα από τις διπλές εκλογές του 2015-2016 και πολλοί εκτιμούσαν ότι πηγαίνει για 9ετία μιας και τα δύσκολα τα είχε αφήσει πίσω του.
Στο μεταξύ φαινόταν να έχει αφήσει πίσω του και τους δυο μεγαλύτερους πολιτικούς σκοπέλους: την αποκάλυψη μιας σειράς σκανδάλων που έφταναν μέχρι την κορυφή του Λαϊκού Κόμματος και τον ίδιο προσωπικά, και την ανταρσία που ξέσπασε στην Καταλωνία. Ο Ραχόι είχε ολοφάνερα τη στήριξη ολόκληρης της ηγεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και την αξιοποίησε όταν εξαπέλυσε τις δυνάμεις καταστολής να ακυρώσουν το δημοψήφισμα στην Καταλωνία και όταν έστειλε την πολιτική ηγεσία της Καταλωνίας στη φυλακή.
Η πρόταση μομφής που κατέθεσε το PSOE κατά της κυβέρνησης είχε όλες τις προδιαγραφές μιας συμβολικής κίνησης. Οι εφημερίδες έχουν πλέον δημοσιεύσει τα κοινοβουλευτικά παρασκήνια εκείνων των ημερών. Κανείς δεν περίμενε ότι θα έριχνε την κυβέρνηση, ούτε ο ίδιος ο Σάντσεθ που την κατέθεσε. Ο Ραχόι υποτιμώντας την πρόταση μομφής πήγε ήσυχος να φάει σε ένα εστιατόριο όταν ξεκινούσε η διαδικασία, και από τηλεφωνήματα άρχισε να καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά. Το φαγητό έδωσε τη θέση του σε γλυκά, σε ποτά και στη συνέχεια με τους συνεργάτες του το έριξαν στα πούρα. Βγήκε από την πόρτα του εστιατορίου οχτώ ώρες μετά, μισοζαλισμένος, γνωρίζοντας ότι παύει να είναι πρωθυπουργός. Το πολιτικό σύστημα στην Ισπανία είναι τόσο σαπισμένο που η κυβέρνηση πήγε τελικά από ατύχημα.
Ο κόσμος του κινήματος δεν έχει την παραμικρή αυταπάτη ότι η επιστροφή του PSOE στην εξουσία θα δικαιώσει τα αιτήματα των αγώνων. Το ξεκαθάρισε εξάλλου ο ίδιος ο Σάντσεθ δηλώνοντας ότι θα εφαρμόσει τον προϋπολογισμό που μόλις είχε καταφέρει να περάσει ο Ραχόι. Το ίδιο ισχύει και για την Καταλωνία, όπου ο Σάντσεθ είχε δώσει και κοινοβουλευτική και πολιτική στήριξη στο πραξικόπημα του Ραχόι. Υπουργό Εξωτερικών έβαλε τον Τζοζέπ Μπορέλ, ένα από τα στελέχη του PSOE που μισεί περισσότερο το καταλανικό κίνημα. Ο Μπορέλ ήταν βασικός ομιλητής στο συλλαλητήριο στη Βαρκελώνη που έστησε τον περασμένο Οκτώβρη η δεξιά και η ακροδεξιά με τη στήριξη του κράτους ενάντια στο δικαίωμα της ανεξαρτησίας. Η μάσκα της “Κοινωνίας των Πολιτών” (το ‘συντονιστικό’ του αντικαταλανισμού) τον αξιοποιούσε μαζί και με παλιά στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος ως απόδειξη ότι και η Αριστερά και η Κεντροαριστερά συμμετέχουν στον “πατριωτικό αγώνα”. Έγινε αγαπημένος της καταλανικής ακροδεξιάς όταν μίλησε για την ανάγκη να “απολυμάνουμε την Καταλωνία”.
Ο νέος Υπουργός Εσωτερικών συμβολίζει τη συνέχεια του κράτους καταστολής και στην Καταλωνία αλλά και συνολικότερα. Ο δικαστής Μαρλάσκα κέρδισε την άνοδό του στα υψηλά πατώματα της “δικαιοσύνης” με τη στήριξη του Λαϊκού Κόμματος στέλνοντας Βάσκους αριστερούς στη φυλακή, δίνοντας κάλυψη σε βασανιστές χωροφύλακες και κυνηγώντας καλλιτέχνες που “προσέβαλαν” τη βασιλική οικογένεια. Η πιο “φεμινιστική” κυβέρνηση της Ευρώπης όπως ισχυρίζεται ο Σάντσεθ (επειδή έχει πλειοψηφία γυναικών) έχει στους κόλπους της τον άνθρωπο που αρχειοθέτησε καταγγελίες Βάσκων αγωνιστριών για βιασμούς.
Στο Υπουργείο Οικονομικών έβαλε μια φιλελεύθερη “τεχνοκράτισσα”, δηλαδή μια ειδική στη λιτότητα, την Νάντια Καλβίνιο, παίρνοντάς την κατευθείαν από τη θέση της Γενικής διευθύντριας Προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι υποσχέσεις των πρώτων ημερών κλαδεύτηκαν πολύ γρήγορα, με τη δικαιολογία ότι η κοινοβουλευτική αριθμητική δεν φτάνει, λες και οι αριθμοί των εδρών άλλαξαν ξαφνικά. Τα τρία μεγάλα μέτωπα στα οποία έγιναν υποσχέσεις, ή τουλάχιστον αυτό άφηναν να εννοείται υψηλόβαθμα στελέχη του PSOE ήταν: η αντεργατική μεταρρύθμιση του 2012, το συνταξιοδοτικό και ο αντιδημοκρατικός νόμος-φίμωτρο κατά των διαδηλώσεων που είχε περάσει ο Ραχόι στα τέλη του 2014. Μέσα σε λίγες βδομάδες, για τα εργατικά η απάντηση της νέας υπουργού είναι ότι δεν μπορεί να μείνει η χώρα χωρίς νόμο-πλαίσιο, οπότε δεν θα καταργηθεί. Αυτό που μπορεί να γίνει είναι να διορθωθούν ορισμένες “υπερβολές” στις οποίες συμφωνεί και το Λαϊκό Κόμμα. Για τις συντάξεις ήδη ο προϋπολογισμός του Ραχόι είχε αύξηση 1,6%, η οποία λέει το PSOE θεωρείται υπερβολική από τις Βρυξέλλες. Να καταργηθεί η μεταρρύθμιση του 2013 (που μειώνει σταδιακά το ποσό της πρώτης σύνταξης που παίρνει κάποιος) αδύνατο. Το μόνο που μένει είναι μια πρόταση να συνδεθούν οι συντάξεις με τον πληθωρισμό, κάτι που στην πράξη μικρή σημασία έχει, όταν ο πληθωρισμός του ‘17 έκλεισε σε 1,1%. Κι όσον αφορά το νόμο-φίμωτρο τώρα θα συζητηθούν μόνο πλευρές που “περιορίζουν δυσανάλογα το δικαίωμα της συνάθροισης, διαδήλωσης και ελεύθερης έκφρασης”.
Στις ισπανικές φυλακές βρίσκονται συνδικαλιστές γιατί οργάνωσαν διαδηλώσεις, βρίσκονται μουσικοί γιατί τραγούδησαν στίχους που προσβάλλουν τα σύμβολα του κράτους. Υπάρχει κόσμος που βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο όταν του έρχονται στο σπίτι να πληρώσει κλήσεις πολλών χιλιάδων ευρώ επειδή ένας αστυνομικός τους “είδε” σε μια διαδήλωση να έχουν επιθετική συμπεριφορά, χωρίς καμιά παραπέρα εξήγηση. Για όλα αυτά, το PSOE λέει ότι θα εξεταστεί μόνο αν υπάρχουν ορισμένες “δυσαναλογίες”. Η “κυβέρνηση της αλλαγής” που ανακοίνωσε ο Σάντσεθ ξεφούσκωσε ταχύτατα και τώρα αυτό που βάζει σαν στόχο είναι να αντέξει μέχρι να κλείσει η χρονιά και μετά βλέπουμε.
Η κατάσταση συνεπώς είναι πολύ πιο ασταθής από ότι ήταν μερικούς μήνες νωρίτερα. Ο Σάντσεθ κυβερνάει με 84 βουλευτές από τους 350. Είναι η πιο αδύναμη αριθμητικά κυβέρνηση από την πτώση του Φράνκο. Στην πραγματικότητα είναι ακόμη πιο αδύναμη από ό,τι δείχνουν οι κοινοβουλευτικές έδρες. Οι περισσότεροι βουλευτές του Σάντσεθ δεν τον είχαν ψηφίσει για αρχηγό στην τελευταία εσωτερική μάχη του κόμματος. Πολλοί είχαν πάρει ανοιχτά μέρος σε μια βρόμικη εκστρατεία για να πάει σπίτι του. Η Ελ Παΐς, η σημαντικότερη εφημερίδα της χώρας και σύμβολο της κεντροαριστεράς, μόλις πριν από ενάμισυ χρόνο, όταν ο Σάντσεθ προσπαθούσε να στήσει κυβέρνηση είχε κυκλοφορήσει με κύριο άρθρο που τον αποκαλούσε: “ανόητο και αδίστακτο που δεν είχε ενδοιασμό να καταστρέψει το ίδιο του το κόμμα, στο οποίο με τόση ανικανότητα ηγείται αντί να αναγνωρίσει την τεράστια προσωπική του αποτυχία”. Οι εσωτερικές κόντρες του PSOE έχουν πολλές ρίζες, αλλά μία που αφορά άμεσα το μέλλον της κυβέρνησης έχει να κάνει με το ότι πολλά ηγετικά στελέχη του κόμματος στις αυτόνομες κοινότητες (τις περιφέρειες της χώρας) είχαν σίγουρο ότι τουλάχιστον η νέα κυβέρνηση θα έπαιρνε πίσω τις αλλαγές στη χρηματοδότηση των περιφερειών που είχε επιβάλει ο Ραχόι. Τελικά, ούτε αυτό βρίσκεται στα σχέδια της “κυβέρνησης της αλλαγής”.
Όλα αυτά δεν είναι επιφανειακά προβλήματα, ούτε απλώς αποτέλεσμα ατυχών εκλογικών αποτελεσμάτων. Το πολιτικό σύστημα της Ισπανίας έχει πέσει πάνω στα βράχια και το οδήγησε εκεί η αδιάκοπη αντίσταση που ανέπτυξε το κίνημα από το ξεκίνημα της κρίσης. Οι αντιφάσεις της κρίσης και οι αγώνες προκάλεσαν εντάσεις μέσα στην άρχουσα τάξη, αλλά μέχρι στιγμής κανένα κομμάτι της δεν βρήκε, ούτε πρότεινε κάποιον πειστικό δρόμο εξόδου από το αδιέξοδο. Αντίθετα μάλιστα, όλο το κομματικό σύστημα επέδειξε έναν βαθύ συντηρητισμό, μια προσκόλληση στη λογική ότι η κρίση είναι κάτι περαστικό και ότι τα πράγματα αργά ή γρήγορα θα επανέλθουν στο κανονικό. Και το Λαϊκό Κόμμα και το PSOE έπεσαν και συνεχίζουν να πέφτουν θύματα αυτής της λογικής.
Από τις στήλες αυτού του περιοδικού αλλά και από την Εργατική Αλληλεγγύη έχουμε παρακολουθήσει την πορεία των αγώνων στην Ισπανία εδώ και 15 χρόνια τουλάχιστον. Δεν θα επαναλάβουμε μια ανασκόπηση εδώ. Ένα χαρακτηριστικό όμως που πρέπει να τονιστεί είναι η συνέχεια. Δεν υπήρξε σε κανένα σημείο πισωγύρισμα, οι κυβερνήσεις δεν αφέθηκαν να πάρουν ανάσα. Μοιάζει μακρινή η πανευρωπαϊκή διαδήλωση τον Ιούνη του 2002 στη Σεβίλλη ενάντια στη Σύνοδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως μπήκαν οι βάσεις για την επανασύνδεση της Αριστεράς με τους μαζικούς αγώνες στους δρόμους.
Η προσπάθεια της Δεξιάς να ανασυνταχθεί σε πιο δεξιά βάση και να τελειώσει με τα “κόμπλεξ του αντι-φρανκισμού” τσακίστηκε από το αντιπολεμικό κίνημα το 2004. Ο Αθνάρ που πρωτοστατούσε σε εκείνη την προσπάθεια κατέρρευσε κάτω από τα ψέματα του ρατσισμού, του πολέμου στο Ιράκ και των αγκαλιών με το Μπους. Το κίνημα είχε δείξει και είχε μάθει πώς ανατρέπονται οι κυβερνήσεις. Ο Αθνάρ είχε προσπαθήσει να ρίξει το φταίξιμο για τη βομβιστική επίθεση στο σιδηροδρομικό σταθμό της Μαδρίτης στη βασκική ΕΤΑ. Αποτέλεσμα ήταν ότι οι συνδέσεις μεταξύ του αντιρατσισμού, του αντιιμπεριαλισμού και των εθνικών κινημάτων δυνάμωσαν.
Η επιστροφή του PSOE στην εξουσία έγινε τότε με ακόμη μεγαλύτερη δόση “κυβέρνησης αλλαγής”. Ο στρατός γύρισε αμέσως από το Ιράκ, η Ισπανία έγινε η 3η χώρα στον κόσμο που νομιμοποίησε τον γάμο μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου, μπήκε σε εφαρμογή νομοθεσία κατά της βίας κατά των γυναικών. Η ίδια κυβέρνηση έγινε αυτή που ψήφισε το πιο άγριο πρόγραμμα λιτότητας, όταν η Ισπανία βρέθηκε μέσα στον ανεμοστρόβιλο της κρίσης. Αντί για απογοήτευση, γεννήθηκε το 15Μ, το πιο μεγάλο κίνημα από τη μεταπολίτευση, με ένα δίκτυο συνελεύσεων σε ολόκληρη τη χώρα που έμεινε ενεργό για χρόνια.
Όταν η πτώση του Θαπατέρο έφερε στην εξουσία το Ραχόι, τον οποίο είχε ορίσει διάδοχό του ο Αθνάρ, οι αγώνες έγιναν γενικές απεργίες (το 2012). Κι όταν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες αποφάσισαν ότι δεν θα ξανακαλέσουν απεργία, το κίνημα βρήκε τον τρόπο να συντονιστεί μέσα από τις “Πορείες Αξιοπρέπειας” που οργάνωσαν μια από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις της ισπανικής ιστορίας στη Μαδρίτη το 2014. Οι εργατικοί αγώνες από τον τομέα των τροφίμων, την Coca-Cola και την Panrico ως τους συμβασιούχους στις τηλεφωνικές εταιρείες, τους λιμενεργάτες αλλά και χιλιάδες άλλους μικρούς και μεγάλους χώρους συνέχισαν στη διάρκεια της κρίσης και σε πολλές περιπτώσεις νίκησαν.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες εμφανίστηκε το Ποδέμος, σαν μια προσπάθεια να καλυφθεί το κενό σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο αυτής της μαζικής κινηματικής δραστηριότητας. Η συζήτηση στράφηκε για ένα μεγάλο διάστημα προς τις εκλογές. Ήταν ένα φαινόμενο αντιφατικό. Πατούσε από τη μια μεριά στη μαζική αισιοδοξία των κινημάτων και στην αίσθηση ότι αφού είμαστε καταγραμμένη πλειοψηφία μπορούμε να νικήσουμε και στις εκλογές. Συνέπεσε με έναν μεγάλο εκλογικό κύκλο, από τις Ευρωεκλογές του 2014, τις τοπικές και περιφερειακές εκλογές του 2015 και τις εθνικές το 2015-16, και στη μέση όλων αυτών με τις εκλογές του Γενάρη του 2015 στην Ελλάδα που έφεραν τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Από την άλλη ήταν μια συγκροτημένη παρέμβαση από τη μεριά της ηγεσίας του Ποδέμος, ότι οι αγώνες μας έχουν φέρει μέχρι εδώ αλλά τώρα οι καλύτεροι ακτιβιστές πρέπει να μετατραπούν σε “εκλογικές μηχανές”.
Εκ των υστέρων ξέρουμε ότι όσο κι αν το επιδίωξε αυτό η ηγεσία του Ποδέμος, οι αγώνες δεν σταμάτησαν. Και ήταν αγώνες όχι μόνο οικονομικοί, αλλά ιδιαίτερα πολιτικοί. Η Καταλωνία ήταν η κορύφωση, με την εξέγερση που υπεράσπισε το “παράνομο” δημοψήφισμα, τις γενικές απεργίες και τις μαζικές διαδηλώσεις που στραπατσάρισαν το κύρος της Μαδρίτης, των κομμάτων της και της κατασταλτικής της δύναμης. Το αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό κίνημα ιδιαίτερα στην Καταλωνία είχε ήδη από τα προηγούμενα χρόνια πνίξει τις απόπειρες να αποκτήσουν οι φασίστες εκπροσώπηση σε κοινοβούλια και δημοτικά συμβούλια, αλλά έφτασε σε νέα ύψη με τις μαζικές διαδηλώσεις που απαίτησαν να ανοίξουν τα σύνορα για τους πρόσφυγες -οι μεγαλύτερες με αυτό το αίτημα σε όλη την Ευρώπη. Και τη συνέχεια την έδωσε το γυναικείο κίνημα που έβραζε εδώ και χρόνια, αλλά βρήκε τις αφορμές μέσα στην τελευταία χρονιά να οργανώσει μια απεργία που ανάγκασε ακόμη και τις συνδικαλιστικές ηγεσίες να βγουν από το λήθαργο. Από δίπλα οι αγώνες για την υγεία που έχουν μετατραπεί σε “λευκές παλίρροιες” και κινητοποιούν εκατοντάδες χιλιάδες σε πολλά σημεία της χώρας, και μέσα στην περασμένη χρονιά γεννήθηκε ένα μαζικό κίνημα συνταξιούχων που έπαιξε επίσης κρίσιμο ρόλο στην κατάρρευση του Ραχόι.
Υπήρχαν απόψεις στην ευρωπαϊκή Αριστερά που πήραν τοις μετρητοίς τα συνθήματα της ηγεσίας του Ποδέμος και πίστεψαν ότι δεν μπορεί να συμπεριληφθεί στην “παραδοσιακή” κατηγοριοποίηση της Αριστεράς. Είτε θετικά, θεωρώντας ότι η οικοδόμησή του πάνω σε τοπικές ανοιχτές συνελεύσεις το μετατρέπει σε “ανοιχτό σχέδιο” που είναι αντικειμενικά αντικαπιταλιστικό, είτε αρνητικά, με βάση τις λογικές “ούτε αριστερά, ούτε δεξιά” που έβαζαν το Ποδέμος στο “λαϊκιστικό” στρατόπεδο. Στην πραγματικότητα, το Ποδέμος εξελίχθηκε ταχύτατα σε ένα κανονικότατο ρεφορμιστικό κόμμα, ενσωματώνοντας όλες τις παραδόσεις του ισπανικού ευρωκομμουνισμού. Γι’ αυτό και φάνηκε εντελώς απροετοίμαστο να αντιμετωπίσει μια σειρά από πολιτικές προκλήσεις, όπως ήταν: η εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, η αδυναμία της ηγεσίας του Ποδέμος να γίνει ρυθμιστικός παράγοντας μετά τις εθνικές εκλογές του ‘15 και η υποχώρηση σε ψήφους το ‘16, το καταλανικό ζήτημα.
Η κατάληξη του ΣΥΡΙΖΑ προκάλεσε μεγάλα προβλήματα σε όλες τις πτέρυγες του Ποδέμος. Η λογική ότι αρκεί να έρθει η Αριστερά στην κυβέρνηση και όλα λύνονται προσέκρουσε σε ύφαλο. Άρχισαν να αποφεύγουν το ζήτημα και να χρησιμοποιούν τα επιχειρήματα του συστήματος: όπως “η Ισπανία δεν είναι Ελλάδα”. Η αδυναμία συνδέεται με την κεντρικότητα που έχει ο μύθος της προοδευτικής ΕΕ στο Ποδέμος. Ο Πάμπλο Ιγκλέσιας δήλωνε περήφανος που το Ποδέμος ήταν το μόνο ισπανικό κόμμα που έκανε καμπάνια στους μετανάστες στη Βρετανία ενάντια στο Μπρέξιτ. Το ευρωπαϊκό πρότζεκτ είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για ολόκληρο το ισπανικό πολιτικό σύστημα και όλα αυτά τα ψέματα έχουν μπολιάσει πολύ άσχημα και την Αριστερά. Η κυβέρνηση του Σάντσεθ περηφανεύεται ότι είναι η πιο… φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση στην ΕΕ.
Ακόμη πιο άσχημη ήταν η τοποθέτηση του Ποδέμος στο ζήτημα της Καταλωνίας. Υπερασπίστηκε την ενότητα του ισπανικού κράτους απέναντι στους “ακραίους” και των δύο πλευρών, βάζοντας στο ίδιο τσουβάλι τον κόσμο που αγωνίζεται με τους μπάτσους που πήγαν να ανοίξουν κεφάλια. Στο κεντρικό πολιτικό ζήτημα η στροφή ήταν ακόμη πιο απότομη. Τα δυο μεγάλα πολιτικά κόμματα αποκαλούνταν αρχικά “κάστα” και δεν διαχωρίζονταν μεταξύ τους. Στις εκλογές του ‘15-’16 έγινε πρόταση συγκυβέρνησης με το PSOE και τώρα οι βουλευτές σηκώθηκαν να πανηγυρίσουν όταν το κοινοβούλιο εξέλεξε πρωθυπουργό τον Σάντσεθ. Ο Ίνιγκο Ερεχόν λέει πως “το Ποδέμος πρέπει να είναι δύναμη που υπερασπίζει, στηρίζει και σπρώχνει αυτή την κυβέρνηση”. Ο Ερεχόν είναι ο ηγέτης της πιο δεξιάς πτέρυγας του Ποδέμος. Έσπασε τον στενό δεσμό του με τον Ιγκλέσιας μετά τις εκλογές του ‘16 και πέρασε σε δεύτερο πλάνο.
Η διαμάχη τότε εκφράστηκε πολιτικά μέσα από το δίλημμα αν έχει επιστρέψει η σταθερότητα στη χώρα ή όχι. Ο Ερεχόν έλεγε πως δεν έχει επιστρέψει η σταθερότητα, γι’αυτό πρέπει να δοθεί βάρος στα κοινοβουλευτικά παιχνίδια με το PSOE αλλά και με τους Θιουδαδάνος ώστε το Ποδέμος να αναδειχθεί ως σταθερή δύναμη. Ο Ιγκλέσιας έλεγε πως η σταθερότητα επέστρεψε, ο Ραχόι έχει μια τετραετία μπροστά του, γι’ αυτό και το Ποδέμος πρέπει να κάνει σκληρή αντιπολίτευση. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο Ερεχόν δικαιώθηκε για την πολιτική κρίση, και πλέον ο Ιγκλέσιας δεν ακολουθεί διαφορετική πολιτική από αυτή που πρότεινε ο εσωκομματικός του αντίπαλος. Η πιο αριστερή πτέρυγα του Ποδέμος γύρω από τους Αντικαπιταλίστας (της 4ης Διεθνούς) σέρνεται πίσω από τις επιλογές του Ιγκλέσιας. Η πολιτική τους αντιπαράθεση εκφράζεται στο κυνήγι θέσεων ευθύνης μέσα στο κόμμα. Στην ουσία, στα ζητήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της οικονομικής κρίσης υποστηρίζουν παρόμοια πράγματα. Ακόμη και στο καταλανικό, παρότι ένα μεγάλο μέρος της οργάνωσης στήριζε το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, υποτάχθηκαν μετά από μια εσωκομματική δεξιά ανταρσία των στελεχών που έχουν κοινοβουλευτικό βάρος, ιδιαίτερα στην Ανδαλουσία, που φοβούνται ότι χάνουν ψήφους και οπαδούς λόγω της φιλοκαταλανικής γραμμής.
Η αντικαπιταλιστική Αριστερά σε οργανωμένο επίπεδο είναι αδύναμη στο ισπανικό κράτος. Η ανάδυση του Ποδέμος άσκησε ακόμη μεγαλύτερη πίεση στις μικρές της δυνάμεις, με τον κίνδυνο είτε να την σπρώξει σε σεχταριστική ανυπαρξία, είτε -πολύ πιο έντονα- σε ενσωμάτωση στη ρεφορμιστική λογική. Ήταν πολύ δύσκολο να υπερασπίσει κανείς την οργανωτική του ανεξαρτησία όταν όλος ο κόσμος πήγαινε στο Ποδέμος και πολλοί έβλεπαν το χτίσιμο του Ποδέμος ως πειστικότερη εναλλακτική απέναντι στο χτίσιμο κινημάτων. Σήμερα τα πράγματα έχουν ξεκαθαρίσει, χάρη στα κινήματα που ξανάπιασαν τα πράγματα στα χέρια τους. Μια ολόκληρη φουρνιά νεότερων και παλιότερων αγωνιστών είδαν σε κινηματογραφικό ρυθμό τι σημαίνει κοινοβουλευτική προσαρμογή. Παράλληλα, υπάρχει ένα μαζικό αντικαπιταλιστικό δυναμικό που είτε είναι εντός Ποδέμος, είτε εκτός, αλλά κυρίως οργανώνει τα εναλλακτικά συνδικάτα (CGT, SAT κλπ) και τα κινήματα (το γυναικείο, το αντιρατσιστικό και τα πιο ιδιαίτερα κινήματα στη Χώρα των Βάσκων και την Καταλωνία). Ο ρυθμός με τον οποίο τρέχουν οι αγώνες, αλλά και οι πολιτικές παραδόσεις της χώρας (ευρωκομμουνισμός, αναρχοσυνδικαλισμός) δεν έχει δώσει χώρο για πολιτική έκφραση σε αυτούς τους αγωνιστές. Είτε κάτω από τη λογική του ότι το συνδικάτο είναι η οργάνωσή μου και μου αρκεί, είτε -και ορισμένες φορές σε συνδυασμό- ότι σε πολιτικό επίπεδο υπάρχει το Ποδέμος με όλα του τα στραβά και το ψηφίζω στις εκλογές.
Ένα παράλληλο κομμάτι αυτής της πρακτικής έχει να κάνει με τα συνδικάτα. Επειδή οι ηγεσίες των δύο μεγαλύτερων (UGT και CCOO) είναι κομμάτι του συστήματος, εγκαταλείπεται εύκολα ο στόχος της γενικής απεργίας και της κινητοποίησης της τάξης στο σύνολό της.
Οι δυο τελευταίες χρονιές έχουν δείξει την ανάγκη της ύπαρξης μιας οργανωμένης αντικαπιταλιστικής αριστεράς που δεν βάζει σε προτεραιότητα ούτε τις εκλογές, ούτε το επιμέρους του κάθε κινήματος, αλλά το κίνημα στο σύνολό του. Μια αριστερά που θα μπορούσε να έχει πάρει πρωτοβουλία σε όλη τη χώρα όταν οι Καταλανοί και οι Καταλανές εξεγείρονταν. Ή που θα μπορούσε να απαντήσει στο μύθο της προοδευτικής Ευρωπαϊκής Ένωσης, βάζοντας στην πρώτη γραμμή τη μη πληρωμή του χρέους και τη ρήξη με την ΕΕ και το ευρώ. Και μέσα στο Ποδέμος αυτή η συζήτηση κάθε άλλο παρά έχει κλείσει, άσχετα που καμιά από τις συγκροτημένες δυνάμεις δεν θέλει να την οργανώσει.
Το πολιτικό σύστημα στην Ισπανία δεν έχει κλείσει καμιά από τις πληγές του. Η δεξιά πάει σε εσωκομματικές εκλογές που φαίνεται να αναπαράγουν τη λογική “δεν έγινε και τίποτα”. Το Λαϊκό Κόμμα έχει μετατραπεί σε κόμμα περιθωριακό στην Καταλωνία και τη χώρα των Βάσκων. Το PSOE ανά πάσα στιγμή μπορεί να σπάσει σε χίλια κομμάτια. Οι Θιουδαδάνος αναδείχθηκαν ως πιθανή ανανέωση του συστήματος και κατέληξαν να στηρίζουν το Ραχόι στη Βουλή, ενώ μαζεύουν τις ψήφους της σκληρής δεξιάς που θέλει ακόμη μεγαλύτερες περιπέτειες στην Καταλωνία. Και όλοι μαζί αναπαράγουν ένα παραμύθι ότι ο ισπανικός καπιταλισμός έχει βγει με μεγάλη ασφάλεια από την κρίση και μάλιστα είναι έτοιμος να αρχίσει να “αποκαθιστά τις αδικίες” σε όσους βγήκαν χαμένοι την τελευταία δεκαετία. Τα σκάνδαλα συνεχίζουν να τους τυλίγουν όλους και φτάνουν μέχρι την ίδια τη βασιλική οικογένεια που είδε μέλη της να περνάνε τις πύλες των φυλακών.
Τα κινήματα που έχουν δυναμώσει μέσα από όλη αυτή την πορεία άνοιξαν το δρόμο του αντικαπιταλισμού. Χρειάζονται μια συγκροτημένη αντικαπιταλιστική αριστερά που θα αξιοποιήσει ακόμη πιο δυνατά τις ευκαιρίες που είναι μπροστά.